Labels

Monday, February 25, 2019

Της ακοής


 Μην εμπιστεύεσαι μόνο τα μάτια σου
Άκου και τα πουλιά
Προμηνύουν τον ερχομό της άνοιξης
Κι ας μην τη βλέπουν



Sunday, February 24, 2019

Κυριακὴ ΙΖ’ Λουκᾶ (τοῦ ἀσὼτου)

(Λουκ. 15,11-32)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· 
11. ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς, 
12. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 
13. καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 
14. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 
15. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. 
16. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 
17. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι 
18. ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 
19. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
20. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 
21. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 
22. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23. καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 
24. ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 
25. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 
26. καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
27. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.
28. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ·
30. ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. 
31. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 
32. εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.



Tuesday, February 19, 2019

Ποιος είναι ο καλύτερος;


Καλύτερος από μένα είσαι
Μα κι αν δεν είσαι στα αλήθεια 
ας είσαι στα ψέμματα
Αυτό θα φανταστώ
και ολόψυχα θα το πιστέψω
Είναι ο μόνος τρόπος 
και για να ησυχάσω
και για να γίνεις πράγματι καλύτερος


Ημεροστίχιο 18ης Φεβρουαρίου


ΖωγραφιάShaun Tan

Sunday, February 17, 2019

Κυριακὴ ΙΣΤ’ Λουκᾶ (Τελὼνου καὶ Φαρισαὶου)

Σχετική εικόνα

(Λουκ. 18,10-14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· 
10. ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. 
11. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· 12. νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. 
13. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. 
14. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.





Saturday, February 16, 2019

H πλύστρα - Ισσάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ (1902-1991)



Η οικογένειά μας είχε πολύ περιορισμένες σχέσεις με τους χριστιανούς. Στην πολυκατοικία μονάχα ο θυρωρός ήταν χριστιανός. Τις Παρασκευές θα ’ρχότανε για φιλοδώρημα, το «βδομαδιάτικό» του. Στεκόταν στην πόρτα, έβγαζε το καπέλο του, και η μητέρα μου του έδινε έξι δεκάρες.
Εκτός από τον θυρωρό ήταν και οι χριστιανές πλύστρες που έρχονταν στο σπίτι να πάρουν για μπουγάδιασμα τα ρούχα μας. Η ιστορία μου είναι για μια απ’ αυτές τις πλύστρες.
Ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα, γριά και μαραγκιασμένη. Όταν άρχισε να μας πλένει είχε κιόλας πατήσει τα εβδομήντα. Οι πεισσότερες εβραίες στην ηλικία της ήταν φιλάσθενες και ανήμπορες με το κορμί τσακισμένο. Όλες οι γερόντισσες στο δρόμο μας είχαν καμπουριάσει και στηρίζονταν σε μπαστούνι για να περπατήσουν. Αλλά αυτή η πλύστρα, έτσι μικρόσωμη και ξερακιανή καθώς ήταν, έκρυβε μέσα της μια αντοχή που ερχόταν από γενιές αγροτών προγόνων. Η μητέρα θα της μετρούσε μια στοίβα ρούχα που είχαν μαζευτεί από βδομάδες. Εκείνη θα σήκωνε τον βαρύ μπόγο, θα τον φόρτωνε στους στενούς ώμους της και θα οτν κουβαλούσε στον μακρύ δρόμο ως το σπίτι της. Έμενε στην οδό Κρομχάλνα κι αυτή, αλλά στην άλλη άκρη, κοντά στη συνοικία Βόλα. Πρέπει να ’τανε μισή ώρα περπάτημα.
Μας έφερνε τα ρούχα μετά από δυο περίπου βδομάδες. Η μητέρα μου δεν ήτανε ποτέ τόσο ευχαριστημένη από καμιά πλύστρα της. Το κάθε ασπρόρουχο άστραφτε σαν γυαλισμένο ασήμι. Καλοσιδερωμένο. Και δεν ήταν πιο ακριβή από τις άλλες. Αληθινός θησαυρός. Η μητέρα είχε πάντα έτοιμα τα χρήματα, γιατί ήτανε πολύ μακριά για τη γερόντισσα να ’ρχεται δεύτερη φορά.
Η μπουγάδα δεν ήταν εύκολη δουλειά εκείνον τον καιρό. Η γερόντισσα δεν είχε βρύση εκεί που έμενε κι έπρεπε να τραβάει νερό με την αντλία. Για να βγουν τα ασπρόρουχα τόσο καθαρά, έπρεπε να τα τρίψει καλά καλά στη σκάφη, να τα ραντίσει με σόδα και να τα αφήσει να μουσκεύουν, να τα ζεματίσει μετά σ’ ένα πελώριο λεβέτι, να τα κολλαρίσει, να τα σιδερώσει. Το κάθε ρούχο περνούσε από τα χέρια της δέκα φορές και παραπάνω. Και το στέγνωμα! Δεν μπορούσε να βγάλει έξω τα πλυμένα γιατί θα της τ’ άρπαζαν οι κλέφτες. Έπρεπε να τα κουβαλήσει στυμένα στη σοφίτα και να τα απλώσει στα σκοινιά. Τον χειμώνα κρουστάλιαζαν να σπάσουν άμα τ’ άγγιζες. Και πάντα γίνονταν φασαρίες με τις άλλες νοικοκυρές και τις πλύστρες που χρειάζονταν κι εκείνες τη σοφίτα. Μονάχα ο Θεός ήξερε τι έπρεπε να υποφέρει κάθε φορά που έβαζε πλύση.
Θα μπορούσε να ζητιανεύει στην πόρτα της εκκλησιάς ή να μπει σε ίδρυμα για άπορους ηλικιωμένους. Αλλά υπήρχε στη γερόντισσα μια περηφάνια χωρίς άλλο και η αγάπη για το μόχθο, που έχουν ευλογηθεί μ’ αυτή η χριστιανοί. Η γερόντισσα δεν ήθελε να γίνεται φόρτωμα κι έτσι σήκωνε το δικό της φορτίο.
Η μητέρα μου ήξερε λίγα πολωνικά, και η γερόντισσα κουβέντιαζε μαζί της για πολλά πράγματα. Εμένα με συμπαθούσε ιδιαίτερα και πήρε τη συνήθεια να λέει πως έμοιαζα με τον Χριστό. Αυτό το επαναλάμβανε κάθε φορά που ερχόταν, και η μητέρα σούφρωνε τα φρύδια και μουρμούριζε από μέσα της, ίσα που σάλευαν τα χείλη της: «Που να σκορπιστούν τα λόγια της στις ερημιές».
Είχε κι ένα γιο που ήταν πλούσιος. Δεν θυμάμαι τι δουλειά έκανε. Ντρεπόταν για τη μητέρα του, την πλύστρα, και ποτέ δεν πήγαινε να τη δει. Ούτε και της έδωσε ποτέ μια δεκάρα. Η γερόνττισσα το έλεγε αυτό χωρίς μνησικακία. Κάποια μέρα ο γιος παντρεύτηκε. Και φαίνεται πως είχε καλοπέσει. Το μυστήριο τελέστηκε σε μια εκκλησιά. Ο γιος δεν είχε προσκαλέσει τη γριά μητέρα του στην τελετή, μα εκείνη πήγε στην εκκλησιά και περίμενε στα σκαλοπάτια να δει το γιο της να στεφανώνεται «τη νεαρή κυρία». Δε θέλω να φανώ σοβινιστής, αλλά πιστεύω πως κανένας εβραίος δε θα φερότανε μ’ αυτόν τον τρόπο. Αλλά δεν έχω καμιά αμφιβολία πως, έτσι και το ’κανε αυτό, η μητέρα θα έσκουζε και θα οδυρόταν και θα ’στελνε τον καντηλανάφτη να τον φωνάξει για να δώσει εξηγήσεις. Κοντολογίς, οι εβραίοι είναι εβραίοι και οι χριστιανοί χριστιανοί.
Η ιστορία του άπιστου γιου έκανε στη μητέρα μου βαθιά εντύπωση. Μιλούσε για το θέμα αυτό βδομάδες και μήνες. Η προσβολή στη γερόντισσα πρόσβαλλε όλες τις μητέρες. Και η μητέρα μου αγανακτούσε. «Τι ωφελεί τάχα να κάνεις θυσίες για τα παιδιά σου; Η μάνα του στράγγισε στα πόδια της, κι αυτός δεν ξέρει τι θα πει καν αφοσίωση.»
Και θα άφηνε σκοτεινούς υπαινιγμούς πως πια δεν ήταν σίγουρη ούτε και για τα δικά της παιδιά: ποιος ξέρει τι ήταν ικανά να κάνουν μια μέρα; Ωστόσο, αυτό δεν την εμπόδιζε να ’χει αφιερώσει σε μας όλη τη ζωή της. Αν βρίσκονταν στο σπίτι τίποτα λιχουδιές, θα τις φύλαγε στην άκρη για τα παιδιά και θα σκαρφιζόταν κάθε λοήγς προφάσεις και αιτίες, ότι εκέινη δεν είχε τάχα όρεξη να δοκιμάσει. Ήξερε μάγια του παλιού καιρού και μεταχειριζόταν κάτι εκφράσεις που είχε κληρονομήσει από γενιές αφοσιωμένων γιαγιάδων και μανάδων. Αν κάποιο παιδί της παραπονιόταν πως πονούσε, εκείνη θα έλεγε: «Άμποτε εγώ να ’μαι το λίτρο σου κι άμποτε εσύ να ζήσεις πιότερο απ’ τα κόκαλά μου!» ή θα έλεγε: «Άμποτε να ’μαι εξιλασμός για το μικρότερο νυχάκι του χεριού σου.» Όταν τρώγαμε της άρεσε να λέει: «Με τις υγείες σας και μεδούλι μες στα κόκαλά σας!» Μια μέρα πριν από το νέο φεγγάρι μας έδινε κάτι σαν κουφέτο που είχαν να λένε ότι προλαβαίνει την ταινία. Αν μας έμπαινε σκουπιδάκι στο μάτι η μητέρα το ’παιρνε γλείφοντας το μάτι με τη γλώσσα της. Μας τάιζε ακόμη κάντιο για τον βήχα και από καιρό σε καιρό μας τραβούσε κοντά της να μας ξεβασκάνει. Αυτό δεν την εμπόδιζε να διαβάζει τα Καθήκοντα της καριδάς, τη Βίβλο της Διαθήκης, και άλλα σοβαρά φιλοσοφικά έργα.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην πλύστρα. Εκείνος ο χειμώνας ήταν βαρύς. Ένα φαρμακερό κρύο μάγγωνε τους δρόμους. Τι κι αν πυρώναμε τη σόμπα μας, τα παράθυρα σκεπάστηκαν με διχτυωτά πάχνης και στολίστηκαν με κρεμασίδια από πάγο. Το κάρβουνο ακρίβυνε, ο χειμώνας αγρίεψε τόσο που οι γονείς έπαψαν να στέλνουν τα παιδιά στο χέντερ, έκλεισαν και τα πολωνικά σχολεία.

Μια τέτοια μέρα η πλύστρα, κοντά ογδόντα χρονών τώρα πια, ήρθε στο σπίτι μας. Είχανε μαζευτεί μπόλικα ρούχα τις βδομάδες που πέρασαν. Η μητέρα της έδωσε ένα κύπελλο τσάι για να ζεσταθεί και λίγο ψωμί. Η γερόντισσα καθότανε σε μια καρέκλα της κουζίνας ριγώντας και τρέμοντας, και ζέσταινε τα χέρια της στο τσαγερό. Τα δάχτυλά της ήταν κομπιασμένα απ’ τη δουλειά, μπορέι κι από τα αρθριτικά. Τα νύχια είχαν ένα παράξενο ασπρουδερό χρώμα. Αυτά τα χέρια μιλούσαν για την επιμονή των ανθρώπων, για τή θέλησή τους να δουλεύουν όχι μόνο όσο η αντοχή κάποιου το επιτρέπει, αλλά και πέρα από τα όρια της δύναμής του. Η μητέρα μέτρησε τα άπλυτα κι έκανε έναν κατάλογο: αντρικές φανέλες, γυναικεία ζιπούνια, μακριά σώβρακα, σαλβάρια, μεσοφούστανα, καμιζόλες, κλύφια για τα πουπουλένια παπλώματα, μαξιλαροθήκες, σεντόνια, και οι κροσσωτοί των ανδρών. Ναι, η χριστιανή έπλενε ως και αυτά τα ιερά ενδύματα.
Ο μπόγος ήταν μεγάλος, μεγαλύτερος από τον συνηθισμένο. Όταν η γυναίκα τον έριξε στους ώμους της, τη σκέπασε ολόκληρη. Στην αρχή ταλαντεύτηκε, λες κι ήταν έτοιμη να πέσει, κάτω από το βάρος. Αλλά ένα πείσμα μέσα της σαν να της φώναζε: Όχι, δεν μπορείς να πέσεις. Ο γάιδαρος μπορεί να αφήσει τον εαυτό του να σωριαστεί κάτω από το φορτίο του, αλλά όχι η ανθρώπινη ύπαρξη, η κορώνα της δημιουργίας.
Ήταν τρομερό να βλέπεις τη γερόντισσα τρεκλίζοντας με το πελώριο ζαλίκι της, να ξεμακραίνει μέσα στο κρύο, εκεί που το χιόνι έπεφτε στεγνό σαν αλάτι και ο αέρας ήταν γεμάτος ψιλοκοσκινισμένους άσπρους στροβίλους σαν τελώνια που χόρευαν στην παγωνιά. Θα ’φτανε άραγε ποτέ η γερόντισσα στη Βόλα;

Χάθηκε από τα μάτια μας και η μητέρα αναστέναξε και προσευχήθηκε για κείνη.
Συνήθως μας έφερνε τα πλυμένα μετά από δυο ή το πολύ τρεις βδομάδες. Αλλά οι τρεις βδομάδες πέρασαν, ύστερα τέσσερις και πέντε, και από τη γερόντισσα ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Μείναμε χωρίς ασπρόρουχα. Το κρύο δυνάμωσε ακόμα περισσότερο. Τα τηλεφωνικά σύρματα ήτανε τώρα χοντρά σαν παλαμάρια. Τα κλαδιά των δέντρων φάνταζαν γυάλινα. Είχε πέσει τόσο πολύ χιόνι που μεριές μεριές οι δρόμοι σαν να φούσκωσαν. Σε πολλούς δρόμους μπορούσαν να γλυστρούν έλκηθρα σάμπως στις πλαγιές των λόφων. Οι πονόψυχοι άνθρωποι άναβαν φωτιές στους δρόμους για να ζεσταθούν οι αλήτες, και να ψήνουν, αν τους βρισκότανε, καμικά πατάτα.
Για μας η εξαφάνιση της πλύστρας ήταν σωστή καταστροφή. Χρειαζόμασταν καθαρά ρούχα. Δεν ξέραμε ούτε καν τη διεύθυνσή της. Το δίχως άλλο, είχε γονατίσει, είχε πεθάνει. Η μητέρα δήλωσε πως είχε ένα προαίσθημα όταν η γερόντισσα έφευγε από το σπίτι μας την τελευταία φορά, πως δε θα ξαναβλέπαμε ποτέ τα πράγματά μας. Βρήκε κάτι παλιές κουρελιασμένες φανέλες και τις έπλυνε, τις μπάλωσε. Κλαίγαμε και τα ασπρόρουχά μας και τη ρημαγμένη τη γερόντισσα, που είχε γίνει άνθρωπος δικός μας όλα αυτά τα χρόνια που μας υπηρέτησε τόσο πιστά.
Πάνω από δυο μήνες πέρασαν. Η παγωνιά υποχώρησε κι ύστερα ήρθε νέα παγωνιά, νέο κύμα ψύχους.  Ένα βράδυ, ενώ η μητέρα καθότανε κοντά στη λάμπα της μπαλώνοντας μια φανέλα, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μια τουλούπα ατμού, το κατόπι της ένας γιγάντιος μπόγος. Κάτω από τον μπόγο παραπατούσε η γερόντισσα με το πρόσωπο άσπρο σαν από λινό σεντόνι. Μερικές τούφες από τα άσπρα της μαλλιά ξεγλιστρούσαν κάτω από το σάλι της. Η μητέρα έμπηξε μια μισοτρομαγμένη φωνή. Ήταν σαν να ’χε μπει στο δωμάτιο κάποιο πτώμα. Έτρεξα στη γερόντισσα και τη βοήθησα να ξεφορτωθεί το δέμα της. Ήταν ακόμα πιο ξερκιανή τώρα, πιο καμπουριασμένη. Το πρόσωπό της είχε γίνει πετσί και κόκαλο, το κεφάλι της κουνιόταν πέρα – δώθε σάμπως να ’λεγε όχι. Δεν μπορούσε να αρθρώσει καθαρά ούτε μια λέξη, παρά μονάχα κάτι ψέλλιζε με το βουλιαγμέο στόμα της και τα ωχρά χείλη.
Όταν η γερόντισσα συνέφερε λιγάκι, μας είπε πως είχε πέσει άρρωστη, πολύ άρρωστη. Τι αρρώστια έπαθε ακριβώς δεν μπορώ να θυμηθώ. Ήταν τόσο άσχημα, που κάποιος φώναξε γιατρό, κι ο γιατρός έστειλε για παπά. Κάποιος ειδοποίησε τον γιο, κι εκέινος έδωσε χρήματα για το φέρετρο και για την κηδεία. Μα ο Παντοδύναμος δεν ήθελε ακόμα να πάρει την τυραννισμένη αυτή ψυχή κοντά του. Άρχισε να αισθάνεται καλύτερα, έγιανε, και μόλις μππόρεσε πάλι να σταθεί στα πόδια της, ξανάπιασε να πλένει. Όχι μονάχα τα δικά μας, αλλά και κάμποσων άλλων οικογενειών.
«Δεν μπορούσα να βρω ησυχία στο κρεβάτι μου, και η αιτία ήταν αυτά τα άπλυτα» εξήγησε η γερόντισσα. «Τα άπλυτα δεν με άφηναν με κανέναν τρόπο να πεθάνω.»

«Με τη βοήθεια του Θεού, θα φτάσεις τα εκατόν είκοσι» είπε η μητέρα μου ευχετικά.
«Θεός φυλάξοι! Τι να την κάνω τόσο μακριά ζωή; Η δουλειά γίνεται όλο και πιο σκληρή –μ’ αφήνει η αντοχή μου- δε θέλω να είμαι βάρος σε κανέναν!»
Η γερόντισσα έγρουξε και σταυροκοπήθηκε και σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό. Ευτυχώς υπήρχαν λίγα χρήματα στο σπίτι και η μητέρα την πλήρωσε. Είχα ένα παράξενο αίσθημα: τα νομίσματα στα αποσταμένα χέιρα της γεόντισσα έδειχναν τόσο κουρασμένα και καθαρά και ευλαβικά όσο κι εκέινη. Φύσηξε πάνω στα νομίσματα και τα έδεσε σε ένα μαντήλι. Ύστερα έφυγε με την υπόσχεση πως θα ’ρθει πάλι σε μερικές βδομάδες να πάρει νέο φορτίο άπλυτα.
Αλλά δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Τα πλυμένα που είχε φέρει ήταν η τελευταία της προσπάθεια πάνω στη γη. Είχε οδηγηθεί από την ανίκητη θέλησή της να επιστρέψει στον κάθε κάτοχο τα υπάρχοντά του, να εκπληρώσει το χρέος που είχε αναλάβει.
Και τώρα πια το σώμα, που από καιρό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα σπασμένο όστρακο, μονάχα από τη δύναμη της τιμής και του καθήκοντος συγκρατημένο, έπεσε. Η ψυχή πήγε στα μέρη εκείνα όπου ανταμώνουν όλες οι άγιες ψυχές, αδιάφορο ποιους ρόλους έπαιξαν πάνω στη γη, σε πιοια γλώσσα, με ποια πίστη.
Δεν μπορώ να φανταστώ την Εδέμ χωρίς αυτή την πλύστρα. Ούτε μπορώ να συλλάβω έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει ανταμοιβή για μια τέτοια προσπάθεια.





  * Γλυπτό - Η πλύστρα: Καπράλος Χρήστος 1909-1993) Πωρόλιθος
* Το κείμενο μας το έστειλε ο π.Βασίλειος Χριστοδούλου σε μορφή αρχειου pdf και εγώ το αντέγραψα σε μορφή word προκειμένου να το ανεβάσω στο blog μου.

Tuesday, February 12, 2019

Ημεροστίχιο 12ης Φεβρουαρίου


Όσο η κρυστάλλινη πηγή του παραδείσου 
ποτίζει γάργαρο νερό 
τον κήπο της καρδιάς του ανθρώπου
τόσο από τα μάτια του θα αναβλύζει δάκρυ

Ας είναι και πνιγμένος στα αγκάθια κήπος
Ένα λουλούδι αν έχει ζωντανό
απερίσπατες οι μέλισσες
θα κάνουν όπως ξέρουν τη δουλειά τους




Sunday, February 10, 2019

Κυριακὴ ΙΖ’ Ματθαὶου (Χαναναὶας)

Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη της χαναναιας

(Ματθ. 15,21-28)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς
21. εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος.
22. καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. 
23. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. 
24. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. 
25. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι.
26. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 
27. ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. 
28. τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.




Friday, February 8, 2019

Η ζωή εν πέτρα - Ένα σπουδαίο βιβλίο της Άννας Μπατιστάτου



Η Μαρία μου χαρίζει αυτό το βιβλίο στέλνοντάς το μου με το ταχυδρομικό περιστέρι της καρδιάς μου. Το αφήνω τρεις μέρες πάνω στο τραπέζι της κουζίνας μου. Ούτε που το κοιτώ -σαν να το φοβάμαι. Κάποτε το παίρνω στα χέρια μου, διαβάζω τον παράξενο τίτλο του, -αγαπώ τις δοτικές. Ισως επειδή αν κάτι με ενδιαφέρει στη ζωή είναι ο τρόπος. Και οι δοτικές για μένα εκφράζουν τον τρόπο του υπάρχειν. 
Συλλαβίζω ξανά και ξανά το συνηθιστο επίθετο της Άννας. Το μόνο που ξέρω γι’ αυτήν από την Μαρία, είναι πως είναι παθολογοανατόμος, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων και πως της ανατέθηκε φέτος να εκφωνήσει την ομιλία της γιορτής των Τριών Ιεραρχών. Μετά από τόσους αιώνες, η γιατρος και συγγραφέας του βιβλιου έχει διαγνώσει πως ο Μέγας Βασιλειος ήταν ηπατικός.
Κάθε μου ξάφνιασμα το ακολουθεί και άλλο. Διαβάζω την τυπωμένη αφιέρωση στο βιβλίο:

“Στην Κατερίνα, τον πατέρα μου, την εκ μητρός γιαγιά μου
Η χάρις, η λιτότητα, η αδιαπραγμάτευτη αποφασιστικότητα 
που επέδειξαν βαδίζοντας προς το αναπόφευκτο 
ξερίζωσαν από μέσα μου το φόβο του θανάτου.”

Και το βιβλίο αρχίζει με μια παράξενη εικόνα σε απαλό πράσινο φόντο της σελίδας. Καθισμένη στο προσκεφάλι της γιαγιάς της, η Άννα της μιλάει, τη ρωτάει, αναρωτιέται δυνατά. Τόσο δυνατά που μας συνταράσσει.



Και περνάμε στο δεύτερο σαλόνι όπου ένα λυκαυγές διεισδύει στο μαύρο του φόντο. Εδώ μιλάει η καρδιά της Άννας. Το μικρό κείμενο έχει πίσω από τις λέξεις του μεγάλα και βαριά φορτία, φορτία ακριβά και πολύτιμα. Φορτία σχέσεων, αγάπης, εμπειρίας, βυθών που εξιχνίασε η συγγραφέας βουτώντας σε ψυχές άλλων και στη δικής της. 

Η κεφαλίδα γράφει: 
“Πεθαινεις όταν πεις κουράστηκα”

“Πεθαίνεις όταν πεις κουράστηκα. Πρέπει να το ξεστομίσεις, έστω και ψιθυριστά, για να τ’ ακούσουν και ο Θεός κι ο διάβολος.

Από τη γιαγιά μου έμαθα πως ότι σκεφτόμαστε το ξέρει μόνο ο Θεός, άμα όμως ξεφύγει από το νου και περάσει το φραγμό των δοντιών, τότε το μαθαίνει κι ο διάβολος.
Έχω ακούσει αυτό το κουράστηκα αρκετές φορές, όχι πολλές -πάντως περισσότερες απ’ όσες θα ’θέλα.
Οι ίδιοι άνθρωποι, εγώ, εσείς, λέμε συχνά κουράστηκα, πάντα με διαφορετικό φτιασίδωμα.
Κουράστηκα φωναχτά με θυμό, κουράστηκα συρτά με βαθιά ανάσα, κουράστηκα βαριά με ανστεναγμό, κουράστηκα συλλαβιστά με απειλή, κουράστηκα.
Αλλά εκείνο το τελευταίο κουράστηκα είναι εντελώς γυμνό, ανεξέρτητα από το ποιος το ξεστομίζει - πλούσιος ή πένης ή δίκαιος ή αμαρτωλός. Λέγεται σιγανά, με σοβαρή, ουδέτερη φωνή και σταθερό ρυθμό, σαν να μην έχει πια σημασία. Περνάει απαρατήρητο αν και είναι το πιο ουσιασικό. Είναι η στιγμή που ο προφέρων, συχνά ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με μάτια μισόκλειστα, ρίχνει το τετρασύλλαβο σκοινί ως γέφυρα γι’ αλλού - απλή, λιτή, απέριτη.”

Μέσα σε αυτό το μικρό κείμενο έχουμε ήδη έναν ολόκληρο κόσμο. Ίσως έναν κόσμο που ολισθαίνει στην αφάνεια. Μια γιαγιά, ανεπίγνωστο αλλά ζωντανό φορέα της νηπτικής θεολογίας. Μια εγγονή που έχει επίγνωση βαθιά των ψυχικών εκφάνσεων των ανθρώπων του παρόντος που χρησιμοποιώντας τη λέξη “φτιασίδωμα” απογυμνώνει το ασήκωτο φορτίο της λέξης “κουράστηκα” που τόσο εύκολα κι άλλο τόσο συχνά χρησιμοποιούμε μέσα στην ανυπομονησιά, την ευκολία, τη μαλθοκότητα, την ατομικότητα και την αφιλαδελφία που μας χαρακτηρίζει. Μέχρι που φτάνουμε στην καταληκτική παράγραφο που είναι και η ίδια η κατάληξη του ανθρώπου που προφέρει το απαλό, συμφιλιωμένο, συντριπτικό σε απλότητα “κουράστηκα” που εκφράζει και την πλήρη ελευθερία του ετοιμοθάνατου που έχει αποτινάξει τα δεσμά του εγώ, των αιτήσεων, των απαιτήσεων, των δικαιωμάτων του για να περάσει πάνω στη γέφυρα που τον συνδέει με την αιωνιότητα αβαρής, πουλί πετούμενο.
Θα μπορούσε το βιβλίο να τελειώνει εδώ. Τι άλλο θα θέλαμε ή θα περιμέναμε; Τα έχει πει ήδη όλα η συγγραφέας. Κι όμως το βιβλίο συνεχίζει. Και μας ξαφνιάζει και πάλι. Η γιαγιά κοιμάται ακόμα. Η εγγονή ακόμα στο πλάι της αναρωτιέται. Και διψάει. Διψάει αφόρητα. Για τι άλλο; Για ένα παραμύθι. Οταν η γιαγιά σου έχει φτάσει στο τελευταίο της βήμα, σάλτο, πήδημα στην άλλη πλευρά του ποταμού κι εσύ τη βλέπεις ανήμπορος, δεν μπορείς να μείνεις πίσω αβοήθητος όπως και δεν μπορείς και να την ακολουθήσεις. Θέλεις τη δική σου γέφυρα για να επιστρέψεις εκεί που η ζωή σου ακόμα καρδιοχτυπά. Και η γέφυρα είναι μία. Το παραμύθι. Αλλά το παραμύθι το ξέρει η γιαγιά. Μόνο η γιαγιά. Πάντα η γιαγιά. Κι εκεί που κοιμάται βαθιά κουρασμένη, θα σου το πει. Όσο κουρασμένη και να είναι η γιαγιά, για ένα παραμύθι στην εγγονή της θα βρει το κουράγιο. Έστω και το ύστατο. Και θα αφηγηθεί έμπλεη τρυφερότητας το παραμύθι του Πέτρου που τον τιμώρησε ο κακός μάγος Μπεφάρ κλείνοντάς τον μέσα σε μια πέτρα για αιώνες ολόκληρους. Όμως μια μέρα το καλό που είχε κάνει όταν ζούσε στον κόσμο σαν μικρό παιδί σε έναν χρυσαετό, τού επιστρέφεται από τον βασιλιά των φτερωτών και τον ελευθερώνει…
Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι είναι αυτή η πέτρα. Είναι άραγε η ζωή που ζούμε; Ίσως για κάποιους να είναι. Είναι η περίοδος που ο ασθενής ανήμπορος στο κρεβάτι περιμένει να περάσει την γέφυρα για να ζήσει ελεύθερος και πάλι; Μου φαίνεται πιο πιθανό. Θα μπορούσε να είναι άπειρες στιγμές της ζωής μας και η στιγμή που αλλάζει το βλέμμα μας, η στάση μας, αλλά και οι ουράνιες δυνάμεις συντελούν στην απελευθέρωσή μας από τα δεσμά που μας επέβαλλε ένας κακός Μάγος… ποιος; Είναι πολλοί. Ας τους βρει ο καθένας μας…

Όταν τελειώνω το βιβλίο σκέφτομαι πως η  Άννα θα μπορούσε να έχει γράψει ως τώρα χίλια παραμύθια κι αυτό να είναι το πρώτο της δεύτερης χιλιάδας. Τόσο άψογο, περιεκτικό, λιτό, αφαιρετικό, παραμυθένιο είναι το κείμενό της. Τόσο απόλυτα προορισμένο για όλες τις ηλικίες και τους ανθρώπους, τους πόνους και τις χαρές τους, τις αγωνίες τους και τη λατρεία της ζωής που φύσει μας διαποτίζει όλους. Τόσο ευγενικό, υπαινικτικό, συμβολικό και σαφές. Εγκάρδιο, ευφυές. Απόσταγμα μιας βαθιά ελληνικής και συνάμα πανανθρώπινης ψυχής.
Θα σας διηγηθώ με λίγα λόγια το παραμύθι που λέει η γιαγιά στην εγγονή της. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό.
Ο Μπεφάρ είναι ένας κακός μάγος που καταστρέφει τον κόσμο. Ο Πέτρος, το τέταρτο παιδί μιας φτωχής οικογένειας που μη μπορώντας να ζήσει τα παιδιά της, τα μοιράζει για να βρούνε την τύχη τους μαθητεύοντας το καθένα και σε κάποιον επαγγελματία. Σχεδόν αδιόρατος ο μικροκαμωμένος ήρωας, περνά απαρατήρητος, αλλά τα μάτια του προδίδουν το φως της ψυχής του. Όταν το καταλαβαίνει, φοράει σκούρα γυαλιά, να μην αναγνωρίζουν τα εντός του οι άλλοι στο πρώτο κοίταγμα. Ο Πέτρος παρατηρεί, ακούει, διαβάζει. Ο Μάγος δεν έχει καμιά πρόθεση να του χαρίσει το παραμικρό μυστικό της τέχνης του και όταν διαπιστώνει πως ο καλόψυχος μικρός αρχάριος μάγος με τα λίγα που ξέρει καταφέρνει και ακυρώνει τα δικά του κακά μάγια, τον μισεί θανάσιμα.
Μια μέρα, μετά από μια νύχτα με κατταρακτώδη βροχή, ανεβαίνει στο πνιγμένο σύννεφα βουνό και βυθίζει τα χέρια του στο χώμα για να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις του σκότους ώστε να φτιάξει ένα φίλτρο που όποιος θα το πίνει θα γίνεται δούλος του. Ένας χρυσαετός όμως που πετά ελεύθερος τον ενοχλεί. Η ελευθερία του πουλιού σκανδαλίζει τον υπηρέτη του σκότους. Και ετοιμάζεται να του στερήσει τα φτερά…
Ο μικρός Πέτρος διαισθάνεται τις προθέσεις του δασκάλου του. Υψώνει τα χέρια του στον ουρανό και παρακαλεί με όλη την καρδιά κι όλο το νου του να σωθεί ο αετός. Ο ήλιος σκάει θριαμβευτικά κι ο ουρανός γεμίζει αναρίθμητα πετούμενα. Ο αετός χάνεται μέσα τους και έτσι γλυτώνει. Σκέφτομαι πως ίσως το μοιραίο λάθος του μικρού ήρωα είναι πως εκείνη τη στιγμή του ξεφεύγει ένα μικρό γελάκι ικανοποίησης και χαράς. Ίσως αυτό να συνιστά μια ελάχιστη σtiγμή χαλάρωσής του, ένα τόσο δα χρονικό κενό στην εγρήγορση που τον χαρακτηρίζει. 
Έτσι, δεν παίρνει είδηση πως ο Μάγος διατάζει μia πέτρα να κλείσει τον ανταγωνιστή του μέσα της. Τον κλείνει μέσα της και μετά πετά την πέτρα πολύ μακριά για να καταποντιστεί στα βάθη του ωκεανού...

Εκατοντάδες χρόνια περνούν. Τον Μπεφάρ δεν τον θυμάται πια κανείς. Ο Πέτρος όμως παραμένει ζωντανός, αλλά φυλακισμένος μέσα στην πέτρα. Ακολουθούν όλα τα στάδια μιας ψυχής που περνάει μια μεγάλη δοκιμασία. Στην αρχή ελπίζει πως ο Μάγος δεν μπορεί- αργά ή γρήγορα θα τον λυπηθεί. Μετά, πως όλο αυτό ένα κακό όνειρο είναι και θα ξυπνήσει. Προσπαθεί μάταια να κουνηθεί. Παραμένει έκπληκτος που τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Ώσπου του έρχεται η ιδέα να εξαγνιστεί από κάθε κακία για να εξουδετερώσει την απόλυτη κακία του τιμωρού του. Μέσα σε λίγα χρόνια καταφέρνει να τους συγχωρήσει όλους. Ακόμα και τους γονείς του που τον παρέδωσαν στον κακό Μάγο. Αλλά τίποτε άλλο δεν καταφέρνει να αλλάξει από τη σκληρή του πραγματικότητά. Επιστρατεύει τη λογική του, τα ξόρκια του. Τίποτα. Του έρχεται παροξυσμός. Τεντώνεται, προσπαθεί, ούτε μια ρωγμή στην πέτρα. Ψυχή, νου και σώμα, εξαντλούνται. Κουράστηκα, λέει μια μέρα. Και αποκοιμάται…
Αρχίζει να ονειρεύεται. Το πρώτο όνειρο του αφαιρεί τον φόβο. Το δεύτερο τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως αν ποτέ ελευθερωθεί, θα ακούει πλέον μόνο την καρδιά και το νου του. Το τρίτο του χαρίζει γαλήνη και αισιοδοξία. Πρέπει να ζήσει ώσπου κάτι να γίνει…
Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι δεν βλέπει τίποτα. Μόνο ακούει. Το πλατάγισμα της ουράς της γοργόνας, τα υποβρύχια που περνούν, τις νάρκες του πολέμου που σκάνε γύρω του. Πόσες φορές δεν ευχήθηκε μια απ’ αυτές να πέσει πάνω του για να δώσει επιτέλους ένα τέλος στη μαρτυρική ζωή του.
Μα όσο περνούν οι αιώνες, η ανταριασμένη θάλασσα μετακινεί την πέτρα, μέχρι που κάποτε την ξεβράζει σε μια ακτή. Ο ήλιος τη ζεσταίνει κι ο Πέτρος ξαναβρίσκει την ελπίδα που χαρίζει το φως. Η τιμωρία ήταν άδικη, άρα δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα, σκέφτεται. Ακόμα κι η γερασμένη πέτρα άρχισε να ξανανιώνει και να λάμπει. Είναι καλοκαίρι...
Στην γεμάτη από κόσμο παραλία, ένα μικρό παιδί συλλέγει πέτρες για να τις ζωγραφίσει. Παρόλο που η πέτρα -που εσωκλείει τον ομώνυμό της ήρωά μας- δεν είναι για ζωγραφική, την παίρνει το παιδί και την αφήνει στο πισω μπαλκόνι του εξοχικού του σπιτιού. Εκεί την ξεχνάει. Μπροστά όμως στο μπαλκόνι είναι το πευκόδασος και στο βάθος το βουνό…
Ένας πεινασμένος χρυσαετός περνάει την πέτρα για καβούκι χελώνας και την αρπάζει στα νύχια του. Όταν την αφήνει να σκάσει στη γη για να τη φάει κατόπιν, με έκπληξη βλέπει από μέσα της να ξεπηδά ένας τοσοδούλης Πέτρος. Θυμάται την ιστορία των προπάππων του και χαίρεται που την ολοκλήρωσε θριαμβευτικά. Η μοίρα έκανε τον κύκλο της…
Ο Πέτρος είναι ελεύθερος! Ανάσα την ανάσα γίνεται ένας άνθρωπος κανονικός. Το πρώτο βράδυ κοιμάται στη βάρκα ενός ψαρά και την επόμενη μέρα ο ψαράς τον παίρνει βοηθό και γίνεται πατέρας του. Μετά από λίγο καιρό όμως ο Πέτρος τον αποχαιρετά για να πάει σε ένα μεγάλο πλοίο και να γίνει δύτης. Θέλει να ζήσει έντονες συγκινήσεις, να γεμίσει εμπειρίες που για αιώνες στερήθηκε. Έτσι, μετά από χρόνια ξαναβρίσκεται στα βάθη των ωκεανών. Αλλά τώρα δεν είναι κλεισμένος σε μια φυλακή, αλλά ελεύθερος δύτης. Βλέπει κοράλλια, βλέπει τις νάρκες που ευτύχως δεν έπεσαν ποτέ πάνω του όπως είχε ευχηθεί, βλέπει και τη γοργόνα και ερωτεύονται. Η γοργόνα του μαθαίνει πολλά, του χαρίζει άλλα τόσα. Αλλά το κυριότερο: του χαρίζει την αθανασία για να τριγυρνά για πάντα στους βυθούς που τόσο ο ίδιος αγαπά. Τέλος, τον αποδεσμεύει από όλους τους όρκους αγάπης που της είχε δώσει για να μπορεί ελεύθερος να φεύγει μακριά της, αλλά του δίνει κι ένα μενταγιόν σύμβολο της αιώνιας αγάπης της.

Εδώ τελειώνει το παραμύθι, όχι όμως και το βιβλίο. Η εγγονή θυμάται πάλι τα σοφά λόγια της γιαγιάς...
“Αχ, παιδάκι μου, η καρδιά δε γερνάει ποτέ.” Και η εγγονή προχωράει της γιαγιάς της τη σοφία που τέλος δεν έχει. “Αχ, γιαγιάκα μου, η καρδιά δεν πεθαίνει ποτέ. Ακόμα κι όταν ακουστεί το ύστατο κουράστηκα, και ο εγκέφαλος δώσει εντολή στο πειθήνιο σώμα για να εκτελεστεί.”

Θα αφήσω άγραφο το αστραφτερό φινάλε του βιβλίου. Βλέπετε, η γιαγιά στάθηκε πολύ τυχερή. Η εγγονή που της έλαχε εκτός από γιατρός, είναι και φορέας μεγάλης ποιητικής ευαισθησιάς εμποτισμένης από την ουσία της αιωνιότητας. Αξίζει να πάρετε το βιβλίο και να το διαβάσετε.

Θα αντιγράψω μόνο το σχόλιο της ιατρού - συγγραφέως για τις μοναδικές εικόνες που συνοδεύουν το παραμυθητικό της κείμενο.

“Σχόλιο εικόνων
Οι εικόνες του βιβλίου είναι φωτογραφίες από τα ονειρικά τοπία που αντικρίζω καθημερινά μέσα από τους φακούς του μικροσκοπίου. Είναι κύτταρα, κάποτε δικά μου, και κάποτε δικά σας, όλων τα ίδια και όλα μοναδικά. Κύτταρα που απελευθερώνονται σε θάλασσες, σε ολάνθιστα λιβάδια, σε απέραντους ουρανούς και σε φθινοπωρινούς δρόμους.
Αιώνια κύτταρα στο τυπωμένο χαρτί. Αφουγκραστείτε τα, αφού κι εκείνα ένιωσαν τους χτύπους της καρδιάς σας. Ξέρω πως κοιτάξατε ψηλά στον ουρανό τα μακρινά αστέρια.
Εδώ σας προσκαλώ να σκύψετε για λίγο να δείτε και εντός.”

Ευχαριστώ από καρδιάς την Μαρία Ζουμπούλη που γνωρίζοντάς με ελάχιστα, μού χάρισε αυτό το βιβλίο, και που όπως διαβάζω στις ευχαριστίες της Άννας, συνέβαλε καίρια και στη δημιουργία του. Ευχαριστώ την Άννα γιατί πλημμύρισε την καρδιά και το μυαλό μου απέραντο θαυμασμό για το έργο της και μύρια άλλα φωτεινά αισθήματα…

Βασιλική Νευροκοπλή


Η ζωή εν πέτρα, Άννα Μπατιστάτου, Εκδόσεις Fagotobooks, 2016

Μία συνέντευξη της ιατρού - συγγραφέως μπορείτε να διαβάσετε εδώ:


Wednesday, February 6, 2019

Ημεροστίχιο 5ης Φεβρουαριόυ


Τις ξάγρυπνες τις νύχτες μου
το αφιλόξενο κρεβάτι εγκαταλείπω
κι ό,τι καιρό κι αν κάνει στο μπαλκόνι βγαίνω
Αν δω της γειτονιάς τα σπίτια σκοτεινά 
σαν μάτια ερμητικά κλειστά προσώπων 
Ειρηνεύω
Τι καλά που οι κουρασμένοι φιλοι μου κοιμούνται!
Σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό κατόπιν
σιωπηλός σαν μυστικό επτασφράγιστο αν στέκει
Ευφραίνομαι
Τι καλά που οι κουρασμένοι φίλοι μου αγρυπνούν!

Tuesday, February 5, 2019

Ομηρικες λέξεις σημαίνει: λέξεις Ελληνικές



«Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα». Γιώργος Σεφέρης

Ποια Ελληνική λέξη είναι αρχαία και ποια νέα; Γιατί μια Ομηρική λέξη μας φαίνεται δύσκολη και ακαταλαβίστικη;
Οι Έλληνες σήμερα ασχέτως μορφώσεως μιλάμε ομηρικά, αλλά δεν το ξέρομε επειδή αγνοούμε την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούμε.
Για του λόγου το αληθές θα αναφέρομε μερικά παραδείγματα για να δούμε ότι η Ομηρική γλώσσα όχι μόνο δεν είναι νεκρή, αλλά είναι ολοζώντανη.

Αυδή είναι η φωνή. Σήμερα χρησιμοποιούμε το επίθετο άναυδος.
Αλέξω στην εποχή του Ομήρου σημαίνει εμποδίζω, αποτρέπω. Τώρα χρησιμοποιούμε τις λέξεις αλεξίπτωτο, αλεξίσφαιρο, αλεξικέραυνο αλεξήλιο Αλέξανδρος (αυτός που αποκρούει τους άνδρες) κ.τ.λ.
Με το επίρρημα τήλε στον Όμηρο εννοούσαν μακριά, εμείς χρησιμοποιούμε τις λέξεις τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεπικοινωνία, τηλεβόλο, τηλεπάθεια κ.τ.λ.
Λάας ή λας έλεγαν την πέτρα. Εμείς λέμε λατομείο, λαξεύω.
Πέδον στον Όμηρο σημαίνει έδαφος, τώρα λέμε στρατόπεδο, πεδινός.
Το κρεβάτι λέγεται λέχος, εμείς αποκαλούμε λεχώνα τη γυναίκα που μόλις γέννησε και μένει στο κρεβάτι.
Πόρο έλεγαν τη διάβαση, το πέρασμα, σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη πορεία. Επίσης αποκαλούμε εύπορο κάποιον που έχει χρήματα, γιατί έχει εύκολες διαβάσεις, μπορεί δηλαδή να περάσει όπου θέλει, και άπορο αυτόν που δεν έχει πόρους, το φτωχό.
Φρην είναι η λογική. Από αυτή τη λέξη προέρχονται το φρενοκομείο, ο φρενοβλαβής, ο εξωφρενικός, ο άφρων κ.τ.λ.
Δόρπος, λεγόταν το δείπνο, σήμερα η λέξη είναι επιδόρπιο.
Λώπος είναι στον Όμηρο το ένδυμα. Τώρα αυτόν που μας έκλεψε (μας έγδυσε το σπίτι) το λέμε λωποδύτη.
Ύλη ονόμαζαν ένα τόπο με δένδρα, εμείς λέμε υλοτόμος.
Άρουρα ήταν το χωράφι, όλοι ξέρουμε τον αρουραίο.
Τον θυμό τον αποκαλούσαν χόλο. Από τη λέξη αυτή πήρε το όνομα της η χολή, με την έννοια της πίκρας. Λέμε επίσης αυτός είναι χολωμένος.
Νόστος σημαίνει επιστροφή στην πατρίδα. Η λέξη παρέμεινε ως παλινόστηση, ή νοσταλγία.
Άλγος στον Όμηρο είναι ο σωματικός πόνος, από αυτό προέρχεται το αναλγητικό.
Το βάρος το αποκαλούσαν άχθος, σήμερα λέμε αχθοφόρος.
Ο ρύπος, δηλαδή η ακαθαρσία, εξακολουθεί και λέγεται έτσι - ρύπανση.
Από τη λέξη αιδώς (ντροπή) προήλθε ο αναιδής.
Πέδη, σημαίνει δέσιμο και τώρα λέμε πέδιλο. Επίσης χρησιμοποιούμε τη λέξη χειροπέδες.
Από το φάος, το φως προέρχεται η φράση φαεινές ιδέες.
Άγχω, σημαίνει σφίγγω το λαιμό, σήμερα λέμε αγχόνη. Επίσης άγχος είναι η αγωνία από κάποιο σφίξιμο, ή από πίεση.
Βρύχια στον Όμηρο είναι τα βαθιά νερά, εξ ου και τo υποβρύχιο.
Φερνή έλεγαν την προίκα. Από εκεί επικράτησε την καλά προικισμένη να τη λέμε «πολύφερνη νύφη».
Το γεύμα στο οποίο ο κάθε παρευρισκόμενος έφερνε μαζί του το φαγητό του λεγόταν έρανος. Η λέξη παρέμεινε, με τη διαφορά ότι σήμερα δεν συνεισφέρουμε φαγητό, αλλά χρήματα.
Υπάρχουν λέξεις, από τα χρόνια του Ομήρου, που ενώ η πρώτη τους μορφή μεταβλήθηκε - η χειρ έγινε χέρι, το ύδωρ νερό, η ναυς έγινε πλοίο, στη σύνθεση διατηρήθηκε η πρώτη μορφή της λέξεως.
Από τη λέξη χειρ έχομε: χειρουργός, χειριστής, χειροτονία, χειραφέτηση, χειρονομία, χειροδικώ κ.τ.λ.
Από το ύδωρ έχομε τις λέξεις: ύδρευση υδραγωγείο, υδραυλικός, υδροφόρος, υδρογόνο, υδροκέφαλος, αφυδάτωση, ενυδρείο, κ.τ.λ.
Από τη λέξη ναυς έχομε: ναυπηγός, ναύαρχος, ναυμαχία, ναυτικός, ναυαγός, ναυτιλία, ναύσταθμος, ναυτοδικείο, ναυαγοσώστης, ναυτία, κ.τ.λ.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα παραδείγματα προκύπτει ότι: Δεν υπάρχουν αρχαίες και νέες Ελληνικές λέξεις, αλλά μόνο Ελληνικές.
Η Ελληνική γλώσσα είναι ενιαία και ουσιαστικά αδιαίρετη χρονικά.
Από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα προστέθηκαν στην Ελληνική γλώσσα μόνο ελάχιστες λέξεις.
Η γνώση των εννοιών των λέξεων θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι μιλάμε τη γλώσσα της ομηρικής ποίησης, μια γλώσσα που δεν ανακάλυψε ο Όμηρος αλλά προϋπήρχε πολλές χιλιετηρίδες πριν από αυτόν.

...

Για τη λέξη αρετή ήξεραν ότι είναι η μεσότητα ανάμεσα σε δύο υπερβολές. Σήμερα ο καθένας για την ίδια λέξη εννοεί και κάτι διαφορετικό.


Πηγές: Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν κατά στοιχείον Ιλιάδος και Οδύσσειας Εκδόσεις Ηλιοδρόμιο.


* Μας το έστειλε η Μαρία Ελευθερία Γιατράκου