Τετάρτη πρωί στις 8.15 μπαίνω στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ για να πάω στην Κατερίνη. Η μέρα είναι ηλιόλουστη, η διαδρομή από τις πλέον αγαπημένες μου αυτή την εποχή. Εκατέρωθεν της εθνικής οδού πικροδάφνες, κυπαρίσσια, έλατα, αγιολούλουδα, ένα ταιριαστό πάντρεμα ανθρώπινης και Θείας κηπευτκκής. Διαβάζω το βιβλίο του Μάκη Τσίτα “Μάρτυς μου ο Θεός”. Μου αρέσει η απλότητα και η αμεσότητά του, με εκπλήσσει το χριστιανικό του βλέμμα. Πότε πότε σηκώνω το κεφάλι να κλέψω λίγο απ’ την γητειά της Άνοιξης. Ούτε που καταλαβαίνω για πότε φτάνω στην Κατερίνη όπου με περιμένει η αγαπημένη μου Δέσποινα Νέστορα, που ανέλαβε πλέον το περίφημο ομώνυμο, κατά το επίθετό της, βιβλιοπωλείο των γονιών της και ένα από τα ωραιότερα της χώρας μας. Θα πιούμε έναν καφέ και θα πάμε μαζί στο χωριό της Καρίτσας, περίπου ένα τέταρτο δρόμος.
Τα παιδιά και η δασκάλα τους, κυρία Αθανασία, μας περιμένουν ήδη έξω από την αυλόπορτα με αγκαλιές τα τριαντάφυλλα των κήπων και τα δώρα. Κοντεύουν να με πάρουν τα δάκρυα. Τόση λαχτάρα σε τόσα μάτια… Σταματώ λίγο να δω την αυλή. Είναι απέραντη για ένα οχταθέσιο σχολείο και πέρα μακριά, δίχως τίποτα να εμποδίζει τη θέα του, πέρα μακριά και τόσο δίπλα μας, ο γίγαντας Όλυμπος. Αυτό είναι το δικό μας θεριό, μου λένει και γελάνε.
Χαιρετούμε τους δασκάλους, ο διευθυντής μας υποδέχεται καλόκαρδα, μπαίνουμε πρώτα στην πανέμορφη αίθουσα της Αθανασίας και καθόμαστε λίγο με τα παιδιά της, παιδιά της Δευτέρας τάξης.
Ανοίγω το ένα δώρο που είναι μια μεγάλη πέτρα από τον Όλυμπο ζωγραφισμένη με ένα πανέμορφο θεριό. Μου δείχνουν τη μακέτα του χωριού, του Θεριού και της πολιτείας που έφτιαξαν με πλαστελίνη. Συζητούμε λίγο, αλλά είναι ώρα να μπούμε στην αίθουσα εκδηλώσεων. Έρχονται και τα παιδιά της Πρώτης και της άλλης Δευτέρας, γονείς, δάσκαλοι, πάνω απ’ τα κεφάλια μας κρέμεται ένα ευφάνταστος δράκος, και τα φώτα μετά τα καλωσορίσματα σβήνουν. Μουσική.
Τα φώτα γίνονται μπλε, γίνονται κόκκινα, λευκά. Η μικρή αφηγήτρια λέει λίγα λόγια, τα υπόλοιπα παιδια ανεβαίνουν πάνω στο θεριό -βουνό. Ξαφνικά τα ακούω να λένε κάτι που δεν καταλαβαίνω, μέχρι που συνειδητοποιώ πως μιλούν αγγλικά. Η ατμόσφαιρα είναι μαγική. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, με ελάχιστες προτάσεις άλλοτε στα ελληνικά και άλλοτε στα αγγλικά, λίγες φωτιστικές αλλαγές και τρυφερή μουσκή καταφέρνουν να αποδώσουν όλο το παραμύθι που τώρα σαν βιβλίο μου φαίνεται φλύαρο. Ανάβουν τα φώτα και αρχίζουμε να κουβεντιάζουμε. Συζητούμε τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να κάνουμε στη ζωή μας. Ρωτώ τα παιδιά τι νομίζουν πως δεν μπορούν. Στόχος μου είναι να τους εξηγήσω πως με έναν τρόπο όλα τα μποορύμε. Αλλά ο στόχος μου στην πορεία τινάζεται στον αέρα. Και έτσι πρέπει. Δεν έχει καμιά σημασία τι έχω εγώ στο κεφάλι μου. Ποια είμαι εγώ; Σημασία έχει να μιλήσουν τα παιδιά και εάν σ’ αυτό που θα πουν έχω ή πρέπει να πω κάτι ή δεν πρέπει να πω και τίποτα. Συνήθως είναι αρκετό να βγουν στο φως τα μέσα μας. Ρωτώ όλα τα παιδιά ένα ένα. “Εγώ δεν μπορώ να διαβάζω, εγώ να γράφω, εγώ να κάνω δουλειές, εγώ να κουβαλώ τον αδερφό μου, εγώ τα μπορώ όλα”. Δεν απαντώ. Προτιμώ να τελειώσουν πρώτα όλα. Μα έρχεται και η σειρά των μεγάλων που δεν θέλω να τους αφήσω έξω από τη συζήτηση γιατί αισθάνομαι πως θέλουν κι αυτοί να πάρουν μέρος. Μια κυρία λέει πως δεν μπορεί να κάνει ανούσια πράγματα, προτιμάει πιο σημαντικά. Τη ρωτώ ποια θεωρεί πως είναι τα ανούσια και απαντά, οι δουλειές του σπιτιού. Προσπαθώ τότε να εξηγήσω πόσο σημαντικά είναι αυτά τα ανούσια και πόσο νόημα δίνουν στα σημαντικά που χωρίς αυτά δεν θα ήταν σημαντικά. Ένιωθα κι εγώ κάποτε έτσι και την καταλαβαίνω. Μία άλλη κυρία λέει πως δεν μπορεί να ακούει τα παιδιά της να μαλώνουν και μία τρίτη λέει κάτι ιδιαίτερα βαθύ και εξομολογητικό. Είμαι πενήντα χρονών, λέει, και αισθάνομαι ογδόντα. Γιατί πάντα τα μπορούσα όλα, τα έκανα όλα, τα έδινα όλα και τώρα πια δεν έχω άλλα κουράγια, μα ακόμα λέω πως τα μπορώ όλα… κουράστηκα... Τότε, ενώ ο αρχικός μου στόχος ήταν να πω πως όλα τα μπορούμε, δεν το λέω. Αντίθετα, λέω πως συχνά κάνοντάς τα όλα, αφαιρούμε από τους άλλους τη δυνατότητα να μπορέσουν. Πως καμιά φορά υπερβαίνουμε τον εαυτό μας για να μην χαλάσουμε το χατίρι των άλλων ή να μη χαλάσουμε την εικόνα που έχουν για μας. Πως τα πλέον άβουλα και ανίκανα παδιά είδα να είναι εκείνα που οι μαμάδες τους τα μπορούσαν και τα έκαναν όλα. Πως δεν είναι κακό να μην μπορούμε ή ακόμα κι αν μπορούμε να λέμε πως δεν μπορούμε για παιδαγωγικούς λόγους. Μου κάνει εντύπωση πως ενώ η συζήτηση έχει επικεντρωθεί στους μεγάλους, τα παιδιά την παρακολουθούν απόλυτα συγκεντρωμένα. Η στιγμή έχει μια ιερότητα, ίσως επειδή έχει αλήθεια. Είναι στιγμές που αίφνης τα τρία πρώτα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού ενώνονται ασυναίσθητα σαν να πρόκειται να κάνω τον σταυρό μου. Εκ των υστέρων καταλαβαίνω πως πράγματι προσευχόμασταν όλοι μαζί. Μια προσευχή ήταν όλο αυτό που ζήσαμε και ο Θεός ήταν εκεί μαζί μας…
Θα ακολυθήσει η συνάντηση με τα παιδιά της Τρίτης και της Τετάρτης μαζί με κάποια κορίτσια της Έκτης. Και μ’ αυτά τα παιδιά η συζήτηση θα προχωρήσει σε βάθος. Θαρρώ πως έχουμε μεταφερθεί κάπου αλλού. Έξω από το σχολείο, σε άλλο κόσμο. Δεν ξέρω πώς να το πω. Εδώ οι άνρωποι νιώθουνε, μπαίνουν στην καρδιά τους και ακούνε τον χτύπο της, τον κάνουν λέξεις, τον εκφράζουν κι όλα γίνονται φως.
Όταν τελειώνουμε νομίζω πως δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και την ίδια στιγμή πως ήμασταν μαζί για αιώνες και δεν χορτάσαμε. Αυτή είναι η αιωνιότητα που η ιδέα της συχνά μας τροάζει. Μας τύλιγε μια διάχυτη ευλογία.
Άρχισαν να έρχονται ένα ένα τα παιδιά για υπογραφές στα βιβλία που είχαν αγοράσει και ακολούθησαν οι μεγάλοι. Όταν τέλειωσα ήταν πια μεσημέρι. Χτύπησε για σχόλασμα και πάνω που ήμουν έτοιμη να σηκωθώ άρχισαν να έρχονται τα παιδιά της Δευτέρας για να με χαιρετίσουν, να πουν “ευχαριστώ” και να μου δώσουν ένα φιλί ή μια αγκαλιά. Αυτό δεν μου συνέβη ποτέ ξανά. Αντί να φύγουν κατευθείαν για το σπίτι, να γυρίσουν πίσω;
Βγαίνοντας από το σχολείο η Αθανασία μου έδωσε ακόμη ένα δώρο, μαζί με το κέικ που είχε φτιάξει, την ζωγραφισμένη πέτρα και τα λουλούδια των παιδιών. Συγκινήθηκα πάρα πολύ. Το φόρεσα αμέσως, το φορώ και τώρα και την σκέφτομαι με πολλή αγάπη. Στα μάτια της είδα τον ουρανό, τον Όλυμπο, όλη την ευαισθησιά που μπορεί να χωρά ένας άνθρωπος.
Φτάνοντας για φαγητό σε ένα ωραίο μεζεδοπωλείο της Κατερίνης, με περίμενε άλλη μια έκπληξη. Η αγαπημένη μου Σουζάνα, διευθύντια του σχολείου στο Άδενδρο ήταν εκεί. Και πού να φανταστώ πως είναι φίλη με την Αθανασία; Και γιατί όμως να μην το φανταστώ όταν ξέρω πως οι χαρισματικοί άνθρωποι έλκονται όπως αντιστοίχως και οι ατάλαντοι; Πάνω που είχα σκεφτεί πως πλέον δίπλα στο σχολείο του Άδενδρου μπορώ να βάλω της Καρίτσας, οι δύο αυτές μοναδικές ψυχές και ψυχές των σχολείων τους, αποδείχθηκαν φίλες. Στο πλούσιο τραπέζι ξεδιπλώθηκαν κι άλλο ενώνοντας όλους όσους είχαμε την τιμή και την χαρά να είμαστε κοντά τους και κοντά στον καλό διευθυντή του σχολείου, την Ελένη Νέστορα, την δασκάλα των Αγγλικών που φρόντισε τα παιδιά να ζωντανέψουν την ξένη γλώσσα μέσα από το παραμύθι του Τρελού του χωριού, Δέσποινα κι αυτή στο όνομα. Κι έτσι έκλεισε αυτή η ονειρεμένη μέρα, με την Σουζάνα να με φέρνει μέχρι το σπίτι μου το απόγευμα.
Ήταν από τις φορές που αισθάνθηκα πως μέσα σε λίγες ώρες έζησα πολλές ζωές. Ίσως και γι’ αυτό μου πήρε δυο μέρες να καθήσω να γράψω κι ας νιώθω τώρα πως τίποτα δεν μπόρεσα να εκφράσω από το θαύμα αυτής της συνάντησης… Δοξασμένος ας είναι ο Θεός που έφτιαξε τέτοιους ανθρώπους… άλλο δεν έχω να πω…
No comments:
Post a Comment
Σχόλια