Tρίτος αιώνας ήτανε που έζησαν στη Ρώμη
οι άγιοι Λαυρέντιος, Ιππόλυτος κι ακόμη,
ο Πάπας Ξύστος, οι διωγμοί σαν ξέσπασαν με βία
και μαρτυρούσαν χριστιανοί στην αυτοκρατορία
Πριν πάει στο μαρτύριο, τον διάκονο φωνάζει
ο Πάπας, τον Λαυρέντιο, να αρχίσει να συνάζει
σκεύη εκκλησιαστικά και χρήματα που είχαν
οι εκκλησιές των χριστιανών κι ό,τι άλλο κατείχαν
και να τα διαχειριστεί ως πρέπει και ταιριάζει
μπρος στο κακό που ξέσπασε. Εκείνος δε, μοιράζει
τα χρήματα που έλαβε από την πώλησή τους
σε ανήμπορους να πορευθούν μες στη σκληρή ζωή τους
σε χήρες και ανάπηρους, σε ορφανά κι αρρώστους
από φτωχούς και άνεργους και άστεγους και ως τους
πλέον ευκαταφρόνητους, μα και αναγκαιμένους.
Μαρτύρησε ο Πάπας του, και τους αγριεμένους
στρατιώτες, ο αυτοκράτορας, αμέσως τότε στέλνει
και τον αρχιδιάκονο Λαυρέντιο που ψέλνει
δοξολογία στον Θεό, τον πιάνουν και τον πάνε
μποστά σοτν αυτοκράτορα κι εκεί σαν τον ρωτάνε
Πού βρίσκονται οι θησαυροί όλοι της εκκλησιάς
Εκείνος που 'ταν διαχειριστής αυτής της περιουσίας
ζητάει άμαξες πολλές να πάει να τους φέρει
Του δίνουνε την άδεια. Γρήγορα καταφέρνει
να τις γεμίσει όλες τους αναξιοπαθούντες
Σαν έφερε τις άμαξες με τόυς κακοπαθούντες,
εφρύαξε ο βασιλιάς. "Να τα, τα χρήματά μας,
τα σκεύη μας τα ιερά, τα αγιάσματά μας!
Αυτός είναι ο πλούτος μας που η πίστη αντρειώνει"
του λέει ο Λαυρέντιος κι ο βασιλιάς θυμώνει.
Μαστίγωμα με βούνευρα διατάζει, ως μια λίμνη
αίματος να σχηματισθεί. Στην φυλακή τον κλείνει
κατόπιν, και ο μάρτυρας όσους βρίσκει γιατρεύει
μες στο κελί, και έρχονται κι άλλοι, τους θεραπεύει.
Ο φύλακας Καλλίνικος, γη αγαθή, ζητάει
να γίνει αμέσως χριστιανός, βαπτίζεται και πάει
το λέει και στους φίλους του, κι ο βασιλιάς μαθαίνει
τα νέα, και τον μάρτυρα, διατάζει να τον βγάλουν
Ν' ανάψουν μία πυροστιά και πάνω της να βάλουν
το σώμα του Λαυρέντιο πάνω σε μία σχάρα
Οι πόνοι του αφόρητοι. "Ψήθηκα" λέει "άρα,
πρέπει να με γυρίσετε, τώρα κι από την άλλη"
το παλικάρι του Χριστού που η Χάρις Του το λούζει
Και τον γυρνούν κι ο μάρτυρας δεν κλαίει, μήτε σκούζει
Μόνο την αγοθότατη ψυχή του παραδίδει
εις τον Μεγαλομάρτυρα του Γολγοθά που δίδει
αμάραντο το στέφανο στο άγιο παιδί Του.
Ο Βαλεριανός ευθύς, μέσα στη σύγχισή του
θέλει το λείψανο εκεί άταφο να τ' αφήσει
Ο μαθητής, Ιππόλυτος, του Αγίου, θα αψηφήσει
τη διαταγή του βασιλιά και κλαίγοντας θα θάψει
το σώμα του δασκάλου του. Ο βασιλιάς μαθαίνει
μαντάτα νέα, τον καλεί, κι εκείνος αποκραίνει
"Το έκανα, τον έθαψα, ήταν ο δάσκαλός μου
κι ομολογώ όπως κι αυτός, Χριστός είναι το Φως μου"
Περνά φρικτά μαρτύρια, στη φυλακή τον κλείνουν
τον βγάζουν και ξανά μετά πάλι τον ανακρίνουν
"Δεν τον αλλάζω τον Χριστό". Αυτοί κρυφομιλούνε.
Τους συγγενείς του φέρνουνε κι έτσι τον απειλούνε:
"Αν δεν αλλάξεις, μάθε το, όλοι τους θα σφαχτούνε"
"Δεν τον αλλάζω το Χριστό κι εκείνοι ας σας πούνε
αν τον αλλάζουνε αυτοί". Μ' ένα στόμα φωνάζουν:
"Πεθαίνουμε για τον Χριστό, ό,τι κι αν διατάζουν"
Τότε αποκεφάλισαν όλους τους συγγενείς του
και έδεσαν τον μάρτυρα μπροστά στους προσφιλείς του
νεκρούς που κείτονταν εκεί, σ' άλογα που τον σέρναν
Κομμάτιασαν το σώμα του κι όταν νεκρό τον φέρναν
ο Ιουστίνος ο παπάς τον έθαψε στο χώμα.
Επτά μέρες αργότερα, κι ενώ είχε ακόμα
τις μνήμες τούτες ζωντανές ο βασιλιάς, θα πάει
στο θέατρο κι αισθάνθηκε πως κάτι τις τον καίει.
"Ιππόλυτε με έδεσες" φωνάζει κι όλο κλαίει
Μπροστά στα μάτια θεατών τα έκπληκτα πεθαίνει
κι ο τραγικός του θάνατος στην ιστορία μένει.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια