Στου Κωνσταντίνου έζησε τα χρόνια του Μεγάλου
Που ο κόσμος κάποιου αντίστοιχου δεν είδε ως τώρα άλλου
Ο άγιος Δομέτιος. Αν και ειδωλολάτρης
Πλησίασε τον Άβαρο που ήταν Χριστού λάτρης
Η Χάρη τον οδήγησε, κι ο Άβαρος το νιώθει
Σε γη καλή και αγαθή σπαρμένοι ήταν οι πόθοι
Που είδε στον Δομέτιο και θα τον κατηχήσει
Μα σαν να γίνει χριστιανός ζητά, θα του συστήσει
Απ’ την Περσία, όπου ζουν, καλύτερα να φύγει
Εκεί οι πιστοί διώκονται κι αυτό το αντέχουν λίγοι
Στη Νίσυβη κατέφυγε, όπου Ιράκ καλούμε
Κι ένας επίσκοπος εκεί, τον βάφτισε. Να πούμε
Πως τέτοια χαρά γέμισε, δεν ξέρει τι να πράξει
Και μόλις βρίσκει μια μονή, ζητά να κατατάξει
Στο τάγμα το μοναχικό και σώμα και ψυχή του
Κι έτσι, εκάρη μοναχός. Τόση η δούλεψή του
Στα έργα τα πνευματικά, ώστε θα ξεχωρίσει
Σε αγάπη και ταπείνωση και πίσω του θα αφήσει
Αθέλητα κι αβίαστα τους άλλους τους πατέρες
Σε ύψη ανεβαίνοντας μέσα σε λίγες μέρες
Ο αρχέκακος των ημερών θα τον ζηλοφθονήσει
Και στις καρδιές των μοναχών τον φθόνο θα κινήσει
Έτσι, όπως ο Κύριος διά φθόνο Σαδουκαίων
Αλλά και των υποκριτών αυτών, των άλλων, Φαρισαίων
Θα φύγει, έφυγε κι αυτός. Τα μάτια του θα πάρει
Και στη Θεοδοσιούπολη θα φτάσει καθώς άρει
Με υπομονή Ιώβεια, σταυρό που αγαπάει.
Στου Ερζερούμ τα χώματα σαν έφθασε ζητάει
Σέργιου και Βάκχου τη μονή. Τον δέχονται με αγάπη
Τον γράφει ο ηγούμενος αμέσως στο κιτάπι
Της άγιας του κι ευγενικής καρδιάς και τον χειροτονάει
Σε διάκονο, διαβλέποντας πόσο ψηλά θα πάει
Αν κάπου, όντως γίνεται, κάποιοι να μη μας θέλουν
Κάπου αλλού, στα σίγουρα, άλλοι μας παραθέλουν
Μα όταν ο Ουρβέλιος θα το αποφασίσει
Πρεσβύτερο τον άγιο κάποτε να τον χρίσει
Ο άγιος σηκώνεται και φεύγει, γιατί δόξα
Δεν θέλει, ούτε της τιμής τα φαρμακώδη τόξα
Σε ένα βουνό κατέφυγε κι εκεί έμεινε μόνος
Ο καύσωνας το στέμμα του και ο χειμώνας θρόνος
Μέσα σε σπήλαιο τεχνητό έμεινε, προσευχόταν
Κι αγίασε τόσο πολύ, θαυματουργός γινόταν
Που πλήθος έρχονταν σ’ αυτόν άρρωστοι, πονεμένοι
Και έβρισκαν παρηγοριά πολλοί αναγκεμένοι
Ειδωλολάτρες, χριστιανοί τον άκουγαν, μεθούσαν
Τα λόγια και τα έργα του, αυτούς παρηγορούσαν
Πλήθος πολύ βαφτίζονταν, ώσπου να έρθει η μέρα
Που πήγε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης πέρα
Στα μέρη εκείνα, πόλεμο με Πέρσες να αρχινήσει
Τη φήμη του Δομέτιου θα την ζηλοφθονήσει
Και τους φανατικούς σ' αυτόν στέλνει ειδωλολάτρες
Για να τον αφανίσουνε. Μαζί με τους δύο άντρες
Που μαθητές του ήτανε, οι τρεις τους προσευχόνταν
Παίρνουνε πέτρες και πετούν επάνω τους, κι ερχόνταν
Βροχή το πετροβόλημα, ωσότου τους σκεπάσαν
Ωσάν τον Πρωτομάρτυρα, οι τρεις τους αγίασαν.
Απαύστως συνεχίζουνε όμως την προσευχή τους
Στων ουρανών τη θαλερή και άγια μονή τους.
Εμπνευσμένο από το Θερινό Συναξάρι του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη και τον Ορθόδοξο Συναξαριστή.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια