Στις 25 Μαρτίου 1934 ο Θεόφιλος πεθαίνει από τροφική δηλητηρίαση σε ηλικία 64 ετών. Ανήκει στην παράταξη των σοφών και των τρελών, οι οποίοι έσπασαν τα κλουβιά του διδασκαλισμού, όπως αναφέρει ο Γιάννης Τσαρούχης στα 1967. Στη ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ένας νους, όπως ο Θεοτοκόπουλος, που μπορεί να υποστηρίξει την τέχνη του μπροστὰ στον μεγάλο ιεροεξεταστή, και κάποτε ένας Θεόφιλος, ο αλλόκοτος φουστανελάς, που γυρίζει στα χωριὰ του Πηλίου και της Μυτιλήνης με τα πινέλα στο σελάχι του και οι γυναίκες τον φωνάζουν τρελὸ και «αχμάκη».
Ο ίδιος γράφει σ' ένα χειρόγραφό του: «Φθάσαμε στην Αθήνα κι εγώ περπάταγα μονάχος στον δρόμο και κράταγα τη σημαία μου και τραγουδούσα πολεμικά τραγούδια, στον δρόμο που πάει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Μπροστά στην παράγκα του φόρου, απάντησα ένα κάρο, που τράβαγε για την Αθήνα. Ανέβηκα σ' αυτό, κρατώντας πάντα τη σημαία μου και φωνάζοντας «ζήτω» μ' όλη μου τη δύναμη... Επειδή δεν μας κατάταξαν στην Αθήνα, επήγα στον Βόλο κι εκεί με πήρανε εθελοντή. Βρέθηκα στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού, μαζί με άλλους αντάρτες. Μετά το τέλος του πολέμου έμεινα κοντά στον Βόλο, σ' ένα χωριό, στην κοινότητα των Μηλεών, όπου κατοικούσαν κάποιοι συγγενείς μου. Εκεί δούλεψα σαν ζωγράφος. Έμεινα τέσσερα ή πέντε χρόνια. Εζούσα καλά. Έπειτα πήγα στον Βόλο κι από 'κει στη Σμύρνη, όπου πούλησα μερικά έργα, που παράσταιναν την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Οι Τούρκοι μπήκανε στα σπίτια που τις είχαν, ρώτησαν ποιος τα
είχε ζωγραφίσει και είχανε την υπογραφή μου. Αναγκάστηκα να μπω σε καράβι και να φύγω, γιατί σκέφτηκα πως θα με πιάνανε και θα με κρεμούσανε. Με υποπτεύονταν πως είμαι κατάσκοπος κι επαναστάτης. Μια φορά μάλιστα πιάστηκα μαζί τους και τράβηξα το σπαθί. Αυτή τη φορά με πιάσανε και με βάλανε στη φυλακή εννιά μέρες. Το ελληνικό προξενείο μ' έβγαλε και ξαναγύρισα στον Βόλο.»
Δημοσίευση της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου https://www.facebook.com/ealloukidou
No comments:
Post a Comment
Σχόλια