Labels

Saturday, June 7, 2014

Καλό ταξίδι Αναστάση...



Είναι κάτι πουλιά, πουλιά ενός άλλου κόσμου, τόσο αληθινά πουλιά σαν αστέρια που προσγειώνονται μια μέρα κομήτες στη γη μας και που προλαβαίνεις να τα δεις όσο κι ένα ηλιοβασίλεμα που σβήνει προτού καλά καλά ανάψει. Τόσο γρήγορα ξανανοίγουν διάπλατα τα μεγάλα, τα πολύχρωμα, τα λεπτότατα και δυνατά, -αν και τραυματισμένα, αιματοβαμμένα φτερά τους-, και υψώνονται κατακόρυφα πίσω στον ουρανό απ' όπου κατέβηκαν ίδιες παςχαλινές φωτοβολιδες και καρφώνονται ίσια στον ήλιο που δεν τα καίει αλλά τ' αγκαλιάζει στοργικά γιατί ήταν από πάντα παιδιά του. Τέτοια πουλιά μπορεί να μην προλάβουν καν να βγουν απ' την κοιλιά της μάνας τους, να μη δουν το φως μας, να είναι νεογέννητα ή τεσσάρων χρονων, μπορεί έξι, μπορεί είκοσι, τριάντα ή σαράντα, μπορεί και ογδόντα, ενενήντα ή εκατό, μα αυτά είναι πάντα νέα όσο και να 'ναι, νιούτσικα πουλιά που δεν τα χορτάσαμε γιατι τέτοια πουλια δεν χορταίνονται, που τα θέλουμε δίπλα μας, δίπλα μας όλοι, αιώνες τώρα τα θέλουμε εδώ, γιατί αυτά το μόνο που ξέρουν είναι να ζεσταίνουν τις καρδιές μας, τις καρδιές μας που παγώνουν εύκολα και τρέμουν στο παραμικρό φύσημα μόνο και μόνο γιατί εμεις δεν είμαστε πουλιά σαν κι αυτά ή ίσως είμαστε πιο αδύναμα πουλιά ή μυρμήγκια, σκαθάρια, ποιος να ξέρει τι...



Τέτοιο φτερωτό ήταν ο Αναστάσης. Πλάσμα για το οποίο έμαθες σήμερα, -εκεί πάνω απ' το μνήμα που κάνατε τα εξάμηνα-, κι όσο ο καλός φίλος ιερέας μιλούσε ένιωθες σαν να τον ήξερες τον ήξερες κι εσύ τον Αναστάση από πάντα, που θα 'θλεες τόσο να τον έχεις γνωρίσει κι ήταν σαν να τον γνώριζες ήδη από παιδί. Ποια ήταν η σύντομη ζωή του; 
Ένα χρόνο μετά τη γέννησή του διαπιστώθηκε πως του λείπει στο σώμα ένα καίριο όργανο. Τριάντα οχτώ χρόνια πριν το πήρε η μανολα του στα χέρια κι έτρεξε στις Ευρώπες, αγράμματη γυναίκα, να το γιάνουν οι ξένοι γιατί εδώ οι δικοί μας της το 'χαν ξεγραμμένο. Μα κι οι ξένοι της το ξέγραψαν, αλλά εκείνη επέμενε. Οι απλές χωρικές μανάδες, απ' αυτά τα χωριά που ούτε στο χάρτη δεν τα βρίσκεις, έχουν πίστη χαρτογραφημένη στα ουράνια, πίστη που γκρεμίζει τα πιο στέρεα ντουβάρια της επιστήμης, της λογικής και των πιθανοτήτων. Κάθε απόγνωσης. Χωρίς να λέει λέξη, χωρίς να ξέρει πώς να μιλήσει και σε ποια γλώσσα, γυρνούσε απ' τον ένα γιατρό στον άλλο και δεν το έβαζε κάτω. Τους κοίταζε στα ματια κι έδειχνε με το χέρι το χρονιάρικο μωρό της, όλη μια ικεσία. Ώσπου βρέθηκε ένας ξένος που τη ρώτησε αν δέχεται να δοκιμάσει στο παιδί της να πειραματιστεί μ' ένα πλαστικό όργανο στη θέση του ανύπαρχτου. Δεν το είχε ξαναεπιχειρήσει. Θα 'ταν η πρώτη φορά. Η μάνα είπε τότε το μεγάλο "ναι". Αυτό ήταν η μόνη ελπίδα της κι ας ήταν μια ελπίδα δίχως πιστοποιητικό και εγγυήσεις. Κι ο Αναστάσης έζησε. 
Με το καιρό, από τις επεμβάσεις πειράχτηκαν τα νεύρα του ενός ποδιού, το έσερνε με δυσκολία. Μικρό παιδί τον έπαιρνε η μάνα στην πλάτη και τον πήγαινε σχολείο. Καθόταν με το πλεχτό της σε μια γωνιά, έπλεκε και τον περίμενε να σχολάσει, κι ύστερα πάλι στον ώμο ο γιος και πίσω σπίτι κι αύριο πάλι απ' την αρχή και πάλι, χρόνια ολόκληρα. Παιδί ακόμα τον πήγε να μάθει βυζαντινή μουσική που του άρεσε. Τον είδε ο δάσκαλος, πού να μάθει τούτο το καψερό μουσική, δεν κάνει. Κάνει και παρακάνει. Και μουσική έμαθε κι ο καλύτερος μαθητής έγινε. Ο ίδιος δάσκαλος ομολόγησε μετά από χρόνια πως όταν ψέλνει ο Αναστάσης δεν τον ακούει τ' αφτί, μα η καρδια απευθείας. Δεν συγκινείται το αφτί, κι ας ήταν και καλλίφωνος, η καρδιά συγκινείται και θέλει δε θέλει βουρκώνει η ταλαίπωρη και δίχως να το πάρει είδηση αρχινά και  προσεύχεται. 

Σπούδασε βέβαια ο Αναστάσης, και πανεπιστήμιο έβγαλε και ψάλτης έγινε κι η μανούλα πάντα στα δεξιά του. Πριν δυο χρόνια άρχισε την αιμοκάθαρση. Έγιναν κάποια στιγμή κι οι εξετάσεις συμβτότητας. Μπορύσε πράγματι να δώσει η μάνα το νεφρό. Τη ζωή της όλη είχε δώσει, το νεφρό δε θα 'δινε; Δε χρειάστηκε. Ήταν αρκετή η ζωή της. Πάνω που θα έδινε το νεφρό της, διαπιστώθηκε πως το παλιάρι της είχε καρκίνο. Κανείς δεν είπε τίποτα στον άλλον. Τάχα ο γιος δεν ηξερε, τάχα η μάνα το είχε για περαστικό. Μάνα και γιος, ένα δίδυμο αρχοντιάς μεγάλης.

 Πύκνωσαν τα νοσοκομεία. Άρχισαν οι μεταστάσεις, οι πόνοι κάθε μέρα και χειρότεροι. Μεγάλοι πόνοι. Είχε φτάσει στα κόκκαλα. Ούτε γιατρός, ούτε νοσοκόμα, ούτε συγγενής τον θυμάται να λέει μια φορά πως πονά. Ούτε μία. "Τι κάνεις Αναστάση;" τον ρωτούσαν, "καλά" αποκρινόταν. Ο Αναστάσης ήταν πάντα καλά κι ας εκδηλωνόταν ο πόνος σε κάθε μυ του προσώπου του. Τον τρυπούσαν οι νοσοκόμες, τον έκοβαν οι γιατροί, τον ταλαιπωρούσαν δίχως κι αυτοί να το θέλουν, κι εκείνος όταν τελείωναν έλεγε μόνο "ευχαριστώ". 

Προχθές ήταν η πρώτη φορά που είπε στη μανούλα του "τώρα πονάω πάρα πολύ μάνα". "Παιδί μου" του είπε εκείνη "σκέψου τον Χριστό μας πάνω στον Σταυρό που πόνεσε για όλους μας και ζήτα του αυτό που θέλεις. Αυτός θα σε βοηθήσει". Δεν άντεχε άλλο η ψυχούλα κι η μάνα το ένιωσε πως ήθελε να φύγει, μα δεν ονόμασε τον καημό του. Και πώς να φύγει; Όλη του τη ζωή σαν ασκητής την έζησε. Κρέας δεν έφαγε, κρασί δεν ήπιε, τσιγάρο δεν ήξερε τι θα πει. Η καρδιά και τα πνευμόνια του ήταν τόσο γερά όσο μικρού παιδιόύ. 

Μόλις του μίλησε η μανούλα του έτσι για τον Μεγαλομάρτυρα του Γολγοθά, -όπως ονομάζει ο π.Ανανίας τον Εσταυρωμένο-,  άνοιξε και γούρλωσε τα μάτια ο Αναστάσης κοιτάζοντας ψηλά: "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό"... ψέλλισε. Αμέσως άστραψε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του κι ευθύς πέταξε...


Την ευχούλα του να έχουμε κι ας με συγχωρέσει κι εμένα που διόλου δεν περίμενα κι έγραψα αμέσως αυτά τα λίγα φτωχά λόγια που σίγουρα δε θα τα ήθελε, μα με παρηγόρησε τόσο που ήθελα να μοιραστώ την παρηγοριά του... 
Αναπαυμένοι να είναι όλοι οι κεκοιμημένοι μας, Ψυχοσάββατο που ξημερώνει... όλοι... από πάππου προς πάππου... εις τους αιώνες των αιώνων... 




πρωινό υστερόγραφο

Τι να σε κάνω; Καμιά φορά λέω πως κι εσύ γυρεύοντας πηγαίνεις. Γράφεις για πουλιά που φεύγουν και Ψυχοσάββατα. 
Ήταν η νύχτα ανήσυχη. Σηκώθηκα λίγο πριν το χάραμα, βγήκα στο μπαλκόνι να κάνω ένα τσιγάρο. Κοίταξα το Μάρκο, το λατρεμένο μου καρδενοκαναρίνι, κοιμόταν. Έκλεισα απαλά την μπαλκονόπορτα μην τον ξυπνήσω. Το πρωί την άνοιξα, όπως κάθε πρωί, να του πω καλημέρα να του βάλω νεράκι. Τη βδομάδα αυτή είχε αλλάξει συμπεριφορά απέναντί μου. Αυτό το ατίθασο και περήφανο ακατάδεχτο πουλάκι που όλο μου γυρνούσε πλάτη, στεκόταν τώρα κοντά μου, κόντευε να βγάλει το ράμφος από τα καγκελάκια και να με φιλήσει. Με κοιτούσε για πολλη ώρα ακίνητο μες στα μάτια. Ανοιγόκλεινε το στόμα θέλοντας κάτι να μου πει. Κόντεψε να με τρελάνει. Θαρρείς και ήθελε να εκφράσσει με μιας όλη του την αγάπη, ή μήπως προσπαθούσε να μ' αποχαιρετούσε; 
Ψυχοσάββατο των πουλιών κι ο Μάρκο δεν άντεξε να μείνει άλλο εδώ... πέταξε να κάνει παρέα στον Αναστάση, στον Παναγιώτη, στη Βαρβαρούλα... το ότι τον κατασπάραξε ένα μεγάλο μαύρο πουλί, ήταν μόνο ένα πρόσχημα για να βρεθεί κι αυτός μια ώρα αρχύτερα στων πουλιών τον παράδεισο... Καλό ταξίδι αγαπούλα μου χρυσή... τραγούδα τώρα στο αγγελάκι μας... 
























2 comments:

  1. Ένα βαθύ "Αχ!" για αρχή, κι άλλο ένα για τέλος. Αχ!!!

    ReplyDelete
  2. Τώρα σιωπή, λοιπόν... Που λέει κι ο Γκόγκολ...

    ReplyDelete

Σχόλια