Επί Δεκίου έζησαν στην Έφεσο οι φίλοι
που έμελλε και οι επτά να μείνουνε ως θρύλοι
στην Ιστορία που συχνά τα χνάρια διαγράφει
κρατάει τα σημαντικά και τ' άλλα παραγράφει
Τους κάλεσε ο Δέκιος να απολογιθούνε
αν είναι όντως χριστιανοί κι αν αλλαξοπιστούνε
Μια προθεσμία ζήτησαν, δήθεν να ετοιμάσουν
αυτά που είχαν να του πούν. Έτσι, αφού μοιράσουν
τα περιουσιακά, κι όλα τα κανονίσουν
φεύγουν επάνω στο βουνό, σε μια σπηλιά να μείνουν
Τρώνε ψωμάκι ολόφρεσκο, νερό καθάριο πίνουν.
Το θάνατο φοβήθηκαν, μιας κι ο Θεός των όντων
που τόσο αγαπούσανε, είναι Θεός των ζώντων
Στα γόνατα προσεύχονται και Τον παρακαλούνε
Να πάρει την ψυχούλα τους με θέρμη Του ζητούνε
Κοιμούνται όντως τα παιδιά κι ύστερα δύο άλλοι
Το βίο τους συντάσουνε, τον κλείνουν σε μπουκάλι
Κι αφού το αφήνουν στη σπηλιά μετά αποχωρούνε
Τους γύρεψαν οι δήμιοι, όμως πού να τους βρούνε;
Σαν έμαθε ο Δέκιος πως στη σπηλιά κρυφτήκαν
Στέλνει για να σφραγίσουνε την είσοδο που μπήκαν
Περνούνε χρόνοι και καιροί, ο χρόνος πάντα ρέει
Η βασιλεία του σκληρού Δέκιου καταρρέει
κι έρχεται ο Θεοδόσιος πάνω στην εξουσία
αυτός που λέγονταν μικρός, αν κι ήταν στην ουσία
πολύ μεγάλος και πιστός και ευσεβής τα μάλα
Ξεσπάει μία αίρεση που ανάμεσα στα άλλα
μεγάλο σάλο προκαλεί. Ανάσταση αρνείται,
όπως το Ευαγγέλιο σε εμας το διηγείται,
οι Σαδδουκαίοι έκαναν. Εκείνος οδηγείται
στην προσευχή γονυπετής. Με τρίχινο χιτώνα
νηστεύει και ασκούμενος κλεισμένος σε κοιτώνα
απάντηση απ' το Θεό και λύση καρτεράει
Και ο Μεγαλοδύναμος, κάποτε απαντάει.
Επτά παιδιά ανασταίνονται σε μια σπηλιά κρυμμένα
που αιώνες πριν, πεθάνανανε κι έμοιαζαν κοιμισμένα
Ο Εξακουστιδιανός είναι κι ο Αντωνίνος
είναι ο Μαρτινιανός, είναι κι ο Κωνσταντινος
Ιαάμβλιχος, Διονύσιος κι ο έβδομος παρέα
Μαξιμιλιανός μαζί, εφτά παιδιά ωραία
Σαν από ύπνο ξύπνησαν κι ένιωσαν πεινασμένοι
"Πάρε αυτό το νόμισμα, αυτό μας απομένει,
Ιάμβλιχε, κι ένα ψωμί να φέρεις για να φάμε
γιατί χθες δε χορτάσαμε και σήμερα πεινάμε"
Χρόνους πολλούς ένας βοσκός κει γύρω σαλαγούσε
κοπάδια πλήθος πρόβατα. Μια μέρα που απορούσε
τι να 'χει μέσα η σπηλιά, πάει και την ανοίγει
Δεν έψαξε μέσα να δει και κίνησε να φύγει.
Δρόμο παίρνει ο Ιάμβλιχος, και όπου κι αν κοιτάει
βλέπει σταυρούς στις εκκληςιές και απορεί, ρωτάει:
Μη το μυαλό μου έχασα, μη σε έκσταση έχω πέσει,
το δρόμο μήπως μπέρδεψα, μήπως έχω σαλέψει;
Ζητά απ' το φούρναρη ψωμί, κάνει να το πληρώσει
το ασήμι βλέπει ο άνθρωπος, πάει να παλαβώσει
Φωνάζει κι άλλους να το δουν και όλοι απορούνε
"Πού βρήκες, βρε, το θησαυρό;" το νέο τον ρωτούνε
"Μα δεν τον βρήκα" απαντά, "΄Όχι, μας κοροϊδεύεις,
πες την αλήθεια, μην μπελά πηγαίνοντας γυρεύεις.
Κι εμεις ψυχούλα έχουμε, μερίδιο ζητούμε.
Τα θέλεις όλα μόνος σου; Εμείς φτωχολογούμε"
"Μου το 'δώσε ο πατέρας μου και στη σπηλιά το είχα"
τους λέει ο Ιάμβλιχος "αυτό μόνο κατείχα"
"Τίνος παιδάκι είσαι συ καιι ποια 'ναι η γενιά σου;"
Ρωτούν κι ο νέος απαντά. "Κανείς τα γονικά σου
εδώ δεν ξέρει. Τι 'ναι αυτά; Πάψε τα παραμύθια
και πες μας, πού ναι ο θησαυρός" "Σας λέω την αλήθεια.
Αν είχα κάποιο θησαυρό, μ' εσάς τον μοιραζόμουν,
δεν έχω τέτοιο πρόβλημα. Τον Δέκιο φοβόμουν,
εγώ κι οι έξι φίλοι μου, γι' αυτό μες στη σπηλιά μας
κρυφτήκαμε να μη μας βρει και σβήσει τη γενιά μας".
"Τι πράγματα μυστήρια" λεν τότε και φωνάζουν
να έρθει ο επίσκοπος, λαό πολύ συνάζουν
και ανεβαίνουν στη σπηλιά, βρίσκουν τους άλλους έξι,
ακούν την ιστορία τους κι ως ο Θεός να φέξει
τη νέα μέρα, βρίσκουνε το βίο στο μπουκάλι
με όλα τα ονόματα που γράψαν οι δυο άλλοι
Νιώθουν το συγκλονιστικό συμβάν και προσκυνούνε
τους εφτά παίδες που μπροστά στα μάτια τους, πατούνε
και οι εφτά στα πόδια τους μετά από αιώνες
Τον Θεοδόσιο ευθύς μηνούνε. Τους χιτώνες
βγάζει αυτός τους τρίχινους κι όλος συγκλονισμένος
τρέχει και πάει στη σπηλιά όπου αναστημένους
βρίσκει τους νέους και μιλά μαζί τους κι όλο κλαίει
Τους προσκυνάει και καθώς "απάντησε" τους λέει
"στην προσευχή μου ο Θεός", τα εφτά παιδιά νυστάζουν
Πέφτουν λοιπόν να κοιμηθούν κι όλα ευωδιάζουν
Ευφράνθηκε ο βασιλιάς και να τοποθετήσει
τα λείψανά τους σκέφτεται σε όλη του την κτίση
σε εκκλησίες και μονές. Μα θα εμφανιστούνε
στον ύπνο του και οι εφτά που τον παρακαλούνε
να τους αφήσει στη σπηλιά κι εκεί να περιμένουν
μαζί, Ανάστασιν κοινήν που όλοι αναμένουν
Βασισμένο στο Φθινοπωρινό Συναξάρι, τόμος Β΄, του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, Εκδ. Ακτή, Λευκωσία, 2009
No comments:
Post a Comment
Σχόλια