Τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν , αγοράσαμε από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς τον Αχτιδοϋφαντή από τις εκδόσεις Λιβανη.
Τον ξεφύλλισα λίγο εκείνες τις ημέρες όμως δεν καθίσαμε να τον διαβάσουμε κανονικά στις γιορτές. Αφού πέρασαν οι γιορτές και άνοιξαν τα σχολεία. Ένα απόγευμα μου ζήτησε ο μικρός μου να το διαβάσουμε
Ψηλά στον ουρανό, αναρίθμητα πλάσματα που ανθρώπου μάτι δεν τα 'χει δει κατοικούν. Για την ευτυχία μας, όλα αυτά τα πλάσματα έγιναν οι Ταχυδρόμοι του Ήλιου.
Κάθε χίλια χρόνια, ο πιο άξιος από αυτούς ανακηρύσσεται Αχτιδοϋφαντης. Αυτός, λίγο πριν χαράξει, κάθεται πάνω στον Ήλιο, τραβά τις αχτίδες του και τις δίνει μία μία στους Ταχυδρόμους που περιμένουν στη γραμμή για να τις παραδώσουν. Και κάπως έτσι ξημερώνει στον κόσμο...
Στον καθένα στέλνει κι άλλη ηλιαχτίδα. Μια απαλή για τον ποιητή, μια κυματιστή για τη χορεύτρια, μια περήφανη για τον αετό. Για όλους ξέρει την ταιριαστή αχτίδα. Δύσκολη δουλειά, καθώς φαίνεται, έχουν οι Ταχυδρόμοι να τις παραδώσουν όλες σωστά και παρά τα εμπόδια που φέρνουν το σκοτάδι, η κακοκαιρία, οι ίδιοι οι άνθρωποι ακόμα.
Κι οι άνθρωποι οι περισσότεροι με ευγνωμοσύνη τις δέχονται και φτιάχνουν τα δικά τους υφαντά από φως, ένα ποίημα, ένα φαγητό, μια χορογραφία, πολλά, πολλά.
Μα τώρα χίλια χρόνια πέρασαν κι ο Αχτιδοϋφαντής τη θέση του πρέπει να δώσει σε κάποιον νεότερο. Έτσι λοιπόν, ο "διαγωνισμός" που θα αναδείξει το νέο Αχτιδουφαντή θα είναι αξιοκρατικός: ποιος από τους Ταχυδρόμους του Ήλιου θα παραδώσει την αχτίδα εκεί που πρέπει φέρνοντάς την πίσω πολλαπλασιασμένη χίλιες φορές!
Ξεχύθηκαν οι Ταχυδρόμοι. Και το βράδυ που γύρισαν, άρχισαν να αφηγούνται τα κατορθώματά τους.Όλοι είχαν να μου πουν μια ξεχωριστή ιστορία. Όλοι. Μα καμιά δεν μπορούσε να μοιάσει σαν εκείνη του Χαρίτωνα. Γιατί πολύ απλά, ούτε ο Χαρίτωνας είχε καταλάβει πόσο πολύ είχε πολλαπλασιάσει την αχτίδα του.
Μια πολύ ευαίσθητη, καλογραμμένη, "παραμυθένια" ιστορία από τη Βασιλική Νευροκοπλή που υφαίνει ένα ολόκληρο ποιητικό σύμπαν στο πλάι του παντεπόπτη ήλιου, έναν αφανή μικρόκοσμο που δεν είδες και δε θα δεις παρά μονάχα ίσως αν κάποιο ξημέρωμα, γεμάτος από αγάπη, κοιτάξεις προσεκτικά πίσω από το ανατολικό βουνό της γειτονιάς σου και δεις κάποιες αδρές σκιές να γλιστρούν προς τις πολιτείες των ανθρώπων. Ίσως είναι οι Ταχυδρόμοι της χιλιετίας που στέλνουν την ισχυρή αγάπη του ζωοδότη ήλιου στον κόσμο.
Αισθάνθηκα ότι αυτή η ιστορία πρώτα ειπώθηκε σε κάποιον/κάποιους, πλάι σε ένα χαμηλό φως κι ύστερα πήρε το δρόμο και γίνηκε λέξεις σε σελίδες. Τη θεωρώ δε μια από τις πιο αντισυμβατικές στην εξέλιξή της αντιπολεμικές/φιλειρηνικές ιστορίες μιας και τίποτα δεν προδίκαζε την εξέλιξη που έφερε στην πλοκή ο Χαριτωνας.
Η Αιμιλία Κονταίου φτιάχνει ένα ακόμα ωραίο σύμπαν, με ιδιαίτερα σαλόνια, υπέροχες αντιθέσεις θερμών και ψυχρών χρωμάτων, μοτίβα και όμορφα απλωμένες στις δικές τους γεωμετρίες πολιτείες. Πολύ ιδιαίτερο εικονογραφικό βλέμμα. Το διακρίνεις.
Για τον ήλιο, τις εποχές και τους καιρούς, για τις ώρες που ο ήλιος λιγοστεύει, για εκείνες που μεγαλώνει, για τις άλλες που οι άνθρωποι λησμονούν τον μεγάλο βασιλιά της ύπαρξής τους.
Το παραμύθι θα το βρείτε από τον εκδοτικό οίκο Α.Α. Λιβάνη.
Γιώτα
No comments:
Post a Comment
Σχόλια