Ψυχοσάββατο, μου λες, ξημερώνει, και μια πεταλούδα θροϊζει τα φύλλα της καρδιάς. Θα ανταμώσουμε πάλι. Θα σμίξουμε. Σε ένα σπυρί σιτάρι η αγάπη θα φωλιάσει και πάλι ίδιος θεός στη φάτνη του. Να την πάρουν τα πουλιά του ουρανού την αγάπη. Τις πύλες του να διαβούν ανεμπόδιστα. Να ταϊσουν τους παρελθόντες πεινασμένους αιώνες.
Ψυχοσάββατο, και βάζω σιτάρι να βράσει. Σε φωτιά απαλή σαν το χάδι εκείνο που όσο κι αν η θύμησή του ξερθώριασε, έρχεται κάποιες νύχτες στα όνειρα σαν μονοπάτι ολόφωτο που πάει κι όλο πάει μακριά.
Ψυχοσάββατο και ξημερώνει. Μην ξυπνάς τα παιδιά. Αφησέ τα να κοιμούνται μέσα στη βεβαιότητα πως δεν υπάρχει θάνατος. Πως ποτέ δεν υπήρξε. Πως δεν θα υπάρξει ποτέ. Βαφτίστηκαν μες στον θάνταο νήπια, ξεμπέρδεψαν μαζί του από νωρίς και μια κι έξω.
Φουντούκια, καρύδια κι αμύγδαλα λίγο ας ψηθούν. Τόσο λίγο όσο κι ο χρόνος που απαιτείται για να ανταμώσουμε ξανά με τις παλιές αγάπες που βιάστηκαν να μας χαιρετίσουν. Κανέλα, μοσχοκάρυδο, σταφίδα το άρωμα της μνήμης τους. Της νοσταλγίας που ποτέ δεν πεθαίνει. Και άχνη σαν σκόνη λεπτή να μη χτυπά στο δόντι, μα να λίώνει στο πικρό στόμα για να γλυκαίνει τα ονόματα που καιρό τώρα δεν προφέραμε ντιπ.
Στην Ντουβίστα να με θάψετε, είπε και ματάπε η θεία πριν φύγει. Δεν ήταν μπορετό απ’ τους εναπομείναντες. Την είδε η αδεεφή της ψες τη νύχτα. Κι ήτανε νέα, όμορφη θεά, όπως τη θυμόταντε στα νειάτα της. Τι κάνεις, αδερφή, ρώτησε η εδώ την εκεί. Είμαι καλά, μια χαρά είμαι, μόνο πες στη Φωτεινούλα της Βασούδας να με πάει μια βόλτα στην Ντουβίστα…
Ψυχοσάββατος χορός, θα χορέψεις; Θα χορέψω και θα πω κι ένα τραγούδι. Ενα τραγούδι δίχως τέλος και αρχή. Πολυφωνικό και χαρούμενο θα είναι, βαρύ κι ασίκικο, τραπεζιάτικο για το τραπέζι της χαράς που μας ένωσε. Και γύρω γύρω στα χρυσά ντυμένοι οι ιερείς θα μουρμουρίζουν διαβάζοντας τα δίπτυχα σαν μελίσσι βουερό τα ονόματα κι όποιος ακούει το όνομά του να απαντά παρακαλώ παρών ή παρούσα αναλόγως.
Ψυχοσάββατο, δικό σας, δικό μας, ολονών. Αγκαλιαστείτε, αδέρφια, στον χορό. Γελάστε, κλάψτε άφοβα, δίχως ντροπή καμιά, μαζί μας. Σκορπίστε ολούθε στάρια όπως σκορπάτε και στους γάμους ρύζι. Γάμος είναι και τούτος. Κι είναι και μεγάλος κι είναι πιο τρανός. Παντρεύεται το εφήμερο το αιώνιο. Νυμφεύεται τούτος ο ντουνιάς τον άλλονε. Η παρουσία δαχτυλίδι με την απουσία αλλάζει. Κι απ’ το κοινό ποτήρι το κρασί της νιότης, της άνοιξης, της άσβηστης αγάπης πίνουν.
Στην υγειά μας, μωρέ αδέρφια!
Και πάντα μαζί!
* η φωοτογραφία από:
http://www.newsbomb.gr/ellada/ekklhsia/story/858020/psyxosavvata-2018-deite-tis-imerominies
No comments:
Post a Comment
Σχόλια