Μεθ' ἡμῶν ἀψευδῶς ἐπηγγείλω ἔσεσθαι
Μετὰ τὴν Ἀνάσταση οἱ μαθηταὶ ἐμνήσθησαν τῶν ρημάτων αὐτοῦ. Μόνο ἀπὸ μακρυὰ φαίνεται καθαρὰ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας. Μόνο οἱ Προφῆται, πρὶν γίνουν τὰ γεγονότα, τὰ βλέπουν. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Πεντηκοστὴ ζῆ μὲ τὸν Κύριο καὶ τὸν γνωρίζει ὄντως ὡς πλήρωμα αἰωνίου ζωῆς.
Τώρα καταλαβαίνομε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἔλθη ὁ Κύριος, νὰ σαρκωθῆ. Καὶ ἦταν ἡ ἐπίσκεψή του αὐτὴ θεοφάνεια. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν»(ἐξαποστειλάριο Χριστουγέννων). Ἔπρεπε νὰ πάθη, νὰ σταυρωθῆ, γιὰ νὰ νικήση τὸ θάνατο; «Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;» (Λουκ. 24,26-27).
Ἔπρεπε νὰ φύγη, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσωμε. Ἂν δὲν ἔφευγε, δὲν θὰ ἐρχόταν τὸ Πνεῦμα. Ἂν δὲν ἐρχόταν τὸ πανάγιον Πνεῦμα, θὰ ἔμενε ἄγνωστος γιὰ μᾶς ὁ Κύριος. Θὰ τὸν χάναμε.
Ἔπρεπε νὰ ἀναληφθῆ, νὰ πορευθῆ πρὸς τὸν Πατέρα, γιὰ νὰ φανερωθῆ ὄντως ἐν Πνεύματι. «Ὁ Ἰησοῦς ἐν Πατρὶ ὢν μᾶλλον φαίνεται» (Ἅγιος Ἰγνάτιος).
Ὅταν ἦλθε, μᾶς χαροποίησε, μᾶς φώτισε. Ὅταν ἔφυγε, καταλάβαμε ὅτι τότε ἦλθε, ἀπεκαλύφθη. Μένει μαζί μας. Μᾶς βρίσκει. Μᾶς παίρνει μαζί του. Μᾶς τείνει καὶ μᾶς διαστέλλει, γιὰ νὰ φτάσωμε στὰ δικά του μέτρα: «...μεθ' ἠμῶν ἀψευδῶς γὰρ ἐπηγγείλω ἔσεσθαι μέχρι τερμάτων αἰῶνος, Χριστέ» (τροπάριον θ΄ ὠδῆς κανόνος Ἀναστάσεως).
Ἡ σάρκωσή του ἦταν θεοφάνεια καὶ φανέρωση τῆς ἀγάπης του. Καὶ ἡ ἀναχώρηση, ἀνάληψή του. Τὸ νὰ γίνη ἄφαντος εἶναι ἡ ὄντως θεοφάνεια καὶ ἡ μεθ' ἡμῶν παραμονή. «Οὐδεὶς οὒν τὸν Ἰησοῦν μετὰ τὴν ἀνάστασιν λόγος περιέκλεισεν, οὐ τόπος, οὐ χρόνος, οὐ ποσόν, οὐ ποιόν».
Αὐτός, ὡς ἀπερινόητος καὶ ἄφατος Θεός, φανερούμενος ἀναπόφευκτα κρύπτεται καὶ κρυπτόμενος φανεροῦται. Ἡ ὁποιαδήποτε φανέρωσή του στὰ δικά μας μέτρα εἶναι μιὰ κένωση καὶ μιὰ μορφὴ ἀποκρυβῆς. Δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσωμε ἢ νὰ ἔκφρασωμε τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐπιφανείας. Γι' αὐτὸ ὁ θεῖος Διονύσιος ὁμολογεῖ: «Κρύφιός ἐστι καὶ μετὰ τὴν ἔκφανσιν ἤ, ἵνα θειότερον εἴπω, καὶ ἐν τῇ ἐκφάνσει· καὶ τοῦτο γὰρ Ἰησοῦ κέκρυπται καὶ οὐδενὶ λόγῳ, οὔτε νῷ τὸ κατ' αὐτὸν ἐξῆκται μυστήριον, ἀλλὰ καὶ λεγόμενον ἄρρητον μένει καὶ νοούμενον ἄγνωστον» (Ρ.G. 3, 1069).
Στὴν πορεία πρὸς Ἐμμαούς, μόλις ἐπέγνωσαν αὐτόν, ἄφαντος ἐγένετο ἀπ' αὐτῶν. Ἔγινε ἄφαντος, γιὰ νὰ μείνη γιὰ πάντα μαζί τους. Ἐὰν ἔμενε, ἀφοῦ τὸν ἐγνώρισαν, θὰ τὸν ἔχαναν, γιατὶ θὰ τὸν ἐντόπιζαν χρονικὰ καὶ τοπικά, θὰ ἔλεγαν: «Αὐτὸς εἶναι τώρα ἐκεῖ». Ἔγινε ἄφαντος, ἀφοῦ τὸν γνώρισαν, σημαίνει ὅτι φανερώθηκε ὄντως καὶ μένει μαζί τους παντοῦ καὶ πάντα. Ὁρᾶται ἀοράτως καὶ γινώσκεται ἀγνώστως ὁ ὑπεράνω πάσης γνώσεως ὑπάρχων.
Εἶναι τόσο μεγάλος, ποὺ ὄχι μόνο πρέπει νὰ ἀπομακρυνθῆ, γιὰ νὰ φανερωθῆ τὸ πραγματικό του μέγεθος, ἀλλὰ πρέπει νὰ γίνη τελείως ἄφαντος, γιὰ νὰ ἀποκαλυφθῆ αὐτὸς ποὺ εἶναι.
Φανερούμενος αὐτὸς ποὺ εἶναι, μᾶς ἀνιστᾶ στὴ ζωή. Μᾶς κάνει νὰ βροῦμε τὸν ἑαυτό μας. Καὶ βρίσκει τὴν ψυχή του ὁ ἄνθρωπος χάνοντάς την ἕνεκεν τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Εὐαγγελίου του.
Ἔτσι ἀνασταίνεται ὁ ἄνθρωπος. Ἀναλαμβάνεται στὸν οὐρανό. Παίρνει ἄλλες διαστάσεις. Ἀπολαμβάνει τὸ ἴδιον μέγεθος καὶ τὸ ἀρχαῖον κάλλος. Ἔρχεται «ἐν συναφείᾳ ἀσυγχύτῳ» μὲ τὴν αἰώνιο ζωή.
Τώρα καταλαβαίνομε γιατὶ εἶπε στὸ Θωμᾶ: «Ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας»(καλὸ εἶναι καὶ αὐτό, εἶναι ἡ ἀρχή). Ἀληθινὰ μακάριοι ὅμως εἶναι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Αὐτοὶ θὰ μὲ βλέπουν ἀνεμπόδιστα πάντοτε (καὶ ὅταν μὲ χάνουν καὶ ὅταν μὲ βρίσκουν). Θὰ μὲ βλέπουν ἐν Πνεύματι. Ὁπότε, οὔτε ὅταν δὲν μὲ βλέπουν τοὺς λείπω, οὔτε ὅταν μὲ βλέπουν ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μαζί μου, ἐπειδὴ λειτουργοῦν οἱ κτιστὲς καὶ ἐφήμερές τους αἰσθήσεις. Ὅλη τους ἡ ὕπαρξη εἶναι μιὰ αἴσθηση, ἕνας ὀφθαλμός, καὶ βλέπουν μόνο ἐμένα, τὸ ἄχρονο φῶς. Ζοῦν ὁλόκληροι ἐν ἐμοὶ κἀγῶ ἐν αὐτοίς.
Γίνεται ὁ ἄνθρωπος Χριστὸς κατὰ χάριν. Δὲν βλέπει τὸν Κύριόν του καὶ Θεὸν μία στιγμὴ μὲ τὰ σαρκικά του μάτια καὶ μετὰ τὸν χάνει. Δὲν ψηλαφᾶ μὲ ἕνα μέλος τῆς ὑπάρξεώς του (τὸ δάκτυλο ἢ τὸ χέρι) ἕνα μέρος τοῦ Κυρίου (τὰς χείρας ἢ τὴν πλευράν). Ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ, ψυχῆ τε καὶ σώματι, εἶναι ἑνωμένη μὲ ὅλο τὸν Θεάνθρωπο, τὴ θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητά του. Τρέφεται καὶ αὐξάνει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μιὰμυστική, πραγματικὴ καὶ ἀδιάστατη ἕνωση μετὰ τοῦ Ἰησοῦ. «Ὅλον μεἀνείληφας ὅλος ἐν συναφείᾳ ἀσυγχύτῳ» (τροπάριο θ΄ ὠδῆς ἀναστασίμου κανόνος Δ΄ ἤχου).
Μιὰ στιγμὴ βλέπεις καὶ δὲν χάνεις ποτὲ τὴ θέα του (Ἀββᾶς Ἰσαάκ). Μιὰ φορὰψηλαφᾶς ὄντως καὶ ἀνακιρνᾶσαι διὰ παντὸς μετὰ τοῦ Θεανθρώπου, μετὰ τῆς καινῆς ζωῆς, ποὺ νίκησε καὶ κατήργησε τὸ θάνατο. Οἱ ἀπόστολοι ἤψαντο τοῦ Κυρίου, ἐκράθησαν τῇ σαρκὶ καὶ τῷ πνεύματι αὐτοῦ καὶ εὑρέθησαν ὑπὲρ θάνατον (Ἅγιος Ἰγνάτιος).
Ὁ Κύριος ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς κάμη κοινωνοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς μυήση εἰς τὴν ἄγνωστον γνῶσιν, εἰς τὸ γινώσκειν ἀγνώστως, ὁρᾶν ἀοράτως καὶ ἀκούειν τῆς ἡσυχίας Αὐτοῦ. Γιὰ νὰ κερδίσωμε τὴ ζωὴ διὰ τοῦ θανάτου· νὰ βροῦμε τὴν ψυχή μας διὰ τῆς ἀπωλείας· νὰ κάνη τὰ θεωρούμενα καλά (ὑγεία, χαρά, πρόσκαιρη ζωή) ὄντως καλά, μεταμορφώσιμα, ἐπιδεχόμενα ἐξαγιασμό, ἀφθαρτοποίηση· νὰ μετατρέψη τὶς συμφορὲς (ἀρρώστια, πόνο, θάνατο) σὲ συμπεπυκνωμένη εὐλογία, ἀγαλλίαση καὶ ζωὴ αἰώνιο.
Ἔτσι οἱ ἀληθινοὶ πιστοί, οἱ Ἅγιοι, δὲν ζητοῦν τὴ ζωή, οὔτε ἀποφεύγουν τὸ θάνατο, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα του. Ζητοῦν τὸ Θεάνθρωπο, ποὺ δίδει νόημα στὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, στὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια.
Αὐτὸς κατεβαίνει στὸν Ἅδη. Καὶ τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξε. Προχωρεῖ στὸν οὐρανό, ἀναλαμβάνεται ἐλεύθερα καὶ ἀνοίγουν πύλες οὐράνιες. «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ἠμῶν». Τοῦ δίδεται πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. Δεσπόζει τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων. Ἀνοίγεται ὁδὸς πρόσφατος καὶ ζῶσα διὰ τοῦ καταπετάσματος, τουτέστι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ. Γίνεται βατὸς ὁ οὐρανὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ γῆ παράδεισος. Ἡ θέωση ἀποδεικνύεται ἐξανθρώπιση. «Ἐκεῖ παραγενόμενος (μετὰ τὸ μαρτύριο καὶ τὸ θάνατο) ὄντως ἄνθρωπος ἔσομαι» ὁμολογεῖ ὁ θεοφόρο,ς Ἰγνάτιος (πρὸς Ρωμ. 6). Καὶ ἡ ἀπασχόληση μὲ ἐφήμερα καὶ ὑλικὰ πράγματα φανερώνεται ζωὴ ἐν Πνεύματι: «Ἃ δὲ καὶ κατὰ σάρκα πράσσετε, ταῦτα πνευματικά ἐστι· ἐν Ἰησοῦ γὰρ Χριστῷ πάντα πράσσετε» (Ἅγιος Ἰγνάτιος, πρὸς Ἐφεσ. 8).
Θὰ ὁλοκληρωθῶ, θὰ φτάσω στὸ παρὰ τῷ Θεῷ ἀπηρτισμένον, ὅταν χαθῶ. Ἐν ὅσῳ βρίσκομαι ἐδῶ, καθ' ὁδόν, ἔστω καὶ ἂν πάσχω (ἐφ' ὅσον δὲν πέθανα, δὲν διαλύθηκα, δὲν χάθηκα ὁλοκληρωτικά) εἶμαι ἀναπάρτιστος. Δὲν γεννήθηκα ἀκόμα. Δὲν ὑπάρχω ἀληθινά. «Ὁ δὲ τοκετός μοι ἐπίκειται» (Ἅγιος Ἰγνάτιος, πρὸς Ρωμ. 6), εἶναι ὁ θάνατός μου.
Ὄχι μόνο ὑπάρχει χῶρος ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖ ποὺ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση δὲν ὑπῆρχε καμμιὰ ἐλπίδα, ἀλλὰ ἐκεῖ μόνο παραγενόμενος φτάνει στὸ πλήρωμα. Ἀπαρτίζεται. Φτάνει στὸ «παρὰ τῷ Θεῷ ἀπηρτισμένον». «Ὢ θαύματος ὄντως ὑπερφυοῦς! Ὢ πραγμάτων ἐκπλήξεως! Ὁ πάλαι βδελυκτὸς καὶ μισούμενος θάνατος καὶ εὐφημεῖται καὶ μακαρίζεται. Ὁ πάλαι πένθους καὶ κατηφείας... πρόξενος, νῦν χαρᾶς ἀναδέδεικται καὶ πανηγύρεως αἴτιος» (Ἴω. Δαμασκηνός).
Καὶ δὲν θεωρεῖται ὁ θάνατος ἐλευθερία, οὔτε φυλακὴ ἡ ζωή, ἡ μικρὴ καὶ πρόσκαιρη. Ζωὴ καὶ ἐλευθερία εἶναι ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος, στὴγῆ καὶ στὸν οὐρανό, γιὰ τοὺς ζῶντας καὶ τοὺς κεκοιμημένους.
Οὔτε ἡ γῆ ἐμποδίζει τὸν πιστὸ νὰ ζῆ στὸν οὐρανὸ ἀπὸ σήμερα. Οὔτε ὁ οὐρανὸς τοῦ ἀποστερεῖ τὴ σωματικὴ χάρη, ὅπου βρίσκεται ὁ Κύριος μὲ ὁμόθεο τὸ ἄχραντο σῶμα του ἀπαρχὴ τῆς τελικῆς σωματικῆς Ἀναστάσεως ὅλων μας.
Ἀναλαμβανόμενος ὁ Κύριος μένει ἀδιάστατος (πληροῖ τὰ πάντα) καὶ βοᾶ τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν: «Οὐ χωρίζομαι ὑμῶν. Ἐγώ εἰμι μεθ' ὑμῶν καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν» (οἶκος Ἀναλήψεως).
Ποιός μπορεῖ πράγματι νὰ εἶναι καθ’ ἡμῶν, ὅταν εἶναι μαζί μας Αὐτός;
Ποιός θόρυβος μπορεῖ νὰ σκεπάση τὸ λόγο, ποὺ κοινοποιεῖται μὲ τὴ σιωπή;
Ποιό παραπέτασμα νὰ κρύψη τὴ θέα αὐτοῦ, ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος;
Ποιός νὰ μᾶς χωρίση ἀπ' αὐτὸν ποὺ μένει μαζί μας μὲ τὸ νὰ ἀναλαμβάνεται καὶ νὰ φεύγη;
Ποιός νὰ ἐντοπίση ἢ νὰ φυλακίση αὐτόν, ποὺ βρίσκεται πανταχοῦ καὶ οὐδαμοῦ;
Ποιά δοκιμασία νὰ ἀπειλήση τὴ ζωὴ ἐκείνου ποὺ σώζει τὴν ψυχή του μὲ τὸ νὰ τὴν χάνη ἕνεκεν τοῦ Κυρίου;
Ἦλθε καὶ ἔφερε νέα ζωή. Τώρα ἡ φύσις ἡμῶν ἡ πάλαι ἔκπτωτος θρόνῳ ἐνίδρυται θείῳ ὑπὲρ ἔννοιαν.
Ὁ πονηρὸς προσπάθησε μετὰ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου νὰ ἀποτρέψη πάσῃ θυσίᾳ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου.
Μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Πεντηκοστὴ προσπαθεῖ, μὲ τὸ ἴδιο πεῖσμα, νὰ παραποιήση καὶ νὰ ἀποκρύψη διὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν αἱρέσεων τὴ μία σώζουσα ἀλήθεια, τὴν ἐν Πνεύματι γινωσκομένη, ποὺ εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος.
Γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι σῶμα Χριστοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος ἐπεκτεινόμενος στὴν ἱστορία, μὲ θεία ἐμμονὴ καὶ ἀμετακίνητη σταθερότητα ζῆ καὶ ὁμολογεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεανθρώπου, τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος.
Αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν τὸν Κύριο ἀνθρώπινα, τὸν ἀγνοοῦν. Καὶ εἴτε τὸν καταδικάζουν στὸ ἀτιμωτικὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, εἴτε τὸν παραποιοῦν μὲ τὶς αἱρέσεις, προσπαθώντας νὰ τὸν γνωρίσουν κατὰ σάρκα.
«Εἰ δὲ καὶ ἐγνώκαμεν Χριστὸν κατὰ σάρκα, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν» (Β' Κορ. ε΄, 16). Τώρα ὅλα τὰ γνωρίζομε ἄλλως, κατὰ Πνεῦμα. Ὅλα τὰ ζοῦμε ἐν Χριστῷ ἀναστάντι. Τώρα ἔχομε τὴν Ἐκκλησία, τὴν καινὴ κτίση. Μιὰ ἄλλη πραγματικότητα, τὴ θεανθρωπία.
Ὄχι ὑλισμός. Ὄχι ἰδεαλισμός. Ἀλλὰ θεανθρωπία. Ἕνας ἄλλος σεβασμὸς τῆς ὕλης καὶ τῆς ἰδέας, τοῦ κτιστοῦ καὶ τοῦ ἀκτίστου. Τὰ πάντα ἀναμὶξ γέγονε. Τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει. Καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ.
Ὅλος ὁ ἀγώνας, ὁ βίαιος καὶ γαλήνιος, γίνεται γιὰ νὰ σωθῆ ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ θεανθρώπινη ἰσορροπία. Νὰ μὴν πέσωμε οὔτε στὸν ἕνα οὔτε στὸν ἄλλο κρημνό: Οὔτε νὰ ἑνώσωμε ἀφιλάνθρωπα τὴν κτίση μὲ τὸν κτίσαντα κατακαίγοντας τὴ φύση της. Οὔτε νὰ διαλύσωμε τὴ θεότητα χάνοντάς τὴν στὴν εἰδωλολατρία του πανθεϊσμοῦ.
«Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος»
Δὲν ἔχομε τίποτε ἄλλο νὰ κάνωμε, παρὰ νὰ ζοῦμε στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου ὅλη ἡ φύση καινουργεῖται καὶ θεουργεῖται, παλινδρομοῦσα εἰς τὸ πρῶτον. […]
Απόσπασμα ἀπὸ τὸ κείμενο «Ἀπὸ τὸν παλαιὸ στὸ Νέο Ἀδάμ», δημοσιευμένο στὴ Σύναξη, τχ 2ο (άνοιξη 1982)
Εικόνα: "Η Ανάληψη". Έργο Θεοφάνους του Κρητός, που βρίσκεται στο τέμπλο του ιερού ναού της Μονής Σταυρονικήτα, στο Άγιο Όρος.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο http://www.antifono.gr/portal/κατηγορίες/θεολογία-θρησκειολογία/γραπτός-λόγος/5372-ὁ-χριστὸς-μετὰ-τὴν-ἀνάσταση.html
No comments:
Post a Comment
Σχόλια