«Τόση βιάση και σπουδή;
Για πού πας, καλό παιδί;
Κίνησες νωρίς-νωρίς
και τρεχάτος προχωρείς;
Στάσου δα να διασκεδάσεις
με τις ομορφιές της Πλάσης!
Κόψε απ᾿ τα περβόλια πάλι
του χινόπωρου τα κάλλη!»
«Να σταθώ; Δεν ευκαιρώ,
γιατί πάω στο φτερό.
Και που πάω, να στο πω;
Βλέπεις τα παιδιά εκεί πέρα;
Έχουν μόνα τους ταιριάξει
χωριστά κάθε μια τάξη».
«Είσαι, βλέπω, μαθητής.
Μα στον ώμο τι κρατείς,
που με τη ματιά την πρώτη
σ᾿ έκαμα για στρατιώτη;»
«Είναι τ᾿ άρματά μου αυτά,
τ᾿ ακριβά τ᾿ αγαπητά:
Το κοντύλι μου κι η πλάκα,
το βιβλίο μου στη σάκα.
Κι έλα πια να σε χαρώ,
με ρωτάς κι αργοπορώ…
Είναι η ώρα περασμένη,
άκου, ο κώδωνας σημαίνει».
No comments:
Post a Comment
Σχόλια