Labels

Monday, June 6, 2016

ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ - του Τάσου Ποταμιάνου - Καλό ταξίδι, φίλε...



    Το διαμέρισμα της οδού Καλλιδρομίου όπου έμεινα έξη χρόνια εργένης φοιτητήςβρίσκεται στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας του τριάντα. Η πολυκατοικία είχε πολλά χρόνια να συντηρηθεί, ούτε μισό κιλό μπογιά δεν τόλμησε να ξανάρθει σ’ επαφή μαζί της από τότε που χτίστηκε. Έτσι λοιπόν ανενόχλητη, συνέχιζε την μεγάλη καριέρα της προς τη φθορά, πασχίζοντας να κατακτήσει μια θέση στο πάνθεον των ερειπίων και των αιώνιων γιαπιών της πρωτεύουσας. Ασανσέρ, φυσικά, δεν υπήρχε.

     Η σκάλα ήταν λευκή μαρμάρινη μέχρι τον πρώτο όροφο και στη συνέχεια ξύλινη μέχρι τον πέμπτο, που ήταν κι’ ο τελευταίος. 
     Μεγάλα παράθυρα με σκαλιστές αψίδες στόλιζαν τους τοίχους των εξωτερικών διαδρόμων. Στο πάτωμα, γαλάζια μωσαϊκά δελφίνια και νωχελικές ψηφιδωτές γοργόνες μισοφαγωμένες απ’ το χρόνο κολυμπούσαν κάτω απ’ τις βιαστικές σόλες των παπουτσιών μας σε μια απελπισμένη εικαστική προσπάθεια να διακοσμήσουν τα πλατύσκαλα των ορόφων. Κάθε μέρα, όλο και κάποιο λέπι άφηνε την τελευταία του πνοή στα σκονισμένα μας τακούνια. Χαμένες Ατλαντίδες, τα μεσοπατώματα…

      Μ’ άρεσε αυτή η περιπέτεια της σκάλας για να φτάσω ως το διαμέρισμά μου 
– ήταν ένα καθημερινό γλέντι. Διασταύρωνα τον συνταξιούχο του δευτέρου ορόφου όταν έβγαζε τα σκουπίδια (κάθε μέρα την ίδια ώρα), έπιανα ψιλοκουβέντα με τον  Βασίλη τον φοροτεχνικό του τρίτου, το ‘ριχνα στο κουτσομπολιό με τον Κυρ Ηλία και την Κυρα Μαρία του ρετιρέ που όλο στα παιδιά ήταν ο νους τους - και τι θα φάνε τα παιδιά, και τι θα παίξουν τα παιδιά, και μη κρυώσουν τα παιδιά -  που ‘σαι Ηρώδη αρχηγέ, και σκότωνα την ώρα μου με λογής καλαμπουράκια και χαζόλογα με τους άλλους νοικάρηδες.  
     Τέλος πάντων, ένα κοινόβιο αυτή η πολυκατοικία. Στο τέλος γνωρίζαμε καλά ο ένας τα χούγια του άλλου, ανά δύο κάναμε πλάκα για τους υπόλοιπους, ποιος ξέρει τι θάψιμο θα έπεφτε όταν γύριζα την πλάτη μου..

       Εκτός απ’ τη γριά του πρώτου. Αυτή η γριά μας κυνηγούσε όλους. Τη μια για τα ντεσιμπέλ του στερεοφωνικού που της παίρνουνε τ’ αυτιά, την άλλη για τις λάσπες από τις μπότες μας στην είσοδο, την τρίτη για το μηχανάκι που μπλοκάρει το πεζοδρόμιο, όλο κάτι έβρισκε για να γκρινιάξει και να μας ξεμπροστιάσει. 

 Παραμόνευε πίσω απ’ το ματάκι της πόρτας κι’ όποτε μπαινόβγαινε κάποιος ξένοςέκοβε κίνηση, σημείωνε και μέτραγε: ποιος μπήκε, πότε βγήκε, πόση ώρα έμεινε, γιατί ξανάρθε, άσε πια αν επέστρεφα νύχτα με καμιά γκόμενα. Ένοιωθα τ’ αγριεμένα μάτια της να παρακολουθούν και να κατασπαράζουν με λύσσα κι’ εμένα και το κορίτσι. Όλα τα ‘ξερε, τίποτα δεν της ξέφευγε, λες και είχε ακτίνες Χ που διαπερνούσαν τους τοίχους και όλο κάποιο σχόλιο θα έκανε την επομένη για την άστατη και ύποπτη ζωή μου, ότι σίγουρα ρούφαγα την πρέζα μου και ποιος ξέρει σε τι κόλπα και ανωμαλίες θα ήμουνα μπλεγμένος. 
       Την μισούσα τη σκατόγρια, τον φόβο και τρόμο της πολυκατοικίας, δεν πάει στο διάολο έλεγα να ψοφήσει να ησυχάσουμε.

    
  Όμως απ’ τον δεύτερο όροφο και πάνω, άνοιγαν οι ουρανοί. Είχα διασχίσει τις συμπληγάδες και μπορούσα να χαρώ ελεύθερα και πόντο πόντο τον Εύξεινο διάδρομο και την υπέροχη σκάλα. 
Μάντευα τις σκιές των απέναντι σπιτιών που διαγράφονταν πίσω από τα μεγάλα θολά τζάμια, παρατηρούσα προσεκτικά τις παλιές σκαλιστές εξώπορτες των διαμερισμάτων, μύριζα τις ευωδιές των φαγητών που ξεχείλιζαν απ’ τις κουζίνες προσπαθώντας να ερμηνεύσω το περιεχόμενο της κατσαρόλας, αυγολέμονο μυρίζει, μάλλον γιουβαρλάκια έχουν στον δεύτερο, κοτόσουπα στον τρίτο, μέχρι να φτάσω στο διαμέρισμά μου είχα τρελαθεί της πείνας, άνοιγα το ψυγείο και καταβρόχθιζα ότι αηδία έβρισκα.

Ήξερα μάλιστα κάθε σκαλοπάτι απ’ έξω: δεκαοχτώ σκαλοπάτια ανά όροφο. Στις άκρες η σκάλα ήταν πιο σκούρα ενώ στη μέση που πατιόταν πιο πολύ, τα ξύλα είχαν πετσικάρει και ξασπρίσει. Στο δωδέκατο σκαλοπάτι του δευτέρου ορόφου ένοιωθα ανεβαίνοντας την δεξιά πατούσα μου να γέρνει, όπα!, νάτο το στραβό το σκαλοπάτι, θα το ξαναβρώ στη δεξιά πατούσα κατεβαίνοντας. 
Χάιδευα  τον σιδερένιο μαύρο χειραγωγό που σε κάποια σημεία οι ανεπαίσθητες φουσκάλες της μπογιάς του  γαργαλούσαν ευχάριστα τις παλάμες μου, χτύπαγα ελαφρά με τα νύχια τους ορθοστάτες για ν’ ακούσω τον δροσερό μεταλλικό τους ήχο, ψηλάφιζα τις στρογγυλές χειρολαβές στα κεφαλόσκαλα σα να ‘ταν ολόφρεσκα σφιχτά εφηβικά βυζάκια.

Όλη αυτή η ανάβαση ήταν για μένα μια τελετουργία, ένα μικρό καθημερινό ταξίδιπου μου δημιουργούσε ασφάλεια και ζεστασιά.

Μια μέρα μας κάλεσε ο ιδιοκτήτης της πολυκατοικίας να μας ανακοινώσει το μεγάλο νέο. Έπιασε δεκατριάρι στο προπό και αποφάσισε να συντηρήσει και να ανακαινίσει την πολυκατοικία, θα σοβαντίσει και θα βάψει, θα φτιάξει την είσοδο και θα βάλει λέει γυψοσανίδες, ψευδοροφές, μαρμαροποδιές, κρυφούς φωτισμούς, καθρέφτες, διακοσμητικά – μόνο τη Γκουέρνικα που δε θα κρεμάσει στο διάδρομο -  και ω του θαύματος θα μας βάλει επιτέλους, ασανσέρ.
Το χειροκρότημα και ο πανζουρλισμός που έπεσε μόλις ακούστηκε η λέξη ασανσέρθα ‘στελνε αδιάβαστη ως και την Παπαρήγα αν έβγαζε κυβέρνηση. Τέλος πια δια παντός όλη αυτή η ταλαιπωρία πάνω κάτω με τα πόδια κάθε τρεις και λίγο για να ψωνίσεις δυο λεμόνια και μια εφημερίδα. Θα ‘χαμε και μείς επιτέλους όπως όλος ο κόσμος, ασανσέρ.             
          Σενιαρίστηκε λοιπόν η πολυκατοικία, σοβαντίστηκε, μερεμετίστηκε, βάφτηκε, λούστηκε, τράβηξε ένα ξεγυρισμένο λίφτινγκ, τρίφτηκεβερνικώθηκε, και ετοιμάστηκε να υποδεχτεί το νέο της τέκνο, ένα πανέμορφο, ολοκαίνουργιο και απαστράπτον ΟΤΙS

         Όσο ζω δεν θα ξεχάσω ποτέ την ευλογημένη εκείνη μέρα που κατέφτασε το μεγάλο ανοξείδωτο κουτί. Επί πέντε ολόκληρες ώρες μπλόκαρε η Καλλιδρομίου απ’ το φορτηγό που το μετέφερε και όλη η γειτονιά επί ποδός στο πεζοδρόμιο, ούτε τελετή για την απελευθέρωση των Εξαρχείων να ‘ταν αυτή η τελετή ανέλκυσης και καθέλκυσης του νεότευκτου ΟΤΙS.



Όλοι οι θαμώνες ήσαν φυσικά διεθνούς φήμης ασανσερολόγοι και έδιναν οδηγίες στους εργάτες για τον τρόπο εκφόρτωσης και τοποθέτησής του. 

-Πιο δεξιά!  ο ένας  -Όχι, αριστερά!  ο άλλος  -Σπρώξτε! ο τρίτος  -Όχι, τραβήξτε! 
ο τέταρτος, ήταν ολοφάνερο ότι προερχόντουσαν από διαφορετικές φιλοσοφικές σχολές.
Είχαν μεγάλο ενδιαφέρον όλες αυτές οι απόψεις, αντιλήψεις και οπτικές γωνίες πάνω στο ίδιο θέμα. Κάτι σαν τις παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ. 
Με τα πολλά, κατά το βραδάκι, εγκαταστάθηκε και άρχισε να λειτουργεί ο κομψός και φέρελπις νεαρός ανελκυστήρας.
       Από την άλλη μέρα όμως, νέκρα. Πάνε τα πηγαδάκια στα πλατύσκαλα, πάνε τα κουτσομπολιά μπροστά στις πόρτες, σβήσαν τα βήματα στη σκάλα, οι φωνές στο διάδρομο, τα στοιχήματα για το μενού του γείτονα, τα γέλια, τα πειράγματα.. Ακόμα κι η γριά εγκατέλειψε το πόστο της αφού δεν περνούσε πια κανείς.  
Η πολυκατοικία έχασε ξαφνικά το γούστο της, τη χάρη της, το κέφι της, τις ευωδιές της. Αμίλητοι και μόνοι απομείναμε ν’ ανεβοκατεβαίνουμε μουντοί μες’ το ψυχρό κουτί.
Και δώσ’ του πάνω κάτω ένας ένας, και μόνη μας παρηγοριά αυτός ο ρουφηχτός 
ο ήχος της μηχανής του ασανσέρ. Αυτού του κωλοασανσέρ που μας έκλεψε 
το πιο όμορφο κομμάτι της πολυκατοικίας, το πιο ζουμερό κομμάτι της ζωής μας. 
       Όλα αυτά με κρύωσαν, με άδειασαν, μου έλειψαν αφόρητα. Μα πιο πολύ απ’ όλα μου έλειψε η γριά. Σε μερικά χρόνια από σήμερα σκεφτόμουν, που θα ‘χω γίνει κι’ εγώ ένας ξενέρωτος αστός με γυναίκα και παιδιά και που θα ‘χω πια ξεχάσει τα κορίτσια που έφερνα στο σπίτι, πως θα μπορεί η καημένη η γριά να τα θυμάται, να με μισεί και να με βρίζει κι’ εγώ να την ακούω και γλυκά να αναπολώ τη σκάλα και το αισχρό μου παρελθόν;
                                                             






No comments:

Post a Comment

Σχόλια