Όλα ξεκίνησαν από την προσευχή της Άννας που εισακούστηκε
Κι εσύ έγινες ο καρπός της στειρότητας
Το τάμα αποτέλεσες το έμψυχο στου Ναού τα ενδότερα
Κι έγινες του Ναού χτυποκάρδι
Σε αποχωρίστηκαν τα σπλάχνα της μάνας
Παραδίδοντάς σε στα σπλάχνα του Θεού
Και πώς να μη γίνεις η Εύσπλαχνη;
Οι προσευχές των ιερέων σε νανούρισαν
Σαν παραμύθια τις άφεγγες νύχτες
Πώς να μη γίνεις η Παραμυθία;
Κι από τα χέρια των αγγέλων ανατράφηκες
Αφού ο γλυκασμός τους ήσουν, τρυφερή
Ανάσαινες θυμιάματα, Κρινάκι εύοσμο
Γυάλιζες σκεύη ιερατικά, Στοργή που τους πόθους κατατρόπωσες
Περπατούσες κι έπαιζες στα πατώματα
Που τόπια κατρακυλούσαν των ιερέων οι ευχές
Πώς να μη γεννήσεις εσύ την Οδό της ζωής;
Τον πόνο όλου του κόσμου πριν τον κόσμο γευτείς έζησες
Σκουπίζοντας και σφουγγαρίζοντας στα δάπεδα τα δάκρυά του
Πώς να μη γίνεις του κόσμου Λιμάνι;
Κι όταν στα καλντερίμια βγήκες, δεν περιπλανήθηκες
Οι πλάνητες, οι πλάνοι κι οι διαδρομές τους
Χάρτης ανάγλυφος ήδη κατοικούσαν μες στα μάτια σου
Μνηστεύτηκες τον ηλικιωμένο, χήρο Ιωσήφ
Κι έγινες παρηγοριά των γηρατειών και της χηρείας
Ανέλαβες τα εφτά παιδιά του κι ας ήσουν ένα τόσο δα μικρό παιδί
Πώς αλλιώς θα γινόσουν η Προστάτιδα των ορφανών;
Μα πώς στο τέλος τέλος
Να μη σε επιλέξει ο Θεος με τέτοια "προϋπηρεσία"
Πώς να μη σου υποταχθεί ακόμη κι ο Πατέρας
Πώς να επιμείνει στη σφραγισμένη στο ανθρώπινο
Πόρτα του Παράδεισου;
Τίποτα δε ζήτησες, Μαρία, και σου δόθηκαν τα πάντα
Τίποτα δε διαφέντεψες και όλα σιωπηλά τα υπηρέτησες
Έτσι έγινες Αφέντρα και Κυρά
Κι έκανες τον ουρανό να υποκλιθεί μπροστά σου
Έτσι λύγισες τον Ίδιο τον Θεό που ταπεινά από σένα ταπεινή
Σου ζήτησε να γεννήσεις τον Υιό Του
Κι εσύ που ‘χες ήδη αγκαλιάσει όλες τις επίγειες γέννες
Είπες το τελευταίο και μεγάλο Ναι
Το μεγαλύτερο και αποφασιστικότερο της Ιστορίας
Πώς να μη γίνει Μάνα του Θεού, η Μάνα των ανθρώπων
Των ευχών, των πόνων, των δακρύων;
Και πώς να μη γίνει ο Υιός του Θεού, Υιός Ανθρώπου;
Κι αν όλα αυτά είναι γνωστά
Πόσα άλλα άγνωστα παραμένουν, Θεοτόκε
Πώς νουθετούσες τον μικρό Χριστό
Πώς έλουζες τα χρυσά μαλλιά και τ’ άγιο Σώμα Του
Πώς τον σκέπαζες τις νύχτες μην κρυώσει
Πώς του μάθαινες τις προσευχές που γνώριζες
Πώς έπαιζες με τα χώματα μαζί του
Πώς τον χάρηκες τριάντα χρόνια
Και πώς τον αποχαιρέτισες σαν έφυγε
Κι έμεινες να υφαίνεις, να κεντάς, να πλέκεις
Να συγυρίζεις την αυλή και τα λουλούδια
Και τις γειτονοπούλες να παρηγορείς
Να ταϊζεις ορφανά, να ντύνεις απόρους
Να κάνεις την αγάπη προσευχή, την προσευχή αγάπη
Ωσότου η ρομφαία του Σταυρού να διαπεράσει
Τόσο άδικα τα σπλάχνα του κόσμου και σπλάχνα σου
Κι ύστερα να γερνάς αθόρυβα, παραδομένη
Στου αγαπημένου Ιωάννη τη στοργή
Μέχρι την ώρα που για ύστατη φορά
Το φτωχικό σου σπίτι θα καθάριζες
Και σεντόνια καθαρά στην κλίνη σου θα έστρωνες
Για να έρθει ο Υιός σου ο Μονογενής
Να σε κρατήσει ως Τον κράτησες κι εσύ
Και να σε οδηγήσει στην ουράνια Φάτνη
Να γίνεις Σκέπη και Φάτνη του κόσμου μας
Τείχισέ μας, σκέπασέ μας και οδήγησέ μας Θεοτόκε στην ποδιά σου
Κι ύστερα απόθεσέ μας, Πάναγνε
Στα κατατρυπημένα πόδια του Παιδιού σου.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια