Labels

Friday, June 29, 2007

30 Ιουνίου, των αγίων Δώδεκα Αποστόλων



Δώδεκα Απόστολοι Θεσσαλονίκης. Η μήτρα, το σπίτι, η οικογένεια, οι φίλοι.

Το χώμα, το σώμα, λουλούδια του κήπου το άρωμα. Το φως.





Νότια της οδού αγίου Δημητρίου, σχεδόν σε επαφή με τα Δυτικά τείχη όπου υπήρχε η αρχαία Λητταία Πύλη βρίσκεται ο ιερός ναός των Δώδεκα Αποστόλων, σταυρωειδής τρουλωτός της λεγόμενης Μακεδονικής σχολής.
Η τοιχοποιία του πλινθοπερίκλειστος. Στο ιερό του υπέροχα διακοσμητικά σχήματα, μαίανδροι και οδοντωτές ταινίες που αποδεικνύουν οικοδομική τέχνη πολύ υψηλού επιπέδου.
Όπως και στους άλλους ναούς της Θεσσαλονίκης της Παλαιολόγειας εποχής, το κτίριο αναπτύσσεται γύρω από το σταυρό που σχηματίζουν οι καμάρες.

Δύο άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία που σώζονται στο γύρω από το ναό χώρο, το τμήμα ενός πρόπυλου καθώς και μια κτιστή υδατοδεξαμενή -κινστέρνα-, πείθουν πως ο ναός υπήρξε καθολικό μοναστηριού και μάλιστα πολυπληθούς αν κρίνουμε με βάση την μεγάλη χωρητικότητα της δεξαμενής.




Στο εσωτερικό του ναού υπάρχουν αξιόλογες τοιχογραφίες και ψηφιδωτά άριστης τέχνης της Παλαιολόγιας εποχής (14ος αι.) που αποκαλύφτηκαν μόλις το 1940 κατά τη διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών.
Και εδώ οι τοίχοι έχουν επιχριστεί με κονίαμα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όταν ο ναός μετατράπηκε από τους τούρκους σε τζαμί με το όνομα "Σοούκ Σου τζαμί".

Το πότε κτίστηκε ο ναός προκύπτει από μονόγραμμα του Πατριάρχη Νίφωνα που υπάρχει χαραγμένο στα επιστύλια των δύο κιόνων της αψιδας του νάρθηκα και από επιγραφή χαραγμένη στο ανώφλι της νότιας εισόδου του ναού, μεταξύ 1312 και 1315.




Από τις Σέρρες στη Θεσσαλονίκη. Ο τότε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Β΄ τοποθετεί τον πατέρα μου στον ναό των Δώδεκα Αποστόλων.

Τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στους δρόμους και τις γειτονιές των Παλαιολόγων. Στην καρδιά του περίφημου 14ου αιώνα. Πολύτιμα πράγματα έχω να θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία σε σχέση μ' αυτόν τον ναό και τους ανθρώπους του. Τους γυφτομαχαλάδες του που πήγαινα τακτικά να βοηθήσω τον πατέρα μου στα ευχέλαια. Τις αγρυπνίες μωρά στοιβαζόμασταν το ένα πάνω στο άλλο στις καρέκλες όταν μας έπιανε η νύστα για να κοιμηθούμε γλυκά μέσα στις ψαλμωδίες και τους αγγέλους που φτερούγιζαν δίπλα μας. Στο ήσυχο φως των κεριών που υπόσχονταν μέσα στο σκοτάδι πως υπάρχει Θεός που μας αγαπά και θα μας ζεσταίνει πάντοτε Φως.


Εκεί λάτρεψα τα λουλούδια αφού όταν πήγαινα εκλιπαρούσα τον κυρ Σπύρο τον κηπουρό που ήταν πάντα εύχαρις και γελαστός να μου δώσει το λάστιχο να τα ποτίσω. Πότιζα τους ροδώνες και ποτιζόμουν. Έριχνα νερό και γινόμουν μούσκεμα και καταευχαριστιόμουν. Κι εκείνος δεν μου χαλούσε ποτέ το χατήρι.

Εκεί πουλούσα πρώτη πρώτη στο πανηγύρι του ναού -καλή ώρα σαν σήμερα- τα εργόχειρα που με τόση υπομονή έπλεκαν μήνες οι γυναίκες για να πουληθούν στην έκθεση που διοργανώνονταν προς ενίσχυση του ναού και των πενήτων της περιοχής. Και δεν ήταν λίγοι οι πένητες.
Εκεί αγάπησα την βυζαντινή μουσική.



Εκεί όλες τις γιορτές και τις Κυριακές. Εκεί Χριστούγεννα και Πάσχα.
Εκεί μυροφόρα με την μπλε ποδιά μου, όπως όλα τα κορίτσια. Την άσπρη μου κορδέλα στα μαλλιά, το άσπρο μου το γιακαδάκι, τις άσπρες καλτσούλες και τα ασύγκριτης ομορφιάς μαύρα μου λουστρίν παπούτσια που είναι σαν να τα βλέπω τώρα μπροστά μου. Που όλο φοβόμουν πως θα γρατζουνιστούν και άμα γινόταν αυτό -που κάποτε γινόταν βέβαια κι αυτό- πονούσε η καρδιά μου, όχι γιατί θα με μάλωνε η μητέρα μου, αλλά γιατί χαλούσε η λαμπερή τους όψη, η τόσο λεία και βελούδινη.
Σχεδόν ποτέ βέβαια δεν έμενα με τις μυροφόρες. Όλο πηγαινοερχόμουν. Μια στη χορωδία των γυναικών που έψελναν τα εγκώμια και μια τρύπωνα μέσα στο πλήθος κι έφτανα στον πατέρα μου που ήταν μαζί με όλους τους άλλους ιερείς. Όταν μ' έβλεπε χαμογελούσε τρισευτυχισμένος που πάλι τα κατάφερα να βρεθώ δίπλα του και δεν χάθηκα μέσα στον κόσμο. Και είναι αλήθεια πως ποτέ δεν χανόμουν.
Τον λάτρευα τον πατέρα μου που ήταν πάντα πανέμορφος, καλλιφωνότατος και ιεροπρεπέστατος. Λάτρευα τα άμφια και τα χάζευα. Καμάρωνα σαν να ήμουν εγώ που τα φορούσα. Μεθούσα με την ευωδιά του θυμιάματος και τον ήχο που έκαναν τα κουδουνάκια. Ήθελα να είμαι κι εγώ ένα παπαδάκι να κρατάω τα εξαπτέρυγα, το θυμιατό, να ψέλνω και να μπαίνω στο ιερό.
Ζωντάνευαν οι τοιχογραφίες κα ια ψηφιδωτά στις λειτουργίες. Εισχωρούσαν μέσα μου. Οι άγιοι με τον καιρό ολοένα και πλησίαζαν. Ποτέ δεν ένιωσα μοναξιά μέσα στον ναό, ενώ πολύ συχνά ήμουν μόνη. Δεν ήταν οι παρέες ή η οικογένεια που με έκαναν να νιώθω τόσο ξεχωριστά όμορφα εκεί μέσα. Τόσο διαφορετικά. Ήταν κάτι άλλο που με πήγαινε αλλού. Κάτι άπιαστο και αόρατο που εκεί είχε παρουσία. Ήταν όλα όσα ζούσαν από αιώνες μέσα στην εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων.


Τόσο που αγάπησα τις μυρωδιές του ναού που τώρα έρχονται όλες ολοζώντανες. Η μοναδική μυρωδιά που είχε το καλυμαύχι του πατέρα μου ζυμωμένη από τον ιδρώτα του -που έτρεχε ποτάμι τα καλοκαίρια- και τα ποικίλλα θυμιάματα. Η μυρωδιά του ράσου και η υφή του. Οι πτυχώσεις του που χωρούν ένα παιδί όπως τίποτα άλλο και το παρηγορούν για όλα. Ναι, έτσι αγάπησα το ράσο πολύ ξεχωριστά. Μέσα από την αγάπη του πατέρα μου που θεμελιώθηκε μέσα σ' αυτόν τον ναό

Σ' αυτόν τον ναό που χέρια μεγάλων μαστόρων έχτισαν, πλήθη πιστών προσευχήθηκαν, κεριά ικεσίας και ευχαριστίας αμέτρητα άναψαν.
Σ' αυτόν τον ναό που χάρηκαν οι αιώνες πριν τον δικό μας και θα χαρούν όσοι ακολουθήσουν.
Που παρηγορήθηκαν ψυχές πριν από την δική μου και άλλες που ακολούθησαν και θα ακολουθήσουν μετά από μένα.
Και σήμερα που για μια ακόμα φορά ξημέρωσε η μεγάλη γιορτή των αγίων, μόνο ένα πράγμα μπορώ να πω και με τόσα λόγια αυτό λέω και ξαναλέω χωρίς να το χορταίνω:

Άγιοι Δώδεκα Απόστολοι σας ευχαριστώ που με αξιώσατε να ζήσω κοντά σας.
Να πρεσβεύετε πάντοτε για όλους μας. Για εμάς, τους πριν από εμάς και τους μετά από εμάς. Για όλους μας.

Friday, June 22, 2007

Ήταν ένα μικρό καράβι...



Ήταν ένα μικρό καράβι.
- Πού πας καραβάκι; το ρώτησαν τα σύννεφα.
- Πάω να βρω την τύχη μου, τους είπε.
Και περνούσαν οι μέρες.
Το καραβάκι πήγαινε...




- Πού πας καραβάκι; το ρώτησε η θάλασσα.
- Πάω να βρω την τύχη μου, απάντησε και πάλι το καραβάκι.
Και περνούσαν οι νύχτες.
Εκείνο το μικρό όλο πήγαινε...




- Πού πας καραβάκι; το ρώτησε κι ο άνεμος με τη σειρά του.
- Την τύχη μου γυρεύω, είπε ξανά.




Και πήγαινε, πήγαινε, όλο πήγαινε...



- Η τύχη σου είμαι εγώ, φώναξε τότε η θάλασσα και σήκωσε τα κύμματα ψηλά.

- Όχι, η τύχη σου είμαι εγώ, είπε ο ουρανός και βρόντηξε.

- Μην τους ακούς μικρό μου καραβάκι, σφύριξε τέλος ο άνεμος. Είσαι δικό μου!




Άρχισαν τότε να μαλώνουν τα στοιχειά της φύσης
ποιο από τα τρία θα κερδίσει το μικρό καράβι.
Μόνο η τύχη του σιωπούσε.
Κι εκείνο πεταγόταν απ' τους βοριάδες και τα κύμματα,
την θάλασσα τη θυμωμένη
μια στα ουράνια, μια στα καταχθόνια.
Κρατούσε μέρες ολάκερες η μάχη...
Νύχτες ατελείωτες...

Μα το μικρό το καραβάκι πήγαινε...




Μέχρι που έγινε πουλί!

Κανείς δεν πήρε είδηση πώς τα κατάφερε.
Ένα πουλί που αμέριμνα έσκιζε τον αέρα.
Σεργιάνιζε τον ουρανό χαρούμενο.
Και ξεδιψούσε στη θάλασσα τη διψασμένη.




Αν κάποιος υποπτεύεται το μυστικό του
ας μην το μαρτυρήσει, σας παρακαλώ.
Όλη η αλήθεια ζει κρυμμένη μες στο μυστικό.
Όταν τη φανερώνεις ψεύδεται.

Αν το γνωρίζεις
γίνε πουλί
να σ' έχει συντροφιά του ο γλάρος
που κάποτε ήταν... ένα μικρό καράβι...


Wednesday, June 20, 2007

Το κορίτσι που αγαπούσε το φεγγάρι ολόκληρο














Αφιερωμένο στη μνήμη του παπαΣάββα-Στέφανου. Του δικού μου παππούλη.

Tuesday, June 19, 2007

Βόλτα με βροχή στη Σαλονίκη - Οίκος αντοχής

Ευχαριστώ πολύ την Livana για την πρόσκληση που μου έκανε να συμμετάσχω στο ομαδικό μπλογκ Οίκος Αντοχής. Είναι χαρά να σε καλούν σε μια ομάδα που κι άλλοι φίλοι είχαν την τιμή να φιλοξενηθούν. Δέχτηκα πρόθυμα μετά την ευγενική πρόσκληση του οικοδεσπότη που μου έστειλε στο e mail μου, και ανέβασα ένα πεζό κειμενο με τον τίτλο: Βόλτα με βροχή στη Σαλονίκη.
Πατώντας στα links μου τον Οίκο Αντοχής μπορείτε να διαβάαετε και το δικό μου, αλλά και άλλα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα. Ναι, μαζί αντέχουμε καλύτερα.