Στο μετρό από το αεροδρόμιο για τον σταθμό Τζαμάικα. Αποκαμωμένοι ταξιδιώτες, αποχαυνωμένοι εργάτες, πλήθος υπόδουλοι του Ιντερνετικού Δικτάτορα σε όλες τις αποχρώσεις με σκυμμένο κεφάλι υπακούουν αναντίρρητα και αφοσιωμένα στις προσσταγές του.
Δεν κοιτάζει κανένας κανέναν. Δεν μιλάει σε κανέναν κανείς. Κινούμενο νεκροταφείο ζώντων το τρένο.
Αλλά μια μικρή Κινέζα -όλες οι Κινέζες είναι μικρές- επιχειρεί άκρως επιτυχώς τη σιωπηλή της τρομοκρατική ενέργεια. Ράβει, για την ακρίβεια επιδιορθώνει, ένα ρούχο.
Τα μικρά της δάχτυλα κεντούν τον αέρα, τον δένουν κόμπους, τον τρυπούν με την αδιόρατη βελόνα τους.
Αλλά μια μικρή Κινέζα -όλες οι Κινέζες είναι μικρές- επιχειρεί άκρως επιτυχώς τη σιωπηλή της τρομοκρατική ενέργεια. Ράβει, για την ακρίβεια επιδιορθώνει, ένα ρούχο.
Τα μικρά της δάχτυλα κεντούν τον αέρα, τον δένουν κόμπους, τον τρυπούν με την αδιόρατη βελόνα τους.
Δεν τραβά την προσοχή του πλήθους. Το πλήθος δεν έχει μάτια, έχει οθόνες.
Αναρωτιέμαι αν είναι μοδιστρούλα. Η επιδεξιότητά της προδίδει επαγγελματική σχέση με τη βελόνα μέσα απ’ την οποία αν περάσει ο πλούσιος θα μπει στην Βασιλεία των Ουρανών.
Αναρωτιέμαι αν είναι μοδιστρούλα. Η επιδεξιότητά της προδίδει επαγγελματική σχέση με τη βελόνα μέσα απ’ την οποία αν περάσει ο πλούσιος θα μπει στην Βασιλεία των Ουρανών.
Μήπως όμως ετοιμαζόταν για έξοδο και τελευταία στιγμή πρόσεξε το ελάττωμα στο ρούχο της; Κι από πού κι ως πού να έχει μαζί της ραφτικά; Και γιατί να ράβει μέσα στο μετρό, αντί να το κάνει στο σπίτι της; Και τι μπορεί να έχει η μισάνοιχτη σακούλα τέλος πάντων ανάμεσα στα πόδια της;
Είναι ώρα να κατέβω. Πλησιάζουμε στον σταθμό Τζαμάικα. Πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου, απόγευμα. Η Κινεζούλα δένει τον τελευταίο κόμπο της κλωστής και την κόβει προσεχτικά με τα δόντια της. Κρατώ τη χειρολαβή. Κρατά το ρούχο. Το σηκώνει να το ελέγξει. Είναι ένα μαύρο μεταξωτό γυναικείο μπλουζάκι με μανίκια από τούλι. Το κοιτάζει από πάνω ως κάτω. Όπως κι εγώ εκέινη. Δεν εκφράζει το πρόσωπό της ούτε ικανοποίηση ούτε δυσαρέσκεια. Κανένα Κινέζικο πρόσωπο δεν εκφράζει τα συναισθήματά του. Το διπλώνει επιμελώς και το βάζει στη σακούλα πάνω από άλλα διπλωμένα ρούχα που μάλλον έχει ήδη επιδιορθώσει ή θα επιδιορθώσει μέσα σε άλλα τρένα, σε άλλες ώρες, ατέλειωτες ώρες της νύχτας, της μέρας, χωρίς να την πάρει έίδηση κανείς.
Κανείς, εκτός από τον αέρα που της παραδόθηκε άνευ όρων, τρυπήθηκε και χαϊδεύτηκε από τα μικρά της χέρια -όλες οι Κινέζες έχουν χέρια μικρά- και χαϊδεμένος φώλιασε μέσα στην καρδιά της γιατί μόνο στην δική της καρδιά βρήκε λίγο χώρο να ανασάνει...
Κανείς, εκτός από τον αέρα που της παραδόθηκε άνευ όρων, τρυπήθηκε και χαϊδεύτηκε από τα μικρά της χέρια -όλες οι Κινέζες έχουν χέρια μικρά- και χαϊδεμένος φώλιασε μέσα στην καρδιά της γιατί μόνο στην δική της καρδιά βρήκε λίγο χώρο να ανασάνει...
Στάση Τζαμάικα. Κατεβαίνω.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια