Τρίτη 8 Μαρτίου, τρεις και μισή το μεσημέρι. Ξεκινούμε με το αυτοκίνητο με προορισμό την Ειδομένη. Επιθυμώ να δω από κοντά την πραγματικότητα του προσφυγικού καταυλισμού. Να την ψαύσω, να τη μυρίσω, να την ακούσω, να τη γευθώ. Κάθε αποτύπωμα μιας πραγματικότητας φέρει εκ των πραγμάτων το βλέμμα εκείνου που την περιγράφει. Η συγγένειά μου με τον απόστολο Θωμά, μου επιβάλλει να δω με τα μάτια μου και να ψηλαφίσω με τα ίδια μου τα χέρια τις πληγές αυτών των ανθρώπων. Δεν πρόκειται για απλή περιέργεια, αλλά για μια βαθιά προσωπική ανάγκη. Ένα βαθύτερο ανικανοποίητο που τη ρίζα του ποτίζει ένας μεγάλος καημός.
Λίγα χιλιόμετρα πριν φτάσουμε, βλέπουμε ένα ζευγάρι ξένων φορτωμένων σάκους και σλίπι μπαγκ να περπατούν στη δημοσιά. Σταματούμε και τους ρωτούμε αν θέλουν να έρθουν μαζί μας. Δέχονται με μεγάλη ανακούφιση. Είναι Γερμανοί. Έφθασαν ως εδώ κάνοντας οτοστόπ από τη Φραγκφούρτη. Είναι δεν είναι είκοσιδύο χρονών. Ο Γιούλη μιλάει ελληνικά. Εχει κάνει ένα χρόνο σπουδές στο Παιδαγωγικό της Αθήνας. Ήρθαν να βοηθήσουν στις κουζίνες, στο μοίρασμα του φαγητού. Δεν τους περιμένει κάποια οργάνωση, ούτε ξέρουν που θα μείνουν. Ήρθαν για να βοηθήσουν αυτούς που η τηλεόραση της πατρίδας τους, δείχνει πως έχουν ανάγκη.
Αρχές άνοιξης. Η φύση οργιάζει. Το φρέσκο πράσινο στα λιβάδια αντανακλά διαχέοντας το μαλακό φως. Έλατα εκατέρωθεν του δρόμου, ανθισμένα δέντρα, άπλετες πεδιάδες, φτάνουμε. Η αστυνομία μάς κατευθύνει στο παρκάρισμα. Βρισκόμαστε στην άκρη του χωριού. Του μοναδικού χωριού που στην ευρύτερη περιοχή κατοικείται αποκλειστικά αποκλειστικά από ντόπιους, οι οποίοι έως τώρα δεν είχαν σχέση με τα υπόλοιπα προσφυγοχώρια. Του μοναδικού που έμελλε να δεχθεί τους πρόσφυγες. Δεν έχουμε φορτώσει το αυτοκίνητο με πράγματα. Αυτά είναι προτιμότερο να πηγαίνουν από τις οργανωμένες ομάδες. Δεν έχουμε ούτε τις τσάντες μας. Στην τσέπη έχω μόνο το κινητό και τα τσιγάρα μαζί με λίγα χρήματα για τη βενζίνη της επιστροφής.
Όπου μπορεί να φθάσει το μάτι, βλέπει σκηνές και ανθρώπους. Πολλές σκηνές. Μυριάδες ανθρώπους. Ξεκινούμε να περπατούμε. Γυναίκες και άντρες περπατούν πιασμένοι αγκαζέ, χέρι χέρι ή μόνοι τους. Αν δεν γνωρίζεις εκ των προτέρων περί τίνος πρόκειται, μπορείς κάλλιστα να υποθέςεις πως πρόκειται για μια απέραντη κατασκήνωση οικογενειών. Πότε πότε κοντοστέκομαι. Υπάρχει κάτι πολύ ιδιαίτερο στην ατμόσφαιρα. Ο καιρός είναι γλυκός, το χώμα μαλακό, μόλις άρχισε να στεγνώνει από τις βροχές των περασμένων ημερών. Σιγανές φωτιές καίνε κατά τόπους. Παρέες παρέες κάθονται οι άνθρωποι γύρω από τις φωτιές ή μέσα στις σκηνές. κουβεντιάζουν ήσυχα μεταξύ τους, μιλούν στα κινητά τους καθισμένοι καταγής, πηγαινοέρχονται στις ουρές για να πάρουν χορτόσουπα από τις ομάδες που ετοιμάζουν το φαγητό. Σ' αυτές είναι κυρίως ξένοι από ευρωπαϊκές χώρες. Οι περισσότεροι νεαρά παιδιά. Μικρά παιδάκια κουβαλούν δυο δυο τα μεγάλα πλαστικά ποτήρια με τη σούπα ή το τσάι. Το άρωμα που έχει το κάρυ της σούπας σκορπά στον αέρα. Πιο πέρα μοίραζουν σακουλάκια με σάντουιτς, φρούτα, ψωμί. Κοντοστέκομαι πάλι. Τι είναι αυτό που λούζει αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του; Δεν είναι μόνο το γλυκό φως του ήλιου. Θαρρείς και ο ουρανόσιο χαμήλωσε και τους σκεπάζει στοργικά. Τους προςτατεύει. Τους αγαπά. Μια ειρηνική αίσθηση ξεχειλίζει από παντού. Μια χάρη. Ησυχία, που μέσα της φωλιάζουν η απαντοχή, η υπομονή, η μέριμνα, η ελπίδα, η αγάπη.
Δίχρονα και τρίχρονα παιδάκια μού χαμογελούν. Μου απλώνουν το χεράκι να κάνουμε χειραψία. Τα ρούχα τοςυ είναι λερωμένα, λασπωμένα τα παπούτσια τους, το χαμόγελό τους πεντακάθαρα αγγελικό. Δυο αγόρια γύρω στα έντεκα - δώδεκα με ρωτούν στα αγγλικά αν έχω να τους δώσω καμιά μπάλα να παίξουν. Δεν έχω. Μου λένε, απογοητεύμενοι, ευχαριστώ και συνεχίζουν την αναζήτηση. Κάποια παιδιά παίζουν μπάλα στο καταπράσινο λιβάδι πέρα απ' τις σκηνές. Κανένα παιχνίδι εδώ δεν είναι καλύτερο από το ποδόσφαιρο. Είναι μάλλον απλό και εύκολο να βρεθούν μερικές μπάλες και να δοθούν στα παιδιά. Αυτό το χρειάζονται περισσότερο κι απ' τα ρούχα. Ο δύσκολος καιρός και η πείνα είναι οι εχθροί του πρόσφυγα. Ίσως ομως περισσότερο κι αυτά, ο μεγάλος εχθρός είναι η απραγία. Και για τους μικρούς και για τους μεγάλους. Δεν περνούν οι ώρες. Και η απραγία γεννά την κακότητα.
Απλωμένα ρούχα σε αυτοσχέδιες απλώστρες για να στεγνώσουν από τη βροχή, υπαίθρια κουρεία, πρόχειρα γεφυρώματα για τις λάσπες, τηλεοπτικά συνεργεία από διάφορα μέρη του κόσμου, λέξεις αραβικές, φαρσί, αγγλικές, ελληνικές. Μυρωδιά ξύλου και πλαστικού που καίγονται, ιδρώτα, απλυσιάς και γενναιόδωρης, άπλετες αγάπης. Οι αστυνομικοί ανά δυάδες - τριάδες κάνουν περιπολίες. Μεριμνούν ιδιαίτερα για τις σκηνές που έχουν παιδιά. Υπάρχουν οι μεγάλες σκηνές σαν στρατώνες που χωρούν πολλούς κι έχουν διόροφα κρεβάτια κάποιες λίγο μικρότερες και πολύ μικρές που χωρούν με δυσκολία τέσσερις καθιστούς ενήλικες. Ενα μωρό κλαίει που το ξεπλένουν μ' ένα μπουκάλι νερό. Τα μεγάλα παιδιά δεν παίζουν τα μικρότερα. Εκείνα μένουν στην άκρη και παρακολουθούν την μπάλα. Ο ένας πίσω από τον άλλο σιτς μεγάλες ουρές περιμένουν οι μεγάλοι υπομονετικά το φαγητό τους. Μια ομάδα φτιάχνει φιγούρες με μπαλόνια ποθ τα μοιράζει στα μικρά. Τα συρματοπλέγματα περνούν σύριζα από τις σκηνές. Οι πέντε έξι κλούβες της αστυνομίας είναι αραγμένες πάνω στη γραμμή των συνόρων. Πάνω σ' ένα στύλο της ΔΕΗ έχουν βάλει πάρα πολλές πρίζες να φορτίζουν οι άνθρωποι τα κινητά τους. Ο Γιούλη κι η κοπέλα του ήδη έπιασαν δουλειά, μοιράζουν φαγητό. Ούτε μια ανάσα δεν πήραν. Τα πρόσωπά τους φωτίζουν σαν μικροί ήλιοι. Απλοί άνθρωποι από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική ήρθαν μ' ένα ζευγάρι παπούτσια στο χέρι και δυο ρούχα, να δώσουν μόνοι τους ό,τι μπορούν.
Τα κύμματα της άγαπης πλέκουν το φως και το μοιράζουν. Το φως αυξάνεται, πολλαπλασιάζεται, μεγαλώνει. Ο Θεός αγαπά τους πρόσφυγες με μια αγάπη εκκωφαντική. Πώς αλλιώς; Πρόσφυγας υπήρξε κι ο αγαπητός Υιός Του, όταν μωρό παιδί ακόμα, κατέφυγε στην Αίγυπτο, για να μην το σκοτώσει ο Ηρώδης.
Τετάρτη 9 Μαρτίου, των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα τους έριξαν στην λίμνη της Σεβάστειας γιατί αρνήθηκαν ν' αλλάξουν την πίστη τους στον Χριστό. Σηκώνομαι νωρίς το πρωί και πηγαίνω στο παράθυρο. Το ανοίγω. Εχει κρύο πολύ και δυνατή βροχή. Ολα τα πρόσωπα που κοίταξα χθες το απόγευμα περνούν από μπροστά μου. Μικροί και μεγάλοι τώρα θα είναι κλεισμένοι στις σκηνές τους. Θα βρέχονται, θα κρυώνουν, θα μένουν μέσα στο σκοτάδι της σκηνής τους περιμένοντας να περάσει κι αυτό. Δεκατρείς χιλιάδες μάρτυρες συγκεντρωμένοι στην Ειδομένη σήμερα εξαιτίας της αναλγησίας του πολέμου και των υπευθύνων του. Ο Πρόσφυγας Θεός, μαζί τους.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια