Ένα βιβλίο ξεφυλλίζουμε, τι θαρρείς; Γραμμένο από το χέρι μας, οδηγημένο απ’ το μυαλό και την καρδιά μας, σμιλεμένο από άλλων ανθρώπων τα χέρια που είναι δίπλα μας, λίγο πιο μακριά, πολύ μακριά, κι άλλο πολύ και πιο πολύ. Αυτών που ζουν εδώ κι αυτών που ζουν εκεί και είναι πιο εδώ και από τους εδω. Ένα βιβλίο γραμμένο κι άγραφο μαζί. Γεμάτο ζωγραφιές και μουντζούρες, λευκές σελίδες, μαύρες κατράμι, σχέδια παιδικά, μισοτελειωμένα, άλλα ύψιστης τέχνης κι άλλα άτεχνα ή κακώς καμωμένα.
Ένα βιβλίο οι χειμώνες και τα καλοκαίρια μας. Μην το πάρεις βαριά αν δεν έμαθες γράμματα. Ίσως έτσι να γράφεις καλύτερα. Ίσως η ανορθογραφία σου να κρύβει την μόνη και σωστή, την κρυφή, τη μυστική ορθογραφία της καρδιάς σου.
Ένα βιβλίο βαρύ σαν σίδερο και σαν πούπουλο ελαφρύ η ζωή μας. Σελίδες βρεγμένες από δάκρυα, κόκκινες απ’ το αίμα, γαλάζιες από μια θάλασσα που ξεπλένει το αίμα και το δάκρυ χωρά. Ένα βιβλίο κωμωδία και τραγωδία, παραμύθι και κόμικς. Γεμάτο και άδειο συνάμα. Μην το κλείσεις αν σε απογοητεύσει. Μόνο αυτό μην κάνεις. Όλα τα άλλα επιτρέπονται. Η μούχλα όμως δε φεύγει από τα βιβλία. Είναι ο μεγάλος τους εχθρός. Κράτα το βιβλίο σου ανοιχτό. Πότε πότε γύρνα προς τα πίσω τις σελίδες. Να δεις τι έγραψες, τι άφησες κενό, τι έσκισες. Όχι συχνά, μη σε ρουφήξει το παρελθόν, οι πρώτες σελίδες που όσο κι αν μοιάζουν ατσαλάκωτες κι ασκίαστες είναι μόνο ο πρόλογος και συ πρέπει να προχωρήσεις στο κυρίως θέμα. Κι αν δε θέλεις τίποτα να γράψεις, αν τόσο να διαβάζεις κουράστηκες, χάιδευέ το βιβλίο σου, ξεσκόνιζέ το, νανούρισέ το σαν μωρό στα φυλλοκάρδια σου, βγάλτο μια βόλτα, ένα περίπατο στο δάσος να ανασάνει. Μα μην το κλείσεις όσο ζεις. Μην το βάλεις στο ράφι. Μην το λησμονάς. Δεν είναι δικό σου επειδή γράφει απέξω το όνομά σου. Δεν μπορείς να του συμπεριφερθείς σαν άχρηστο. Το βιβλίο της ζωής σου, σού δόθηκε, κι αφού σου δόθηκε κάτι πρέπει να το κάνεις. Μύρισέ το και άφησέ το να πάρει κάτι απ’ το δικό σου άρωμα, ακόμα κι αν είναι βαρύ κι ασήκωτο, κι αν είναι βρωμερό. Στις ζωντανές σελίδες του αφημένο, θα μεταμορφωθεί, θα γίνει μύρο, μόνο εμπιστέψου το. Ξέρεις πόσα μάτια το κρυφοκοιτούν, πόσες άλλες καρδιές το διαβάζουν, πόσα φτερά αγγέλων μεριμνούν ολημερίς να μη σκιστεί, μη παραπέσουν οι σελίδες του, μην τις αρπάξει ο άνεμος, μην πέσει σε λάθος χέρια, μη σου το κλέψουν οι κακόβουλοι έμποροι της κάθε σου στιγμής; Ξέρεις πόσο πωλούν οι έμποροι τις μοναδικές στιγμές σου; Ακριβά, πάρα πολύ ακριβά. Όσο κοστίζει μια ολόκληρη κόλαση.
Κράτα ανοιχτό το βιβλίο της ζωής σου, μόνο αυτό σου ζητώ. Όπου πας, μ’ όποιον κι αν είσαι, ξύπνιος, κοιμισμένος, θλιμμένος, χαρούμενος, ελεύθερος ή δέσμιος, δούλος ή δεσπότης κράτα το βιβλίο ανοιχτό πάντα μαζί σου, πάνω σου, στα σωθικά σου αν μπορείς.
Στο τέλος ο Μέγας Αναγνώστης θα το φυλλομετρήσει και θα το διαβάσει όλο. Ακόμα και τις λευκές σελίδες θα διαβάσει, και τις μαύρες που κανείς άλλος δεν μπορεί. Θα αποκρυπτογραφίσει τις μουντζούρες σου, τα σβησίματα, τις υποσημειώσεις που πιο αποκρυφους κωδικούς που σκαρφίστηκες για να μην προδοθείς.
Κι απ’ όλα όσα έγραψες και δεν έγραψες, Αυτός θα αρθρώσει το τελικό σου ποίημα, όχι εσύ. Αυτό είναι το ζητούμενο. Το τελικό σου ποίημα. Γι’ αυτό, σου λέω, μην ανησυχείς. Το ποίημα σηκώνει μεγάλες παύσεις και κενά απέραντα, οιμοιοκατάληκτες πράξεις και ανομοιοκατάληκτα αισθήματα, ρυθμούς ανάκουστους, αρμονικούς και συγκρουόμενους, ακόμα και μουντζούρες, ρεαλισμούς, συμβολισμούς, εικόνες. Όλα τα σηκώνει ένα ποίημα. Ένα πράγμα δεν αντέχει. Να το φάει το σκοτάδι και η μούχλα. Ζήσε, λοιπόν, ποίημα, και όλα τα άλλα άφησέ τα στην άκρη, ψυχή μου.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια