Labels

Friday, February 29, 2008

Και όμως, η Άνοιξη εισβάλλει Σάββατο των ψυχών



Φωνές, φωνές. Άκου καρδιά μου, έτσι όπως μόνο
οι Άγιοι άκουαν. Ώστε το γιγάντιο κάλεσμα
τους σήκωνε απ' το χώμα. Όμως αυτοί οι απίθανοι,
έμεναν γονατιστοί κι ούτε που το πρόσεχαν.
Τόσο πολύ άκουαν. Όχι πως τώρα εσύ θε ν' άντεχες
τη φωνήτου Θεού, διόλου. Άκου όμως το Φύσημα
το ακατάπαυστο Μήνυμα το φτιαγμένο από Σιωπή.
Αυτό τώρα βουίζοντας απ' τους νέους εκείνους νεκρούς προς εσένα κυλά.
Όπου κι αν μπήκες, στις εκκλησιές της Ρώμης ή της Νάπολης,
μήπως δεν στράφηκε να σου μιλήσει ήρεμα η μοίρα τους;
Είτε κι έφερε πάνω της μεγαλόπρεπα για χάρη σου μια επιγραφή,
όπως πρόσφατα εκείνη την πλάκα στη Σάντα-Μαρία Φορμόζα.
Μα τι ζητούν αυτοί από μένα; Ήσυχα θα πρέπει του Άδικου
την εντύπωση ν' αποδιώξω, που πότε πότε την καθαρή
των πνευμάτων τους κίνηση εμποδίζει λιγάκι.


Βέβαια, είναι παράξενο να μην κατοικείς πια στη γη,
συνήθειες που μόλις έμαθες πλέον να μην εξασκείς,
να μη δίνεις πια το νόημα ενός ανθρώπινου μέλλοντος
σε ρόδα κι άλλα πράγματα, που σκόπιμα υπόσχονται κάτι.
Ό,τι ήσουν ανάμεσα σε χέρια αγωνίας ατέλειωτης
να μην είσαι πια κι ακόμη και το ίδιο σου το όνομα
να παρατάς σαν να ήταν ένα σπασμένο παιγνίδι.
Παράξενο να μην νιώθεις πια επιθυμίες. Παράξενο, όλα
όσα συνδέονταν με σένα, να τα θεωρείς ξελυμένα μες στον Χώρο
ν' ανεμίζουν. Και το να είσαι νεκρός είναι επίπονο κι όλο ζητά
να συμπληρωθεί, έτσι που να νιώθεις σιγά σιγά και μια στάλα
Αιωνιότητας. Μα όλοι οι ζωντανοί κάνουν το λάθος
με τόσο πείσμα παντού όρια να θέτουν.
Ενώ οι Άγγελοι, έχουν να πουν, συχνά μήτε που θα γνώριζαν
εάν ανάμεσα σε ζωντανούς ή σε νεκρούς βαδίζουν. Το αιώνιο ρεύμα
παρασύρει μαζί του όλες τις ηλικίες και στους δυο κόσμους
και μέσα στους δυο η βουή του τις σκεπάζει.
Τέλος, δεν μας έχουν πιια ανάγκη, όσοι πρόωρα έχουν φύγει.
Απαλά κανείς τα γήινα ξεσυνηθίζει, όπως ήρεμα μεγαλώνει
απ' της μάνας του το στήθος και τ' αφήνει. Όμως εμείς που τόσο
μεγάλα μυστικά έχουμε ανάγκη, απ' όπου τόσο συχνά με πένθος
πρόοσος ευλογημένη αναβλύζει, θα μπορούσαμε
να υπάρχουμε δίχως τους νεκρούς;
Είναι τάχα μάταιος ο θρύλος, πως με τον θρήνο για τον Λίνο,
τόλμησε η πρώτη Μουσική την ξεραμένη ακαμψία να διαπεράσει;
Πώς μέσα στον τρομαγμένο Χώρο, που ξάφνου την εγκατέλειπε για πάντα
εκείνος ο σχεδόν θεϊκός έφηβος, το Κενό για πρώτη του φορά
πήρε την δόνηση εκείνη,
που εμάς τώρα συνεπαίρνει και παρηγορεί και βοηθά;

Απόσπασμα από την Πρώτη Ελεγεία του Rilke, 'Οι ελεγείες του Ντουϊνο", μτφ. Δ.Γκότση, εκδ. Αρμός 2000.
Καλό μήνα, καλή Άνοιξη, αναπαυμένοι πάντα οι νεκροί μας κι άμποτε μια μέρα να συναντηθούμε πάλι όλοι μαζί στην μεγάλη γιορτή που πλησιάζει.


Χαρισμένο στον αγαπημένο μου σκηνοθέτη και φίλο αδερφικό, τον Θωδ Εσπίριτου που γιορτάζει αύριο τα γενέθλιά του. 'Ναι, πραγματικά οι Άνοίξεις σε χρειάζονταν. Και κάποια αστέρια σ' εμπιστεύονταν πως θα μπορέσεις να τα νιώσεις"....
Γιατί 'εμείς εκεί που αγαπάμε γινόμαστε αχνός'.... Rilke

Thursday, February 28, 2008

Νέο νομοθετικό πλαίσιο περί λειτουργίας Blog

Ελληνική Δημοκρατία
Υπουργείο Δικαιοσύνης


'Εντυπο υποβολής αίτησης για δημιουργία ιστολογίου στο διαδίκτυο σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο περί λειτουργίας των Blogs:clip_image001
Αρ. Αίτ. …………………………………......
Αστυν. Τμήμα ……..………………………
Ημερ. Παραλαβής ………………….……
Υπογρ. Παραλήπτη ……………………..

ΑΤΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΧΡΗΣΗ

ΔΙΕΥΘΥΝΣH ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ:.............................................
ΕΠΩΝΥΜΟ:……………………………………………………………
ΟΝΟΜΑ: ………………………………………………………………..
ΑΡ. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ: …………………………ΗΜΕΡ. ΓΕΝΝΗΣΗΣ: ………………………
ΤΟΠΟΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ: ………………………………………. ΕΠΑΡΧΙΑ: …………………………
ΥΠΗΚΟΟΤΗΤΑ: ………………………………………… ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ: …………………………

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: …………………………………..……… ΑΡ. ΚΟΙΝ. ΑΣΦ. ………………………
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: (Οδός) ……………………………………………….(Αριθμός) ………………..(Πολυκατοικία) ………………………..…. (Διαμ.) ……….……ΤΑΧ. ΚΩΔ. …….....
ΠΟΛΗ/ΧΩΡΙΟ ………………………… ΕΠΑΡΧΙΑ ……………………...ΤΗΛ. ΟΙΚΙΑΣ: …………..…..
ΤΗΛ. ΚΙΝΗΤΟ: ………..……….. ΤΗΛ. ΕΡΓΑΣΙΑΣ:...............................................
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΠΑΤΕΡΑ: …………………………………………… ΤΗΛ:................................
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΜΗΤΕΡΑΣ: ……………………………………………………………

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΘΗΤΕΙΑ
Ημερομηνία κατάταξης ……………………………………………….. Α.Σ.Μ. …………………
Βαθμός ………………………. Ημερομηνία απόλυσης/απαλλαγής ……………………….
Σημ.: Αν έχετε απαλλαγεί / διακόψει γράψτε τους λόγους..............................................................................................................................

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΤΑΔΙΚΕΣ
Αν εκκρεμεί ποινική υπόθεση εναντίον σας ή έχετε καταδικαστεί από Πολιτικό ή Στρατιωτικό Δικαστήριο, αναφέρετε τη φύση του αδικήματος, την ημερομηνία της καταδίκης και την ποινή που σας επιβλήθηκε.
…………………………………………………………………………………………………………..............
Με το παρόν έντυπο αιτούμαι τη χορήγηση άδειας για δημιουργία ιστολογίου και δηλώνω ότι αποδέχομαι τις όποιες πιθανές παρεμβάσεις γίνουν (όταν αυτό θεωρηθεί απαραίτητο) στις αναρτήσεις του ιστολογίου μου, από τους υπεύθυνους του τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Ο ΑΙΤΩΝ- Η ΑΙΤΟΥΣΑ


ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Οι αιτούντες οφείλουν να υποβάλουν μαζί με την αίτηση φωτοαντίγραφα πιστοποιητικά σε φύλλο χάρτου Α4 των κάτωθι εγγράφων: (α) Πιστοποιητικό Γέννησης ή Πολιτογράφησης, (β) Απολυτήριο Στρατού, (γ) Δελτίο Ταυτότητας και (δ) δυο φωτογραφίες, όπως και να καταβάλλουν παράβολο εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
Copy paste aπό το blog Αλίκης που το πήρε από το μπλογκ του γεράσιμου που το πήρε από το blog του Giasafox που δεν ξέρουμε από πού το πήρε ή αν το έφτιαξε μόνος του.
Αντιγράφω και τα λόγια της Αλίκης: "Λετε να περιμενω μηνυση απο τον γερασιμο που θα του εχει κανει μηνυση ο Giasafox που θα του εχει κανει ο αλλος που το πηρε? Πρέπει να ψαξω το Νομο. Και να μην ξεχασω να παρω το δικηγορο μου τηλεφωνο για καθε ενδεχομενο".
Κι εγώ όμως πρέπει να επισπεύσω την έκδοση της καινούριας μου ταυτότητας, μιας και μου την έκλεψαν πριν δεκαπέντε μέρες, γιατί η αίτηση επείγει! Να πάρει ευχή, στρατό δεν έχω πάει ακόμα! Ω, πρέπει να βρω και τα 150 ευρώ! Λέω να ζητήσω χορηγία από δημοσιογράφους φιλικά προσκείμενους κι εγώ στο μπλογκ μου ό,τι θέλουν μετά!
Ποιος ξέρει πώς μπορούν άραγε να ερμηνευτούν τα συμβολικά μου κείμενα; Τώρα που το σκέφτομαι τι τον ήθελα τον 'κήπο της καρδιάς μου' που είναι γεμάτος ελεύθερα πουλιά; Σαν πολύ αναρχικό μου ακούγεται... Βάλε, χριστιανή μου, μέσα στον κήπο σου φυτά με πανάρχαιες αξίες, δεδηλωμένες αρχές, πράσινα φύλλα σε φόντο γαλάζιο και ρίζες... δικομματικές κι άστο να πάει...
Καλή Τσικνοπέμπτη σύντροφοι! Ουψ, λάθος! Αδέρφια, ήθελα να πω...
Όχι, κι αυτό ύποπτο είναι! Φίλοι; Μπα, την σήμερον ημέρα;
Τίποτα. Απσσύρω τις προσφωνήσεις. Καλή Τσικνοπέμπτη σκέτο!
Και μη μου ντυθεί κανείς μπλογκόσφαιρα, εντάξει;
Με το κλίμα της τρομομπλογκογραφίας, δεν είναι καθόλου βέβαιο,
αν θα μπορέσουμε να τον υπερασπίσουμε σε μια ώρα δύσκολη...


ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ


Δηλώνω ευθαρσώς, πως δεν φοβάμαι ούτε την κρατική παρέμβαση ούτε τους κάθε λογής μπλόγκερς που ρεζιλεύουν την μπλογκογραφία όπως το κάνει ο Πιτσιρίκος, πρβλ. Πρόσωπα! Εκτός από τον εαυτό μου, δεν φοβάμαι τίποτα!
Ανέβασα αυτή την σελίδα και την σχολίασα αντιστοίχως, γιατί μέσα στα πλαίσια του αποκριάτικου χιούμορ, μου φάνηκε όντως πολύ χιουμοριστική ως... αντίδραση στις πρόσφατες συζητήσεις περί φίμωσης των μπλόγκ.
Πιστεύω βαθύτατα στις δυνάμεις της ψυχής και στην ελευθερία της. Ακόμα κι αν φιμωθούν τα μπλογκς, οι ελεύθεροι άνθρωποι θα βρουν άλλον τρόπο να μιλήσουν. Εξάλλου, όταν η ψυχή βρει το τραγούδι της, αυτό δεν μπορεί κανένα χέρι να το διακόψει! Ακόμα κι αν φαινομενικά πάψει να ακούγεται!

Sunday, February 24, 2008

"Ο κήπος της καρδιάς μου" με 4 φωτογραφίες του Ηλιογράφου μας

Στον κήπο της καρδιάς μου ανθίζουνε μόνο πουλιά.
Μυριάδες ζευγαρώνουν νύχτα μέρα. Δεν χορταίνουν το κελάηδημα του έρωτα.
Δέντρα πουλιά, σύννεφα πουλιά, άνθρωποι, μνήμες και καιροί,

χαρές και πόνοι, θάνατοι, ζωές,

όλα πουλιά.


Τι φράχτη να στήσεις σ’ έναν τέτοιον κήπο; Όσο κι αν έψαξα, κι αν ρώτησα, κανείς
δεν με βοήθησε να βρω τον τρόπο. Ήταν ανάγκη, με ρωτάς. Δεν το γνωρίζω.
Κι αν το προσπάθησα ήταν μόνο γιατί στον δρόμο μου όλο φράχτες συναντούσα.
Νόμιζα πια πως έτσι ήτανε το φυσικό. Και τέτοιο ήταν για τους άλλους κήπους.
Αυτούς που είναι γεμάτοι λίθους, δέντρα εξωτικά, κτίσματα ωραία,
ακριβά και σπάνια άνθη.
Τόσο αναγκαίο να φυλαχτούν από τους κλέφτες ήταν, που οι σιδεριές τους

φτιάχτηκαν βαριές κι οι κλειδαριές τριπλές με αλυσίδες επιχρυσωμένες.

Μα στον δικό μου κήπο ανθίζουνε μόνο πουλιά. Ελεύθερα πουλιά. Παιδιά του ήλιου.
Αγέραστα παιδιά αιώνια.
Φράχτης μου ο κόσμος, ο αέρας του ο ατέλειωτος.
Φεύγουνε και έρχονται δίχως να με ρωτήσουν. Δεν μπορείς να κρατήσεις τα πουλιά.
Μα ούτε να τα διώξεις. Με τι καρδιά;
Για να τα φυλακίσεις ούτε λόγος. Καλύτερα να πέθαινες.
Στο πέταγμά τους πάντοτε πετώ. Στον ύπνο τους κεντώ τα όνειρα.
Στο φαγητό τους κάνω προσευχή.
Στον έρωτά τους έρωτα. Και στο κελάηδημά τους ανασαίνω.
Κι όταν τις νύχτες τριγυρνώ ανάμεσά τους σαν μέσα σε γαλάζιο όνειρο, λέω,

πως ντύνομαι το σώμα τους.

Φτερά τα πόδια, χέρια μου φτερά και τα μαλλιά, όλα διπλά φτερά

σαν εξαπτέρυγα.

Στον κήπο της καρδιάς μου βασιλεύει ένα αηδόνι.
Δεν ξέρω αν ο κήπος θα ήταν ίδιος δίχως το αηδόνι αυτό.
Δεν ξέρω αν τα μυριάδες μου πουλιά έρχονται για τον κήπο μου
ή μήπως για το αηδόνι.
Μα ξέρω πως ο κήπος ζει επειδή τούτο το αηδόνι βασιλεύει.
Γιατί ποτέ δεν έπαψε να κελαηδά. Ο χτύπος της καρδιάς μου με τα χρόνια ενώθηκε

με τούτο το κελάηδημα. Όλα τα πανέμορφα πουλιά που ανθίζουνε στον κήπο μου

άλλοτε φεύγουν κι άλλοτε γυρνούν.
Μα το αηδόνι πάντοτε άγρυπνο και πάντα εκεί

στο κέντρο, κελαηδά για μένα και για εκείνα.

Ίσως μου τραγουδά να μην ξεχνώ
Πως η καρδιά μου δεν μου ανήκει.
Ούτε αυτή, ούτε ο κήπος της, ούτε τα πουλιά.
Ούτε κι αυτό το αηδόνι της.
Τι ομορφιά!




Χαρισμένο στο αηδόνι μου.


Ευχαριστώ τον Ηλιογράφο για την παραχώρηση των φωτογραφιών του.

Saturday, February 23, 2008

Μπλογκοπαιχνίδι - Φερνάντο Πεσσόα,, λοιπόν, και βιβλίο της ανησυχίας!


Την πρόσκληση μου την απήυθυνε ο alps και τον ευχαριστώ πολύ.
Όταν διάβασα τις οδηγίες του παιχνιδιού, λίγο από την απουσία ευκρίνειας των οδηγιών και λίγο από το πώς σκέφτομαι εγώ και πού είμαι εστιασμένη, κατάλαβα κάτι εντελώς διαφορετικό. Κατάλαβα δηλαδή, πως όταν μιλάμε για το βιβλίο που είναι πιο κοντά μας, εννοούμε αυτό που είναι ψυχικά πιο κοντά μας και όχι δίπλα μας σωματικά. Γιατί στην πρώτη περίπτωση τα βιβλία που σήμερα θεωρώ ψυχικά κοντά μου είναι πάνω από το κεφάλι μου στην κρεββατοκάμαρα και όχι εδώ στο γραφείο μου που είναι έξω από το σπίτι σ' ένα πρώην γκαράζ. Μετά είδα τι απαντούν κάποιοι μπλόγκερ που ήδη το έχουν παίξει το παιχνίδι και μπήκα στο νόημα. Εδώ όμως στο έπιπλο του γραφείου μου δεν έχω κανένα βιβλίο κοντά μου παρεκτός από τις σημειώσεις μου και το χάος τους. Έχω στον αριστερό τοίχο την μεγάλη μου βιβλιοθήκη γεμάτη από βιβλία που έθρεψαν το παρελθόν μου και που σήμερα δεν γυρίζω να τα ρίξω ούτε ένα βλέμμα. Ό,τι είχαν να μου πουν μου το είπαν και πήραν την θέση τους στα ράφια. Έτσι άπλωσα το χέρι κι έπιασα τον Πεσσόα που πριν από πέντε χρόνια σχεδόν διάβαζα μετά μανίας και τον είχα κάτι σαν δίδυμο αδελφό μου. Πάντα τον αγαπώ, αλλά πια δεν τον διαβάζω γιατί δεν αντέχω την θλίψη του και την μοναχικότητά του. Τώρα είμαι εντελώς αλλού, αλλά εκείνος έχει την θέση του στο λογοτεχνικό στερέωμα και χωρίς εμένα. Οπότε αντιγράφω από τον παλιό μου αγαπημένο τις παρακάτω τρεις προτάσεις της σ. 123.

"Υπάρχουν αισθήσεις που είναι ύπνοι, που καλύπτουν σαν ομίχλη όλη την έκταση του πνεύματος, που δεν μας αφήνουν να σκεφτόμαστε, που δεν μας αφήνουν να ενεργούμε, που δεν μας αφήνουν να υπάρχουμε ξεκάθαρα. Σαν να μην είχαμε κοιμηθεί, επιβιώνει μέσα μας κάτι από όνειρο και μια νάρκη του ήλιου της μέρας ζεσταίνει τη λιμνάζουσα επιφάνεια των αισθήσεων. Είναι ένα μεθύσι το να μην είσαι τίποτα, και η βούληση είναι ένας κουβάς που τον αναποδογυρίζεις στον κήπο με μια νωχελική κίνηση του ποδιού στο πέρασμά σου".

Οδηγίες προς ναυτιλομένους
1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.
2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).
3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη).
5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.


Απευθύνω με την σειρά μου την πρόσκληση στους:

Sunday, February 17, 2008

"Η βροχή" του Μαγίντ Μαγίντι


Το 1979 οι Ρώσοι εισέβαλαν στο Αφγανιστάν. Όταν έφυγαν η χώρα ήταν κατεστραμμένη. Η ερήμωση, ο εμφύλιος και το καθεστώς των Ταλιμπάν ανάγκασαν πολλούς αφγανούς να φύγουν. Το Ιράν φιλοξενεί περίπου 1.500.000 πρόσφυγες. Οι περισσότεροι νέοι έχουν γεννηθεί στο Ιράν.


Τον ιρανό Λατίφ τον εμπιστεύθηκε ο πατέρας του στον Μεμάρ που είναι ένας πονόψυχος Τούρκος, εργολάβος οικοδομών. Τον ανέλαβε και τον έχει σαν ψυχοπαίδι. Ο Λατίφ θα πάει στην αγορά να ψωνίσει τα απαραίτητα για τους εργάτες, φαγητό, πίτες και τσιγάρα δείχνοντας πάντα την ταυτότητά του.. Αυτός θα φροντίσει για την θέρμανσή τους στην οικοδομή, για το ζεστό τους τσάι μέσα στο καταχείμωνο.

Είναι ένα νεαρό όμορφο αγόρι που θέλει να κάνει συνέχεια πλάκα με όλους. Είναι οξύθυμος και συχνά αρπάζεται αν κάποιος εργάτης του πει μια κουβέντα παραπάνω. Δεν φαίνεται να παίρνει πολύ στα σοβαρά τις δυσκολίες της ζωής. Ο Μεμάρ του κρατά τους μισθούς και μόνο όταν ο Λατίφ επιμένει πολύ του δίνει λίγο χαρτζιλίκι γιατί φοβάται πως θα πάει να τα ξοδέψει αλόγιστα. Μα ο Λατίφ έχει κι ένα κρυφό πρόσωπο που δεν το αποκαλύπτει σε κανέναν. Όλα του τα χρήματα τα αποταμιεύει σ' ένα τσίγκινο κουτί και δεν ξοδεύει τίποτα για τον εαυτό του. Τη μια στιγμή πουλάει πνεύμα και γίνεται αντιπαθητικός, την άλλη χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση διευκολύνει αυτούς που δυσκολεύονται.

Επιστρέφοντας από τα ψώνια πέφτει πάνω στους εργάτες που ανεβάζουν τυλιγμένο σε μια κουβέρτα τον αφγανό γερο-Ναζάφ πάνω σ' ένα αυτοκίνητο να τον πάνε στο νοσοκομείο γιατί έπεσε από ψηλά και χτύπησε άσχημα.

Η δουλειά στην οικοδομή είναι σκληρή. Οι περισσότεροι εργάτες μεσήλικες ή ηλικιωμένοι και ανάμεσα στους Ιρανούς και τους Τούρκους υπάρχουν και εργάτες Αφγανοί που δουλεύουν παράνομα παίρνοντας χαμηλότερα ημερομίσθια από όλους τους άλλους, αλλά δεν είναι πολλοί αυτοί που θα ριψοκινδύνευαν να τους έχουν στην δουλειά τους σαν τον Μεμάρ και αυτό το γνωρίζουν. Ο Μεμάρ προσπαθεί όσο μπορεί να τους εξασφαλίζει τα βασικά, ενώ οι Ιρανοί συχνά του παραπονιούνται και ζητούν εις βάρος των Αφγανών περισσότερα χρήματα.

Ο Αφγανός φίλος του Ναζάφ που έχει χτυπήσει και παραμένει στο σπίτι του ανήμπορος, φέρνει στην δουλειά τον γιο του άρρωστου, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα μεροκάματο για την πολυμελή οικογένεια του φίλου του. Το παιδί είναι νεαρό και αδύναμο, αλλά ο Μεμάρ τελικά δέχεται να το πάρει να κουβαλάει σακιά τσιμέντα.

Τελειώνει αισίως η πρώτη μέρα. Οι εργάτες μπαίνουν στη σειρά να πληρωθούν το μεροκάματο και το παιδί αρχίζει να πηγαίνει τα πρώτα του χρήματα στο σπίτι.

Ο Λατίφ είναι ο μόνος που κάνει ελαφριές δουλειές. Στην οικοδομή η βασική του μέριμνα είναι να φτιάχνει το τσάι για τους εργάτες. Μπορεί κάποιοι να γκρινιάζουν πως το τσάι είναι νερωμένο, αλλά όλοι γνωρίζουν πως είναι προστατευόμενος του αφεντικού.

Την δεύτερη μέρα ο γιος του Ναζάφ αρχίζει να κουβαλά σάκους με ασβέστη και τσιμέντο. Είναι ολοφάνερο πως δυσκολεύεται πολύ. Ο Λατίφ τον βοηθά και του τα φορτώνει στην πλάτη. Ανεβαίνοντας τις σκάλες της οικοδομής μ' ένα σακί ασβέστη, λυγίζει από το μεγάλο βάρος και το σακί πέφτει από ψηλά πάνω σ' έναν εργάτη που ξεσπάει σε φωνές. Γίνεται μεγάλη φασαρία, πολλοί λένε στον Μεμάρ πως ο μικρός δεν κάνει γι' αυτήν την δουλειά και ο Μεμάρ ετοιμάζεται να τον διώξει. Δεν του πάει όμως η καρδιά να αφήσει πεινασμένη την οικογένεια του χτυπημένου Ναζάφ και προτείνει στον μικρό να φτιάχνει εκείνος το τσάι και να πηγαίνει να ψωνίζει στην αγορά τα τρόφιμα. Την θέση του στην δυλειά θα την πάρει ο προστατευόμενος Λατίφ.

Καθώς πηγαίνουν στην αγορά για να του δείξει τα κατατόπια, ο Λατίφ φανερά πολύ θυμωμένος αστράφτει ένα χαστούκι στον μικρό και είναι έτοιμος να τον χτυπήσει ακόμα παραπάνω, αλλά αυτός αρπάζει μια πέτρα να τον χτυπήσει κι έτσι σταματάει η φιλονικία. Δεν σταματά όμως και ο θυμός που έχει μέσα του ο Λατίφ.


Μαπίνει κάποια στιγμή μέσα στο μαγέρικο της οικοδομής και τα σπάει όλα. Όταν επιστρέφει ο μικρός τα χάνει με όλη αυτή την καταστροφή, αλλά δεν λέει σε κανέναν τίποτα. Μαζεύει τα σπασμένα και τα πετάει.

Αρχίζει από την αρχή να τα φτιάχνει όλα με περισσή φροντίδα. Τακτοποιεί τα τρόφιμα, σπατουλάρει τους τοίχους, αλλάζει τις κουρτίνες, καθαρίζει και συμμαζεύει τα πάντα.

Φροντίζει με ξεχωριστή αγάπη τον χώρο και εκτός από τα αναγκαία και απαραίτητα ενδιαφέρεται και γι' αυτό το κάτι παραπάνω που κάνει την σκληρή ζωή λίγο πιο τρυφερή και παρηγορητική.

Ο Λατίφ όμως είναι ακόμα πολύ θυμωμένος. Το μένος του δεν έχει ξεθυμάνει. Ανά πάσα στιγμή ψάχνει ευκαιρία να εκτονώσει τον θυμό του. Πετάει το τσάι που του προσφέρει την ώρα της δουλειάς ο μικρός. Δεν κάθεται μαζί με όλους τους άλλους εργάτες στο κοινό τραπέζει. Δεν επιτρέπει να του πλύνει τα ρούχα όπως κάνει για τους άλλους. Παραφυλάει την ώρα που σχολάνει και καθώς περνάνε κάτω από έναν εξώστη της οικοδομής πετάει πάνω στα κεφάλια του μικρού και του φίλου του πατέρα του, μια λεκάνη ασβέστη. Αυτοί συνεχίζουν τον δρόμο τους χωρίς να πουν λέξη.

Το μέρος όπου φορτώνεται τώρα στην πλάτη τα σακιά ο Λατίφ είναι ακριβώς απέναντι από το μαγέρικο. Φυσάει και η κουρτίνα της εισόδου κυματίζει. Κάτι ασυνήθιστο πιάνει το μάτι του και πλησιάζει να δει καλύτερα. Ο μικρός πίσω από έναν αυτοσχέδιο καθρέφτη χτενίζει τα μακριά του μαλλιά. Ο μικρός δεν είναι, λοιπόν, αγόρι, είναι μια νεαρή όμορφη κοπέλα.

Ο Λατίφ συγκλονίζεται. Συνειδητοποιεί τι έχει κάνει μέχρι εκείνη την στιγμή στο κορίτσι και την μεγάλη ανάγκη που οδήγησε αυτό το πλάσμα να ντυθεί ρούχα ανδρικά για να δουλέψει. Το μίσος του μεταστρέφεται σε έρωτα μέσα σε ελάχιστο χρόνο.

Τώρα πια παρακολουθεί κάθε κίνηση του κοριτσιού όχι για να της δημιουργήσει πρόβλημα, αλλά για να την υπερασπίσει, να την προστατέψει, να την διευκολύνει. Μαλώνει με τους εργάτες που θα της κακομιλήσουν. Δεν διστάζει να πλακωθεί στο ξύλο μαζί τους για χάρη της. Στην ίδια δεν απευθύνεται ποτέ. Αρχίζει και φροντίζει για πρώτη φορά τον εαυτό του.

Οι άλλοι τις νύχτες γλεντούν, μα ο Λατίφ σκέφτεται την αγαπημένη του. Όλη του η έννοια πια είναι για κείνην.

Αλλά κι η δική της έννοια για κείνον. Του αφήνει το τσάι εκεί που πρόκειται να το βρει, χωρίς να τολμά να του το προσφέρει χέρι με χέρι.

Την πρώτη φορά που ήρθαν στην οικοδομή οι επιθεωρητές έπεσε εγκαίρως σύρμα. Οι Αφγανοί κρύφτηκαν και δεν πιάστηκε κανείς. Έβαλαν στον Μεμάρ να υπογράψει ένα χαρτί πως γνωρίζει όλες τις συνέπειες του νόμου σε περίπτωση που θα απασχολήσει παράνομα Αφγανούς εργάτες. Ο Μεμάρ διαψεύδει πως ο χτυπημένος εργάτης ήταν Αφγανός, πράγμα που έγινε γνωστό στους επιθεωρητές. Τους λέει πως ήταν Τούρκος και πως γύρισε στο χωριό του. Την δεύτερη φορά, όμως, ο ι επιθεωρητές πέφτουν επάνω στο κορίτσι που γυρίζει φορτωμένο πίτες για τους εργάτες. Παρατάει τις πίτες και αρχίζει να τρέχει για να γλιτώσει την σύλληψη. Την κυνηγούν.

Από τον ίδιο εκείνον εξώστη που της είχε πετάξει τον ασβέστη, ο Λατίφ βλέπει τι γίνεται, κατεβαίνει τρέχοντας και παίρνει από πίσω τους επιθεωρητές. Τους προλαβαίνει, τους χτυπά, φωνάζει στο κορίτσι να φύγει κι έτσι το σώζει. Τον πηγαίνουν στο τμήμα, αναγκάζεται ο Μεμάρ να πληρώσει πρόστιμο για να τον βγάλει έξω και του βάζει τις φωνές που το έπαιξε ήρωας. Του είναι ακατανόητη η στάση του, μα ο Λατίφ δεν μιλά και δεν εξηγεί τίποτα.

Μετά απ' αυτό το περιστατικό ο Μεμάρ αναγκάζεται να απολύσει όλους τους Αφγανούς εργάτες. Φεύγουν όλοι, φεύγει και το κορίτσι. Ο Λατίφ μαθαίνει πού είναι το χωριό που κατοικούν και προφασίζεται στον Μεμάρ πως αρρώστησε η αδερφή του και πρέπει να πάει να την επισκεφτεί, ώστε να μπορέσει να λείψει δυο τρεις μέρες από τη δουλειά. Στο μπαλκόνι της οικοδομής που η κοπέλα τάιζε τα περιστέρια με ψίχουλα, τώρα κάθεται ο Λατίφ και τα ταΪζει. Εκεί βρίσκει το κοκαλάκι που έπιανε τα μαλλιά της με μια τρίχα πιασμένη στην άκρη του. Πηγαίνει να την βρει.

Μέσα σε μια μεγάλη εξωτερική αυλή πολλές γυναίκες μαγειρεύουν, ανάμεσά τους και το κορίτσι που θα τον δει αλλά δεν θα τον πλησιάσει. Εκείνος δεν καταφέρνει να την εντοπίσει και φεύγει. Από το λεωφορείο βλέπει πάνω στην καρότσα ενός αυτοκινήτου τον φίλο του πατέρα της. Κατεβαίνει, τρέχει, σκαρφαλώνει στο αμάξι πυ τρέχει και μαθαίνει πού δουλεύει τώρα η κοπέλα. Ξαναγυρνά να την ψάξει.

Σε μια γωνιά του δρόμου ένας κουτσός τσαγκάρης ζει μόνος του. Ο Λατίφ του δίνει τα τρύπια του παπούτσια κι εκείνος του τα ράβει. Εκπλήσσεται που αυτός ο άνθρωπος ζει ολομόναχος χωρίς κανέναν στον κόσμο και είναι τόσο απλός και ευχαριστημένος, χωρίς κανένα παράπονο από την ζωή.


Προτού κοιμηθεί στο φτωχικό ξενοδοχείο που θα περάσει την νύχτα του, θα ποτίσει μια μικρή γλάστρα που στέκεται εκεί στο περβάζι του παραθύρου που πλάι της ξαπλώνει το κοκαλάκι.

Την επόμενη μέρα πηγαίνει στο μέρος όπου δουλεύει το κορίτσι. Πολλές γυναίκες μέσα σ' ένα ποτάμι το αδειάζουν από τις κοτρώνες του και τις πετούν στην όχθη. Κάποια στιγμή η κοπέλα χάνει την ισορροπία της, πέφτει και χτυπά.

Κρυμμένος ο Λατίφ βλέπει τη σκηνή και δακρύζει. Γονατίζει. Πρέπει να βρει έναν τρόπο να την βοηθήσει. Να εξοικονομήσει χρήματα για την οικογένειά της. Επιστρέφει στην οικοδομή και ζητά από τον Μεμάρ όλα του τα χρήματα, λέγοντας ψέμματα πως η αδερφή του πεθαίνει. Μετά από μεγάλη πίεση ο Μεμάρ του τα δίνει.

Βρίσκει αμέσως τον φίλο του πατέρα της και του τα δίνει να τα παραδώσει αυτός στην οικογένεια, χωρίς να πει από ποιον είναι. Μόλις εκείνος τα δώσει στον Ναζάφ, θα βρεθούν έξω από τον ναό να επιβεβαιώσουν πως όλα είναι εντάξει. Είναι οι μισθοί ενός χρόνου. Για να τους πάρει υπόσχεται πως θα δουλεύει για τους επόμενους τρεις μήνες αμισθί.

Η συνάντηση όμως αυτή ποτέ δεν θα γίνει. Ο φίλος του άρρωστου Ναζάφ θα στείλει τον τσαγκάρη για να δώσει ένα σημείωμα στον Λατίφ που γράφει πως μια μέρα θα του τα επιστρέψει όλα και να του πει πως έφυγε για το Αφγανιστάν με όλα τα λεφτά, να πάει στην άρρωστη γυναίκα του.

Γυρίζει πίσω στην οικοδομή ο Λατίφ. Αδειάζει όλες του τις οικονομίες από το τενεκεδένιο κουτί και πηγαίνει και αγοράζει ένα ζευγάρι πατερίτσες για τον κουτσό τσαγκάρη που είχε μόνο μία και δυσκολευόταν πολύ να μετακινηθεί μόνος του. Μπαίνει αθόρυβα στο σπιτι του. Τον ακούει που κλαίει γιατί ο αδερφός του σκοτώθηκε. Αθέατος αφήνει σε μια γωνιά τις πατερίτσες και φεύγει.

Ξαναπηγαίνει στο ποτάμι και πάλι από μακριά βλέπει την αγαπημένη του να δουλεύει σκληρά. Θα πουλήσει το τελευταίο πράγμα που έχει και το πλέον πολύτιμο, για να μαζέψει και πάλι χρήματα.

Κατεβαίνει στην αγορά και πάει σ' έναν έμπορο να πουλήσει την ταυτότητά του. Είναι ένας έντιμος άνθρωπος που θα τον καλοπληρώσει αφού διαπιστώσει το γνήσιο της ταυτότητας. Θα την πουλήσει πολύ ακριβά σε κάποιον που θα θέλει να περάσει τα σύνορα, δεδομένου ότι όλες τις ταυτότητες των Αφγανών τις κρατά η αστυνομία.
Αυτή τη φορά θα πάει ο ίδιος στο σπίτι της κοπέλας να δώσει τα χρήματα.


Δεν θα αφήσει κανέναν υπαινιγμό πως είναι δικά του τα λεφτά. Θα πει ψέμματα πως τα στέλνει ο Μεμάρ, γιατί είχε πάει ο Ναζάφ να του ζητήσει δανεικά κι εκείνος δεν είχε να του δώσει. Άρα, μπορεί τώρα να υποστηρίξει πως τα στέλνει τελικά ο Μεμάρ και για να μην νιώσει υποχρεωμένος ο Ναζάφ, του λέει πως είναι λεφτά που του τα όφειλε το αφεντικό για τον καιρό που ήταν άρρωστος και δεν δούλευε και θα έπρεπε μάλιστα να του κάνει και μήνυση για να πάρει περισσότερα.

Ο Ναζάφ τον ευχαριστεί και του ανακοινώνει πως τώρα πιο εύκολα μπορούν να φύγουν την επόμενη μέρα για το αφγανιστάν. Ο Λατίφ μένει εμβρόντητος. Δεν φανταζόταν πως η αγαπημένη του θα φύγει για τόσο μακριά.

Είναι μια στέρνα με τρία λουλούδια. Τα δυο σε γλάστρες, το τρίτο ο Λατίφ. Θα ρίξει λίγο νερό στο ωραίο του πρόσωπο και θα πάρει την επόμενη απόφαση.

Τα χαράματα θα πάει να βοηθήσει την οικογένεια, να κουβαλήσει τα βαριά πράγματα για να φορτωθούν στο φορτηγό. Εκεί που κουβαλά η κοπέλα τα φρούτα της πέφτουν απ' τα χέρια. Σκύβει και την βοηθάει.

Είναι η πρώτη φορά που τα βλέμματά τους σταματούν το ένα πάνω στο άλλο για μια στιγμή. Μια στιγμή αρκετή για να δοθεί σιωπηλά η υπόσχεση της αιώνιας αγάπης.


Η πούργκα θα πέσει μα τα μάτια θα μείνουν καρφωμένα στον αγαπημένο.

Λίγο πριν ανέβει στο φορτηγό το παπούτσι της θα κολλήσει στις λάσπες.

Γυρνώντας να το πάρει θα τον βρει σκυμμένο να το καθαρίζει, έτοιμος να της το περάσει στο πόδι αρραβώνα.

Το κόκκινο φορτηγό χάνεται στο βάθος του δρόμου. Αρχίζει η βροχή. Το άδειο αποτύπωμα του παπουτσιού γεμίζει νερό από τον ουρανό σταλμένο.

Και ο Λατίφ χαμογελά. Είναι ευτυχισμένος. Της τα χάρισε όλα.Ελαφρύς σαν άγγελος θα συνεχίσει την ζωή του.



Η ιρανική μουσική που συνοδεύει αυτό το ποστ είναι Μohammad Reza Shazarian, Kayhan Kalhor, από το cd Night Silence Desert.