Πεθαίνω για βροχή. Τρελαίνομαι. Μέρες και νύχτες την περιμένω κλεισμένη στον εαυτό μου, παρατημένη στην μαύρη, μεταλλική, αραχνιασμένη ομπρελοθήκη του χωλ. Ατέλειωτες εποχές και μήνες αργούς σαν χαλασμένα ρολόγια, άπραγη, ακίνητη, σχεδόν αόρατη απ’ όλα τα βλέμματα, περιμένω. Καλός ο ήλιος και το κρύο καλό, το χιόνι και το χαλάζι μαζί τους, μα εγώ ζω, αναπνέω και υπάρχω μόνο για τη βροχή. Χωρίς αυτήν είμαι ένα τίποτα, μαζί της γίνομαι τα πάντα. Ξαναβρίσκω την ουσία μου, τον εαυτό μου, τη χαρά της ζωής. Την ολοκλήρωση.
Μόλις νιώσω τις πρώτες σταγόνες πάνω μου με πιάνει τρέμουλο πρωτοφιλημένου κοριτσιού. Σαν να ξυπνώ απότομα από λήθαργο ή ν' ανασταίνομαι από θάνατο παλιό. Στο σώμα μου τότε ξυπνούν όλες οι κοιμισμένες μνήμες μου. Μνήμες που αρνήθηκα, απώθησα στα έγκατα της ύπαρξής μου προκειμένου ν' αντέξω τη μοναξιά, το περιθώριο, το πένθος του αχρείαστου. Μα η μνήμη αυτή με πληγώνει, δεν μπορώ να τη σηκώσω. Πόση μνήμη άραγε μπορεί να σηκώσει ένα πλάσμα σαν κι εμένα που δε ζει διαρκώς στο παρόν αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του είναι ένα απέραντο, καθηλωμένο σαν άγαλμα στη μέση του πουθενά, κενό;
Κι αρχίζουν να πέφτουν τακ τακ τικ τικ οι πρώτες στάλες της βροχής επάνω μου και μια ψιθυριστή φωνή μέσα μου συλλαβίζει: υ-πάρ-χω. Ακόμα υπάρχω. Και τίκι τικ τάκα τακ, πληθαίνουν οι σταγόνες. Μπερδεύονται μεταξύ τους γλυκά κι οι φωνές τους στο σώμα μου γλυκύτερα. Όσο υπάρχει βροχή υπάρχω κι εγώ. Όσο υπάρχει βροχή θα ξυπνά πάλι και πάλι το κοιμισμένο μου θάρρος και θα της υπόσχομαι κάθε φορά που ξυπνώ απ' το λήθαργο πως θα υπάρχω πάντα για χάρη της. Θα υπάρχω για κείνη τη λεπτότατη κι εύθραυστη, την τρυφερή σαν χάδι στο ύφασμα της καρδιάς μου, αλλά και για την άλλη, την άγρια, την αιχμηρή, που με μαστιγώνει θυμωμένα και σε κάθε της χτύπο δυναμώνω για ν’ αντέξω κι άλλο χτύπημα, σε κάθε της χαστούκι πεισματώνω και λέω μέσα μου "λίγο ακόμα, πρέπει να υπομείνεις την αιτία σου, όπως κι αν εκφράζεται αυτή".
Κι ύστερα η βροχή κοπάζει. Σβήνει και χάνεται. Εξαφανίζεται σαν τζίνι που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα μαγικά του και να πραγματοποιήσει μέχρι τέλους την επιθυμία σου, σαν αερικό που δεν το χόρτασες και χάθηκε πάνω που νόμιζες πως το κρατούσες στο χέρι, κι εγώ αναρωτιέμαι μήπως ήταν όλα άλλο ένα όνειρο... Με κλείνουν τα χέρια που λίγο πριν με κρατούσαν σφιχτά. Τα ίδια εκείνα λεπτεπίλεπτα χέρια που με άνοιξαν με τόση λαχτάρα, με κλείνουν και μου δένουν σφιχτά τα χέρια για να με ξαναχώσουν στη σκοτεινή φυλακή μου αφού πρώτα τινάξουν από πάνω μου τις τελευταίες σταγόνες της βροχής. Τι κρίμα να μην ακούν τη φωνή μου οι άνθρωποι. Να μην νιώθουν μια στάλα από τα αγνά μου αισθήματα.
Πώς να τους το πω για να το καταλάβουν "Μη μου αφαιρείτε την αιτία μου! Αφήστε μου λίγες σταγόνες να γλιστρήσουν ήσυχα, να πεθάνουν αργά, να εξατμιστούν αβίαστα. Έτσι κι αλλιώς θα φύγουν, θα χαθούν, μην τις γκρεμίζετε άσπλαχνα. Ξέρεις, εσύ, εσύ άνθρωπε που τα ξέρεις όλα, πώς είναι να νιώθεις τη σταγόνα να γλιστρά στο δέρμα σου; Ξέρεις τι είναι να εξατμίζεται αργά σαν σύννεφο που διαλύεται μέσα στο γαλάζιο; Ξέρεις τι είναι να μην μπορείς ούτε μια σταγόνα να κρατήσεις, ούτε μια ν’ απορροφήσεις μέσα σου; Να ’ναι η ύλη σου αδιάβροχη χωρίς να είσαι εσύ υπεύθυνος γι’ αυτό; Να είσαι φτιαγμένος από υλικό αδιαπέραστο; Ξέρεις, και βέβαια το ξέρεις, άνθρωπε, καλά. Αφού μόνο γι’ αυτό το αδιαπέραστο υλικό μου κάνεις τη χάρη να με κρατάς για να σε προστατεύω απ’ τη βροχή που αλλιώς θα σε μούσκευε. Να ξέρες όμως και τι χάνεις τη στιγμή που ενώ εσύ προστατεύεσαι από μένα, εγώ αχόρταγα και αποκλειστικά χαίρομαι τη θεά τ' ουρανού κι όλα τα υγρά του χάδια στο κορμί μου. Αν ήξερες δε θα με άνοιγες ποτέ. Μα αν το ήξερες εσύ, εγώ ποτέ δε θα το μάθαινα. Ίσως και να μην υπήρχα. Δεν είναι δα και τόσο σπάνιο η ύπαρξη του ενός να στηρίζεται στην ανυπαρξία του άλλου, ούτε η γνώση του ενός να θρέφεται από την άγνοια του διπλανού του. Εσύ ζητάς προστασία κι εγώ σου την παρέχω. Εγώ ζητώ βροχή και μου την παρέχει ο ουρανός. Μια αλληλοπαροχή υπηρεσιών ο κόσμος μας.
Κι όμως, όταν όλα τελειώνουν, άνθρωπέ μου, βροχές και καταιγίδες, μπόρες και φθινόπωρα, ξέρεις τι ονειρεύομαι πριν βυθιστώ ξανά στη λήθη του αχρείαστου; Ονειρεύομαι πως δραπετεύω απ’ την ομπρελοθήκη και βγαίνω στους δρόμους, ανοίγω μόνη μου, με τη δική μου θέληση, και υψώνομαι στον ουρανό. Ονειρεύομαι πως φτάνω στα σύννεφα και πριν με πάρουν είδηση τρυπάω την καρδιά τους. Πόσο θέλω να λαβώσω μια καρδιά κι εγώ... Κι εκείνα τα ευαίσθητα αρχίζουν τότε να σπαράζουν στο κλάμα εξαιτίας μου. Είναι σπουδαίο να σπαράζει κάποιος εξαιτίας σου. Κι ακόμα πιο σπουδαίο να τον κάνεις εσύ να σπαράζει. Κι ύστερα τα δάκρυά του να γλιστρούν επάνω σου και να χάνονται, όλα τα δάκρυα να χάνονται, μέχρι να μη μείνει ούτε ένα δάκρυ στα πλάσματα του κόσμου. Γιατί είναι κάποιες νύχτες που το ορκίζομαι πως μια μέρα θα τα σβήσω όλα τα δάκρυα του κόσμου. Θα στεγνώσουν ολα πάνω μου, μέχρι να γίνω μια ομπρέλα του ήλιου από ομπρέλα της βροχής...
Σπουδαία πράγματα τα όνειρα... Μα εμένα αυτός που μ' έφτιαξε, μ' έφτιαξε για τη βροχή, αυτός που με κρατά, μ’ανοίγει και με κλείνει όποτε θέλει και μόνο όταν θα με χρειαστεί για τη βροχή το κάνει, κι αν τυχόν σπαράξει ο ουρανός από κάποια αιτία αυτή ποτέ δε θα είμαι εγώ…
Δημοσιεύτηκε εδώ:
No comments:
Post a Comment
Σχόλια