Πριν ανεβάσω τα πρωινά χάι κου του τριαντάφυλλου, βγήκα στο μπαλκόνι να φωτογραφίσω το ωραιότερο τριαντάφυλλο της γλάστρας. Κοίταξα το ψηλότερο. Είχε μαδήσει. Τα φύλλα του είχαν σκορπίσει στις υπόλοιπες γλάστρες και αφού βρηκα το ωραιότερο και το φωτογράφισα, έκανα το ίδιο και για τα σκορπισμένα φύλλα του άλλου, σκεπτόμενη πως κι αυτά έχουν την αξία τους. Ήταν κι αυτά όμορφα, ήταν του ψηλότερου και του μεγαλύτερου, του ομορφότερου από όλα. Αυτού που ήταν η ώρα να πετάξει το άρωμά του ψηλά και να μας αφήσει τα ακριβά του πέταλα λίπασμα στην δική μας ανθοφορία...
Πριν λίγο έμαθα από τη μητέρα μου πως η μεγάλη αδερφή της έφυγε για τους ουρανούς. Η θεία Νούλα. Στυλιανή στο όνομα. Επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους μου είχε πει η μαμά πως η θεία αρρώστησε. Πήγα την επόμενη μέρα φοβούμενη μη δεν την προλάβω. Καθόταν με το νυχτικό της στην πολυθρόνα, είχε υποθερμία, σκεπασμένα τα ποδαράκια της με μια κουβέρτα, δεν ήθελε να ξαπλώνει. Ήταν πάντα λεβέντισσα, αντάρτη είχε παντρευτεί που πριν λίγα χρόνια την άφησε. Χάρηκε πολύ που με είδε. Βασούδα, με έλεγε πάντα. Κανείς δε με φώναξε ποτέ έτσι. Αυτή ήταν η αποκλειστική προσφώνηση από τη θεία. Της κρατούσα το κοκκαλισαμένο χεράκι και της το έσφιγγα γερά. Δεν ήθελα να φύγει. Στα ενενήντα δύο της χρόνια είχε ακόμα το ίδιο αστραφτερό μυαλό, θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια όλη της τη ζωή. Να πάω στον άντρα μου θέλω, μου είπε, φτάνει τόσο, κουράστηκα. Έβγαλα από την τσάντα μου και της έδωσα έναν ωραίο ξύλινο σταυρό ευλογία του σεβασμιοτάτου από τα Ιεροσόλυμα. Τον φίλησε με λαχτάρα και πήγε να τον φορέσει σοτν γυμνό λαιμό της. Αχ, θεία μου, αυτός είναι για το χέρι, δεν έχει τρύπα για κορδόνι, της είπα, και την είδα που στεναχωρέθηκε. Έβγαλα τότε τον σταυρό που φορούσα και της τον φόρεσα. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Έλαμπε. Ευχές, ευχές, χίλιες ευχές, Βασούδα μου, έλεγε και ξανάλεγε. Έφυγα κι όλο έλεγε στους συγγενείς πως πέρασα, το έλεγε συνέχεια και στη μαμά που πήγαινε και την φρόντιζε. Έφυγε γεμάτη από την αγάπη και την φροτνίδα των παιδιών της, των γυναικών τους, των εγγονών και των δισέγγονών της.
΄Ηταν το μεγαλύτερο τριαντάφυλλο της οικογένειας...
Καλό ταξίδι, θεία μου καλή κι αγαπημένη...
Ο Καλός Θεός να αναπαύει την ψυχούλα σου και να τη βάλει δίπλα στου άντρα που αγάπησες τόσο και σοτν οποίο αφοσιώθηκες όλη σου τη ζωή...
Πριν λίγο έμαθα από τη μητέρα μου πως η μεγάλη αδερφή της έφυγε για τους ουρανούς. Η θεία Νούλα. Στυλιανή στο όνομα. Επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους μου είχε πει η μαμά πως η θεία αρρώστησε. Πήγα την επόμενη μέρα φοβούμενη μη δεν την προλάβω. Καθόταν με το νυχτικό της στην πολυθρόνα, είχε υποθερμία, σκεπασμένα τα ποδαράκια της με μια κουβέρτα, δεν ήθελε να ξαπλώνει. Ήταν πάντα λεβέντισσα, αντάρτη είχε παντρευτεί που πριν λίγα χρόνια την άφησε. Χάρηκε πολύ που με είδε. Βασούδα, με έλεγε πάντα. Κανείς δε με φώναξε ποτέ έτσι. Αυτή ήταν η αποκλειστική προσφώνηση από τη θεία. Της κρατούσα το κοκκαλισαμένο χεράκι και της το έσφιγγα γερά. Δεν ήθελα να φύγει. Στα ενενήντα δύο της χρόνια είχε ακόμα το ίδιο αστραφτερό μυαλό, θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια όλη της τη ζωή. Να πάω στον άντρα μου θέλω, μου είπε, φτάνει τόσο, κουράστηκα. Έβγαλα από την τσάντα μου και της έδωσα έναν ωραίο ξύλινο σταυρό ευλογία του σεβασμιοτάτου από τα Ιεροσόλυμα. Τον φίλησε με λαχτάρα και πήγε να τον φορέσει σοτν γυμνό λαιμό της. Αχ, θεία μου, αυτός είναι για το χέρι, δεν έχει τρύπα για κορδόνι, της είπα, και την είδα που στεναχωρέθηκε. Έβγαλα τότε τον σταυρό που φορούσα και της τον φόρεσα. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Έλαμπε. Ευχές, ευχές, χίλιες ευχές, Βασούδα μου, έλεγε και ξανάλεγε. Έφυγα κι όλο έλεγε στους συγγενείς πως πέρασα, το έλεγε συνέχεια και στη μαμά που πήγαινε και την φρόντιζε. Έφυγε γεμάτη από την αγάπη και την φροτνίδα των παιδιών της, των γυναικών τους, των εγγονών και των δισέγγονών της.
΄Ηταν το μεγαλύτερο τριαντάφυλλο της οικογένειας...
Καλό ταξίδι, θεία μου καλή κι αγαπημένη...
Ο Καλός Θεός να αναπαύει την ψυχούλα σου και να τη βάλει δίπλα στου άντρα που αγάπησες τόσο και σοτν οποίο αφοσιώθηκες όλη σου τη ζωή...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια