Labels

Thursday, September 28, 2017

Τραγούδι του Αγίου Χαρίτωνα


Του Ικονίου ήτανε ο όσιος βλστάρι
κι ήταν λεπτός και ευγενής σαν το ξανθό το στάρι
Τρίτο αιώνα έζησε, τόσο ευλογημένος
Χαρίτων, χαριτόβρυτος και τρισχαριτωμένος
Κήρυττε σ' όλους τον Χριστό κι ας οι διωγμοί ξεσπούσαν
του Αυρηλλιανού, κι εκεί πόσοι δε μαρτυρούσαν
Τον φώναξε ο διοικητής: "Αυτό μη μου το κάνεις,
του λέει, τη θρησκεία μας στο στόμα σου μην βάνεις
Αρχαία είν' τα είδωλα κι η πίστη των προγόνων
παίρνεις ανθρώπους στο λαιμό δικών τους απογώνων
Πάψε, λοιπον, το κήρυγμα της νέας σου θρησκείας
και κάνε κάποια πράγματα άλλης σου αρεσκείας"
"Εγώ ν' αλλάξω, δεν μπορώ. Θα ευχόμουνα ν' αλλάξεις
εσύ και η παρέα σου, διοικητά της τάξης"
Οργίστηκε ο άρχοντας, σκληρά τον βασανίζει
Με σιδερένιους όνυχες τη σάρκα του ξεσχίζει
δαυλούς ανάβει, βάναυσα το σώμα του φλογίζει
και τον οσιομάρτυρα στο τέλος φυλακίζει
(Αγιασμένες φυλακές, πόσους φιλοξενήσαν
αγίους, αδικούμενους που ούτε προξενήσαν 
κάτι κακό οι ταπεινοί και ταλαιπωρημένοι
Μέχρι και τον Χριστό σ' αυτές ανάγκασαν να μένει) 
Περνούνε και παρέρχονται ακάθεκτοι οι χρόνοι
κι ο Αυρηλιανός, λοιπόν, πεθαίνει εις την Ρώμη
Αφήνουν τον Χαρίτωνα ελεύθερο να πάει
στους Άγιους Τόπους που ποθεί να δει όσα πατάει 
το πόδι του Κυρίου του σαν ήρθε μες στην πλάση
Στον δρόμο,  τού ορμούν ληστές, δεν πρόλαβε να φτάσει
εκεί που πόθαγε η ψυχή. Τον πάνε στη σπηλιά τους
Σε μία άκρη τον πετούν, λεφτά ζητούν, μα αλιά τους,
πού να τα βρει ο δύστυχος. Ένας ο θησαυρός του
κι αυτός ήταν πνευματικός, ο Κύρης και Θεός του
Μια μέρα πάνε στη δουλειά κι αφήνουν σε δοχείο
κρασί να πιούνε ύστερα, μα ζωντανό στοιχείο,
μία οχιά φαρμακερή, θα χύσει το φαρμάκι
μέσα στο κιούπι κι ύστερα σαν πιουν στο ποτηράκι
όλο τους το παλιό κρασί, όλοι τους θα πεθάνουν
Την ίδια ώρα τα δεσμά άγγελοι θα τα κάνουν
να σωριαστούν στα χώματα. Ο όσιος γονατίζει
με πόνο και με δάκρυα για τιους ληστές ψελλίζει
την προσευχή του τη θερμή, για να τους συγχωρέσει
ο Κύριος, και στην χαρά κι αυτούς να τους χωρέσει
Μια φώτιση τού έρχεται τευθύς μόλις τελειώνει
την προσευχή, και τη σπηλιά έτσι μεταμορφώνει
Μια εκκλησιά την έκανε κι έθαψε τους ληστές του 
Τι τυχεροί που στάθηκαν να γίνουν κτήτορές του 
Έτσι εργάζεται ο Θεός. Όλων τη σωτηρία
ποθεί μ' αγάπη περισσή, τους σώζει απ' τα θηρία
Με τον καιρό προσέρχονται πλήθη πολλά να γίνουν
καλόγεροι που στη σπηλιά-μονή θα παραμείνουν
Ερωδιοί και εραστές Κυρίου που δοξάζουν
ακοίμητοι τον Πλάστη τους κι όσο αυτοί μονάζουν
το μοναστήρι της σπηλιάς γίνεται μία Λαύρα 
μεγάλη πια όπου φυσά του Ιησού η αύρα
Ο άγιος θαυματουργεί, νερό 'πό πέτρα βγάζει
που τρέχει έως σήμερα κι όλους τους αγιάζει
Σε βαθύ γήρας έφθασε μέχρι να 'ρθει η μέρα
που έφυγε απ' τη ζωή και πήγε στον Πατέρα
Στης Καλοσύνης το θρονί σιμά, τώρα πρεσβεύει
όλες τις αστοχίες μας, Εκείνος να γιατρεύει



Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008 

Wednesday, September 27, 2017

Συνέντευξη του Γιάννη Τσαρούχη στην Άννα Μιχαλιτσιάνου


– Πόσο αισιόδοξος είσθε για την ελληνική κοινωνία;
– Υπάρχουν στοιχεία επιστροφής που μας οδηγούν στα παλιά και στοιχεία που ενθουσιάζονται, εργάζονται για το μέλλον. Νομίζω ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Αλλά η σημερινή πρόοδος και η τεχνική καταστρέφει, γιατί δεν αγγίζει τον άνθρωπο. Τον οδηγεί μόνο στο να κοιτά το συμφέρον του. Συχνά είμαι ο τελευταίος των ανθρώπων που σκέφτεται εθνικά ή ο πρώτος. Στο βάθος είμαι ο πρώτος. Έχει φέρει πολλές δυσκολίες η ομαδική εκτέλεση των εθνικών ιδεωδών. Δεν πρέπει όμως να περιορίζεται κανείς στις γνώμες, πρέπει να προχωρά στην ουσία.
– Το εθνικό σάς απασχολεί πάρα πολύ. Πιστεύετε τελικά ότι αυτό που είναι εθνικό γίνεται παγκόσμιο;
– Ο μόνος δρόμος για να γίνει κάτι παγκόσμιο είναι να είναι εθνικό. Βέβαια, διαθέτουμε κακά στοιχεία σαν λαός, την κλεψιά, την απάτη, αλλά πρέπει να θέλουμε να είμαστε Έλληνες. Να θυσιαζόμαστε για την Ελλάδα. Αυτό δεν το κάνει η πολιτική, η οποία πλησιάζει τους άλλους για να υπάρχει αυτή κι όχι για να σώσει την Ελλάδα.
– Μπορείτε αλήθεια, να μου πείτε ποιο είναι το κακό και το καλό που κρύβετε μέσα σας;
– Το κακό είναι η επιπολαιότης, η πειθαρχία στον εξευρωπαϊσμό, ότι κάνω τον πολιτισμένο, ότι έχω καλές σχέσεις με την Ευρώπη. Αυτό βέβαια εκτιμάται στην Ελλάδα και μου δίνουν δουλειές. Το καλό, το αληθινό είναι ότι έμεινα μόνος πολλές φορές και μπόρεσα να κάνω αυτό που έπρεπε σαν Έλληνας, πράγμα που θα τιμήσει ο ευρωπαίος.
– Μπαίνουμε στο 2000. Το 1992 και η πλήρης ενοποίηση της ΕΟΚ είναι προ των θυρών. Προμηνύονται σημαντικές ανατροπές.
– Στις μεγάλες ανατροπές κερδίζουν αυτοί που έχουν χρήματα. Τίποτε άλλο όμως.
– Και ο πνευματικός κόσμος της Ελλάδας;
– Αυτός είναι ανύπαρκτος. Είναι μίμηση του ξένου. Στην Ελλάδα έκανα μια καριέρα ως ευρωπαίος, ως ταξιδεμένος, όχι ως καλλιτέχνης.
– Δεν καταλαβαίνω. Πώς γίνεται ν’ αναγνωρίζετε ότι υπάρχει λαός, με τιη ζωντανή έννοια που του δίνετε, και να μην υπάρχει πνευματική ηγεσία;
– Δεν υπάρχει, γιατί ο Έλληνας είναι σνομπ κι εξωτικός. Το ξένο τον ενδιαφέρει πιο πολύ από το ντόπιο. Δεν έχει απόσταση για να δει τα πράγματα όπως είναι. Πρέπει να προβάλλει κανείς αυτό που αξίζει κι όχι αυτό που δεν αξίζει. Κι αυτό δεν συμβαίνει σ’ εμάς. Αυτό όμως θα έπρεπε να κάνει ο πνευματικός κόσμος...
– Ζωγραφίζετε, γράφετε ποιήματα και πεζογραφήματα, σκηνοθετείτε, μεταφράζετε, φτιάχνετε σκηνικά. Υπάρχει κάτι που να επιθυμήσατε και να μην το κάνατε;
– Υπάρχουν πολλά. Ο κόσμος μάλλον δεν μέ θέλει. Περνά και κοιτά βέβαια, αλλά στο βάθος τρέμει αυτά που κάνω, γιατί τον αχρηστεύουν. Να λοιπόν ένας λόγος που δεν με θέλουν. Ναι, υπάρχουν ορισμένα πράγματα ακόμη για τα οποία αγωνίζομαι.
– Όπως;
– Στο θέατρο και τη ζωγραφική θέλω να είμαι υπάλληλος των μεγάλων εκπροσώπων της τέχνης. Η Γαλλία είναι ωραία μόνο για τη Γαλλία. Αλλά στην Ελλάδα ισχύουν διαφορετικά ιδανικά. Πήγα και μελέτησα το Λούβρο μόνος μου. Πήγα τη στιγμή που ήμουν έτοιμος, είχα τη δυνατότητα να μάθω τι θα μπορούσε να δώσει η ευρωπαϊκή τέχνη στην Ελλάδα. Κι όχι να διαπρέψω με το να γίνω Γάλλος. Δεν θέλησα ποτέ να γίνω κάτι το ευρωπαϊκό. Θά ’θελα, λοιπόν, να φτιάξω ένα έργο το οποίο θα φτάνει στο αντικειμενικό ζώντας μέσα απ’ την πραγματικότητα που υπάρχει. Για να.καταλάβετε τι εννοώ, πιστεύω ότι ο Γκρέκο θα ήταν πιο μεγάλος ζωγράφος αν έμενε, αν μπορούσε να μείνει, στην Κρήτη. Αν είχε ζωγραφίσει τους Κρητικούς. Επήγε στην Ισπανία κι έγινε ένας βιρτουόζος αισθητικός. Σήμερα πρέπει να κοιτάμε πάνω από την αισθητική. Το περιεχόμενο είναι πιο σπουδαίο.
– Η μοντέρνα ζωγραφική σας αρέσει;
– Όχι. Βρίσκω ότι έχει ξεπεραστεί. Ήταν μια μόδα. Τώρα είναι πια η Ακαδημία του κράτους.
– Η ζωγραφική δηλαδή επιστρέφει στην εικόνα;
– Στη ζωγραφική. Επιστρέφει στη ζωγραφική.
– Επειδή ζερω τις απόψεις σας για τις γυναίκες που φορούν  παντελόνι, σήμερα, φόρεσα φουστάνι  ειδικά για σάς.
– Φοράτε παντελόνια συνήθως;
– Ναι.
– Κακώς. Η γυναίκα διάλεξε ένα από τα ελαττώματα του ανδρός – να φορά δηλαδή παντελόνι – κι αυτό δείχνει τον ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ τους! Η μεγάλη «πρόοδος» των γυναικών είναι ότι πήραν τα ελαττώματα του άνδρα και τα έκαναν δικά τους. Το κάπνισμα, το παντελόνι...
– Δηλαδή δεν σας αρέσει ο ρόλος της σημερινής γυναίκας...
– Όχι. Έτσι που πάει, κινδυνεύει να χαθεί. Πρέπει να επιστρέψει στην παρθενία, στην αρετή, μέχρι τα 18 που θα κάνει το πρώτο της παιδί. Πώς μπορεί να επιδιώκει μ’ αυτό τον τρόπο να χειραφετηθεί ένας άνθρωπος, που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο γεγονός της φύσεως; Το θαύμα της φύσεως! Η γυναίκα πρέπει να νοιάζεται για τη διαιώνιση του είδους. Αυτό πρέπει να το παίρνει στα σοβαρά. Είναι πολύ μεγάλο γεγονός. Μετά κανείς οφείλει ν’ ασχολείται με το θάνατό του. Και ο άνδρας και η γυναίκα.
– Δεν είναι πολύ ακραία, η θέση σας; Ιδιαίτερα σήμερα, που τα πράγματα έχουν εντελώς αλλάξει;
– Μόνο με ακραίες θέσεις μπορείς να φτάσεις κάπου. Σκοπός είναι να δείχνει κανείς τα προοδευτικά πηγαίνοντας στα παλιά. Αυτό είναι πράξη αληθινή. Αν θέλετε, υπήρξα ακραίος, κοιτώντας το σωστό και πώς θα πραγματοποιηθεί. Όχι όμως ακραία για την ανθρωπότητα. Μπορεί βέβαια να με θεωρούν ακραίο όσοι αγνοούν την ουσία.
Από συνέντευξη για την “Καθημερινή” της Κυριακής 2/10/1988
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Καφενείον ¨το Νέον¨ τη νύχτα", 1965) είναι έργο του Γιάννη Τσαρούχη.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο

http://antifono.gr/portal/κατηγορίες/τέχνες/γραπτός-λόγος/5632-να-κοιτάμε-πάνω-από-την-αισθητική.html

Tuesday, September 26, 2017

Τραγούδι του Αγίου Καλλίστρατου και των συν αυτώ 49 στρατιωτών


Επί Διοκλητιανού και στο ρωμαϊκό στρατό του
Στρατιώτης ο Καλλίστρατος, και αν και το χωριό του
η Καρχηδόνα ήτανε, διέμενε στη Ρώμη
Ως εκ προγόνων χριστιανός, δεν είχε μόνο ρώμη
Αλλά πλήθος χαρίσματα που τα 'κανε όλα πράξη
Μα αυτοί που τον φθονούσανε απ' του στρατού την τάξη
στον στρατηγό κατέδωσαν τον άξιο στρατιώτη 
"Λένε πως είσαι χριστιανός", του λέει αυτός, "και ότι
για την αγάπη στον Χριστό θα έδινες τα πάντα".
 "Σίγουρα είμαι χριστιανός",  του απαντάει. "Γιάντα
να βασανίζεσαι λοιπόν; Και είμαι και θα μείνω
και το ποτήρι το πικρό, σαν νέκταρ θα το πίνω
Κάνε αυτό που σκέφτηκες και μην αργοπορήσεις
Ό,τι κι αν κάνεις, τον Χριστό ποτέ δε θα νικήσεις" 
Φρικτά τον βασανίζουνε τον άγιο με μένος
Στα χείλη τοου η προσευχή και στην καρδιά ο αίνος
ξεχείλιζε για το Χριστό από τη Θεία Χάρη
που τόσο τον δυνάμωνε,  ώστε αυτός να άρει
με θάρρος τον βαρύ σταυρό στην πλάτη την αντρίκια
Τον δέρνουνε με βούνευρα, τον ξύνουνε με νύχια
πάνω σε θραύσματα γυαλιών το σώμα του κυλούνε
Μα νιώθει πως από ψηλά οι άγιοι τον κρατούνε
Όπως κι εμείς πολλές φορές που τόσο πλια πονούμε
σωματικά και ψυχικά και κάποιος μας κρατάει
της Παναγίας η στοργή, η ανάσα που φυσάει 
τόσων αγίων πάνω μας και του Χριστού  το χέρι
Σ' ένα ασκί δερμάτινο τον βάζουν και στα μέρη
της θάλασσας της άδολης τον ρίχνουν να γλιτώσουν
Μα αν δε θέλει ο Θεός, ό,τι κι αν αποσώσουν
οι άνθρωποι, δε γίνεται. Βγαίνει από το κύμα
και σώος μα και αβλαβής ο άγιος. Στο κρίμα
και μπρος στο άδικο ριγούν οι σαρανταεννέα
- Όπως φαντάροι στέκονται μπροστά στον δεκανέα- 
στρατιώτες του που βλέπουνε να 'χει ο άγιος λάμψη
το θαύμα κι η υπομονή που έχει θα τους κάμψει
Μέγας ο του Καλλίστρατου Θεός, βροντοφωνάζουν
Είν' ο Χριστός αληθινός, ό,τι κι αν διατάζουν
οι στρατηγοί κι οι άρχοντες. Κι εμείς, τώρα μαζί του,
μπορούμε να πεθάνουμε σαν χριστιανοί δικοί του!
Σ' ένα μπουντρούμι όλους τους κατόπίν τους κλειδώνουν
Κι εκεί με θεϊκά κλειδιά που πόρτες ξεκλειδώνουν
ο άγιος Καλλίστρατος κηρύττει τον Θεό του
Σταύρωση και Ανάσταση, Δεύτερο ερχομό Του
Ακόμη περισσότερο τότε αυτοί πιστεύουν
Ύστερα απ' την κατήχηση, μ' επίγνωση γυρευουν
να απαντήσουν τον Χριστό ό,τι κι αν τους κοστίσει
Τους βγάζουν απ' τη φυλακή κι ο άγιος θα γκρεμίσει
μονάχα με την προσευχή ένα ναό ειδώλων
Μπροστά στη σκόνη του ναού και των ειδώλων όλων
ο στρατηγός διέταξε να αποκεφαλίσουν
και τους πενήντα πάραυτα, κανέναν μην αφήσουν
Μα άλλοι ογδόντα κι εκατό και πέντε στρατιώτες
το θαύμα βλέποντας σκιρτούν, τις σκόνες τις αρνούνται
κι ομολογούνε τον Χριστό. Οι υπόλοιποι φοβούνται
και πιότερο ο στρατηγός.  "Πάει το στράτευμά μου,
κι αν σφάξω τώρα και αυτούς, ποια θα 'ναι η δουλειά μου;
Σ' εσάς, χαρίζω τη ζωή, κάνετε ό,τι θέτε." 
Συγκινημένοι παίρνουνε τα λείψανα, που λέτε
όλων όσων μαρτύρησαν, οι χριστιανοί οι άλλοι
ενώ την ίδια τη στιγμή εκείνη σε γη άλλη
ελάμβαναν αμάραντο στέφανο οι ψυχές τους
για τη μεγάλη πίστη τους και για τις αντοχές τους  




Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008 


Monday, September 25, 2017

Τραγούδι της Οσίας Ευφροσύνης


Στου Θεοδοσίου, τον καιρό, του δεύτερου, συμβαίνει
την Ευφροσύνη, που ορφανή στα δυο της χρόνια μένει
από μανούλα στοργική, να την αρραβωνιάσει,
αθέλητα, ο πατέρας της, ώστε όταν γεράσει
να δει εγγόνια και χαρές. Ενώ αυτός γλεντάει
εκείνη άλλα σχέδια στο νου κλωθογυρνάει
Φοράει ρούχα αντρικά και φεύγει απ' την πόλη
Θέλει να γίνει του Χριστού νύμφη, κι ας λένε όλοι
Την πόρτα του μοναστηριού χτυπάει, την κοιτούνε
που μοιάζει σαν αγένειο παιδί και απορούνε
"Ευνούχος είμαι, αδερφοί", λέει, "του βασιλιά μου
Ήρθα να γίνω μοναχός κι άφησα τη δουλειά μου
Εγώ τον Κύριο ποθώ, παλάτια, βασιλιάδες
άφησα για πνευματικών πολέμων Ιλιάδες
Όσοι και αν μου χρειαστούν, εγώ για το Χριστό μου
θα υποστώ τα πάνδεινα. Είναι το ριζικό μου."
Την πήρανε οι αδερφοί, Σμάραγδο τον φωνάζουν
Σε όλα πρώτος γίνεται κι όλοι τον λογαριάζουν 
Ψαθί έχει για κράββάτο, λίθο για μαξιλάρι
Περνούνε χρόνοι και καιροί, κανείς δε θα το πάρει
είδηση, πως ο Σμάραγδος, γυναίκα είναι, κόρη
πατέρα που τριάντα οχτώ χρόνια γυρνά τα όρη
φωνάζοντας: "κορούλα μου, πού είσαι, γύρνα πίσω
Μοναχοκόρη μου γλυκειά, έλα προτού ν' αφήσω
την τελευταία μου πνοή. Έλα πια στον πατέρα"
Ο Σμάραγδος εγέρασε κι αρρώστησε μια μέρα
Μα από καιρού και εις καιρόν, δίχως να το γνωρίζει
η κόρη του πως ήτανε εκεί που όλο γυρίζει
πήγαινε ο πατέρας της σ' αυτό το μοναστήρι
να βρει κάποια παρηγοριά για το πικρό ποτήρι
που έπινε τόσο καιρό. Λιγο πρτού πεθάνει
τον κάλεσε η κόρη του και στο κελί της πιάνει
να πει το μέγα μυστικό που είχε φυλαγμένο.
"Εγώ είμαι πατέρα μου, το τέκνο το χαμένο
Σ' ευχαριστώ που μ' αγαπάς, συχώρου μου τον πόνο
που χρόνια σε επότισα και την ευχή σου μόνο
δώσε μου για ν' αναπαυθώ σ' Αυτόν που περιμένει
να πάρει την ψυχούλα μου". Άφωνος τότε μένει
ο δόλιος ο πατέρας της κι η κόρη φτερουγίζει
μες στους γαλάζιους ουρανούς. Πέφτει αυτός, λυγίζει
τα γόνατα κι ημιθανής μες στο κελί ξαπλώνει
Όταν, λοιπόν, συνέρχεται, τότε και φανερώνει
στους μοναχούς το μυστικό. Κλαίει με την ψυχή του
Πόσα χρόνια το ήθελε να κλάψει και αλί του
ήρθε η ώρα κι η στιγμή να βγει έτσι το κλάμα
που μάζευε τόσο καιρό σαν μπήκε αυτή η λάμα
του μαχαιριού μες στην καριδά. Στο τέλος τούς δηλώνει:
"Να φύγω τώρα δεν μπορώ. Καρδιά δεν το σηκώνει.
Θα μείνω στο κελάκι της και πάνω στο ψαθί της
θα τρώγω, θα προσεύχομαι με την ανάμνησή της
μέχρι να έρθει η ώρα μου κοντά της για να πάω
Τίποτα δεν άγαπησα και πλιο δεν αγαπάω"
Δέκα χρόνια ο γέροντας σκληρούς αγώνες κάνει
Στον δέκατο, ο σπλαχνικός Θεός τονε προφθάνει
Και δίπλα στην κορούλα του τον βάζει να γελάει
για μια αιωνιότητα που τέλος δε χωράει 


Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008 





Sunday, September 24, 2017

Κυριακὴ Α᾽Λουκᾶ

Αποτέλεσμα εικόνας για α λουκα

(Λουκ. 5,1-11)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς 
1. παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 
2. εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα.
3. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους.
4. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν.
5. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον.
6. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν.
7. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 
8. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε. 
9. θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 
10. ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 
11. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.







Friday, September 22, 2017

Τραγούδι του Αγίου Φωκά


Στα χρόνια του Τραϊανού και στης Σινώπης τόπο
ένα παιδάκι, θαύματα τελούσε δίχως κόπο
Βλαστάρι ήταν ο Φωκάς του Πέτρου και Ανδρέα
Το έργο το αποστολικό συνέχιζε ωραία
Έβγαζε τα δαιμόνια, σήκωνε πεθαμένους,
κήρυττε, περιόδευε, σ' όλους τους διψασμένους
Επίσκοπο τον κάνουνε όταν πια μεγαλώνει
και η Σινώπη χαίρεται, πολύ τον καμαρώνει
Μια μέρα, μέσα στο ναό, λευκό περιστεράκι
κάθεται στο κεφάλι του: "Θα πιεις το ποτηράκι
που σε κερνάω;" τον ρωτά κι εκείνος καταφάσκει
Προλέγει το μαρτύριο κι ό, τι αυτός θα πάσχει
Πηγαίνουν στον Αφρικανό, διοικητή της πόλης
και καταδίδουν τον Φωκά οι ειδωλολάτρες όλης
Της επαρχίας όπου ζει Μα σαν τον βασανίζουν
σεισμοί, θεμέλια της γης, άγρια συγκλονίζουν
Από τον φόβο τον πολύ ο Αφρικανός πεθαίνει
Ο σπλαχνικός ό άγιος όμως τον ανασταίνει
αφού οι οικείοι κλαίγοντας θερμά τον ικετεύουν
"Χριστέ μου, σήκωσέ τονα,  χάριν αυτών που κλαίγουν"
Λέει, κι αυτός σηκώνεται.  "Άφησέ τον να ζήσει"
παρακαλούν οι συγγενείς κι αυτός θα τον αφήσει
Το έργο δε σταμάτησε ο άγιος. Κατόπι
το κήρυγμά του αντήχησαν όλοι  οι γύρω τόποι 
Μέχρι που ο Τραϊανός ήρθε στην εξουσία 
Απ'  την καρδιά του το καλό πάντα είχε απουσία
Παρόλο που τον άφησε άφωνο απαντώντας
εκείνος δεν επείσθηκε, και σε λουτρό σκουντώντας
τον άγιο, τον βάλανε, λουτρό φωτιά και λαύρα
Εκεί αφήνει την πνοή και τη στερνή του αύρα
ο άγιος των ναυτικών που όλες τις τρικυμίες
ησυχαζε με προσευχή και αυστηρές νηστείες
μέχρι να 'ρθει ο Νικόλαος των Μύρων της Λυκίας
Τον έθαψαν οι χριστιανοί, τον κλάψαν και γευτήκαν
τις χάρες και τα θαύματα που απ' το μνήμα βγήκαν
Παπα Νικόλας ο Πλανάς τόσο τον αγαπούσε
που στη γιορτή του πάντοτε εκείνος λειτουργούσε
Σε μια αγρυπνία κάποτε, λένε οι μαρτυρίες
τον είδαν όλοι οι πιστοί, κύριοι και κυρίες
μες στο ναό να σεργιανά, κι όταν λοιπόν ρωτήσαν
τον άγιό μας, τον Πλανά, ποιος είναι, που απορήσαν,
με το πανωκαλλύμαυχο, ετούτος που γυρνάει
μες στο ναό μας, γέροντα; Εκείνος απαντάει
Είναι ο μάρτυς ο Φωκάς π' όλους μας αγαπάει. 




Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008 

Thursday, September 21, 2017

Της μεγάλης Υπομονής η μικρή ιστορία

Η Υπομονή ήταν της Νύχτας πρωτότοκη κόρη. 
Με το που γεννήθηκε ρώτησε τη μητέρα της 
Πότε, επί τέλους, θα ξημερώσει, μάνα;
Μα ήταν μεγάλη η Νύχτα εκείνη
Να ξημερώσει άργησε
Όταν όμως ξημέρωσε ήταν ήδη μεγάλη και η Υπομονή
Και ήταν τέτοιο το κάλλος της 
Που την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα ο Ήλιος μόλις την αντίκρυσε 

Από τότε έγινε η αιώνια ερωμένη του Φωτός

Τραγούδι του Αγίου Ευσταθίου


Στα χρόνια του Τραϊανού, σπουδαίος στρατηλάτης
ήτανε ο Ευστάθιος, μα και ειδωλολάτρης
Ήταν επίσης σπλαχνικός και τόσο ελεήμων
που εμφανίστηκε σ' αυτόν μια μέρα ο Οικτίρμων
Μέσα στο δάσος μια φορά κι εκεί που κυνηγούσε,
ένα ελάφι αλλοιώτικο μπροστά του προχωρούσε
Βάλθηκε να το κυνηγά, μα πού να το προφθάσει
Κάποτε εκείνο σταματά κι εκείνος σαν το φθάσει
θα δει πάνω απ' τα κέρατα ένα σταυρό να λάμπει
"Είμαι ο Ιησούς Χριστός" λέει κι οι γύρω κάμποι
τον λόγο του αντιλαλούν. "Τι με καταδιώκεις; 
Πάντα δικός μου ήσουνα, στα σπλάχνα μου κατώκεις"
Γίνεται έτσι χριστιανός ο Ευςτάθιος. Μαζί του
όλη οι οικογένεια βαφτίζεται. Μα, αλί του,
αρχίζουν τόσα βάσανα που του Ιώβ θυμίζουν
Δοκιμασίες πάμπολλες που αρετές χαρίζουν
Χάνει γυναίκα και παιδιά, χρήμα, περιουσία 
τη θέση του στο στράτευμα, και μένει στην ουσία 
μόνος, φτωχός και έρημος αυτός με τον Θεό του
Σαν ζήτουλας κυκλοφορεί. Θα 'ναι για το καλό του,
σκέφτεται με υπομονή κι όλα τα υπομένει
αγόγγυστα ο ευσεβής και πάντα περιμένει
Ώσπου η Θεία Πρόνοια, που δεν εγκαταλείπει
τα σπλάχνα της αφρόντιστα, του αφαιρεί τη λύπη
Τη Ρώμη βάρβαρος εχθρός, ζητά να αφανίσει
κι ο αυτοκράτορ του ζητά να 'ρθει να βοηθήσει
Του δίνει το αξίωμα που είχε, και νικάει
έτσι, τον βάρβαρο εχθρό κι αμέσως μετά πάει
κοντά του η γυναίκα του, τα δύο τα παιδιά του
Όλοι ξαναβρεθήκανε πάλι στην αγκαλιά του
Και την περιουσία του, τού δίνουνε στη Ρώμη
και η αποκατάσταση ομοιάζει πως τελειώνει
Μα ο νέος αυτοκράτορας ζητά να θυσιάσουν
στα είδωλα που έκαναν τη μάχη να μη χάσουν,
όπως θαρρεί ο άμυαλος και όπως νουθετείται
Προστάζει ο Αδριανός, ο άγιος αρνείται
Σαν στρατηλάτης, θαρρετά, Χριστόν ομολογάει
Λέει ο αυτοκράτορας, εκείνος δε νογάει
Χάλκινο βου πυρώνουνε και τον παραγεμίζουν
μ' όλη την οικογένεια του Αγίου και φροντίζουν
να σφαλιχτεί η πόρτα του μήπως κι αυτοί γλιτώσουν
Αγάπιος, Θεόπιστος τα τρυφερά παιδιά τους
η Θεοπίστη,  μάνα τους κι ο άγιος στην ποδιά τους
τα παίρνουν, κι έτσι τις ψυχές αμέσως παραδίδουν 
στην αγκαλιά του Ιησού, του μόνου που ενδίδουν
Όταν τους βγάζουν έκπληκτοι όλοι τους αντικρίζουν
πως ούτε τρίχα κεφαλής δεν κάηκε. Σαστίζουν.
Με λύπη μα και με χαρά, οι χριστιανοί τους θάβουν
Τα μύρα αναβλύζουνε, τα θαύματα δεν παύουν. 

    
Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008 

Wednesday, September 20, 2017

Το Εν Χορδαίς στο George Enescu Festival της Ρουμανίας


George Enescu Festival στο Βουκουρέστι. 
Ένα φεστιβάλ που δε θα μπορούσε η χώρα μας ούτε να το ονειρευτεί -αν ακόμα αυτή η χώρα ονειρεύεται... Αυτές τις μέρες στο Βουκουρέστι γίνονται στα πλαίσια του Φεστιβάλ Ενέσκο, τρεις μεγάλες συναυλίες κάθε μέρα, μία νωρίς το μεσημέρι, μία αργά το απόγευμα και μία το βράδυ λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Οι συναυλίες δίνονται κατά κύριο λόγο από Συμφωνικές ορχήστρες που καταφθάνουν από όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Ο μεγάλος αριθμός των συναυλιών αυτών που κάθε μια τους συμπεριλαμβάνει και πολύ μεγάλο αριθμό μουσικών, εκτός της υψηλής ποιότητας, σηματοδοτεί και υπέρογκα χρηματικά ποσά που η μόλις ανερχόμενη οικονομικά αυτή φτωχή χώρα διαθέτει για τον πολιτισμό. Οι περισσότεροι από τους ακροατές πηγαίνουν κάθε μέρα και στις τρεις συναυλίες που πραγματοποιούνται. Εκεί δεν φορούν τα ρούχα της δουλειάς, ούτε τα πρόχειρα ή καθημερινά τους ρούχα. Ετοιμάζονται όπως αρμόζει στις επίσημες στιγμές της ζωής, που δεν είναι πολλές και σίγουρα ούτε ίδιες με όλες τις άλλες. Είδα τις ωραιότερες τουαλέτες που έχω δει ποτέ μου και μάλιστα στις ωραιότερες γυναίκες που έχω συναντήσει. Νόμιζες πραγματικά πως έχουν ξεπηδήσει οι νεράιδες από τα παραμύθια και κυκλοφορούν στον κόσμο. 
Είχα την μεγάλη τύχη να παρευρεθώ στην δική μας συναυλία, του Eν Χορδαίς μας, En Chordais, και να απολαύσω για μια ακόμη φορά τη σπουδαία σύνθεση του αγαπημένου Κυριάκου, τα Μουσικά ταξίδια του Μάρκο Πόλο. Στο Romanian Athenaeum έγινε η συναυλία, στις 17 του Σεπτέμβρη και στις 10.30 το βράδυ.. μία Ροτόντα του 1820 φημισμένο για την ακουστική του που ήταν πράγματι τόσο εξαίρετη ώστε δεν χρειάστηκαν μικρόφωνα. Αυτό και μόνο θα ήταν αρκετό για μία άλλης ποιότητας ατμόσφαιρα της εν λόγω μουσικής παράστασης η οποία κατάφερε να μας γυρίσει πολύ πίσω στο χρόνο. Σε έναν χρόνο που η μουσική δεν χρειαζόταν ενισχύσεις. Ήταν αρκετή από μόνη της για να αγγίξει τις ψυχές που της παραδίδονταν. 
Οι Έλληνες, όπως και οι ξένοι φιλοξενούμενοι μουσικοί, είναι γνωστό πως είναι ένας κι ένας. Θα σημειώσω όμως εδώ πως, κατά τη γνώμη μου,  ήταν τρεις οι πολύ μεγάλες στιγμές της έξοχης συναυλίας. Η πρώτη ήταν ένα ταξίμι του Κυριάκου Καλαϊτζίδη, το συγκλονιστικότερο ταξίμι που έχω ακούσει ποτέ μου, -και πιστέψτε με, έχω ακούσει κάποιες εκατοντάδες. Θαρρείς και πήγαζε κατευθείαν από την καρδιά του σύμπαντος. Ήταν μια μουσική ζωγραφιά γεμάτη πάθος και πόνο, ήταν σιωπή και ανάσα, κραυγή και ψίθυρος. Γέννηση, θάνατος και ανάσταση ήταν. Η δεύτερη μεγάλη στιγμή ήταν το τραγούδι του Ιρανού Κιγιά Ταμπασσιάν που το ίδιο το τραγούδι που έχει συνθέσει, ο τρόπος που το έπαιξε στο σετάρ του, αλλά και η ερμηνεία του η φωνητική κατάφεραν να ζωντανέψουν την παλιά ένδοξη ιστορία της πατρίδας του, αλλά και τον ανεκλάλητο πόνο για το σημερινό ρημαδιό της, όπως την κατάντησαν οι ισχυροί του κόσμου. Και η τρίτη μεγάλη στιγμή της παράστασης ήταν το ταξίμι του άλλου Κυριάκου, του Πετρά. Η τρυφερότητα με την οποία δόνησε το δοξάρι του βιολιού του στις χορδές ήταν εφάμιλλη του πρώτου φιλιού που δέχεται παρθένα κόρη από τον αγαπημένο και ριγάει σύγκορμη. Ήταν φτεροκόπημα πουλιών και λαθραία διείσδυσή μας στη μυστική φωλιά τους. 
Από μια τέτοια συναυλία, δεν βγαίνεις απλώς καλύτερος άνθρωπος, όπως θα έλεγε ο Σαββόπουλος για μια συναυλία του Χατζιδάκι. Βγαίνεις άνθρωπος λεύτερος που δε σε χωράει πλέον ούτε το παρόν, ούτε η πατρίδα, ούτε καν οι συγγενείς και οι φίλοι. Και ελπίζεις πως σε χωράει ο Θεός... 

Καλή συνέχεια να έχουν τα άξια αυτά παλικάρια, που αντιπροσωπεύουν το ωραιότερο πρόσωπο της πατρίδα μας όπου γης και τώρα βρίσκονται ήδη στην Κορέα για να συνεχίσουν κατόπιν στην Κίνα και στο Μεξικό. Ο Θεός μαζί τους.















Tuesday, September 19, 2017

Μνήμη Γιαννούλη Χαλεπά (14 Αυγούστου 1851 – 15 Σεπτεμβρίου 1938)


Η περίπτωση του κορυφαίου μας γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά είναι μοναδική και άκρως διδακτική. Έχει ήδη φτιάξει το αριστούργημα του την "Κοιμωμένη" του στο Α’ Νεκροταφείο, μόλις στα 24 του, όταν εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ψυχικής του ασθένειας πιθανώς κάποια ερωτική απογοήτευση σε συνδυασμό με κληρονομική προδιάθεση. Η αυταρχική μάνα του θεωρεί ότι αυτή που τον τρελαίνει είναι η γλυπτική, ενώ συμβαίνει ακριβώς το ανάποδο. Μόνο η γλυπτική θα μπορούσε να τον γλιτώσει, όπως φάνηκε αργότερα. Του απαγορεύει αυστηρά να ασκεί την τέχνη του. Τον πάνε στο εξωτερικό, αλλά δε βλέπει βελτίωση. Δέκα χρόνια βολοδέρνει στην Τήνο, αποπειράται να αυτοκτονήσει κι έπειτα τον κλείνουν για 16 χρόνια στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Εκεί, χωρίς φάρμακα, μέσα στη βρόμα, δεμένος με αλυσίδες, αποτρελαίνεται. Η προσωπικότητα του μεγάλου καλλιτέχνη αποδομείται εντελώς.
Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, η μάνα του τον ξαναπαίρνει στην Τήνο, ενώ είναι πια 51 ετών. Η γριά συνεχίζει να του απαγορεύει κάθε επαφή με το μάρμαρο και τη γλυπτική. Έχει πετάξει ανάκατα τα έργα του στο υπόγειο που το έχει κλειδωμένο. Μερικές φορές τον πιάνει να φτιάχνει κάποια προπλάσματα κρυφά και του τα σπάει. Ο μπάρμπα-Γιάννης είναι ο τρελός του χωριού. Γίνεται νεροκουβαλητής, οι χωριανοί του δίνουν τις κατσίκες τους να τις βοσκήσει, τα παιδιά τον κοροϊδεύουν κι αυτός τριγυρίζει κουρελής, μαζεύοντας από χάμω τις γόπες για να καπνίσει. Το βράδυ γυρίζει στο σπίτι του και κάθεται αμίλητος σε μια γωνιά, για να μην τον μαλώσει η γριά μάνα του. Η Αθήνα τον έχει ξεχάσει, το έργο του έχει τελειώσει πρόωρα.
Και γίνεται το θαύμα! το 1916, η μάνα του πεθαίνει. Και τότε ο 65χρονος Γιαννούλης κάνει το απίστευτο.Δε χύνει σταγόνα δάκρυ, δεν ακολουθεί την κηδεία της, αλλά ανοίγει το υπόγειο και αρχίζει αμέσως να δουλεύει. Οι χωριανοί το θεωρούν ως την αναμενόμενη αντίδραση ενός τρελού, αλλά δεν είναι έτσι. Η καταπιεσμένη τέχνη του εκρήγνυται. Μέσα σε λίγους μήνες έχει θεραπευτεί εντελώς. Η σμίλη του αρχίζει να βγάζει και πάλι αριστουργήματα, και μάλιστα με μια εντελώς νέα τεχνοτροπία. Το φαινόμενο μοναδικό. 40 χρόνια δε δούλεψε την τέχνη του, δεν ενημερώθηκε για τις εξελίξεις και ξαφνικά αναδύθηκε ένας ολοκαίνουριος καλλιτέχνης, σαν να φοιτούσε σε ένα δικό του εσωτερικό σχολείο. Από τα 65 του χρόνια ως τα 84 - που πέθανε σαν σήμερα το 1938- έφτιαξε μια ολόκληρη σειρά από αριστουργήματα. Η Αναπαυμένη, η Μήδεια, ο Οιδίπους κλπ. Πεθαίνοντας, συγκέντρωσε την αγάπη και τον σεβασμό ολόκληρης της Ελλάδας.Κι όλοι αναρωτιόντουσαν πόσα θα είχε κερδίσει η Ελληνική Τέχνη αν ο γλύπτης δεν είχε χάσει αυτά τα 40 πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής του.
Ηθικό δίδαγμα: Αποβάλετε τους τοξικούς ανθρώπους από την ζωή σας και θα ξαναγεννηθείτε!
η τελευταία του φωτο στο σπίτι-εργαστήρι του, στην οδό Δαφνομήλη 35



Δημήτρης Τριάντος





Saturday, September 16, 2017

Ἡ Ἁγὶα Μεγαλομὰρτυς Εὐφημὶα

Αποτέλεσμα εικόνας για αγια ευφημια βιος


Ὑπὲρ Θεοῦ κτανθεῖσαν ἄρκτου ταῖς μύλαις,
Εὐφημίαις σε χρὴ στέφειν Εὐφημία.
Τῇ ἐκκαιδεκάτῃ Εὐφημίαν ἔκτανεν ἄρκτος.

Η Αγία Ευφημία έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού.Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα από οικογένεια θεοσεβή και ευγενική.
Οι γονείς της Ψιλόφρων και Θεοδωριανή φρόντισαν ώστε η Θυγατέρα τους να αναπτύξει κάθε χριστιανική αρετή. 
Η Ευφημία εξελίχθηκε σε άνθρωπο με σπάνια χαρίσματα και δυνατό χριστιανικό φρόνημα, το οποίο επέδειξε όταν ο ειδωλολάτρης ανθύπατος της Μικράς Ασίας Πρίσκος διέταξε να παρευρεθούν όλοι οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας σε γιορτή, την οποία οργάνωνε προς τιμή του θεού των ειδωλολατρών Άρη.
Τότε η Ευφημία αποφάσισε μαζί με άλλους χριστιανούς να απέχει από τη γιορτή των ειδωλολατρών και για το λόγο αυτό συνελήφθη και φυλακίσθηκε.
Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της οι εχθροί του Χριστού προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν την Αγία να αρνηθεί την πίστη της και να ασπασθεί τα είδωλα. 
Όταν συνειδητοποίησαν πως η ευφημία δεν επρόκειτο να αλλάξει την πίστη της με τους λόγους, τη βασάνισαν φριχτά.
Όμως με τη θεία χάρη, η Αγία δεν έπαθε τίποτα από τα βασανιστήρια. Τελικά οι δήμιοι, την έριξαν σε άγρια θηρία και η Ευφημία βρήκε το θάνατο από μία αρκούδα.






https://aerapatera.wordpress.com/2017/09/16/ἡ-ἁγὶα-μεγαλομὰρτυς-εὐφημὶα/


Friday, September 15, 2017

Χάι κου του Σταυρού


1. Δύο σκεπάρνια
Που γκρεμίζουν τα τείχη
Γης και ουρανού

2. Τριανταφυλλιά
Που σε κατατρυπάει
Και μοσχοβολάς

3. Τον βαρύ Σταυρό
Τον σήκωσε ο πλέον
Αβαρής Θεός

4. Αυτός για μένα
Εγώ για σένα, εσύ
Για μένα, Σταυρός

5. Του αρραβώνα
Για τους ερωτευμένους
Το δαχτυλίδι

6. Ζωή - θάνατος
Σε συνθήκη ειρήνης
Οι αντίπαλοι

7. Κατατρόπωση:
Ο λαίμαργος θανάτος
Μένει νηστικός

8. Τόξο με βέλος
Ακίνητα μάχονται
Κατά των εχθρών





Φωτογραφία: http://www.diakonima.gr/2015/05/09/οι-χωρίς-κατοικία-αόρατοι-ερημίτες-το/