«Ηρθα για να σας δείξω ο ίδιος την οδό Ονείρων» έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις στη μουσική εισαγωγή της ομώνυμης θεατρικής παράστασης. Σήμερα κλείνουν 18 χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή.
Σήμερα ο Μάνος Χατζιδάκις γίνεται 18χρονος στον ουρανό. Ηταν 15 Ιουνίου, καλοκαίρι του 1994, μέσα στην ομορφιά, όταν φτερούγισε για αλλού – και από τότε δεν τον έχουμε ξαναδεί. Μόνο στα όνειρά μας πια έρχεται γελαστός και μυρωδάτος (φορούσε την Vetyver του Lanvin) και μας λέει αστεία σφυρίζοντας μαγευτικές μελωδίες.
Θα αποτολμήσω να το γράψω πως ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν του κόσμου τούτου – έτσι κι αλλιώς. Από αλλού ερχόταν, προσγειώθηκε στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου 1925 και αποβιβάστηκε σε αστικό περιβάλλον, μέσα από μια μητέρα που τη λάτρεψε ως το τέλος της ζωής της και τη φρόντισε όσο κανένα «παιδί» δεν έχει φροντίσει τη μάνα του. Από τα Βόρεια, πάντα με τη μητέρα (ο πατέρας σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα πολύ νωρίς), προχώρησε προς την Αθήνα και την «κατέκτησε» κυριολεκτικά με το ταλέντο του, τις μελωδίες του και την πρωτοφανή, για τα ελληνικά μέτρα της εποχής, προσωπικότητά του – και το μαγικό χιούμορ του.
Κατάφερε να γίνει παγκοσμίως γνωστός με το Οσκαρ τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά» το 1960 και με το «IlIya Darling», το μιούζικαλ που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1968 (μετά την επιτυχία της ταινίας και στις ΗΠΑ), έζησε αρκετά χρόνια στη Νέα Υόρκη (από το 1966 ως το 1972, εκεί ηχογράφησε, μεταξύ άλλων και το άλμπουμ του «Reflections» με τους τότε νεαρούς φίλους του, τους «New York Rock & Roll Ensemble») και ώσπου να αναληφθεί, πριν από 18 χρόνια, ήταν ένας Ελληνας Αθηναίος με παγκόσμια απήχηση και κύρος, με φιλίες διεθνείς και «αξιοζήλευτες» – από πάσης απόψεως.
Η μαγεία του Μάνου
Οι φίλοι και οι γνωστοί του ήταν όλοι όμορφοι άνθρωποι, τουλάχιστον για όσο χρόνο ήταν μαζί του. Μπορεί πριν να ήταν πολύ συνηθισμένοι άνθρωποι ή και κακοί άνθρωποι, άσχημοι άνθρωποι, ανάξιοι λόγου άνθρωποι. Μαζί με τον Μάνο, όμως, τυλιγμένοι από τη μαγική αύρα του (και την Vetyver!), όλοι όσοι τον ζήσαμε από κοντά, γινόμασταν αλλιώτικοι, ανεπαισθήτως εξωπραγματικοί και αιθεροβάμονες, άγγελοι εκπεσόντες, δαιμόνια, Χερουβείμ και Σεραφείμ – λίγο σαν διάφανοι και, παροδικά, σαν εμπνευσμένοι.
Γι’ αυτό σε αυτό το κείμενο θα συναντήσετε συχνά λέξεις που παράγονται από τη «μαγεία» – επειδή ο Χατζιδάκις είχε κάτι μαγικό και το μετέδιδε και στο περιβάλλον του όταν η νύχτα το επέτρεπε και οι συνθήκες ευνοούσαν την ποίηση. Οπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, έτσι και ο Χατζιδάκις, με την παρουσία του και μόνο, άλλαζε το τοπίο – ακόμη και οι διάδρομοι της ΕΡΤ στην Αγία Παρασκευή σού φαίνονταν πανέμορφοι όταν τον έβλεπες να τους διασχίζει μπαινοβγαίνοντας στα στούντιο του Γ΄ Προγράμματος, είτε για να μας δώσει κάποιες «οδηγίες» είτε απλώς για να μας πειράξει χαμογελαστός και να μας μεταδώσει μια δική του ιδέα με τρόπο που να νομίζουμε ότι εμείς τη σκεφτήκαμε. Αλλά ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Σε μια σειρά από αμοντάριστες εικόνες.
Aνοιξη του 1975: ο φίλος μου ο Τάσος Μελετόπουλος, ο οποίος ήταν, όπως και εγώ, θαυμαστής του Χατζιδάκι από την ήβη και την εφηβεία του, ήθελε σώνει και καλά να τον γνωρίσει. Το ίδιο και εγώ. Η Μανουέλλα Παυλίδου, φίλη και των δυο μας, ήταν, ήδη από το 1970, η καινούργια «μικρή» (σε ηλικία) φίλη της Μελίνας Μερκούρη, η «ελληνίδα φοιτήτρια» που έμελλε να γίνει και ο «άνθρωπός της» ως το τέλος της 6ης Μαρτίου του 1994. Απευθυνθήκαμε, λοιπόν, στη Μανουέλλα και εκείνη «έστησε» το σκηνικό. Θα πήγαιναν με τη Μελίνα (με τα πόδια, βέβαια) από την Αναγνωστοπούλου ως του «Φλόκα» (που δεν υπάρχει πια) στην Πανεπιστημίου για μια επαγγελματική συνάντηση με τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο και άλλους – κάποια ιδέα για παράσταση είχαν στο μυαλό τους και ήθελαν να την κουβεντιάσουν.
Μη σας τα πολυλογώ, εμείς περιμέναμε λίγη ώρα και περάσαμε από του «Φλόκα» δήθεν αδιάφορα, κοιτώντας, βέβαια, μέσα. Η παρέα του Χατζιδάκι και της Μελίνας ήταν μεγάλη, αλλά μετά τα «ελάτε, παιδιά, καθήστε», βρέθηκαν δύο καρέκλες και βολευτήκαμε και εμείς. Η Μελίνα και η Μανουέλλα έκαναν τις συστάσεις. «Α, είσαι ο γιος της Λίας» απευθύνθηκε ο Μάνος στον Τάσο και εμένα μού είπε: «Να και το αστέρι του εσπερινού», που με στενοχώρησε λιγάκι, επειδή στα 23 σου δεν θέλεις να είσαι το αστέρι του εσπερινού, προτιμάς να είσαι το αστέρι του αυγερινού.
Με ρώτησε τι κάνω και τι θα με ενδιέφερε να κάνω στη ζωή μου, του απάντησα – και μου έδωσε ένα χαρτάκι με διάφορα τηλέφωνα, λέγοντάς μου ότι τον Σεπτέμβριο είναι πολύ πιθανόν να αναλάβει το «Γ΄ Πρόγραμμα» της ΕΡΤ και πως μόλις ανακοινωθεί κάτι τέτοιο να τον πάρω τηλέφωνο για να πάω να δουλέψω μαζί του. Κράτησα, βέβαια, το χαρτάκι ως κόρην οφθαλμού και, πράγματι, τον Σεπτέμβριο ανέλαβε το Τρίτο, τον πήρα τηλέφωνο και με προσέλαβε την ίδια ημέρα, ως υπεύθυνο του «μεταφραστικού» αρχικά. Σε λίγες εβδομάδες (για να μην πω ημέρες) ξεψάρωσα και βρέθηκα μπροστά στα μικρόφωνα εκφωνώντας κείμενα σε εκπομπές άλλων. Και, πολύ σύντομα, μου ζήτησε ο ίδιος ο Χατζιδάκις μια καθημερινή ωριαία εκπομπή «καλλιτεχνικού» περιεχομένου, ειδήσεων, σχολίων και συνεντεύξεων με πολλή (καλή!) μουσική. Ετσι γεννήθηκαν τα «Καθημερινά» που έβγαιναν στον αέρα αμέσως μετά τη «Λιλιπούπολη» και πριν από το «Ελληνικό Τραγούδι στο Τρίτο».
Η Μαρίκα Τζιραλίδου (η οποία δεν ζει πλέον, έπειτα από μια επιθετική και ανεξιχνίαστη λευχαιμία) ήταν το έτερόν μου ήμισυ, ο Τάσος Μελετόπουλος διάλεγε μουσικές (από «Γυμνοπαιδίες» του Ερίκ Σατί ως τις τελευταίες διεθνείς επιτυχίες, τον Μπρασένς, την Πιάφ, τους Beatles, την Κάλλας ή τραγούδια από τα πιο «καυτά» αμερικανικά μιούζικαλ της εποχής) και ο Γιώργος Ευσταθίου (όπως και η Μαρίκα και εγώ) κάναμε συνεντεύξεις με τους διάσημους της εποχής, δηλαδή τον Κουν, τον Τσαρούχη, τη Λαμπέτη, τη Μελίνα, τον Σαββόπουλο, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Ελύτη, τον Χορν, τον Μόραλη: με όλους, τέλος πάντων, τους εν ενεργεία καλλιτέχνες της εποχής οι οποίοι είχαν κάτι να μας πουν και να φωτίσουν με την εμπειρία τους και τους δικούς μας δρόμους και αυτούς των ακροατών μας – που ήταν, ευτυχώς, πολλοί και εκλεκτοί και δεν τους μετρούσαν με «μηχανάκια», αλλά με κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά που αυθόρμητα μας «κανάκευαν» σαν τα αγαπημένα παιδιά του Γ΄ Προγράμματος.
Η συνεργασία με τον Χατζιδάκι
Οταν ο Χατζιδάκις αποφάσισε να κάνει τους «Αγώνες τραγουδιού» στην Κέρκυρα, ο Μελετόπουλος και εγώ, που γράφαμε τραγούδια από την εφηβική ηλικία μας, είπαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας χωρίς να το πούμε στον Χατζιδάκι. Οι φάκελοι με τα ονόματα των υποψηφίων ήταν κλειστοί, αλλά όταν ανοίχτηκαν (μετά την επιλογή των «ανώνυμων» ασμάτων), το ένα τραγούδι ήταν δικό μας – και το τραγουδούσε η Τάνια Τσανακλίδου.
«Ελα εδώ, βρε» μού είπε ο Χατζιδάκις, «γράφεις στίχους και δεν μου το έχεις πει;». Η αλήθεια είναι ότι δεν μου είχε καν περάσει από το μυαλό να ανακοινώσω στον Μάνο Χατζιδάκι ότι, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, ήμουν και εγώ επίδοξος στιχουργός. Την άλλη μέρα ήρθε στο Τρίτο με μια κασέτα. «Πάρε αυτό», μου είπε, «έχει μέσα δύο μελωδίες μου. Θα χαρώ πολύ να τους βάλεις ωραία λόγια». Με το θράσος της νεότητας, κάθησα και δούλεψα επάνω στις μουσικές και το αποτέλεσμα του άρεσε τόσο, ώστε να ξεκινήσει μια συνεργασία η οποία για μένα ήταν σαν να είχα κερδίσει το τζακπότ στο λαχείο. Οι «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» και η «Πορνογραφία» είναι τα δύο έργα στα οποία συνυπάρχουμε – ο μέγας Μάνος και ο νεαρός Αρης.
Το επόμενο πρότζεκτ μας ήταν ένα CD με κινηματογραφικές μουσικές του Μάνου (και τίτλο «Τα κινηματογραφικά»), στις οποίες εγώ έβαζα στίχους. Από εκεί προέκυψε το «Blue» και o «Χορός του Βαρτάν» (από το «America, America»), τα οποία δεν έχουν ακόμη κυκλοφορήσει για λόγους που δεν γνωρίζω. Παίζονται, όμως, και υπάρχουν στο YouTube – με τον Χατζιδάκι στη διεύθυνση της ορχήστρας και τον Βασίλη Γισδάκη στην πρώτη εκτέλεση και του «Blue» και του «Χορού του Βαρτάν». Η παρουσία του Χατζιδάκι με την μπαγκέτα στο χέρι είναι η καλύτερη «νομιμοποίηση» και των δύο τραγουδιών, τα οποία ωστόσο δεν έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα.
Οι συμβουλές του Μάνου
Οταν μιλάω για τον Χατζιδάκι, με πιάνει ένα χτυποκάρδι μαζί και μια ευδαιμονία, όπως όταν μιλάω για τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Οσα και να πω, όσα και να διηγηθώ, δεν είναι αρκετά. «Μη μου πεις ότι δεν ήρθες στη δουλειά γιατί ήσουν άρρωστος, πες μου “δεν ήρθα γιατί είμαι ερωτευμένος”» έλεγε πάντα και η συμβουλή του ήταν να φροντίζουμε «όταν εργαζόμαστε επάνω σε κάτι που μας ενδιαφέρει στην ουσία του, να ξεχνάμε τον έρωτα – και όταν είμαστε ερωτευμένοι να ξεχνάμε τη δουλειά, όσο ουσιώδης και να είναι».
Ηταν τελειομανής σε όλα και οι «μισές δουλειές» δεν τον ικανοποιούσαν, ούτε στον έρωτα ούτε στην τέχνη. Αλλη μια φράση του που δεν θα ξεχάσω ποτέ και η οποία με χαρακτήρισε ήταν αυτή που έλεγε «μην αποταμιεύσεις εδώ, στην Τράπεζα του Ουρανού να αποταμιεύεις» – δείχνοντας προς τα πάνω. Αλλά δεν ήταν, βέβαια, ένα και δύο αυτά που με χαρακτήρισαν από τη γνωριμία μου και τη συνεργασία μου με τον Χατζιδάκι. Μέσα σε ένα κείμενο, όσο μεγάλο και να είναι, δεν χωράει ούτε ένας κόκκος άμμου από την τεράστια αμμουδιά που ήταν αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος. Η γενναιοδωρία του και η «ανοιχτότητά» του (που θα έλεγε σήμερα και ο Στέλιος Ράμφος!) δεν χωράνε πουθενά – πόσω μάλλον σε ένα κείμενο.
Δεν ήτανε του κόσμου τούτου ο Χατζιδάκις, και ας έζησε τα χρόνια του στον πλανήτη σεβόμενος τους όρους του παιχνιδιού απολύτως. Ηταν ένας πολίτης που ήθελε να παρεμβαίνει και να εκφράζεται – γι’ αυτό και η αντιπαλότητά του με τους «Αυριανιστές» πασοκτζήδες ήταν δριμύτατη και ακραία. Δεν πίστεψε ποτέ στις «καλές προθέσεις» αυτής της μερίδας του ΠαΣοΚ και ο ίδιος τοποθετούσε τον εαυτό του στην αστική Κεντροδεξιά, ασχέτως αν πήγαινε και έκανε δωρεάν συναυλίες στα φεστιβάλ της ΚΝΕ και του Ρήγα – επειδή είχε μεγάλη αγάπη και εκτίμηση σε κάποιους ανθρώπους της Αριστεράς, όπως ο Λεωνίδας Κύρκος ή ο Χαρίλαος Φλωράκης – και για τις νεολαίες αυτών των κομμάτων, οι οποίες είχαν ακόμη τότε έναν ενθουσιασμό και μια ενέργεια δημιουργική που τον συγκινούσε.
Πολιτικά, ο Χατζιδάκις δεν χώριζε ποτέ τους ανθρώπους σε «παρατάξεις». Δεν υπήρχαν για αυτόν «δεξιοί» και «αριστεροί»: χαρακτηριστικό είναι πως όταν του δόθηκε η ευχέρεια (χάρη στη φιλία του με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή) να προσλάβει 15 ανθρώπους της επιλογής του στο μισθολόγιο του «Γ΄ Προγράμματος», προσέλαβε μόνο αριστερούς – αλλά αριστερούς όπως η Καραΐνδρου και ο Κυπουργός, η Κριεζή, ο Μαραγκόπουλος, ο Κοντογεωργίου ή η Ελένη Βλάχου-Ποντικάκη.
Ο Χατζιδάκις, αν και «αστός», δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πολιτικά τους ανθρώπους και δεν τον ενδιέφερε το ψηφοδέλτιο που επέλεγε να ρίξει ο καθένας στις κάλπες. Τον ενδιέφεραν το ήθος και η ποιότητα των ανθρώπων, η ευθύβολη ματιά όσων κοιτούν κατάματα τον συνομιλητή τους, το διαυγές μυαλό και η γρήγορη, εξασκημένη σκέψη, το αποτέλεσμα της δουλειάς, το χιούμορ – και η τόλμη σου στον έρωτα. Αγαπούσε πολύ τους ερωτευμένους ανθρώπους και αυτούς που είχαν πολύ αγαπήσει και, νομίζω, αυτό ήταν και το κυριότερο κριτήριό του: άνθρωποι ανέραστοι και ανίκανοι να ερωτευθούν παράφορα τον άφηναν παγερά αδιάφορο. Πίστευε ότι ο έρωτας είναι κινητήριος δύναμη για τη δημιουργία, όπως πίστευε ότι ποίηση δεν είναι «τα ποιήματα», αλλά ένας τρόπος ζωής και συνειρμών τολμηρών και αδέσμευτων που, στην ουσία, επιβεβαίωναν την ικανότητα και τη δυνατότητα των συνανθρώπων του να είναι, να νιώθουν και να πράττουν σαν ελεύθεροι άνθρωποι.
Δύο χαρακτηριστικά περιστατικά
Κάποια στιγμή, θυμάμαι, ο Αθανάσιος Τσαλδάρης (ως υπεύθυνος υπουργός Τύπου και Πληροφοριών) είχε απαγορεύσει τη μετάδοση από τα (μόνο κρατικά τότε) μέσα ενημέρωσης του τραγουδιού του Σαββόπουλου «Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», το οποίο είχε γραφτεί με αφορμή το έγκλημα του Νίκου Κοεμτζή, που είχε σκοτώσει πάνω στο μεθύσι του τρεις ανθρώπους για μια παραγγελιά σε ένα σκυλάδικο. Ο Χατζιδάκις θαύμαζε αυτό το (διαρκείας 20 λεπτών!) τραγούδι και μας προέτρεπε να το παίζουμε δύο και τρεις φορές κάθε μέρα – (από την ΕΡΤ μιλάμε τώρα – και παρά την απαγόρευση).
Δεν θα ξεχάσω τον Χατζιδάκι με το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι (λίγο απομακρυσμένο από το αφτί του) και τον υπουργό να φωνάζει «τώρα να διακοπεί η μετάδοση και να απολυθούν οι υπεύθυνοι» (με το δίκιο του κι αυτός, τη δουλειά του έκανε). Η τελική έκβαση; Ο Μάνος του έκλεισε το τηλέφωνο. Με το τέλος της συνδιαλέξεως, με κοίταξε και μου είπε «πήγαινε μέσα και βάλε τώρα ολόκληρο το τραγούδι, χωρίς κανένα σχόλιο».
Οχι, δεν ήταν «του κόσμου ετούτου» ο Μάνος Χατζιδάκις. Η Μελίνα μάς είχε διηγηθεί ένα χαρακτηριστικό περιστατικό που τον «περιγράφει» εξαιρετικά: Ηταν μαζί στη Νέα Υόρκη για το ανέβασμα στο Μπρόντγουεϊ του μιούζικαλ “Illya Darling” (που έκανε τεράστια επιτυχία). Ενα πολύ όμορφο αγόρι κυκλοφορούσε εκεί στις θεατρικές παρέες και ο Χατζιδάκις είχε ενθουσιαστεί μαζί του. Ολοι του έλεγαν «Μάνο, δεν είναι για τα δόντια σου το παλικάρι» – γιατί ο νεαρός είχε ένα υπέροχο σπορ αυτοκίνητο, ήταν γόνος μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες της Νέας Υόρκης, τον ήθελαν όλοι, άνδρες και γυναίκες, ήταν γοητευτικός και λαμπερός σαν πανέμορφος πρίγκιπας του παραμυθιού.
Ο Μάνος εκείνη την εποχή ήταν φαφούτης (δεν είχε φτιάξει τα δόντια του ακόμη), υπέρβαρος, ένα μάτσο χάλια, με λίγα λόγια. Κάποια μέρα, θυμόταν η Μελίνα, καταφθάνει ο Μάνος με τον νεαρό και το σπορ αυτοκίνητο στο ξενοδοχείο όπου έμεναν όλοι. Εκείνη τότε απόρησε πραγματικά και τον πήρε στο πλάι να τον ρωτήσει: «Πώς το κατάφερες αυτό, Μάνο μου, έχω μείνει έκθαμβη». Η απάντηση ήταν απλή και συγχρόνως εκτυφλωτική: «Μελίνα μου, τι να κάνω; Τον ήθελα τόσο πάρα πολύ!»… l
X Ο Αρης Δαβαράκης είναι στιχουργός περισσότερων από 300 τραγουδιών, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε ως στιχουργός με τον Μάνο Χατζιδάκι στα έργα «Πορνογραφία» (1982) και «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» (1983), με πιο γνωστό τραγούδι την «Μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων» που ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση ο Βασίλης Λέκκας και αργότερα ο Γιώργος Νταλάρας.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια