Labels

Thursday, June 28, 2012

Για δυο πουλιά



 
Εκεί στην άκρη της κλωστής που αιωρείται στους ανέμους λεπτή σαν διάφανη σχεδόν, φτερούγες δυο πουλιών ανοιγοκλείνουνε με πάθος σκίζοντας το γαλάζιο τόσο μυστικά που βλέμμα δεν φτάνει να μουντζουρώσει το πέταγμά τους, καμιά οργή να τα ταράξει και όπλο να τα σημαδέψει. Η απειλή του θανάτου γι’ αυτά είναι το σύννεφο που προσπερνούν, ο θάνατος είναι ο πλανήτης που αφήνουν πίσω τους.
 
Εκεί στην άκρη της κλωστής που αιωρείται στους ανέμους λεπτή σαν διάφανη σχεδόν, δυο πουλιά ενώνονται στο φτεροκόπημά τους ελεύθερα από τον εαυτό τους και υποταγμένα το ένα στο άλλο, τα δυο μαζί στην αόρατη κλωστή που συγκρατεί, οδηγεί, προστατεύει το φτερούγισμα και τ ανυψώνει πιο ψηλά, πιο ψηλά, κι όλο ψηλότερα απ’ τα νέφη, τους καιρούς, τις νύχτες τις έρημες.

 
Εκεί στην άκρη της κλωστής που αιωρείται στους ανέμους λεπτή σαν διάφανη σχεδόν, δυο πουλιά δίχως αξιοζήλευτη φωνή και πλούσια χρώματα, δυο μικρά μικρά κι ασήμαντα πουλιά για τον κόσμο που κυνηγά το εξωτικό και άξιο της μεγάλης ηδονής, δυο μεγάλης τρυφερότητας πουλιά ενώνονται στο πέταγμά τους εκεί στην άκρη της κλωστής.

 
Το πέταγμά τους δε θ’ αφήσει απογόνους άλλους από ένα άρωμα που τις νύχτες του καλοκαιριού θα φτάνει μόνο σ’ εκείνες τις καρδιές που αγαπούν χωρίς προσπάθεια. Θα φτάνει κόκκος ζάχαρης τις θαμπές νύχτες του χειμώνα στο στόμα των παιδιών που πεινούν και δεν καταλαβαίνουν τίποτα απ’ τον κόσμο των μεγάλων. Αυτός ο κόκκος θα γλυκαίνει τα όνειρά τους και θα παρηγορεί τ’ απορημένα μάτια τους. Θα τους κερνά το πηγαίο χαμόγελο ίδιο στη θλίψη ίδιο στη χαρά.

 
Πιασμένα από την άκρη της κλωστής που αιωρείται στους ανέμους λεπτή σαν διάφανη σχεδόν, τα ενωμένα στο πέταγμα κι ασήμαντα για όλους δυο πουλιά πετούν ψηλά κι όλο ψηλότερα δίχως ν’ αφήσουν πίσω τους σημάδια και ίχνη. Δεν είναι δρόμος η πορεία τους να τον ακολουθήσουν άλλοι. Δεν πρόκειται ν’ ασχοληθεί μαζί τους η ιστορία ή να γίνουν παραμύθι να το αφηγούνται οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους. Ούτε αστέρι θα γίνουν ούτε γαλαξίας ούτε τίποτα που να το δείχνει κάποιος με το δάχτυλο. Γλιστρώντας απ’ τα δίχτυα των παρατηρητών θα πηγαίνουν κι όλο θα πηγαίνουν, πετώντας μαζί αγκαλιασμένα εκεί, στην άκρη της κλωστής και του γαλάζιου…