Labels

Thursday, March 28, 2013

Υβόνα Παουλέβιτς



σήμερα 
φιλούσα τα φύλλα των δέντρων
σήμερα
λίκνιζα στην αγκαλιά τη θάλασσα
σήμερα
έσφιγγα τον άπιαστο αέρα
σήμερα
ζέστανα τον ήλιο με την ανάσα

η απληστία μου
ακόρεστη

Στο σμαραγδένιο δάσος, εκδόσεις Καθαρτήριο, 2012

φωτογραφία: κάτω απ' τα κάστρα της Πορτάρας



Monday, March 25, 2013

Δωδεκαετής σημαιοφόρος




Τ’ αγαπούσα τα γράμματα. Ήμουν καλή μαθήτρια. Και το σχολείο τ’ αγαπούσα. Τα διαλείμματα και τ’ αγόρια. Ήμουν πρώτη στα μήλα, στο σκοινάκι και στο ποδόσφαιρο. Τι ξύλο έχω φάει από τους δασκάλους μου, δεν περιγράφεται. Γιατί ήμουν ασυγκράτητη. Δεν έβαζα γλώσσα μέσα. Μετά τις πρώτες μέρες όμως, που καταλάβαιναν πως ήμουν και καλή μαθήτρια, -εκτός από φλύαρη-, δεν με χτυπούσαν πια. Μόνο παρατηρήσεις μου έκαναν. Έχω ρίξει όμως κι εγώ πολύ ξύλο. Όχι στους δασκάλους βέβαια, αλλά στ’ αγόρια. Θύμωνα όταν γίνονταν αδικίες και τους πλάκωνα στις μπουνιές. Αυτό με τα κορίτσια δεν μπορούσα να το κάνω. Αυτά, άντε να τραβούσαν κανένα μαλλί. Αστεία πράγματα. Ή δέρνεις ή δε δέρνεις. Με τ’ αγόρια το ευχαριστιόταν η ψυχούλα μου. Γέμιζα μελανιές, άνοιγαν μύτες, γρατζουνιές σ’ όλο το σώμα, αίματα, ό, τι θέλεις. “Τι έπαθες πάλι”, με ρωτούσε η μάνα μου όταν μ’ έβλεπε σε κακό χάλι. “Έπεσα και χτύπησα”, απαντούσα, “δεν είναι τίποτα”. Δεν γκρίνιαξα ποτέ για το ξύλο που μάζευα και τα τραύματά του. Ήταν ένα τίμιο παιχνίδι. Αφού έδερνα, θα μ’ έδερναν. Αυτό μέχρι τις παραμονές των Χριστουγέννων της έκτης δημοτικού, που ο Σταύρος, -του είχα κάνει μπλε το δεξί καλάμι απ’ τις κλωτσιές-, μου έδωσε μια μπουνιά στο στομάχι που μ’ έκανε να διπλωθώ στα δύο και να μείνω για  κάποια δευτερόλεπτα χωρίς ανάσα. "Πεθαίνω", ήταν το πρώτο που σκέφτηκα. Και μόλις κατάφερα ν’ αναπνεύσω ορκίστηκα πως δε θα ξαναχτυπήσω κανέναν. Και την κράτησα την υπόσχεση μέχρι τέλους. Τ’ αγόρια συνέχισαν να με δέρνουν, αλλά μέχρι την 25 Μαρτίου. Μετά από κείνη τη μέρα σταμάτησαν.

Ένα μήνα περίπου πριν την εθνική επέτειο, ήρθε ο κύριος Αλέκος, ο δάσκαλός μου, και μου ανακοίνωσε πως θα ήμουν στην εξάδα της σημαίας. Χάρηκα αφάνταστα. Μεγάλο γεγονός! Μας μάζεψε, λοιπόν, και τους έξι, τρία αγόρια, τρία κορίτσια, και μας είπε πως αφού ήμασταν όλοι καθαρά δεκάρια, το ποιος θα γίνει σημαιοφόρος θα εξαρτηθεί από το ποιος περπατάει καλύτερα. Κι άρχισαν οι πρόβες στη μεγάλη τσιμεντένια αυλή του 2ου Δημοτικού Σχολείου Συκεών. Πάνω κάτω, πάνω κάτω και γύρω γύρω, κι εγώ ήμουν σίγουρη, -από μέσα μου, στα κρυφά-, πως στο τέλος εγώ θα γινόμουν σημαιοφόρος. Έρχεται μια μέρα ο δάσκαλος και μου λέει: “Βασιλικούλα, στην πραγματικότητα είσαι καλύτερη μαθήτρια απ’ τους άλλους, αλλά το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρεις να περπατάς! Προσπάθησε λιγο περισσότερο…”  Έμεινα σύξυλη. Δηλαδή, τι πάει να πει, “δεν ξέρεις να περπατάς;”

Πάω στο σπίτι, πέφτω στην αγκαλιά του μπαμπά και  κλαίγοντας του λέω τα δυσάρεστα. Με σταματάει απότομα. “Για περπάτα λίγο στο διάδρομο να σε δω”, μου λέει. Ήταν ένας μακρύς διάδρομος στρωμένος κόκκινο μωσαϊκό. Ξεκινούσε από το χωλ της εισόδου κι έφτανε μέχρι την κουζίνα, δέκα με δεκαπέντε βήματα. Κάνω μια βόλτα, “περπατάς στραβά" μου λέει ο μπαμπάς. “Δε θα χάσεις τη σημαία, επειδή περπατάς σα βάρκα!” “Και τι θα κάνω;” “Απλά, θα μάθεις να περπατάς ίσια” “Μα εγώ δεν καταλαβαίνω πως περπατώ στραβά, πώς θα το διορθώσω;” “Το καταλαβαίνω εγώ. Εγώ θα σε διορθώσω”.

Για μια βδομάδα, κάθε μεσημέρι που γύριζα εγώ από το σχολείο κι ο μπαμπάς απ’ την εκκλησία, αφού τρώγαμε, μ’ έβαζε να περπατώ πάνω κάτω στο διάδρομο. Νευρίαζα, κουραζόμουν, ήθελα να κοιμηθώ, αλλά δεν το έλεγα. Το ζήτημα ήταν σοβαρό κι ο μπαμπάς το είχε αναλάβει με μεγάλη υπευθυνότητα, δεν μ’ έπαιρνε να φέρνω αντιρρήσεις. Σπουδαίο πράγμα να μη σε παίρνει να φέρνεις αντιρρήσεις. Συνεχίζονταν κάθε πρωί κι οι πρόβες στην αυλή, ο δάσκαλος δεν έλεγε τίποτα, χτυπούσε η καρδιά μου κάθε φορά από την αγωνία, αν βελτιώνομαι πράγματι, κι αν εκείνος το καταλαβαίνει ή μ’ έχει ήδη απορρίψει.

Έρχεται μια μέρα και μου λέει: “Πώς τα κτάφερες; Δε σ’ αναγνωρίζω. Περπατάς υπέροχα! Σπαθί! Παίρνεις τη σημαία!” “Ο μπαμπάς μου, κύριε…” δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου, χτύπησε το κουδούνι, μπήκαμε στην τάξη, το ανακοίνωσε σε όλους, να κάτι μούτρα οι άλλοι παραστάτες, χαρά απέραντη εγώ, απέραντη κι ο μπαμπάς όταν το μεσημέρι του είπα “τέλος τα μαθήματα, την πήρα τη σημαία!”. Μ’ έσφιξε, μ’ αγκάλιασε, με σήκωσε ψηλά και αμέσως μόλις με κατέβασε μου είπε σπβαρά, “περπάτα τώρα στο διάδρομο” “μα… αφού…” “δεν έχει αφού ξαφού… περπάτα… πάντα μπορείς να γίνεις καλύτερη, άμα σταματήσεις εδώ, θα το χάσεις…”

Παραμονές μου έδωσε ο κύριος Αλέκος τη σημαία να την πλύνει η μαμά και να τη σιδερώσει. Έτρεμαν τα χέρια μου όταν την κράτησα. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι είχα κοψοχολιάσει μη μου την κλέψουν, μη μου την τραβήξει στο δρόμο κανένα κωλόπαιδο, μη μου πέσει και σχιστεί. “Να προσέχεις μαμά, μη τυχόν καεί στο σίδερο” “καλά μαρί, τι λες τώρα, ζουρλάθηκες;” απάντησε προσβεβλημένη η Σερραία νοικοκυρά που ανάστησε πέντε παιδιά σαν μοναχοπαίδια.

Έφτασε η 25η Μαρτίου. Πήγα τη σημαία στις δέκα το πρωί στο σχολείο σαν να μετέφρερα πορσελάνη και όχι ύφασμα. Μου έδωσαν τα λευκά γάντια και τη θήκη της. Τι βαριά που ήταν… δεν το είχα φανταστεί ακριβώς έτσι… Πώς θα τη σήκωνα; Θα τα κατάφερνα; Οι άλλοι παραστάτες δε μου μιλούσαν. Ούτε καν ο Κώστας με τον οποίο ήμουν ερωτευμένη. Ο πρώτος μου έρωτας. Είχαν λιώσει όλοι από τη ζήλια τους. Μα δε μ’ ένοιαζε. Εγώ είχα τη σημαία κι ένιωθα πως κρατούσα όλη την Ελλάδα στα χέρια μου. Δεν πρόσεχα τους συμμαθητές μου. Ούτε καν τον Κώστα. Θα ήθελα, βέβαια, να μου έλεγε μια καλή κουβέντα. Θα ήθελα, κυρίως αυτός, να χαρεί με τη χαρά μου. Αλλά όταν σηκώνεις την Ελλάδα ολόκληρη, τίποτα δε μετράει μπροστά σε μια τέτοια τιμή, μια τέτοια ευθύνη. Ήμουν όλη για τη σημαία… κι ας μην ήταν κανείς άλλος μαζί μου…

Κατηφορίσαμε το δρόμο, φτάσαμε στον Άγιο Δημήριο Συκεών. Μετά τη δοξολογία βγήκαμε στο μεγάλο αυλόγυρο της εκκλησίας. Σταθήκαμε μπροστά στο μνημείο όπου κάθε σχολείο είχε καταθέσει το στεφάνι του. “Κατέβασέ την τώρα” μου είπε ο δάσκαλος. Την κατέβασα κι είχα το νου μου, -χωρίς να έχω αντίστοιχη υπόδειξη-, να την έχω εντελώς κάθετη, να μη γέρνει καθόλου. Τι σημαία θα ήταν αν έγερνε; Βούρκωνα συχνά κάτω από τη γαλανόλευκη. Μέσα στην μπλε μου ποδιά με το άσπρο γιακαδάκι και την άσπρη μπουζάτη κορδέλα στα μαλλιά, ονειρευόμουν. Δεν ξέρω τι. Έμπαινα όμως μέσα σ’ έναν άλλον κόσμο που ήταν άλλος απ’ αυτόν που με περιστοίχιζε. Ούτε τα πόδια δε λύγιζα, κι ας είχα κουραστεί πολύ και πονούσε η μέση μου.

Έγινε η παρέλαση. Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Ο δάσκαλος ήταν περήφανος για μένα. Κι ο μπαμπάς με τη μαμά το ίδιο. Όταν την παρέδωσα την επόμενη μέρα δεν ένιωσα κανέναν αποχωρισμό, καμιά θλίψη. Η σημαία είχε αποτυπωθεί μέσα μου.

Από κείνη τη μέρα τίποτα για μένα δεν ήταν ίδιο. Είχα πάρει ένα πρώτο γερό μάθημα ζωής. Ήξερα πια καλά πως μια σημαία απαιτεί αγώνα, άσκηση, συνεχή προπόνηση, όσο καλός κι αν είσαι, όσο άξιος. Έμεινα στιγματισμένη από τους συμμαθητές μου μέχρι το τέλος της χρονιάς. Ήταν χειρότερο κι απ’ το να είχα εγκληματίσει. Ούτε τις μπουνιές τους δεν καταδέχονταν να μου ρίξουν. Το ξύλο έγινε ύπουλο, υπόγειο, ψυχολογικό. Σκεφτόμουν πως μάλλον δε βρίσκεται εύκολα άνθρωπος να χαρεί με την πρόοδό σου και θυμάμαι πως ορκίστηκα τότε εγώ να χαίρομαι με τη χαρά των άλλων. Είναι ασήκωτη η χαρά που δε μοιράζεται. Δυο φορές πιο ασήκωτη απ’ τον πόνο.

Έτσι, ο κόσμος των συμβόλων άρχισε να γίνεται για μένα πραγματικός. Ας με είχαν απομονώσει οι συμμαθητές μου, αυτός με είχε αποδεχθεί. Με είχε σπλαχνιστεί.  Μ’ αγκάλιαζε και μ’ έθρεφε. Με τον καιρό άρχισε να μου φανερώνει τα μυστικά του. Ίσως αυτή να ήταν η αρχή του μοναχικού δρόμου που θα τραβούσα. Του δρόμου που τη συντροφιά του σου παρέχει αφειδώς και αποκλειστικά το όνειρο, πιο πραγματικό απ’ την πιο απτή πραγματικότητα. Βαρύ σαν τη σημαία. Εύθραυστο σαν πορσελάνη. Φορτωμένο  ευθύνες και απαιτήσεις. Το όνειρο που σου ζητά καθημερινή άθληση για να μη χάσεις το βηματισμό σου καθώς το περπατάς, να μη χάσεις την κατεύθυνση, ν’ αντέξεις το βάρος του. Και να είσαι διαρκώς σε εγρήγορση. Να μην αφαιρείσαι στιγμή. Να μη σταματάς. Για να το κρατάς ίσιο,  κάθετα στη γη. Τι όνειρο θα είναι ένα όνειρο που γέρνει; Πώς θ’  ανεβαίνει ανεμπόδιστα στον ουρανό…..


Sunday, March 24, 2013

Κυριακή της Ορθοδοξίας - Απόστολος - Ευαγγέλιο - Μετάφραση





Ο Απόστολος της Κυριακής της Ορθοδοξίας
Εβρ. ια΄ 24 -26 κ  32 -40


 24.
Πίστει Μωϋσής μέγας γενόμενος ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ,
25.
μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν,
26.
μείζονα πλούτον ηγησάμενος των Αιγύπτου θησαυρών τον ονειδισμόν του Χριστού· απέβλεπε γαρ εις την μισθαποδοσίαν.
32.
Και τι έτι λέγω; επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ τε και Σαμψών και Ιεφθάε, Δαυΐδ τε και Σαμουήλ και των προφητών,
33.
οι δια πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων,
34.
έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων·
35.
έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα Κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν·
36.
έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής·
37.
ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι,
38.
ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης.
39.
Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες δια της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν,
40.
του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι.


Μετάφραση - Απόδοση

Χάρη στην πίστη του Χριστού, ο Μωυσής αρνήθηκε, όταν μεγάλωσε, την τιμή να ονομάζεται γιος της θυγατέρας του Φαραώ. Προτίμησε από την προσωρινή απόλαυση της αμαρτίας, να κακοπάθει με τον λαό του Θεού. Προσδοκώντας τη Θεία ανταπόδοση, θεώρησε μεγαλύτερο πλούτο τον εξευτελισμό για χάρη του Χριστού, από τους θησαυρούς της Αιγύπτου.
Τι άλλο να πω; Αφού δε θα μου φτάσει ο χρόνος για να διηγηθώ για τον Γεδεών, τον Βαράκ, τον Σαμψών, τον Ιεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες που με τη δύναμη της πίστης τους ανέτρεψαν βασίλεια, άσκησαν δικαιοσύνη, υλοποίησαν υποσχέσεις, σφράγισαν στόματα λιονταριών, έσβησαν της φωτιάς τη δύναμη, γλύτωσαν από δόντια μαχαιριών, ενδυναμώθηκαν από ασθένειες, ισχυροποιήθηκαν μέσα στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή αλλόφυλους, παρέδωσαν σε γυναίκες αναστημένους τους νεκρούς τους. Και άλλοι βασανίστηκαν μέχρι θανάτου, αρνούμενοι την απελευθέρωση, ώστε να αξιωθούν την υπέρτατη Ανάσταση. Και άλλοι δέχτηκαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, μέχρι και δεσμά και φυλακίσεις,  λιθοβολίστηκαν, πριονίστηκαν, δοκιμάστηκαν, από μαχαίρια φονεύτηκαν, ντυμένοι προβειές και κατσικίσια δέρματα πέρασαν τη ζωή τους μέσα σε στερήσεις, θλίψεις, καουχίες, γι' αυτούς δεν ήταν άξιος ο κόσμος, κι έζησαν περιπλανόμενοι στις ερημιές και στα όρη και μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Και ενώ όλο αυτοί μαρτύρησαν για την πίστη, δεν απόλαυσαν την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού, επειδή ο Θεός προνόησε κάτι καλύτερο για μας ώστε να μη φτάσουν εκείνοι χωρίς εμάς στην τελείωση.

Β.Ν



  Το Ευαγγέλιο της Κυριακής της Ορθοδοξίας 
 Ιωάν. α΄ 44 -52

44.
Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι.
45.
ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου.
46.
εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ.
47.
καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε.
48.
εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.
49.
λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε.
50.
ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.
51.
ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.
52

καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπϳ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.


http://puzzleen.wordpress.com/2013/03/23/το-ευαγγέλιο-και-ο-απόστολος-της-αϳ-κυρ/


Μετάφραση - Απόδοση

Την άλλη μέρα ο Ιησούς θέλησε να πάει στη Γαλιλαία. Και βρίσκει τον Φίλιππο και του λέει: "ακολούθησέ με". Ο Φίλιππος ήταν από την Βηθσαϊδά, την πόλη απ' την οποία καταγόνταν ο Ανδρέας και ο Πέτρος. Βρισκει ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ και του λέει: "βρήκαμε αυτόν για τον οποιο έγραψε ο Μωυσής στο νόμο και οι προφήτες, τον Ιησού, τον γιο του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ". Και του απαντά ο Ναθαναήλ: "είναι δυνατόν από τη Ναζαρέτ να βγει κάτι καλό;". "Έλα και θα δεις", του απαντά ο Φίλιππος. Είδε ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να πλησιάζει και λέει γι' αυτόν: "να ένας γνήσιος Ισραηλίτης χωρίς πονηριά μέσα του". Τον ρωτά ο Ναθαναήλ: "από που με ξέρεις;" Και ο Ιησούς μίλησε και είπε: "πριν σε φωνάξει ο Φίλιππος σε είδα κάτω απ' τη συκιά." Μίλησε κι ο Ναθαναήλ και είπε: "εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, είσαι εσύ ο Βασιλιάς του Ισραήλ". Απάντησε ο Ιησούς και του είπε: "επειδή σου είπα πως σε είδα κάτω από τη συκιά πιστεύεις; Θα δεις πολύ μεγαλύτερα απ' αυτά". Και του λέει: "Σας διαβεβαιώνω πως σύντομα θα δείτε ν' ανοίγει ο ουρανός και οι άγγέλοι του Θεού ν' ανεβοκατεβαίνουν πάνω στον Υιό του Ανθρώπου".


Β.Ν

Saturday, March 23, 2013

Η ιστορία του Ακάθιστου ύμνου μέσα από ένα προσωπικό βλέμμα




1307 χρόνια από σήμερα. 
Ενώ ο βασιλιάς Ηράκλειτος ηγείται του βυζαντινού στρατού σε εκστρατεία κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκείται αιφνιδιαστικά από τους Εφταλίτες Αβάρους. Μιλούν τη γλώσσα των Ούνων, αλλά έχουν μακριά μαλλιά πλεγμένα σε δύο κοτσίδες καταστόλιστα από κορδέλες, ακριβώς όπως οι Τούρκοι. Από τη στιγμή που το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος δεν μπορεί πλέον να τους εξαγοράσει, αρχίζουν τις επιδρομές στα Βαλκάνια.

Αν και στην αρχή οι Βυζαντινοί είχαν καταφέει να τους εκτοπίσουν πέρα από τον Δούναβη, η εξέγερση του στραού το 602, η περσική εισβολή, κι ένας εμφύλιος πόλεμος, δίνουν νέα ώθηση στους Αβάρους. Τα Βαλκάνια είναι ανυπεράσπιστα.

Γνωρίζοντας οι Άβαροι πως ο στρατός του Ηράκλειτου λείπει, απορρίπτουν κάθε πρόταση εκεχειρίας. Στις 6 Αυγούστου του 626 καταλαμβάνουν την Παναγία των Βλαχερνών. Συνεργάζονται με τους Πέρσες και την επόμενη νύχτα ετοιμάζουν την τελική επίθεση. Ο Πατριάρχης Σέργιος κρατώντας στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας περιδιαβαίνει τα τείχη της Πόλης για να ενδυναμώσει το λαό στην αντίσταση.

Ξαφνικά σηκώνεται φοβερός ανεμοστρόβιλος. Σηκώνεται  τρικυμία που καταποντίζει τον εχθρικό στόλο και παίρνουν θάρρος οι Βυζαντινοί. Ο Θεός είναι μαζί μας! Επιτίθενται θαρραλέα και τρέπουν σε φυγή Αβάρους και Πέρσες. Η πολιορκία λύντεαι. Οι εχθροί υποχωρούν άτακτα. Η Πόλη σώθηκε από την Θεοτόκο. Ο λαός πανηγυρίζει. Θέλει να ευχαριστήσει την Κυρία του. Πού αλλού; Στο σπίτι της. Την Παναγία των Βλαχερνών.

Εκεί συγκεντρώνεται το πλήθος του ευγνώμονα λαού που σώθηκε από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας του. Ας είναι όλοι ξάγρυπνοι, καταπονημένοι, λαβωμένοι, εξουθενωμένοι. Σκέκονται όρθιοι, αναμμένες λαμπάδες σώματα και ψυχές να αποδώσουν στη Στρατηγό τους τα νικητήρια.

Ψάλλουν τον Ακάθιστο ύμνο, “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ”.  Όχι, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η Παναγία τους σώζει. Δεν είναι η πρώτη φορά που ψάλλεται αυτός ο ύμνος. Ο ύμνος δεν είναι καινούριος. Είναι παλιός όσο και οι πόλεμοι. Εδώ και χρόνια τον ψάλλουν κάθε Δεκαπενταύγουστο. Μα αυτή τη νύχτα τον ψάλλουν για πρώτη φορά όρθιοι. Να φτάσει πιο γρήγορα. Σαν κεραυνός ν’ ανέβει απ’ τη γη στον ουρανό. Στην πάνω κατοικία της Μητέρας τους.

Αντικαθιστούν μόνο το προοίμιο, “Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει” με το “Τη Υπερμάχω Στρατηγώ”, σαν δοξολογία και σαν εγκώμιο στην Θεοτόκο.

H παράδοση θέλει ως υμνωδό τον Ρωμανό τον Μελωδό, που έζησε τον 6ο αιώνα, λόγω της ποιητικής αρτιότητας και της δογματικής πληρότητας του ύμνου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος αποτελείται από 24 οίκους –στροφές-. Αυτό είναι το αλφάβητάρι μας όλο. Όλο για την Παναγία. Χωρίς μητέρα μητρική γλώσσα δεν υπάρχει. Αυτή είναι η γλώσσα μας. Η Παναγία η μητέρα μας.  Άλλοι οίκοι είναι  περιττοί, δηλαδή εκτενέστεροι, από δεκαοχτώ στίχους καθένας, οι Α, Γ, Ε…, από τους οποίους οι πέντε πρώτοι περιλαμβάνουν τη διήγηση, οι δώδεκα επόμενοι απευθύνουν χαιρετισμό στη Θεοτόκο και ο δέκατος όγδοος το εφύμνιο “Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε”. Οι άρτιοι, Β, Δ, Ζ…, είναι συντομότεροι, αποτελούνται από πέντε στίχους διήγησης και το εφύμνιο “Αλληλούια”.

Το γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου μέσα από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, περιγράφοντας ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρώντας και στη θεολογική και δογματική τους ανάλυση.


Βοήθειά μας η Παναγία. Σε όλους τους πολέμους. Εθνών, λαών, ανθρώπων…

Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε!










Οι ιστορικές πληροφορίες του παρόντος κειμένου προέρχονται από: http://el.wikipedia.org/wiki/Ακάθιστος_ύμνος


Thursday, March 21, 2013

Η Διαθήκη - Μάνου Ελευθερίου - παραμύθι



Ο γέρος αυτοκράτορας απόψε είναι τόσο κουρασμένος και στεναχωρημένος που σχεδόν κοιμάται στην πολυθρόνα του. Η γυναίκα του πέθανε πριν από χρόνια. Οι γιοί του και τα εγγόνια του σκοτώθηκαν σε πολέμους. Εδώ και μέρες ένας ύπουλος αέρας έρχεται και χτυπά τα τζάμια. Αν ανοίξουν τα παράθυρα ο αυτοκράτορας το ξέρει: ο αέρας θα τον φαρμακώσει! Δεν είναι ποτέ για καλό τέτοια σημάδια.

Παρ' όλη του την κούραση, στηρίζεται στο χέρι του έμπιστου γραμματικού του και κλειδώνονται στο γραφείο του για να του υπαγορεύσει τη διαθήκη του. Η διαθήκη αντιγράφεται σε τόσα αντίγραφα, όσες είναι και οι επαρχίες του βασιλείου του.

Και αυτό γίνεται για να μην υπάρξει καμιά παρανόηση, κανένας πόλεμος, καμιά αναταραχή, μετά το θάνατό του.

Οι ταχυδρόμοι έχουν έτοιμα τα άλογα και περιμένουν. 
Ο αυτοκράτορας βγαίνει απ' το γραφείο του φορώντας την επίσημη στολή του και παρουσιάζεται στην αίθουσα του θρόνου. Γύρω του ψευτοπρίγκιπες, υπουργοί, στρατηγοί, και κόλακες τον κοιτάζουν αναστατωμένοι. Ο αυτοκράτορας τους κοιτάζει περίλυπος. Δε λυπάται που θα πεθάνει. Λυπάται γιατί στα μάτια τους φαίνεται πια ολοκάθαρα η αρπαγή και η απάτη.

Τώρα είναι αργά για να ψάξει να βρει τους καλύτερους και να τιμωρήσει τους ανίκανους.  Με όση δύναμη έχει στη φωνή του διαβάζει. Και ξέρει ότι έγραψε την πιο τρελή και παράλογη διαθήκη, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να τους τιμωρήσει. Ελπίζει όμως ότι ο διάδοχός του που ακόμη ούτε εκείνος δεν τον γνωρίζει και που προσεύχεται να είναι ο καλύτερος ανάμεσα στους υπηκόους του, θα αλλάξει αυτόν τον παραλογισμό της διαθήκης, θα βάλει μια τάξη και θα καθαρίσει την αυτοκρατορία από τα παράσιτα. Αρχίζει, λοιπόν, και διαβάζει...

Διαβάζει τρέμοντας και τους λέει ότι όλα τα αμύθητα πλούτη και όλα τα αξιώματα και όλους τους τίτλους τα αφήνει κληρονομιά στα πουλιά και τα δέντρα! Γιατί όλοι τους φάνηκαν ανάξιοι. Και σαν υπήκοιοι του κράτους και σα φίλοι του.

Όλοι τον κοιτάζουν αμίλητοι και ταπεινωμένοι. Παρουσιάζονται μπροστά του ένας ένας και του φιλούν το χέρι. Ώσπου να τελειώσει αυτός ο ατέλειωτος συρφετός, τα άλογα των ταχυδρόμων τρέχουν καλπάζοντας να φέρουν το μήνυμα.

Και ξαφνικά, ανάμεσα στο μεγάλο σκοτάδι που απλωνόταν έξω από την αίθουσα, σαν να διέκρινε κάπου πολύ μακριά, ίσως στον ουρανό, ίσως πάνω στο βουνό, ίσως πάνω στη στέγη του πιο κοντινού σπιτιού, έναν άνθρωπο, σαν άγγελο, να κρατάει ένα φως. Μάλλον ήταν πάνω σε άλογο και τους δυο τους σήκωνε ένα μικρό σύννεφο και σα να του έκανε σινιάλο, σαν να τον πληροφορούσε, όπως στα αρχαία χρόνια, για μια ευχάριστη είδηση, σα να του 'λεγε πως υπήρχε ακόμη ελπίδα, πως έρχεται... έρχεται...


"Παραμύθια για τον αυτοκράτορα", Μάνος Ελευθερίου, ζωγραφιές Σοφία Φόρτωμα, Εκδ. Γνώση, 1991

Για την αντιγραφή Β. Νευροκοπλή

Παγκόσμια ημέρα ποίησης - Παγκόσμια ημέρα ατόμων με σύνδρομο Down



Θεσσαλία, κατασκευή καλύβας, 1946, Werner Bischof







Μια μικρού μήκους ταινία με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Σύνδρομο Down απο την Ελένη Δημοπούλου, το Δημήτρη Ζάχο και την ομάδα ξεχωριστών νέων "Εν δυνάμει" σε συνεργασία με την Ηλιαχτίδα, Ένωση Γονέων και Φίλων Ατόμων με Σύνδρομο Down. Μια ωραία ταινία, ευαίσθητη, λεπτεπίλεπτη, διακριτική... 



Κι εγώ για να γιορτάσω τη σημερινή ημέρα, θα αγοράσω ένα καρδενοκαναρίνι να μου κελαηδά την ποίηση αυτή που δε χωρά στις λέξεις...





Thursday, March 14, 2013

Τοιχογραφία πρωινού









Είναι κάτι πρωινά σαν αυτό που αναρωτιέμαι μήπως ευτυχία είναι το ήσυχο ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων... 

Τίποτα δε συμβαίνει στο σπίτι, τίποτα δεν ακούγεται κι όμως η αναπνοή του κοιμισμένου παιδιού -που δεν είναι πια παιδί και πάντα παιδί θα είναι-, το άρωμα από τα τυροπιτάκια που μόλις ψήθηκαν, ένας τριγμός της καρέκλας στο σαλόνι -γιατί η μισή ανάσα μου σήμερα έμεινε σπίτι και εργάζεται σιωπηλά πάνω στο κόκκινο τραπέζι-, γεμίζουν τις ρωγμές του πρωινού μου τοίχου νηφάλια μέθη... 

κι εγώ κλεισμένη στο δωμάτιο λίγο μεγαλώνω, λίγο μικραίνω, μια σταλιά βουρκώνω κι άλλη μια χαμογελώ ακουμπώντας απαλά τα πλήκτρα του υπολογιστή για να γράψω -μη μου τρομάξει η χάρη και φύγει η λατρεμένη...




Sunday, March 10, 2013

"Στο σμαραγδένιο δάσος" - Υβόνα Παουλιέβιτς



Το ταξίδι μου στην ελληνική γη άρχισε μερικά χρόνια πριν και συνεχίζεται... Με το πλοίο της ζωής φτάνω σε καινούρια λιμάνια. Σε μερικά σταματάω για πολύ, σε άλλα για λιγο.

Το έργο "Στο σμαραγδένιο δάσος" είναι ένα ταξίδι που έζησα στη διάρκεια των τεσσάρων εποχών του χρόνου στο ελληνικό νησί της Λέσβου. Εικόνες και σκέψεις που έμειναν μετά απ' αυτό το ταξίδι κατέγραψα σε λυρική φόρμα με ξεχωριστή εικονογράφηση για κάθε μία. Οι μορφές και τα σχήματα έχουν κοπεί από χρωματιστό χαρτί και αποτελούν σημαντικό κομμάτι του βιβλίου.

Το βιβλίο "Στο σμαραγδένιο δάσος" ολοκληρώθηκε μαζί με την εικονογράφηση τα έτη 2003 - 2006 και εκδόθηκε για πρώτη φορά στην πολωνική γλώσσα. Η ελληνική έκδοση του βιβλίου μου δεν περιέχει εικόνες από χρωματιστό χαρτί, αλλά απλά σχέδια. Ωστόσο, με κάποιο τρόπο αυτή η έκδοση συμπληρώνει την πολωνική και το σημαντικότερο είναι ότι τώρα μπορώ να μοιραστώ το δικό μου ταξίδι στη γλώσσα της χώρας που με ταξιδεύει ακόμα. Πιστεύω, μάλιστα, ότι η μετάφραση στα ελληνικά αντικατοπτρίζει το πολωνικό κείμενο, ενώ σε κάποια σημεία αποτυπώνει τις σκέψεις μου καλύτερα απ' όσο στα πολωνικά. Είναι για μένα μεγάλη χαρά που μπορώ να παρουσιάζω το βιβλίο μου σε όλους όσους μιλούν την υπέροχη ελληνική γλώσσα.
Σας καλώ στην εξαιρετική χώρα των σμαραγδένιων δασών που κάποτε σταμάτησα για λίγο, αλλά για πάντα έμεινε στην καρδιά μου.

Μια μέρα νοστάλγησα τη συνάντηση με τον εαυτό μου. 
Η έρημος μου φάνηκε το κατάλληλο μέρος για τέτοιες συναντήσεις. Εκεί όλα είναι τόσο απλά, διάφανα, και όχι πολύπλοκα. Και το πιο βασικό, εκεί δεν υπάρχει σκιά που πίσω της μπορεί τόσο εύκολα κανείς να κρυφτεί. Μόνο η δική μας σκιά βασιλεύει πανίσχυρη. Εκεί οι σκέψεις δεν επιστρέφουν ενοχλητικά σαν μπούμεραγκ, δεν αποκρούονται απ' τα βουνά, τα δέντρα, τα σπίτια, τους ανθρώπους, ούτε κρύβονται σε κόγχες γρήγορα να λησμονηθούν για να επιτεθούν μετά με διπλή δύναμη. Εκεί μπορείς τις σκέψεις να πλέξεις στα δάχτυλα όπως την άμμο. Να αφουγκράζεσαι το ψιθύρισμά τους, να τις γνωρίζεις, να τις καταλαβαίνεις. Να διακρίνεις τα χρώματά τους, την οσμή, το σχήμα τους.

Η σιωπή της ερήμου επιτρέπει να ακούμε τη δυνατή σιγή αναγκάζοντάς μας να διαλέξουμε: τη φυγή ή τη βούληση για ζωή σ' αυτή τη σιγή που μας οδηγεί στην αναγνώριση του κόκκου της άμμου και σ' αυτόν τον κόκκο όλου του σύμπαντος.

Οι απόπειρες συνάντησης με τον εαυτό μου, μού φανέρωσαν διάφορες ερήμους, όχι μόνο αμμουδερές, αλλά και βουνίσιες, πρασινωπές, κατάμεστες  της πόλης...

Κάποτε πάτησα στο νησί, σ' ένα μικρό κομμάτι γης φυτρωμένο με το σμαραγδένιο δάσος, που στο πρώτο βλέμμα δεν είχε κάτι κοινό με την έρημο. Κι όμως...

Στάθηκα μπροστά στο ωραίο, που ήταν τόσο καθαρό ώστε τα δέντρα γίνονταν ακόμα πιο ψηλά, η θάλασσα ακόμα πιο αλμυρή, ο ήλιος κρύος, και το κελάηδημα των πουλιών φάλτσο. Οι σκέψεις μου αντανακλώνταν απ' τα σπίτια, τα βουνά, τους ανθρώπους και τις λέξεις. Ο άνεμος έδινε σ' αυτές τρελή φόρα κι έτσι επέστρεφαν με μεγαλύτερη ακόμα δύναμη. Πότε πότε επανέρχονταν μια επικίνδυνα κατευναστική οργή και μετά όλα αρχινούσαν απ' την αρχή.

Μπορούσα να φύγω, αλλά το πλοίο δεν έπιανε πάντα λιμάνι. Επίσης κατάλαβα ότι η φυγή αυτή θα ήταν φυγή από τον εαυτό μου.

Σταμάτησα. Άρχισα να ανακαλύπτω ερήμους στη δική μου ανικανότητα, μοναξιά, αμαρτία, ατονία, φόβο, αδυναμία. Οι έρημοι αυτοί μου έδειξαν τη νέα διάσταση του ταξιδιού στο βάθος του εαυτού μου. Ταξίδι θαυμάσιο, μαγευτικό και συνάμα πιο δύσκολο. Συχνά πολύ οδυνηρό. Ίσως γι' αυτό πολύ σπάνια να αναλαμβάνεται.

Σε κάθε κόκκο άμμου είναι όλα τα δάση,
όπως σε κάθε φύλλο όλες οι έρημοι.

Το ταξίδι μου στο νησί των θαυμάτων άφησε μερικές σκέψεις σε λυρική μορφή, εικονογραφημένες με παραμυθένιες εικόνες που μπορεί να προτρέψουν κάποιον να ζεστάνει τον ήλιο, ν' αγκαλιάσει τον άνεμο, ν' αγγίζει τον εαυτό του και ν' ανακαλύψει στον πόνο τον θησαυρό. Να τον παρακινήσουν για συνάντηση με την ευτυχία και να τον μαγέψουν με το σμαραγδένιο δέντρο. Να τον προσκαλέσουν στο χορό με την ασημένια νύχτα, στις κόγχες του φύλλου να χαθεί, στης βατομουριάς τον τόπο ν' ανέβει. Μήπως και πάψει ν' αργοπορεί κι αρχίσει τις πέτρες σε χρυσό να μετατρέπει.

Και ήδη βλέπω τον προορισμό πίσω από τη γωνία, και σχεδόν ξέρω τι όλα αυτά σημαίνουν. Και ξαφνικά μένω έκπληκτη βλέποντας ότι αυτός είναι μόλις η αρχή του δρόμου.

Βαδίζω σαν σε τεντωμένο σκοινί πάνω απ' την άβυσσο. Πέφτω, σηκώνομαι. Αφουγκράζομαι τον εαυτό μου... και ξέρω ότι η νοσταλγία μου είναι νοσταλγία για το Θεό.

Πρόλογος της Υβόνας Παουλιέβιτς στο βιβλίο της "Στο σμαραγδένιο δάσος", εκδ. Καθαρτήριο, 2012







Thursday, March 7, 2013

Οι τρεις φίλες


άργησα ν' αποκτήσω φίλες
κούρνιαζα σε αρσενικές φωλιές
ίσως γιατί οι άντρες δεν αγαπούν τις ερωτήσεις
κι εγώ που δεν ήξερα ποτέ τι ν' απαντήσω
πώς να συναναστραφώ
την περιέργεια των γυναικών

τώρα όμως γίναμε τρεις
η Λάουρα, η Υβόνα κι εγώ
η Λάουρα από το Βουκουρέστι
η Υβόνα από τη Βαρσοβία
κι εγώ από τη χώρα των θεών

με την Υβόνα ανταμώσαμε σ' ένα σχοινί 
πάνω απ' την άβυσσο
με την Λάουρα μέσα στη φλόγα ενός κεριού 
που ζέσταινε τους παγετώνες

είναι κι οι δυο τους τόσο όμορφες
η Λάουρα ψηλόλιγνη σαν καλαμιά 
παίρνει τα μακριά της τα μαλλιά ο άνεμος 
η Υβόνα μικροκαμωμένη ηλιαχτίδα 
που το 'σκασε για να φωτίσει τις σπηλιές
- άμμος στα δάχτυλα των παιδιών εγώ

είμαστε τρεις ποιήτριες -δηλαδή 
τίποτα δε ρωτά η μια την άλλη
μας είναι αρκετό να κοιταζόμαστε
πολλαπλασιάζοντας τις απορίες

το στέκι μας μια παλιά βυζαντινή εκκλησιά
καθόμαστε πάνω στον τρούλο της
παρατηρώντας τον ίσκιο του σταυρού στα κεραμίδια
του κοινού σταυρού μας
λέξεις που ποτέ δε θα μπορέσουμε να γράψουμε

όσο ζω τις αγαπώ
όταν πεθάνω 
θα τις λατρέψω
-και τις δυο


Απόσπασμα της συνέντευξης του Ν.Γ.Πεντζίκη στον Σ. Τσαγκαρουσιάνο


.......
Σ.Τ.: Δηλαδή, όλα συνθέτονται και δικαιώνονται - ακόμα και τα πιο αντίθετα; 

Ν.Γ.Π.: Ε, ναι.   

Σ.Τ.: Κι όταν μεγαλώνεις με αρνήσεις; Όταν μαθαίνεις από μικρός το καλό και το κακό; 

Ν.Γ.Π.: Να μη χαρίζεσαι στην οικογένεια ή σε ό,τι αγαπάς στενά. Να διαλέγεις τη μοναξιά που θα σε μάθει να αγαπάς τον καθένα. Να στηριχθείς στη μοναξιά, όπως η πόρνη ακουμπάει στον νταβατζή της για να εξασφαλισθεί, επειδή δίδεται στους πάντες. Τα όρια τότε θολώνουν και δεν υπάρχει το καλό και το κακό - μόνο η κίνηση.   

Σ.Τ.: Η ίδια κίνηση που οδηγεί στη χαμένη ενότητα του κόσμου; 

Ν.Γ.Π.: Ναι, παιδάκι μου, η ίδια κίνηση. Που δεν είναι άλλη από την αγάπη.    







Θεσσαλονίκη, 1985 

Monday, March 4, 2013

"Ο Καλλίστρατος και το χωράφι της καρδιάς" στον Αρμό της Θεσ/νίκης το Σάββατο 9 Μαρτίου 2013




Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ και το ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΑΡΜΟΣ 

σας προσκαλούν το Σάββατο 9 Μαρτίου, στις 12.00 το μεσημέρι

στην παρουσίαση του νέου παραμυθιού της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΝΕΥΡΟΚΟΠΛΗ:

"Ο Καλλίστρατος και το χωράφι της καριάς".



Το βιβλίο θα παρουσιάσει ο ΚΩΣΤΑΣ ΖΟΥΡΑΡΙΣ 

σε συνεργασία με τους μαθητές της Δ΄ τάξης του 9ου Δημ. Σχολείου Σταυρούπολης 

και της εκπαιδευτικού Αγγέλας Κοντονώτα.



Βιβλιοπωλείο Αρμός, Πρασακάκη 5, Θεσ/νίκη, Τηλ: 2310 220992 

Saturday, March 2, 2013

Το πιο μπλε όνειρο




Τρέχουν τα όνειρα σαν παλαβά. Κυνηγούν τους ανθρώπους, τα δέντρα, τα ποτάμια, τα πουλιά, το φως. Όλα τα κυνηγούν και το κυνηγητό ποτέ δεν το χορταίνουν.

Όπου βρουν κάποιο κενό τρυπώνουν αιφνίδια. Φωλιάζουν για λίγο, για μια στάλα, -χρόνος αναρίθμητος-, κι ύστερα πάλι φεύγουν αναζητώντας στέκια ακατοίκητα. Δεν έχουν μόνιμη στέγη τα όνειρα. Δε χωρούν σε χώρους συμπιεσμένους και αεροστεγείς. Είναι που δεν έχουν αιχμές. Άοπλα τρέχουν, άοπλα πετούν. Δεν έχουν κλειδιά ούτε αντικλείδια. Αν δε βρουν χαραμάδα δεν είναι σε θέση να την ανοίξουν μόνα τους. Μα όταν τη βρουν εισχωρούν και σαν μαγικό ραβδί νεράιδας όλα τα γυαλίζουν. Δεν αφήνουν ίχνος σκόνης, λάσπης, βρωμιάς, μυρωδιάς βαριάς. Λεπτεπίλεπτα και ντελικάτα πλάσματα είναι τα όνειρα, μιας και είναι παιδιά των νεφών αρχοντοαναθρεμένα κι ευγενικά. Στο πέρασμά τους όλα αλλάζουν, ελαφραίνουν, καθαρίζουν, τραγουδούν. Τα όνειρα είναι που γεννούν την ποίηση. Αυτή την ποίηση που δεν σκοντάφτει πουθενά, που κανείς δεν κατέχει και σε κανέναν δεν υποτάσσεται.

Πριν κοιμηθείς νομίζεις πως αυτή τη νύχτα θα πεθάνεις. 
Κι έρχεται ξαφνικά μέσα στον ύπνο σου ένα όνειρο τόσο μπλε που σε ανασταίνει το πρωί και στη διάρκεια της μέρας βαθαίνει, κι όλο βαθαίνει, μέχρι που δεν αντέχεις πια το βάθος του κι αρχίζεις να το μουτζουρώνεις με μαύρο κάρβουνο μέχρι το καινούριο βράδυ να βρει το μπλε κατάμαυρο. Ίσως όμως και να αντέχεις το βαθύ του χρώμα και να το μαυρίζεις ελπίζοντας πως θα επιστρέψει πάλι ίδιο κι απαράλλαχτο. Γνωρίζεις πια απ' την τόση σου εμπειρία πως τα πιο μπλε όνειρα γεννιούνται από το μαύρο. Απ' τον θάνατο γεννιούνται.