Labels

Tuesday, June 30, 2015

ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ, ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ


Οἱ καιροὶ εἶναι πονηροί, ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες, μὲ πεῖρα καὶ πάθη αἰώνων, πρέπει νὰ ἔχουν πάντα ἀνοιχτά, πάντα ἄγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς.

Πέρα ἀπὸ ρητορεῖες καὶ ἰδεολογήματα δημόσιας κατανάλωσης, ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ἀναζητοῦσε πρωτίστως τὴν ἀλήθεια, κι αὐτὸς ὁ πόθος διέπλαθε ἐλεύθερους ἀνθρώπους. Ἀνθρώπους ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀγωνισθοῦν, νὰ ὑπομείνουν, νὰ ἀγαπήσουν, νὰ πεθάνουν καὶ νὰ ἀναστηθοῦν.

Στὶς κορυφαῖες στιγμὲς τῆς ἱστορίας ἀρνήθηκαν τὸν ἄρτο τῆς ἐξάρτησης καὶ τοῦ ἐξευτελισμοῦ, καὶ προτίμησαν τὸ ψωμὶ τοῦ ἱδρῶτα τους. Δὲν ὑπήκουσαν στὸν φόβο, γιατὶ εἶχαν λόγο γιὰ τὴν αἰωνιότητα, λόγο ποὺ δὲν τὸν χωροῦσαν οἱ ἐχθροί τους—Πέρσες, Ἄβαροι, Ὀθωμανοί, Ἰταλο-γερμανικὸς ἄξονας. Δὲν φοβήθηκαν οὔτε τοὺς κάθε λογῆς Ἐφιάλτες καὶ δοσίλογους ποὺ ξεφύτρωναν ἀνάμεσά τους.

Δὲν ἦταν κλεισμένοι στὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ ἀληθινοὶ κοσμοπολῖτες, γιὰ τοὺς ὁποίους "ἐθνικὸ" εἶναι τὸ ἀληθινό.

Ἔτσι ἔγιναν φῶς καὶ ἔδωσαν φῶς, ὥστε νὰ ἐμπνέεται ἡ Εὐρώπη καὶ ὁ κόσμος ὅλος τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν πίστη, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τόλμη ποὺ θέλει ἡ ἐλευθερία.

Ὅμως, ὑπάρχουν δύο Εὐρῶπες: ἡ Εὐρώπη τῶν ἐλεύθερων καὶ δημιουργικῶν πνευμάτων, καὶ ἡ Εὐρώπη τῶν κερδοσκόπων καὶ τοκογλύφων, τὸ κακότεχνο αὐτὸ μόρφωμα τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ποὺ ἔρχεται σήμερα νὰ χειραγωγήσει καὶ νὰ ἀφαιμάξει λαοὺς καὶ τόπους.

Σ' αὐτὸ πιεζόμαστε ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια νὰ ὑποταχθοῦμε πλήρως καὶ ἄνευ ὅρων. Ὥστε νὰ χτισθεῖ μιὰ νέα Ἑλλάδα, τραγικὰ ἐκποιημένη, καὶ ἕνας νέος Ἕλληνας, φθηνὸς καὶ ἐξαγοράσιμος, δεμένος στὸ ἅρμα μιᾶς παγκόσμιας ὀλιγαρχίας.

Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεχνᾶμε καὶ τοῦτο: ὅτι μήτε ἡ Εὐρώπη μήτε ἄλλος κανεὶς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ἢ νὰ μᾶς καταστρέψει. Μόνοι μας οἱ Ἕλληνες ἐπιλέγουμε καὶ κατεργαζόμαστε τὴ σωτηρία ἢ τὸν ἀφανισμό μας. Θέλει προσωπικὸ μόχθο καὶ ἄσκηση νὰ μάθεις νὰ εἶσαι ἐλεύθερος ἄνθρωπος.

Στῶμεν καλῶς. Στὴν πέτρα τῆς σιωπῆς καὶ τῆς προσευχῆς ἂς ἀκονίσουμε τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας. Ἂς ἀνασύρουμε τὰ μηνύματα τοῦ παρελθόντος, τὶς  σημερινές μας εὐθύνες καὶ τὶς πραγματικές μας δυνάμεις. Ἔτσι θὰ ἀπαντήσουμε γόνιμα στὴν πρόκληση καὶ στὴν πονηρία τῶν καιρῶν μας.

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου
Ἀρχιμανδρίτης Χριστόδουλος καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί

Ἡ σὺναξις τῶν Ἁγὶων ἐνδὸξων καὶ πανευφὴμων δὼδεκα Ἀποστὸλων



Τιμῶ θεόπτας δώδεκα Χριστοῦ φίλους,
Ἥρωας ἄνδρας καὶ θεοὺς τολμῶ λέγειν.
Δώδεκα εὐκλεέας τριακοστῇ ἀγείρει μύστας.

Οι Απόστολοι του Χριστου θα ξεχωρίζουν μέσα στην Ιστορία της Εκκλησίας, σαν οι υπέρλαμπροι αστέρες πρώτου μεγέθους της πνευματικής ζωής.
Την 30η Ιουνίου, η Εκκλησία γιορτάζει τους δώδεκα Αποστόλους που αρχικά εξέλεξε ο Κύριος, πλην του Ιούδα Ισκαριώτη.

Αυτοί είναι:
Σίμωνας (Πέτρος),
Ανδρέας,
Ιάκωβος,
Ιωάννης,
Φίλιππος,
Θωμάς,
Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ),
Ματθαίος,
Ιάκωβος του Αλφαίου,
Σίμωνας ο Ζηλωτής,
Ιούδας ο αδελφός του Ιακώβου του μικρού
και ο Ματθίας,

που εξελέγη μέσα στο υπερώο τις παραμονές της Πεντηκοστής, σε αντικατάσταση του Ιούδα του Ισκαριώτη.
Τη ζωή του καθενός των Αποστόλων αυτών, σκιαγραφούμε στις ιδιαίτερες γιορτές τους.
Εδώ γίνεται υπενθύμιση της ενότητας που είχαν μεταξύ τους, αλλά και της ηθικής τους, που τόσο συνέβαλε στην πνευματική εν Χριστώ αναγέννηση του κόσμου.
Έχουμε, λοιπόν, χρέος και εμείς οι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, να κινούμαστε στα ίχνη τους και με θερμό ζήλο για τη διάδοση του σωτηριώδους μηνύματος του Ευαγγελίου, που διέπνεε κι αυτούς, να γίνουμε μιμητές του έργου τους.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾶ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίω καὶ Σίμωνι, Μᾶρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμὰς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοώντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.Ἕτερον 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´.

Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ , ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν. 

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.



Κατοικισθέντες ἐν φωτὶ ἀπροσίτῳ, ὡς οἰκητήρια φωτὸς πεφυκότες, οἶκον ὑμῶν τὸν ἅγιον φωτίζετε ἀεί, θείαις προσφοιτήσεσιν· ὅθεν πίστει βοῶμεν· Σκότους ἡμᾶς ῥύσασθε, καὶ παντοίων κινδύνων, καὶ χαλεπῶν ἐθνῶν ἐπιδρομῆς, ἐκδυσωποῦντες τὸν Κτίστην Ἀπόστολοι.

Ὁ Οἶκος


Τράνωσόν μου τὴν γλῶτταν Σωτήρ μου, πλάτυνόν μου τὸ στόμα, καὶ πληρώσας αὐτό, κατάνυξον τὴν καρδίαν μου, ἵνα οἷς λέγω ἀκολουθήσω, καὶ ἃ διδάσκω, ποιήσω πρῶτος· πᾶς γὰρ ποιῶν καὶ διδάσκων, φησίν, οὗτος μέγας ἐστίν· ἐὰν γὰρ λέγω, καὶ μὴ πράττω, ὡς χαλκὸς ἠχῶν λογισθήσομαι. Διὸ λαλεῖν μοι τὰ δέοντα, καὶ ποιεῖν τὰ συμφέροντα δώρησαι, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Μεγαλυνάριον


Πέτρον Παῦλον Μᾶρκον σὺν τῷ Λουκᾶ, Φίλιππον, Ἀνδρέαν, Ἰωάννην τε καὶ Θωμᾶν, Σίμωνα Ματθαῖον, καὶ τὸν Βαρθολομαῖον, σὺν θείῳ Ἰακώβῳ ὕμνοις τιμήσωμεν.

https://aerapatera.wordpress.com/2015/06/30/ἡ-σὺναξις-τῶν-ἁγὶων-ἐνδὸξων-καὶ-πα/

Monday, June 29, 2015

Το σχόλιο της Δευτέρας - Του Τάκη - Καλή βδομάδα



A, ρε Χάρε, να σε είχα από μια μεριά, να 'χα και μια βρεγμένη σανίδα απ' την άλλη, που 'λεγε η μάνα μου, και να σ' αρχίσω, να σ' αρχίσω μωρέ και να μη χορταίνω να σε βαρώ, που παίρνεις τα καλύτερα παιδιά... Τι να σου πω, αχόρταγε, τι να σου πω, μου λες; Αφήνεις όλους εμας τους άχρηστους κι απλωνεις το καρβουνιάρικο χέρι σου πάνω σ' αυτούς που μας φωτίζουν, μας δίνουν γέλιο, μας χαϊδεύουν, μας κοιτάζουν και βλέπουμε τα μεσα μας... Τι να οου πω, παλιομπαμπέση που χτυπάς πισώπλατα, τραβάς το χαλί κάτω απ' τα πόδια μας, παίρνεις στα σοβαρά όσους σε κοροϊδεύουν... Άτιμε, Χάρε, μπάσταρδε, που ξέρεις να ξεχωρίζεις τους καλύτερους και με μια κίνηση τους αρπάζεις  σαν να μην έχουν δικούς τους που μπορούν να τους υπερασπισουν, σαν να μην έχουν φίλους που θα έδιναν και τη ζωή τους για να τους γλιτώσουν απ' τα δόντια σου, σαν να περισσεύουν ενώ τους έχουμε τόση ανάγκη... Τι να σου πω βρωμόχαρε; Τι να σου πω και τι να σου κάνω άσπλαχνε Χάρε....
Δεν το πιστεύω μωρέ Τάκη πως έφυγες, δεν το πιστεύω ούτε εγώ ούτε και κανείς... Είμαστε βέβαιοι πως πάλι πλάκα  κάνεις, αφού όλο πλάκα έκανες, έτσι μας είχες μάθει... Και γελούσαμε μαζί σου, όλο γελούσαμε, αφού ήσουν εσύ το γέλιο, η πλάκα, η ανάστροφη οπτική της ζωής που τόσο συχνά μας πονάει... 
Σαν κεραυνός έπεσε πάνω μας η είδηση του θανάτου σου σήμερα απ' τον αδερφό σου στο καλντερίμι του αγίου Νικολάου που σε βλέπαμε τόσα χρόνια... Κεραυνός μες στο κατακαλόκαιρο της αγάπης μας για σένα... Φέτος, λέει, ήσουν και στην Αθωνιάδα, θεολόγος στο σχολείο της κι είχες γλυκάνει, λέει, πολύ... Γιατί δεν πρόσεξες λίγο ρε Τάκη; Ήσουν που ήσουν τόσο γλυκός, γιατί το παράκανες; Δεν ήξερες; Διαβασμένος ήσουν, αυτά τα γνώριζες. Πώς το επέτρεψες; Θέλω να σου πω καλό ταξίδι και δεν μπορώ. Θέλω να σου πω καλή αντάμωση και δε γίνεται. Δεν πάνε τα δάχτυλα ρε Τάκη... Πέρασαν τρεις μέρες, φτάνει το αστείο, αρκετά... Σήκω τώρα, τώρα σήκω Τάκη κι έλα να με πειράξεις, έλα να μου δώσεις γέλιο ρε φιλε πάλι, ελα να παίξεις με τα μωρά, με τα παιδιά σου και τα παιδιά μου, με τ' ανίψια σου, με τη γυναίκα σου, τον αδερφό σου που τα μάτια του από γαλάζια άλλαξαν χρώμα κι έγιναν κόκκινα.. Άντε, Τάκη, μην αργείς... Έχω θυμώσει και είμαι και ανυπόμονη... Σήκω μωρέ... Σήκω...
Λένε πως ο Δημήτρης Μαυροκωστίδης πέθανε. Φήμες, λέω εγώ. Κάνει πως κοιμάται ο Τάκης γιατί ο Τάκης είναι εδώ καθ πάντα εδώ θα είναι, όπως ο ήλιος, όπως η θάλασσα κι οι βάρκες, τα δέντρα, τα λουλούδια, η χρρά που ήτανε και είναι... Βάζω στη φωτιά το χέρι μου. Κι αν καεί έχω διαθέσιμο και δεύτερο...

Επέστρεψα απ' την εκκλησία, πήρα μια μπουγάτσα κρέμα, άνοιξα όλα τα παράθυρα να μπει η ευλογία του Θεού στο σπίτι που 'λεγε η γιαγιά Σανάβα, ήπια το καφεδάκι μου. Ακούω τους παππούδες κάτω απ' το μπαλκόνι να κάνουν συνέλευση στην αρχαία αγορά του δρόμου φωνασκώντας για την Ευρώπη και την Ελλάδα. Ο Χαρίτωνας κελαηδά αμέριμνος, όπως κάθε μέρα. Τα λουλούδια ανθισμένα στις γλάστρες. Οι πρωτοκορυφαίοι απόστολοι Πέτρος και Παύλος ενωμένοι, αγκαλιασμένοι γιορτάζουν σήμερα. Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες. Χρόνια πολλά σε όλους. Χρόνια πολλά σ' αυτή τη χώρα που της μέλλεται να ζήσει όσο υπάρχει ζωή, σε πείσμα των εχθρών της. Ο Τάκης δε σηκώθηκε ακόμα. Χρόνια πολλά Τάκη. Κι εσενα σου μέλλεται να ζήσεις όσο υπάρχει ζωή σε πείσμα του θανάτου...





Sunday, June 28, 2015

Δ’ Κυριακὴ Ματθαὶου

(Ματθ. 8,5-13)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ
5. εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων·
6. Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος.
7. καὶ λέγει αὐτῷ ὁἸησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν.
8. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου.
9. καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ.
10. ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον.
11. λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν,
12. οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
13. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.


Friday, June 26, 2015

Ὃσιος Δαυῒδ ὁ ἐν Θεσσαλονὶκῃ



Δαυῒδ συνήφθης τῷ πάλαι Δαυῒδ νέε,
Ἄλλον Γολιὰθ σαρκικά κτείνας πάθη.
Ἕκτῃ ἐξεπέρησε πύλας βίου εἰκάδι Δαυΐδ.


Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περί το 450 μ.Χ.
Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά.
Κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων».
Το προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ή «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τους μοναχούς που έφεραν κουκούλιο, ίσως κατά ιδιάζοντα τρόπο, αν κρίνει κανείς από τις σωζόμενες απεικονίσεις του Οσίου, δηλαδή ριγμένο στους ώμους.
Η θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί βορειοανατολικά της Ακροπόλεως, εκεί όπου αναγνωρίζεται το τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ώθησαν τον Όσιο Δαβίδ να αποφασίσει να καθίσει σε δένδρο αμυγδαλέας μέχρι ο Κύριος να του αποκαλύψει το θέλημά Του και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση.
Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε στον Όσιο Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι εισακούσθηκε η παράκλησή του και η δοκιμασία του ως δενδρίτου ασκητού έληξε.
Ο Άγγελος του είπε να κατέλθει από το δένδρο και να συνεχίσει τον ασκητικό του βίο σε κελί αινών και ευλογών τον Θεό. Ο Όσιος κοινοποίησε την οπτασία αυτή στους μαθητές του, ζητώντας τη βοήθειά τους για την κατασκευή του κελιού.
Η είδηση γρήγορα έφθασε στον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο και σε όλη την πόλη.Όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535 μ.Χ., απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος αν και αποδέχθηκε τη μεταβολή, προσπάθησε όμως να περισώσει την πολιτική σημασία της πόλεως, με την επαναφορά της έδρας του υπάρχου του Ιλλυρικού από την Πρώτη Ιουστινιανή στη Θεσσαλονίκη.
Ενώ η διάσπαση της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν μείωνε την αξία της Θεσσαλονίκης, η μετάθεση της έδρας της υπαρχίας συνιστούσε σοβαρό υποβιβασμό της πόλεως.
Tο αίτημα λοιπόν των Θεσσαλονικέων, καθώς και η επιθυμία του υπάρχου Δομνίκου, ήταν η επαναφορά της έδρας στη Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης.
Στο σημείο αυτό ζητήθηκε η βοήθεια του Οσίου Δαβίδ για τη μεταφορά του αιτήματος στον Ιουστινιανό, διότι ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο Βίος εξηγεί, δεν μπορούσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη.
Εκτός των άλλων όμως, η προτίμηση του Οσίου Δαβίδ δείχνει τη βαρύτητα, αλλά και τις δυσχέρειες που προβλεπόταν ότι θα συναντούσε ένα παρόμοιο αίτημα στον Ιουστινιανό, ο οποίος προσφάτως είχε τιμήσει την ιδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ιουστινιανή, με τις έδρες της νέας Αρχιεπισκοπής και της υπαρχίας.
Μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού ο Όσιος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο φως του ήλιου. Η μορφή του είχε αλλάξει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει μέχρι την οσφύ αυτού και τα γένια του μέχρι τους πόδες του, το δε άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου.
Συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, τον Θεόδωρο και τον Δημήτριο, απέπλευσε προς τη Βασιλεύουσα. Η φήμη όμως του Οσίου είχε προτρέξει. Έτσι, όταν έφθασε εκεί, όλη η Πόλη τον υποδέχθηκε.
Η υποδοχή του από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού, καθώς και οι τιμές και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο του Οσίου, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων των παρισταμένων.
Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια• έτσι, όταν επέστρεψε ο Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε σε επίσημες υποχρεώσεις, φρόντισε να προκαταλάβει τη γνώμη του θετικά υπέρ του Οσίου Δαβίδ, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσκαλέσει τον Όσιο ενώπιον της συγκλήτου.
Ο Όσιος παρουσιάσθηκε στη σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στα χέρια του φωτιά με θυμίαμα που δεν κατέκαιγε τη σάρκα του. Το παράστημα του Οσίου καθώς και το προφανές θαύμα επέβαλε σε όλους κλίμα δέους και κατανύξεως, ώστε ο βασιλέας πρόθυμα ικανοποίησε το αίτημά του με σπουδή.Κομίζοντας τα αγαθά νέα ο Όσιος απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως έμελλε μόνο από μακριά να ξαναδεί, διότι μόλις το πλοίο παρέκαμψε το ακρωτήριο εκείνος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Το γεγονός συνέβη μεταξύ των ετών 535 – 541 μ.Χ.Η είδηση της αφίξεως του ιερού λειψάνου του Οσίου κάτω από τις συνθήκες αυτές συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Το σκήνωμα του Οσίου Δαβίδ αρχικά κατατέθηκε στον τόπο, όπου είχαν αποτεθεί παλαιότερα τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, στα δυτικά του λιμανιού. Ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης με πολλή θλίψη όρισε πάνδημη κηδεία.
Το λείψανο του Οσίου ενταφιάσθηκε στη μονή του, των Απροΐτων, σύμφωνα με την επιθυμία του.Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, περί το 685 – 690 μ.Χ., έγινε μία προσπάθεια για τη διάνοιξη του τάφου, όταν ο ηγούμενος της μονής των Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου».
Μόλις όμως ξεκίνησε η εργασία αυτή, η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο έσπασε και αυτό θεωρήθηκε ως φανέρωση του θελήματος του Οσίου να μη θιγεί.
Το ιερό λείψανο παρέμεινε στην αρχική του θέση μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. Κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας του μομφερρατικού οίκου στη Θεσσαλονίκη (1204 – 1222 μ.Χ.), το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Ιταλία και το 1236 μ.Χ. απαντάται στην Παβία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, το 1967 μ.Χ.Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατατέθηκε στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1978 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς,
ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ,
Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε.
Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοὶς ὀσίοις σου πόνοις,
χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη,
γεραίρει ὡς μεσίτην σέ, θερμὸν πρὸς τὸν Κύριον.

Wednesday, June 24, 2015

Τέσσερα χάι κου για ένα δίχτυ

Το δίχτυ

1. Ξεκουράζεται
από την αγρυπνία
του ψαρέματος

2. Φρεσκολουσμένο
στεγνώνει τα μαλλιά του
κάτ' απ' τον ήλιο

3. Έδωσε ψάρια,
άδειασε, κι απόμεινε
έρημο σαν φως

4. Ονειρεύεται
το ψάρι που γλύτωσε
απ' τα δίχτυα του





Tuesday, June 23, 2015

Τέσσερα χάι κου για ένα παλαμάρι


1. Το τυλιγμένο
παλαμάρι, προσδοκά
ένα λιμάνι


2. Χοντροπλεγμένο
ησυχάζει σε σιωπή
σαν της μητέρας


3. Αν ξεδιπλωθεί
να δέσει το καράβι
θα τραγουδήσει


4. Δε θα τ' ακούσουν
κι ας κρατά σε λιμάνια
στοργής, τα πλοία







Monday, June 22, 2015

Tο σχόλιο της Δευτέρας - Κοτζαμάν άντρας - Καλή βδομάδα!



Κάθομαι σε μια καρέκλα του προσφιλούς μου λεωφορείου 23 και στην επόμενη στάση κάθεται δίπλα μου μια κυρία στην ηλικία της μαμάς μου. Ανεβαίνει μια συνομηλίκή της και πιάνουν μ' εγκαρδιότητα την κουβέντα. Λένε, λένε, λένε πολλά σαν να 'χουν να βρεθούν καιρό. Αν και είναι δίπλα μου δεν τις ακούω. Κοιτάζω το Επταπύργιο, τον ουρανό, το καταπράσινο λιβάδι του και ονειρεύομαι. Κατεβαίνει η φιλενάδα της διπλανής μου, αγκαλιές, φιλιά, άντε έλα απ' το σπίτι να πιούμε έναν καφέ να τα πούμε όλα αναλυτικά. Δίχως να ρωτήσω τίποτα κι ούτε καν να απορήσω για κάτι, η κυρία αρχίζει και να μου εξηγεί.
"Είμαστε κουνιάδες, κάποτε ήμασταν όλη μέρα μαζί, μετά άρχισαν να φεύγουν, χαθήκαμε. Πρώτος έφυγε ο άντρας μου. Εικοσιτρία χρόνια πριν. Όσα και το νούμερο του λεωφορείου, σκέφτομαι εγώ. Ήτανε μόνο πενήντα πέντε χρονών. Από τότε όλα μόνοι μου τα 'κανα. Τους έστειλα φαντάρους, τους πάντρεψα, χώρισαν, τους ξαναπάντρεψα, τώρα κοιτάζω και τα εγγόνια." 
Κουνάει το κεφάλι. Ένα κεφάλι δυνατό, με μυαλό, με πείσμα, αγάπη για τη ζωή. Γυναίκα λεβεντιά. Η οικονομία του λόγου των ηλικιωμένων απλών ανθρώπων είναι το καλύτερο μάθημα για τους συγγραφείς. Η γυναίκα αυτή μέσα σε λίγες λέξεις, μού είπε όλη της τη ζωή. Υπάρχει όμως και πιο αξιοζήλευτη οικονομία. Θα το συνειδητοποιήσω στο επόμενο λεωφορείο που θα πάρω.

Αν και αλωνίζω τα χωράφια του κέντρου της πόλεως πάντα με τα πόδια και μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση, αφήνοντας το 23, άγιοι Ανάργυροι, αποφασίζω να πάρω από την Τσιμισκή το 3, Φοίνικας, για να προλάβω όλες μου τις δουλειες. Έχει λίγο κόσμο και κάθομαι σε μια θέση απ' αυτές που σχηματίζουν τετράδα με άλλες δύο απέναντί τους. Δίπλα μου δεν κάθεται κανείς. Απέναντί μου όμως είναι ήδη καθισμένος ένας άντρας. Δίπλα του δεν κάθεται κανείς. Τον κοιτάζω φευγαλέα, με κοιτάζει επίμονα. Φοράει ένα σιελ κοντομάνικο μπλουζάκι καλοσιδερωμένο, ένα μπλε σορτς πάνω απ' το γόνατο και καφέ πέδιλα. Είναι χοντρούλης, καθαρός, περιποιημένος, μ' ένα πρόσωπο ανάγλυφο. Έχει έντονα ζυγωματικά και τα μάγουλα ρουφηγμένα. Κοριτσίστικα σαρκώδη χείλη, μάτια αμυγδαλωτά, αφτιά τεράστια. Τα φρεσκολουσμένα καστανά μαλλιά του έχουν ελάχιστες άσπρες τρίχες και είναι ολοφάνερα απαλά σαν μωρού, χτενισμένα προς τα πίσω. Δεν μπορώ να υπολογίσω την ηλικία του. Φαίνεται μεγαλύτερος από μένα, αλλά δεν πρέπει να είναι.

Κυρία, να σας πω;
Να μου πείτε.
Σταματάει λίγο διστάζοντας.
Πέρασα πολλά...
Με το που αρθρώνει αυτή τη φράση, τον πιάνει ένα κλάμα. Κλάμα πνιχτό, κλάμα βουβό, σπαραξικάρδιο. Το πρόσωπό του συσπάται έντονα, εμφανίζονται ρυτίδες που πάλλουνται στο μέτωπο, τα κλειστά μάτια του καταπίνουν όλα τους τα δάκρυα. Μέσα στη φράση "πέρασα πολλά", τα έχει πει όλα. Όποιος έχει πει ποτέ αυτή την κουβέντα, το ξέρει.

Πείτε μου.
Κλαίει.
Πείτε μου, πείτε μου ό,τι θέλετε.
Έχασα πριν πέντε χρόνια τον πατέρα μου. Τώρα κατάλαβα τι στήριγμα ήταν για μένα.
Δυσκολεύομαι να καταλάβω τι λέει. Κλαίει και μιλάει με δυσκολία. Δεν μπορεί να αρθρώσει καθαρά τις λεξεις. Φαίνεται να έχει κάποιο πρόβλημα στην άρθρωση.
Πείτε μου.
Χρειάζομαι βοήθεια...
Λυπάμαι, δεν έχω τίποτα να σας δώσω...
Τον ξαναπιάνει το κλάμα με νέα ένταση. Το θεώρησε προσβολή. Βλακεία μου που δεν το κατάλαβα νωρίτερα.
Δε θέλω λεφτά, να μιλήσω θέλω.
Πείτε μου.
Τι θα κάνω τώρα εγώ χωρίς τον μπαμπά μου; Η μάνα μου είναι ογδόντα χρονών, τι θα κάνω αν πεθάνει κι αυτή;
Ζει η μαμά σας; Άμα ζει, μη στεναχωριέστε, θα σας φροντίζει.
Θα πεθανει κυρία και τι θα κάνω;
Θα σας φροντίσει ο Θεός, μη στεναχωριέστε, δε θα σας αφήσει.
Είναι άγριος ο κόσμος, κυρία. Δεν τα καταφέρνω με τον κόσμο, εγώ είμαι σαν τα παιδάκια. Δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω. Όλο με παρεξηγούν. Έχετε παιδιά, δεν έχετε; Μάνα δε είστε;
Ναι, έχω.
Με νιώθετε, έτσι δεν είναι;
Ναι, σας νιώθω...
Βλεπετε φοράω βέρα, δεν είμαι παντρεμένος, του αδερφού μου είναι. Εγώ είμαι σαράντα τρία, αυτός σαράντα εφτά. Μου την έδωσε να τη φοράω. Άμα τη φοράω δε με παρεξηγούνε. Είναι άγριος ο κόσμος, κυρία, δεν ξέρετε τι έχω περάσει... Πέρασα πολλά... Κάτι λέει για τον αδερφό του που όμως δεν το καταλαβαίνω καθόλου.
Μη στεναχωριέσε, σας παρακαλώ... Πως σας λένε;
Παντελή... Εδώ κατεβαίνω, γεια σου κυρία, σ' ευχαριστώ...
Σηκώνεται όρθιος, πηγαίνει στην μπροστινή πόρτα. Λίγο πριν κατέβει γυρίζει πίσω το κεφάλι, με κοιτάζει και φωνάζει:
Σ' ευχαριστώ, κυρία, σ' ευχαριστώ...


Ξαφνικά συνειδητοποιώ πως πρέπει να κατέβω κι εγώ στην ίδια στάση. Κατεβαίνω από τη μεσαία πόρτα που είναι δίπλα μου. Ανοίγω γρήγορα το πορτοφόλι και βγάζω μια μικρή εικονίτσα του αγίου Πορφυρίου. Τον κοιτάζω  που περπατάει. Είμαι έτοιμη να τρέξω και να του τη δώσω. Κάτι όμως με συγκρατεί. Δεν ξέρω τι. Ίσως επειδή τον βλέπω να περπατα ήσυχος, ίσως γιατί κοιτάζοντας την εικόνα του τρυφερότατου αγίου αισθανομαι πως ο άγιος τον γνωρίζει ήδη καλά τον Παντελή και τον προσέχει έτσι κι αλλιώς, όπως τόσους και τόσους άλλους Παντελήδες... Παίρνω την αντίθετη κατεύθυνση για τις δουλειές μου.


Τι ήθελε η ψυχούλα; Τίποτα μεγάλο, τίποτα σπουδαίο, τίποτα ακριβό. Ήθελε το πιο σπουδαίο, το πιο μεγάλο, το πιο ακριβό. Να μιλήσει ήθελε. Να μιλήσει σε κάποιον που δε θα τον φοβηθεί, δε θα τον παρεξηγήσει. Γιατί έτσι είναι οι επίγειοι άγγελοι. Σαν τα παιδιά. Όλα τα καταλαβαίνουν κι ας μην καταλαβαίνουν τίποτα. Και τραυματίζονται βαριά ακόμα κι από ένα βλέμμα που θα τους αμφισβητήσει. 
Κοτζαμάν άντρας ο Παντελής, ένα μωρό, ας τον φροντίζει ο πατερούλης του από ψηλά που ήταν πάντα το στήριγμά του, ο άγιος που φροντίζει για όλους τους αδύναμους κι ο καλός  Θεός που μας φροντίζει όλους.







Sunday, June 21, 2015

Κυριακὴ Γ’ Ματθαὶου

 

(Ματθ. 6,22-33)

Εἶπεν ὁ Κύριος·
22. ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται·
23. ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;
24. Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.
25. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;
26. ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;
27. τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;
28. καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει·
29. λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.
30. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; 31. μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; 32. πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων.
33. ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.



 https://aerapatera.wordpress.com/2015/06/21/κυριακὴ-γ-ματθαὶου/

Thursday, June 18, 2015

Στην Πάτμο, αδερφές μου, στην Πάτμο! (δ΄ μέρος)


Ήταν η μέρα της γιορτής του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, έλαβα ένα μήνυμα από τρεις δασκάλες των Δημοτικών σχολείων του νησιου που μου έλεγαν πως όλη τη χρονιά εργάστηκαν πάνω στο Παραμύθι της Μουσικής. Διαβάζοντας το μήνυμα δεν το πίστευα. Ήταν παιδικό μου όνειρο να βρεθώ σ' αυτό το νησί. Έτσι ξεκίνησαν όλα κι έτσι βρέθηκα σε τούτο τον ευλογημένο τόπο.  Το οφείλω στον άγιο, στη Δήμητρα, στη Βάσια και στην Κωνσταντίνα. Το οφείλω και στα σχολεία τους που ανέλαβαν τη διαμονή μου, όπως και στις εκδόσεις Λιβάνη που ανέλαβαν τα εισητήρια. Η παράσταση - παρουσίαση που έγινε όμως το Σάββατο το απόγευμα στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δημοτικού σχολείου της Σκάλας, ήταν κάτι που δεν έχω ξαναζήσει. Είχε κι αυτή κάτι απ' την ξεχωριστή χάρη του τόπου.

Η Πάτμος έχει τρία Δημοτικά σχολεία στους τρεις πιο πυκονκατοικημένους οικισμούς της, στη Χώρα ψηλά, εκεί που είναι και το μοναστήρι του αγίου, η Πατμιάδα κι η ιερή σπηλιά, στη Σκάλα και στον Κάμπο. Κάθε ένας απ' αυτούς τους οικισμούς έχει τους δικούς του ανθρώπους με τα δικά τους χαρακτηριστικά. Στη Χώρα οι πλούσιοι, στον Κάμπο οι φτωχοί και στη Σκάλα άνθρωποι μιας ενδιάμεσης οικονομικής κατάστασης. Όπως συμβαίνει λίγο πολύ σε όλους τους τόπους, έτσι κι εδώ, οι τρεις αυτές μικρές πληθυσμιακές ομάδες δεν έχουν σχέσεις και επαφές μεταξύ τους. Οι μεν υποτιμούν τους δε, οι δε σνομπάρουν τους άλλους και πάει λέγοντας. Ως εκ τούτου, δεν έχουν σχέσεις και τα παιδιά τους. Οι τρεις όμως δασκάλες αποφάσισαν να αλλάξουν αυτό το στάτους και να τους ενώσουν όλους. Ερχόμενες στο νησί απο διαφορετικά μέρη της Ελλάδας, είχαν το ψύχραιμο και νηφάλιο μάτι του ξένου. Αποφασίζοντας επιπλέον να γίνουν και μόνιμοι κάτοικοι του νησιού (η μία παντρεύτηκε Πάτμιο, οι άλλες δύο ετοιμάζονται για γάμο) θέλησαν να τους ενώσουν όλους. Έτσι έλλαχε να διαλέξουν το δικό μου παραμύθι και πάνω του να υφάνουν το υφαντό της κοινής αγάπης τους για τον τόπο και για όλα τα παιδιά. 
Στην εκδήλωση που έγινε για πρώτη φορά ενώθηκαν τα τρία σχολεία, οι γονείς και τα παιδιά τους. Ήταν μια στιγμή ορόσημο στην ιστορία του νησιού. Και δεν έμεινε κανένας απέξω. Οι μουσικοί του νησιού έπαιξαν ζωντανά, όλα τα παιδιά διάβασαν από ένα απόσπασμα του παραμυθιού του οποίου την αφήγηση ξεκίνησα εγώ και στο τέλος μέσα στην κατάμεστη αίθουσα ακολούθησε μια συζήτηση με τα παιδιά που την παρακολούθησαν κι όλοι οι μεγάλοι με πολύ ενδιαφέρον. Μετά το τέλος της εκδήλωσης κατεβήκαμε στο βιβλιοπωλείο της Σκάλας, το βιβλιοπωλείο της Βούλας που είναι η ψυχή του βιβλίου στο νησί. Δεν της χρωστώ μόνο τη φιλοξενία στο μικρό κουκλίστικο βιβλιοπωλείο της, αλλά και την επίσκεψή μου την επόμενη μέρα στη μονή του Ευαγγελισμού. Χωρίς τη Βούλα θα ήταν αδύνατον να πάω.

Όταν οι άνθρωποι ενώνονται στο Καλό, το παραμύθι ζωντανεύει. Το ωραιότερο παραμύθι της πλάσης που είναι η ίδια η αγάπη. Δεν περιγράφεται με λόγια, δεν εξηγείται και δεν αναλύεται. Μόνο το ζεις με ολάνοιχτα τα φυλλοκάρδια σου και σε αλλοιώνει την καλή αλλοίωση. Μετά γίνεσαι άλλος άνθρωπος. Καλύτερος. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβεί στο νησί του Ευαγγελιστή της αγάπης; Σ' αυτό το τελευταίο μέρος του ταξιδιού για το οποίο γράφω, κλείνω ευχαριστώντας θερμά, με όλη μου την ψυχή, όλους τους ανθρώπους που συντέλεσαν σ' αυτό το πανηγύρι της αγάπης! 

Υγ. Ο τίτλος είναι μια παραλλαγή της γνωστής φράσης του Τσέχωφ από το έργο του "Τρεις αδερφές", "Στη Μόσχα, αδερφές μου, στη Μόσχα!" λένε διαρκώς. Η Μόσχα στα έργα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα καταλαμβάνει ένα σύμβολο σχεδόν μεταφυσικό για τους ανθρώπους που ζουν κάτω από σκληρές συνθήκες στη ρωσική επαρχία. Είναι το όνειρό τους να βρεθούν στη Μόσχα. Το όνειρο που τους δίνει δύναμη κι ελπίδα ν' αντέξουν την πραγματικότητα. Μικρή σημασία έχει αν θα βρεθούν τελικά ποτέ εκεί. Σημασία έχει το όνειρο. Δεν ξέρω αν πράγματι η Μόσχα θα δικαίωνε τις ελπίδες τους, αν θα δικαίωνε το όνειρό τους. Μα η Πάτμος είναι ένα όνειρο που ακόμα κι όταν πραγματοποιείται παραμένει όνειρο. Κι αυτό την κάνει μοναδική στον κόσμο.








Wednesday, June 17, 2015

Τύψεις", Ντίνος Χριστιανόπουλος



Τύψεις 
όσο περνούν οι μέρες 
και μακραίνει η ηλικία της σεμνότητας 
αισθάνομαι τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:

δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες
- μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ 
και τη βρίσκω
 μ' ένα βιβλίο στο χέρι 
να προσμένει
 βουβή ξενυχτισμένη και χλομή.





Monday, June 15, 2015

Το σχόλιο της Δευτέρας - Ο τσιγγάνος - Καλή βδομάδα!


Όταν σπούδαζα στο Παιδαγωγικό ήρθε κάποτε και για μένα η ώρα να κάνω την πρακτική μου σε κάποιο σχολείο. Κοίταξα τον κατάλογο με τα σχολεία που μας έδωσε ο υπεύθυνος καθηγητής και κατόπιν πήγα και του ζήτησα να πάω σε κάποιο σχολείο που να φοιτούν τσιγγάνοι. Μα δεν είναι στον κατάλογο κανένα τέτοιο, μου είπε. Το ξέρω, απάντησα. Αυτό σημαινει πως δε γίνεται κιόλας; Μα εκεί δε θα σε παρακολουθήσει κανείς, ούτε εγώ θα μπορέσω να έρθω. Εμένα δεν με πειράζει καθόλου, απάντησα, εσάς σας πειράζει; Όχι, είπε κάπως συνεσταλμένα βλέποντας την επιμονή μου. Πήγαινε στον Δενδροπόταμο. Έτσι, έκανα την πρακτική μου στο δημοτικό σχολείο του Δενδροποτάμου. Για την τρυφερή ηλικία των εικοσιτριών χρονών που ήμουν, ήταν μια μάλλον σκληρή εμπειρία αυτή από πολλές πλευρές. Διότι εκεί δε συνάντησα τα τρισχαριτωμένα παιδάκια που πουλούσαν χαρτομάντιλα στα φανάρια και με τα οποία συχνά είχα ενδιαφέρουσες και πολύ τρυφερές εμπειρίες.

Καταρχάς βρωμιά. Έμπαινα στην τάξη και κόντευα να λυποθυμήσω από τη μποχα. Ψείρες να αλωνίζουν τα μαλλιά των κοριτσιών. Φασαρία. Παιδιά ατίθασα διαφόρων ηλικιών στην ίδια τάξη. Ζούγκλα. Αλλά και νεαροί πρωτοδιόριστοι εκπαιδευτικοί που εξαντλούσαν την αυστηρότητά τους στα παιδιά μη έχοντας άλλους τρόπους να επιβάλλουν την τάξη. Γρήγορα κατάλαβα πως αυτά τα παιδιά χρειάζονται μια άλλου τύπου εκπαίδευση προσαρμοσμένη στα δικά τους δεδομένα. Ούτε εγώ είχα τα εφόδια για να τα καταφέρω καλύτερα. Απλώς λόγω χαρακτήρα, αλλά και λόγω του εφήμερου της παραμονής μου εκεί, είχα περισσότερη υπομονή και κέφι. Το βασικό εφόδιο που έτυχε να έχω τότε ήταν η σχέση μου με τη μουσική τους και αυτό εκμεταλλεύτηκα. Έτσι ζήσαμε μερικές πραγματικά ωραίες στιγμές που ακόμα τις θυμάμαι. Όταν βαρούσαν τα θρανία το αποτέλεσμα δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτό που θ' ακούσει κάποιος σε μια οποιαδήποτε άλλη τάξη κανονικού σχολείου. Μέσα στον ίδιο ρυθμό κάθε παιδί αυτοσχεδίαζε. Το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό. 
Μια μέρα ήρθε ένα παιδί και με ρώτησε γιατί δεν τους χτυπάω. Πάγωσα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Μια άλλη μέρα ένα άλλο παιδί μου είπε πως ο δάσκαλος το κλείδωνε στη ντουλάπα. Ένα άλλο, πως το σήκωνε ψηλά και μετά το άφηνε να πέσει κάτω. Ακραία πράγματα. Απελπιστικά τραγικά. Ωστόσο, τραγική ήταν και η θέση των δασκάλων. Οι περισσότεροι πήγαιναν σ' αυτό το σχολείο επειδή είχε λίγα μόρια κι ήταν ο μόνος τρόπος να έρθουν πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη. Ήταν απροετοίμαστοι γι' αυτό που θα συναντούσαν. Κάποιοι καταριόνταν τη μοίρα τους. Μα αν ένα κοινό σχολείο απαιτεί έναν ευσυνείδητο δάσκαλο, ένα σχολείο τσιγγάνων απαιτεί έναν πολύ ταλαντούχο. Έκτοτε, έγιναν πολλά προγράμματα που ίσως βοήθησαν. Δεν είμαι σίγουρη γι' αυτό. Οι αδύναμες ομάδες ελκύουν σαν το μέλι, εκτός από τις μέλισσες και τους κηφήνες (άπληστους χρυσοθήρες της δυστυχίας των άλλων). Όταν έφυγα απ' αυτό το σχολείο στο στόμα είχε μείνει μια γεύση πικρή.

Πριν λίγες μέρες συνέβη να συναντήσω μια ομάδα τσιγγάνων στο μετρό της Αθήνας, πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο. Στη στάση της Νερατζιώτισσας μπαίνουν πέντε τσιγγάνοι διαφόρων ηλικιών από εφτά έως τριάντα πέντε χρονών, όλοι μ' ένα ακορντεόν στο χέρι κι ανάμεσά τους μια γυναίκα μ' ένα βρέφος λίγων ημερών στα χέρια. Κρατά κι ένα μπιμπερό και πότε πότε το ταϊζει. Το θέαμα έχει μεγάλο φωτογραφικό ενδιαφέρον. Ανοίγω με τρόπο το κινητό μου και τραβώ τρεις φωτογραφίες σκεπτόμενη πως θα μπορούσα να γράψω ένα κείμενο γι' αυτούς. Για κακή μου τύχη με παίρνει είδηση ο ένας κι έρχεται με επιθετικότητα προς το μέρος μου. Εγώ κάθομαι κι αυτός από πάνω μου. Τι κάνεις, με ρωτά. Τίποτα, απαντώ. Τι κάνεις; Τίποτα. Κλείσ' το. Εντάξει. Το κλείνω. Στο βλέμμα του διαβάζω όλο το μίσος του κόσμου. Είναι ένα βλέμμα γεμάτο κακία. Βλοσυρό. Ευτυχώς που το μετρό είχε πολύ κόσμο. Σε άλλη περίπτωση νομίζω πως θα μπορούσε να τραβήξει και μαχαίρι. Ποιος ξέρει τι σκέφτηκε, τι φοβήθηκε, τι φαντάστηκε. Δεν τον κοιτούσα. Την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν τα βλέμματά μας ένιωσα το κακό του να εκτοξεύεται πάνω μου. Κανείς δεν είναι τόσο ισχυρός που να πολεμήσει το κακό, ούτε και να το αλλάξει. Το περισσότερο που μπορεί είναι να το φοβίσει χρησιμοποιώντας ισχυρότερα όπλα. Αυτό όμως δε θα το έκανα εγώ. Ούτε το ήθελα, αλλά ούτε και το μπορούσα.

Ξαφνικά ένας καρδαμωμένος άντρας σηκώνεται και του λέει επιτακτικά να κατέβουν όλοι στην επόμενη στάση. Ο πρώην νταής σ' εμένα, τσιγγάνος, χάνει το χρώμα του. Ο άντρας του ζητά εισητήριο. Ο τσιγγάνος του λέει πως δεν έχει. Του ζητά ταυτότητα. Τη δίνει. Ξαφνικά το πρόσωπό του γίνεται το αθωότερο του κόσμου. Ο άντρας έχει θυμώσει πολύ που οι τσιγγάνοι σέρνουν μαζί τους μια γυναίκα μ' ένα βρέφος για να βγάλουν λεφτά. Αυτό τον ενόχλησε. Η γυναίκα προσπαθεί να μη δείξει το φόβο της, δεν καταλαβαίνει και ελληνικά. Ο καρδαμωμένος άντρας της παραχωρεί τη θέση του και επιμένει να τους λέει να κατεβούνε. Αν δεν κατεβούνε θα πάει στον οδηγό και θα καλέσει την αστυνομία. Φορά παντελόνι αστυνομικού και αρβύλες, αλλά όχι πλήρη στολή. Ένας νεαρός ευγενικός φοιτητής αναλαμβάνει την υπεράσπιση του τσιγγάνου. Ο αστυνομικός του μιλά γλυκά και του εξηγεί πως αυτό που κάνουν με τη γυναίκα είναι απάνθρωπο και παράνομο. Δεν τον πείθει. Όταν κάνει να πάει μπροστά στον οδηγό, ο φοιτητής εξηγεί στον τσιγγάνο τα δικαιώματά του. Αν ο αστυνομικός δε φορά στολή και σεν είναι σε ώρα υπηρεσίας δεν μπορεί να σε συλλάβει. Ξαναβρίσκει το θάρρος του ο τσιγγάνος. Το πρόσωπό του ξαναβρίσκει το χρώμα του, η σβησμένη φωνή του την έντασή της. Ωστόσο, δεν το ρισκάρει. Οι πέντε τσιγγάνοι με τη γυναίκα και το μωρό κατεβαίνουν στην επόμενη στάση. Αρχίζει ολόκληρη συζήτηση στο βαγόνι. Άκρη δε βγαίνει. Και πώς να βγει;

Σκέφτομαι τα λόγια του Κυρίου στην επί του Όρους ομιλία. Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άλλοι, έτσι να συμπεριφέρεστε κι εσείς. Αυτά τα λόγια όμως έχουν να κάνουν με το καλό. Το κακό είναι ένας φαύλος κύκλος. Και φαίνεται πως όποιος το επιχειρεί, του επιστρέφει μπούμεραγκ και μάλιστα πολλαπλασιασμένο. Άκρη δε βγαίνει, τέλος δε βρίσκει. Αν ο νεαρός τσιγγάνος δεν ερχόταν πρώτα σ' εμένα, δε θα τον έβλεπε ο αστυνομικός και ίσως δε θα γινόταν τίποτα απ' όσα ακολούθησαν. Παράξενο δεν είναι; 



Sunday, June 14, 2015

Κυριακὴ Β᾽ Ματθαὶου

(Ματθ. 4,18-23)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, περιπατῶν ὁ Ἰησοῦς
18. παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς·
19. καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
20. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
21. Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς.
22. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ.
23. Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.




Tuesday, June 9, 2015

Χάι κου του ύπνου


1. Κάποιος ξαγρυπνά⋅
γλυκά μας νανουρίζει
να κοιμηθούμε

2. Ύπνου άμαξα
έρχεσαι απ' τα' αστέρια
των παραμυθιών

3. Τροφός της ζωής
ο ύπνος μάς ταϊζει
γάλα ονείρων


Sunday, June 7, 2015

Στην Πάτμο, αδερφές μου, στην Πάτμο! (στάση γ΄ - Ιερό Σπήλαιο) Καλή βδομάδα!



Φτάνω στην είσοδο του μουσείου της Ιεράς Μονής και  εκλπλήσομαι που πρέπει να πληρώσω εισητήριο. Δεν είναι που ειναι ακριβό. Τίποτα δεν είναι. Ένα μικρό ελάχιστο αντίτιμο. Είναι όμως δυνατόν να πληρώνεις εισητήριο στο σπίτι σου; Αφού ήμουνα πάντα εδώ. Εδώ γεννήθηκα κι από δω θα φύγω. Θα φύγω και πάλι εδώ θα επιστρέψω. Θέλει εισητήριο κι από μένα; Τα εισητήρια είναι για τους άλλους. Αυτους που μιλούν μια ακατανόητη γλώσσα. Που ακούν χωρίς ν' ακούν και φωτογραφίζουν για να θυμούνται όσα δε θα θυμούνται. Δε λέω τίποτα. Πληρώνω το εισητήριο και μόνο παρακαλώ ν' αφήσω την τσάντα μου που 'ναι βαριά, να την προσέχει ο ευγενικός κύριος του ταμείου.
Αγιογραφίες τέμπλων με πρόσωπα αγίων ολοζώντανα. Θαρρείς πως όσο πιο παλιά είναι μια ζωγραφιά τόσο πιο ζωντανή είναι. Μα δεν έχει να κάνει μόνο με το χρόνο αυτό. Κυρίως έχει να κάνει με τη μεγάλη τέχνη που σαν καλή γιαγιά όσο μεγαλώνει τόσο σοφότερη γίνεται και θέλεις να τρέχεις συνέχεια στην αγκαλιά της. Εδώ είναι και ο άη Δημήτρης παρέα με τον άη Γιώργη. Τι ταιριαστό δίδυμο. Ένας ολάνθιστος δεσποτικός θρόνος. Το χρυσόβουλο του Αλεξίου του Α΄ με το οποίο ιδρύεται στη Μονή η Πατμιαδα Σχολή το 1088 με την ονομασία "Φροντιστήριο μαθητών". Πιάνει όλον τον κόκκινο τοίχο από το ταβάνι ως το πάτωμα. Γράμματα κοσμήματα, ρουμπίνια μαύρα πάνω στην περγαμηνή, από τη μαύρη μελάνη των αιώνων. Άμφια, εκκλησιαστικά σκεύη, μια ιστορία σιωπηλή και κραυγάζουσα. Όχι, να πληρώσουμε εισητήριο κι εμείς κι εγώ. Καλό είναι. Αποδειχθήκαμε οι αχάριστοι κληρονόμοι. Δεχθήκαμε αμέτρητες δωρεές από το Θεό και την Ιστορία. Τόσες που λησμονήσαμε την αξία τους, το λόγο τους, την ίδια τη δωρεά. Να πληρώσουμε το αντίτιμο της μνήμης, μήπως θυμηθούμε, μήπως επανεκτιμήσουμε. Μήπως επιστρέψουμε το βλέμμα στο φως αυτό που απαγαύζουν οι αιώνες δείχνοντάς μας το αρχαίο μονοπάτι. Το μόνο που οδηγεί στο φως.

Πάτμος ή άλλως, Πάτνος. Ο Στράβωνας κι ο Θουκυδίδης την αναφέρουν Πάτνο εκ του πάτνη που θα πει Φάτνη. Στους ρωμαϊκούς χρόνους τόπος εξορίας των πολιτικών κρατουμένων. Τόπος εξορίας του Ιωάννη. Φάτνη. Αυτό είναι η Πάτμος μέχρι σήμερα. Φάτνη στοργική.

Κατηφορίζω προς το Ιερό Σπήλαιο της Αποκαλύψεως. Ρωτώ ένα νεαρό κηπουρό ποια διαδρομή ν' ακολουθήσω. Με συμβουλεύει να μην πάω απ' τη δημοσιά, αλλα να κόψω δρόμο απ' το μονοπάτι. Περπατώντας πάνω στις πέτρες και τ' αγριόχορτα συγκινούμαι. Εδώ περπατούσαν τα άγια ποδαράκια του ποιητή της αγάπης. Οι πέτρες τα θυμούνται. Οι πέτρες όλα τα θυμούνται. Κάπου εδώ θα έκανε τις βόλτες του ο εξόριστος μαθητής τής εξόριστης αγάπης. Κι εγώ τώρα εδώ περπατώ. Η εξόριστη, η τόσο λειψή στην αγάπη. Αστράφτει κάτω η θάλασσα. Οι πτυχώσεις του νησιού σαν ξέφτια από ύφασμα παμπάλαιο και ακριβό εισχωρούν στο υδάτινο σώμα κι ενώνονται μαζί του. 
Περνώ έξω από την Πατμιάδα. Η έναρξη λειτουργίας της δεν έγινε σύμφωνα με το χρυασόβουλο του Αυτοκράτορα, αλλά το 1534, που οργανώθηκε από το Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Γρηγόριο και συστηματικότερα από το 17ο αιώνα, όταν εξασφαλίσθηκε η οικονομική συντήρηση από τον επιφανή Έλληνα Μανωλάκη Καστοριανό, κάτοικο Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια από το 1713 που ανέλαβε τη διδασκαλία σ΄ αυτήν ως γυμνασιάρχης ο Πάτμιος στην καταγωγή Μακάριος Καλογεράς.
Εκείνοι οι άνθρωποι δεν κόπτονταν μόνο για τα κεκτημένα και τα δικαιώματα. Έχτιζαν και συντηρούσαν σχολεία, μοναστήρια, ιδρύματα. Πού πήγε αυτή η αρχοντιά; Πώς μετατραπήκαμε από άρχοντες σε δούλους αγνώμονες που όλοι μας χρωστούν κι εμείς δεν χρωστούμε σε κανέναν; Η αρχοντιά πέταξε μακριά απ' τους άρχοντες. Όση απόμεινε φιλοξενείται στο δίλεπτο της χήρας, το δίλεπτο του πονεμένου, του αναγκεμένου που ακόμα προσφέρει από το υστέρημά του και την περίσσεια της αγάπης του.

Στο μονοπάτι συναντώ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ξένων, ο άντρας κρατά μπαστούνι, με ρωτούν στ' αγγλικά αν προχωρούν σωστά για τη σπηλιά. Δεν είμαι σίγουρη για τη διαδρομή. Πώς να τους εξηγήσω πως δεν ξέρω ακριβώς πού πηγαίνω και πως με οδηγούν τα πόδια μου χωρίς το μυαλό μου; Πώς να το καταλάβει αυτό ένας ξένος; Τους αφήνω πίσω μου. Αυτό που ξέρω είναι πως με το ρυθμό που περπατούν δε θα την προλάβουν ανοιχτή. Κλείνει σε ένα τέταρτο, αλλά δε τους το λέω. Ας μην τους απογοητεύσω. Στο κάτω κάτω μπορεί και να τους ανοίξουν. Πώς μπορώ να είμαι σίγουρη; Αυτά είναι δουλειές του αγίου, όχι δικές μου.
Φτάνω στην είσοδο και μπαίνω. Σαράντα πέντε σκαλιά θα κατεβείτε, μου λένε. Μωρέ και σαράντα πέντε και εκατόν πέντε. Όσα είναι θα τα κατέβω κι αν δεν μπορώ να τα ανέβω μετά, το πολύ πολύ να κατασκηνώσω εδώ. Ανακαλώ στη μνήμη μου την εμπειρία του αγίου Πορφυρίου. Ερχόμενος εδώ προσευχήθηκε να ζήσει την εμπειρία εκείνων των φοβερών στιγμών που δόθηκε στον άγιο Ιωάννη η Αποκάλυψη. Κατάλαβε πως υπάρχει κάποιο εμπόδιο. Πώς κάποιος κακόβουλος αόρατος τον εμποδίζει. Δεν το εξεβίασε. Βγήκε έξω, χάιδεψε τα λουλούδια, έκανε πως δε συμβαίνει τίποτα, να ξεχαστεί αυτός που τον εμπόδιζε. Κι όταν ξαναμπήκε στη σπηλιά έζησε αυτό για το οποίο καιγόταν η καρδιά του. Ο άγιος Πορφύριος, ο άγιος της μαγάλης αγάπης των καιρών μας.
Προσκυνώ τις εικόνες και κάθομαι σε μια καρέκλα. Ο βράχος είναι σχεδόν στο μπόι μου. Το ακαριαίο του σχίσιμο σου τεμαχίζει την καρδιά. Δεξιά στο βράχο δύο γούβες ντυμένες ασήμι. Ρωτώ τον καλόγερο που είναι εκεί και μου λέει πως στη μία έβαζε το κεφάλι και στην άλλη το χέρι του ο άγιος Ιωάννης. Κάθομαι και κοιτώ. Δεν κάνω τίποτα. Κοιτώ και κάθομαι. Η φλύαρη ξένη κυρία φεύγει από δίπλα μου με τον συνομιλητή της και μένω μόνη. Για πρώτη φορά, είναι αρκετό. Ο καλόγερος κλείνει το παράθυρο. Σηκώνομαι να φύγω. Είναι ώρα να κλείσουν. Βγαίνω και ανηφορίζω γεμάτη χαρά. Αγαλλίαση. Φως των σπλάχνων. Πηγαίνω στο ξεονοδοχείο να ξεκουραστώ λίγο γιατί το απόγευμα είναι η εκδήλωση της παρουσίασης του Παραμυθιού της Μουσικής. Ο ευαγγελιστής της αγάπης έβαλε διαμεσολαβητές τα παιδιά για να με φέρει κοντά του. Για τον καθένα μας οι άγιοι ξέρουν τον τρόπο. Γιατί καθένας έχει τον τρόπο του κι αυτοί τον ξέρουν. Τον ευχαριστώ ολόψυχα.