Ήτανε στα χριστιανικά τα χρόνια τα αρχαία
από την κοσμοκράτειρα τη Ρώμη, η ωραία
Παρασκευή, τον δεύτερο μετά Χριστού αιώνα
εν μέσω των φρικτών διωγμών το μέγα κυκεώνα
Αποστηθίζει τις Γραφές και στους ναούς συχνάζει
διακονεί, προσεύχεται, κάθε φτωχός τη νοιάζει
Όταν θα γίνει είκοσι χρονών θα ορφανέψει
απ' τον καλό, Αγάθωνα που είχε θεία σκέψη,
κι από την Πολιτεία της, που ήταν στην ουσία
μάνα που τη μεγάλωσε με θεία νουθεσία
Και τότε η Παρασκευή όλα θα τα μοιράσει
τα περιουσιακά τα βάρη κι ας πεινάσει
Ιεραποστόλου το ραβδί μονάχα θα κρατήσει
κι απ' άκρη σ' άκρη τις Ιταλικές τις πόλεις θα γυρίσει
Ακλόνητη, ατρόμητη κι αφάνταστα γενναία
κηρύττει μέσα στους διωγμούς κι ας είναι πολύ νέα
τον Κύριό της και Θεό που τόσο αγαπάει
Πιστεύουνε αμέτρητοι όπου αυτή κι αν πάει
Κάποιοι την καταδίδουνε όμως στον Αντωνίνο
της Ρώμης αυτοκράτορα, οπότε, μπρος σε κείνον
αφου τη συλλαμβάνουνε με διαταγή δική του
στέκεται η Παρασκευή ωσάν ανώτερή του
Θαυμάζει ο αυτοκράτορας τα κάλλη τα περίσσια
και της ζητά να αρνηθεί τον Ιησού στα ίσια
και τους δικούς του τους θεούς αυτή να προσκυνήσει
"Μήτε τη γη μήτε ουρανό", εκείνη θα απαντήσει
"οι λατρεμένοι σου θεοί δεν έφτιαξαν, οπότε
λέω να πάνε να χαθούν και τέλειωσέ με τότε."
Θαυμάζει μεν ο βασιλιάς, μα και πολύ θυμώνει
Την περικεφαλαία του αμέσως πυρακτώνει
και στης Παρασκευής, καυτή, τη βάζει, το κεφάλι
Μένει αυτή αλώβητος, και τότε όλοι οι άλλοι
ειδωλολάτρες, διά μιας, αμέσως ξεκλειδώνουν
Πιστεύουν όλοι στον Χριστό κι όλους τους θανατώνουν
παίρνοντας τα κεφάλια τους μ' ακονισμένο ξίφος
"Να την αλυσοδέσετε", μ' αγριεμένο ύφος
προστάζει ο αυτοκράτορας, "στη φυλακή να μείνει"
Άγγελος όμως έρχεται τη νύχτα και τη λύνει
Πάλι μπροστά στο βασιλιά την παν την άλλη μέρα
Την είδε και τη θαύμασε ξανά, μα παραπέρα
λέει ν' ανάψουνε φωτιά σ' ένα βαθύ καζάνι
να βράσουν μέσα έλαιο και πίσσα μάνι μάνι
Τη ρίχνουν και δροσίζεται. Τρίτη φορά θαυμάζει
ο Αντωνίνος κι απορεί, αυτός που ετοιμάζει
την κάμινο, μη λάθεψε; "Ρίξε μου δυο κομμάτια",
ζητά απ' την Παρασκευή. Του καίγονται τα μάτια
καθώς αυτή ατρόμητη του ρίχνει με τα χέρια.
Σφαδάζει ο αυτοκράτορας κι αυτή πονάει πλέρια
Προσεύχεται στον Κύριο κι Αυτός τον θεραπεύει
Ανοίγονται και της ψυχής τα μάτια και πιστεύει
Προστάτης είναι των ματιών έκτοτε η αγία
κι ο Αντωνίνος στη Ρωμαϊκή, έμεινε, ιστορία
ως Πίος, που εσήμαινε, ο Ευσεβής, και παύει
αμέσως όλους τους διωγμούς. Εκείνην αναπαύει
κι απ' τα δεσμά της φυλακής βεβάιως λευθερώνει
Εκείνη παίρνει το ραβδί κι αρχίζει να οργώνει
Μέχρι στη Σαλονίκη μας φθάνει και συνεχίζει
στα Τέμπη κατεβαίνοντας κηρύττει και σαλπίζει
του ευαγγελίου μήνυμα σε όποιον συναντάεΙ
Μέχρι και δυο διοικητές στο δρόμο απαντάει
Ο ένας ο Ασκληπιός, Ταράσιος ο άλλος
Σκοτώνει έναν δράκοντα όπου 'τανε μεγάλος
Ο Ασκληπιός, όπως πολλοί, πιστεύει ολοψύχως
Ατάραχος Ταράσιος, καθόλου αντιστοίχως
με τον Ασκληπιό αυτός, βρίσκει την ευακιρία
και με αποκεφαλισμό, σκοτώνει την αγία
Πετά ψηλά στους ουρανούς η πάγκαλη ψυχή της
Τόσοι αιώνες πέρασαν κι ακόμα η ευχή της
κάνει σπουδαία θαύματα. Όσοι την ανταμώνουν
σαν μια γλυκιά καλογριά και την κοντοζυγώνουν
σ' όλα τα προσκυνήματα που 'χουνε τ' όνομά της,
γλυκαίνονται απ' τη χάρη της κι από την αρχοντιά της
No comments:
Post a Comment
Σχόλια