Labels

Tuesday, November 29, 2011

Φωτογραφίζοντας φωτογραφίες σπουδαίων Τούρκων φωτογράφων


Φτάνω στη πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο Havas  που με μετέφερε από το αεροδρόμιο εκεί, δίχως να το καταλάβω μουρμουρίζω τρεις λεξεις: back to home. Πρόκειται γι' αυτό το βαθύ αίσθημα που με διακατέχει μόνο όταν φτάνω σ' αυτόν τον τόπο. Επιστρέφω στο σπίτι μου. Στην πατρίδα μου. Είναι πράγματι ανεξήγητο και παράξενο, μυστήριο είναι, μιας και δεν έχω ρίζες σ' αυτά τα μέρη. Φαίνεται πως εκτός από τις ρίζες του αίματος, υπάρχουν και κάποιες άλλες -ίσως πολύ πιο ισχυρές-, αν και αόρατες. Στην μεγάλη πλατεία με υποδέχεται αυτή η φωτογραφική έκθεση μεγάλων Τούρκων φωτογράφων, που θα τη συναντήσω και λίγο παρακάτω κατηφορίζοντας στον ωραιότερο δρόμο του κόσμου, την Μεγάλη Οδό του Πέραν, μπροστά στο εξαιρετικό βιβλιοπωλείο της μεγάλης Τουρκικής Τράπεζας, της Yapi Kredi. Φωτογραφίζω τις φωτογραφίες...





























Tuesday, November 22, 2011

"Το τρίστρατο" - παραμύθι - Βασιλική Νευροκοπλή για το Αντίφωνο



Ένας άνθρωπος, είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του, καθόταν σ’ ένα τρίστρατο ατενίζοντας το πουθενά.
Ένας διαβάτης τον ρώτησε ποιος είναι ο εύκολος δρόμος, ο άνθρωπος κούνησε το κεφάλι κατά κει, πορεύτηκε κατά κει ο ξένος.
Άλλος διαβάτης πέρασε, τον ρώτησε ποιος είναι ο δύσκολος δρόμος, ο άνθρωπος κούνησε το κεφάλι κατά δω, πήγε κατά δω ο ξένος.
Τρίτο διαβάτη δεν απάντησε.

Άραγε ο τρίτος δρόμος πού να οδηγει, αναρωτήθηκε δεν αναρωτήθηκε ο άνθρωπος.

Η πρώτη νύχτα πέρασε. Η πρώτη  μέρα ήρθε.
Ο άνθρωπος που είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του καθότανε στο τρίστρατο ατενίζοντας το πουθενά.

Ήθελε δεν ήθελε, τι άλλο να κάνει, άρχισε ν’ ανασκαλίζει τα παλιά. Όλη του τη ζωή τη βρήκε ίδια με τις τριχες της κεφαλής του. Κι αυτή όπως κι αυτές, ήταν δεν ήταν.


Υπήρξε δεν υπήρξε παιδί. Είχε δεν είχε γονείς. Είχε δεν είχε γυναίκα. Απέκτησε δεν απέκτησε παιδιά. Είχε δεν είχε συγγενείς. Είχε δεν ειχε φίλους. Παρόμοια κι η δουλειά, η επιτυχιά, τα λεφτά, η περιουσία του όλη.

Ξυπνούσε δε ξυπνούσε τις μέρες. Κοιμόταν δε κοιμόταν τις νύχτες.  Δούλευε δε δούλευε. Και για όλα αυτά, ήταν δεν ήταν σίγουρος.

Ξάφνου πετάχτηκε όρθιος σα κεραυνοβολημένος. Πρώτη φορά γεννήθηκε μέσα του το θανατηφόρο ερώτημα.

Πέρασε η δεύτερη νύχτα. Η δεύτερη μέρα ξημέρωσε. Ο άνθρωπος που είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του καθότανε στο τρίστρατο ανασκαλίζοντας θέλοντας και μη τα περασμένα.

Από τούτο το τρίστρατο κάποτε  ξεκίνησε διαλέγοντας τον εύκολο δρόμο. Ήταν δεν ήταν αποφασισμένος να τον περπατήσει μέχρι τέλους. Μα ήθελε δεν ήθελε στο τέλος τον περπάτησε. Παραδόθηκε σε μεθυσμένα μερόνυχτα, κοιμήθηκε σε πλάνες αγκαλιές, ήπιε γλυκόπιοτα κρασιά, κατράμια τα κορμιά των ευνούχων που ερωτεύτηκε πλάι σε πάλευκα τσερκέζων  παλακίδων. Χαυνώθηκε  από αρώματα που ξελογιάζουν, τρύγησε δάση από νάρκισσους και ορχιδέες, στολίστηκε ασήκωτα βελούδα, μετάξια με υπόσταση το τίποτα, δαντέλες που έπλεξαν μέσα στο σώμα του δεύτερο σώμα. Ξεφάντωσε σε μουσικές, παραλήρησε με ψιθύρους, γλύστρισε σε βασιλικές κάμαρες, σε μαρμάρινα δάπεδα κυλίστηκε, κάτω από σκάλες ξενύχτησε, μέσα σε κιόσκια ονειρεύτηκε, πίσω από καφασωτά τρύπωσε κρυφά αγγίζοντας τα απαραβίαστα.

Όσο περπατούσε το δρόμο του  πλήθαιναν πάνω του τα μαχαίρια, τα σπαθιά και τα τόξα, σαν τους εχθρούς του. Πρόθυμα και μ’ ευκολία ολοένα μεγαλύτερη αφαιρούσε τα εμπόδια που συναντούσε. Στην αρχή μικροπράγματα, ύστερα αισθήματα, μετά χέρια, πόδια, μάτια, στο τέλος σώματα και ζωές.

Ώσπου, έφτασε κάποτε μπροστά σε μια χαράδρα κι εκεί αποκοιμήθηκε. Θυμόταν δε θυμόταν τι όνειρο είδε. Μα πρέπει να είδε κάποιο σπουδαίο όνειρο, γιατί την άλλη μέρα βρέθηκε στην απέναντι μεριά που έμοιαζε δεν έμοιαζε με την προηγούμενη. Και μιας και πίσω δε μπορούσε να κάνει, άρχισε να περπατά το δρόμο που βρέθηκε μπροστά του ήθελε δεν ήθελε.

Κανένας δεν τον πρόσεχε, κανείς δεν του μιλούσε. Καμιά απειλή, βάρος τα όπλα, βήμα βήμα τα πετούσε ένα ένα με τη σειρά. Λίγο λίγο απαρνήθηκε τον εαυτό του, τα πάθη, τις επιθυμίες του, μέχρι τις πιο μύχιες σκέψεις του. Συνέχισε να περπατά αρνούμενος τα ρούχα, τα υποδήματα και την τροφή. Άπλυτος και θεονήστικος πορεύτηκε. Ανέβηκε και κατέβηκε απόκρημνα όρη, έμεινε σε ανήλιαγες σπηλιές, θυμόταν δε θυμόταν πόσα μερόνυχτα πέρασε γονατιστός πάνω στις πέτρες στραμμένος προς τον ουρανό. Συγχώρεσε τους εχθρούς, τους φίλους, τον εαυτό του και τα πάθη του, όλη την προηγούμενη ζωή του. Ελεύθερος απ’ όλα συνέχιζε το δρόμο του μέχρι το τέλος. Να πώς βρέθηκε πάλι μπροστά σ’ αυτό το τρίστρατο ατενίζοντας το πουθενά.

Πού να οδηγεί άραγε ο τρίτος δρόμος, αναρωτήθηκε ξανά.

Άξαφνα ο άνθρωπος που είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του σωριάστηκε χάμω κεραυνοβολημένος. Δεύτερη φορά ξεπρόβαλλε μέσα του το θανατηφόρο ερώτημα.

Πέρασε η τρίτη νύχτα. Η τρίτη μέρα ξεπρόβαλλε. Ήθελε δεν ήθελε, δεν είχε άλλα περασμένα για να θυμηθεί. Μπορούσε δε μπορούσε μόνο ένας δρόμος του έμενε να περπατήσει. Ήταν ο τρίτος.

Τι άλλο να κάνει, ξεκίνησε. Περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε. Άνθρωπο δε απάντησε, δέντρο δεν είδε. Μήτε θεριό, μήτε πουλί, μήτε νερό, μήτε φαϊ. Ξάφνου ο δρόμος χάθηκε από μπρος του. Κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, πουθενά ο δρόμος. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Μήτε δεξιά, μητε ζερβά. Κι ο ήλιος να τον βαράει κατακούτελα στο δόλιο το κεφάλι που είχε δεν είχε τρίχες πάνω του.

Τρίτη φορά το θανατηφόρο ερώτημα πρόβαλλε εντός του απειλητικότερο από ποτέ. Έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει σα μωρό παιδί. Έκλαψε, έκλαψε, έκλαψε τόσο που τα δάκρυά του έφτιαξαν λίμνη κάτω απ’ τα μάτια  του. Έσκυψε κι ήπιε απ’ το νερό. Μπήκε μέσα και πλύθηκε. Βγήκε αλαφρωμένος να στεγνώσει.

Αυτό που αντίκρυσε του φάνηκε σαν όνειρο, σαν οπτασία. Ήταν δεν ήταν σίγουρος. Ένα μικρό παιδί μπροστά του τον κοιτούσε κατάματα. Κρατούσε στα χέρια ένα κλουβί που μέσα είχε ένα κάτασπρο μικρό πουλί. Κοιτάζονταν ώρα πολλή. Κανείς δεν έλεγε την πρώτη λέξη.

Ήταν η ώρα να ειπωθεί το ερώτημα.
“Αυτή είναι η ψυχή μου;” ρώτησε στο τέλος ο άνθρωπος και κάθε λέξη του έβγαινε με τον ίδιο κόπο που βγάζουν οι ανθρακωρύχοι πέτρες απ’ τα έγκατα της γης. Το παιδι δεν απάντησε. Μόνο τον κοίταζε κατάματα.

“Θυμόμουν δε θυμόμουν πως έχω μια ψυχή”, είπε εξουθενωμένος. Το παιδί πάλι δεν είπε τίποτα. Μόνο τον κοίταζε βαθιά στα μάτια.

Ο άνθρωπος σηκώθηκε και το  πλησίασε. “Θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις αν μου δώσεις πίσω την ψυχή μου”, είπε.
“Πάρε με στην αγκαλιά σου”, του απάντησε το παιδί.


Για να διαβάσετ το τέλος... πατήστε εδώ:

Monday, November 21, 2011

"Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία", ταινία του Στεφάν Κομαντάρεφ




Ξέρω πως το λογικό θα ήταν να ανεβάσω την περίληψη αυτής της ταινίας που θέλω να σας παρουσιάσω. Αλλά στα ποιήματα δεν κάνει κανείς περίληψη. Οπότε, αντέγραψα μεγάλο μέρος των διαλόγων και σας την παρουσιάζω με τη σειρά. Επειδή γίνονται διαρκώς πισωγυρίσματα στη ροή, τα διακρίνω με τις φράσεις «τότε» και «τώρα». Προσωπικά την τοποθετώ πλάι στις κορυφαίες  Ιρανικές «Βροχή», «Τα χρώματα του Παραδείσου» και του Κουροσάβα «Τα όνειρα». Πρόκειται για ένα αριστούργημα από όλες τις πλευρές. Πάμε λοιπόν.



Η ταινία ξεκινά με την αφήγηση του Αλεξάντερ:
«Η ζωή μου ξεκίνησε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1975. Κάπου στα Βαλκάνια όπου η Ευρώπη τελειώνει αλλά δεν ξεκινάει ποτέ».

«Η γιαγιά πίστευε ότι ο κόσμος γυρνά γύρω από τη ζάχαρη».

«Το καφενείο. Το μυστικό άντρο για το τάβλι.
Εκείνη τη μέρα ανακηρύχτηκε νέος βασιλιάς στο τάβλι ο Μπέη Νταν, ο παππούς μου».

Τώρα. Ο 25χρονος Αλεξάντερ ταξιδεύει με τους γονείς του. Εδώ γίνεται ατύχημα, εκεί το τάβλι σταματά, τα γλυκά στο φούρνο της γιαγιάς καίγονται. Χτυπά το τηλέφωνο κι ο παππούς μαθαίνει πως οι γονείς είναι νεκροί και ζει μόνο ο εγγονός τους.

Ο παππούς πηγαίνει από τη Βουλγαρία στη Γερμανία, αλλά ο Σάσε –χαϊδευτιό του Αλεξάντερ- έχει πάθει αμνησία και δεν τον αναγνωρίζει.

Τότε. Ο Σάσε πρώτη φορά ζητά να ρίξει τα ζάρια. Πριν ξεκινήσουν ο παππούς του λέει: «Στο λόγο της τιμής μας. Παίζουμε για την τιμή, όχι για τα λεφτά. Πρέπει να πιστεύεις στα ζάρια. Σκέψου δυο αριθμούς και ρίξε».

Τώρα. Ο γιατρός ενημερώνει τον παππού για την αμνησία. Αυτός πάει και κάνει διάρρηξη στο σπίτι του εγγονού και βρίσκει το τάβλι που του είχε κάνει δώρο στα γενέθλιά του, και φωτογραφίες οικογενειακές. Ο Σάσε δε θυμάται τίποτα. Ο παππούς του μαθαίνει το τάβλι απ’ την αρχή.

Τότε. Κάποτε στο καφενείο ο παππούς πείραξε έναν τύπο της πολιτοφυλακής. Αυτός την επόμενη μέρα, ως υπαύθυνος στο γραφείο προσωπικού του εργοστασίου που δουλεύει ο πατέρας του Αλεξάντερ, ο Βασκο, έχει όλους τους φακέλους. Τον φωνάζει και τον εκβιάζει να καταδώσει όλη την παρέα του παππού και τον ίδιο για τις επαναστατικές τους πράξεις, γράφοντας αναφορές. Στο φάκελο του παππού διαβάζει πως ήταν ποδηλάτης και κέρδισε το γύρο της Βουλγαρίας το ’54, σπούδασε με υποτροφία στη Λαϊκή δημοκρατία της Γερμανίας και επιστρέφοντας στη Βουλγαρία ανατίναξε το μνημείο του Στάλιν με δυναμίτη. Καταδικάστηκε σε θάνατο κι έλαβε χάρη.
«Φυλακίστηκε 15 χρόνια κι ακόμα δεν συνετίστηκε. Φέρεται κατά των αρχών και πουλάει παράνομα τάβλια».

Ο Βάσκο ζητά να το σκεφτεί. Αν δεν το κάνει θα απολυθεί, θα φυλακιστεί κά...

Τώρα. Ο παππούς παιζει τάβλι στο νοσοκομείο με τον εγγονό.
Τότε. «Άσσοι. Δεν είναι καλή ζαριά», λέει ο μικρός  Αλεξάντερ. «Δεν υπάρχει κακή ζαριά, υπάρχουν κακοί παίκτες. Εξαρτάται πώς παίζεις», απαντά ο παππούς.
Τώρα. Στο νοσοκομείο ο Αλεξάντερ φέρνει εξάρες. «Η καλύτερη ζρριά». «Και μ’ αυτή τη ζαριά μπορείς να χάσεις. Υπάρχει πάντα η επόμενη ζαριά», απαντά ο σοφός Μπέη Νταν.

Τότε. Τη μέρα που πεθαίνει ο Μπρέζνιεφ ο Βάσκο φεύγει απ’ το εργοστάσιο και πηγαίνει στο καφενείο. Λέει στον πεθερό του πως τον "μπλοκάρει". «Αν η κατάσταση μοιάζει απελπιστική, άλλαξε τακτική. Ρισκάρεις, κάνεις κίνηση κι ελπίζεις για το καλύτερο» λέει ο πεθερός του καθώς παίζουν τάβλι. Ο Βάσκο αποφασίζει να πάρει την οικογένεια και να φύγουν μετανάστες στη Γερμανία.

Τώρα. Μετά από τρεις βδομαδες ο παππούς παιρνει ένα μπαστούνι και αναγκάζει τον Σάσε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι με το ζόρι. Αυτός περιμένει να δει στην τηλεόραση τις ειδήσεις. «Θα σου πω εγώ τις ειδήσεις, κλείσ’ το». Το κλείνει λέγοντας: «Δε θα κάνεις εσύ κουμάντο στη ζωή μου». «Ζωή είναι αυτή; Να μεταφράζεις για ηλεκτρικές σκούπες; Πρέπει ν’ αλλάξξεις . Τίποτα καλύτερο από την αλλαγή. Θα σε χτυπήσω μέχρι να έρθεις μαζί μου! Αυτή είναι η είδηση».
Στην επόμενη σκηνή παίζουν τάβλι.
«Τα ζάρια είναι τύχη».
«Πού είναι η τύχη; Κρατάς τα ζάρια στα χέρια σου. Εξαρτάται πώς τα ρίχνεις, με ποια γωνία».

Τότε. Πρωτοχρονιά του 1983 αποφασίζουν να μεταναστεύσουν.

Τώρα. Ο παππούς τα πίνει με το παιδί και μπαινει ο γερμανός γιατρός και απειλεί να τον διώξει. «Ποιον απειλείς;», ρωτά ο παππούς και μετά αγκαλιάζει τον Σάσε και του λέει να φύγουν από κει γιατί δεν θα τον κάνουν ποτέ καλά και του λένε ψέμματα πως ζουν οι γονείς του.

Στην αυλή του νοσοκομείου η πρώτη μνήμη που έρχεται επιτέλους στο μυαλό του Σάσε είναι ένα παραμύθι που του έλεγε η μαμά του.

Τότε. Τη στιγμή του αποχαιρετισμού ο παππούς συμβουλεύει το παιδί: «Όταν θέλεις να μου πεις κάτι να το λες σ’ ένα άσπρο συννεφάκι κι αυτό θα έρχεται να μου το λέει».

Τώρα. Ξεκινάν να ταξιδεύουν μ’ ένα ταντέμ (διπλό ποδήλατο). «Επιτρέπεται χωρίς κράνη;» «Ναι, ρώτησα κα τον πάπα». Πρώτα έχουν φροντίσει τα μνήματα των γονιών κι ο παππούς έχει κρατήσει μια μικρή γλαστρούλα που την παίρνουν μαζί τους δώρο για τη γιαγιά.

Τότε. Η οικογένεια φτάνει στην Ιταλία, που όμως δε δίνει πολιτικό άσυλο. Λίγες χώρες δίνουν και οι διαδικασίες είναι χρονοβόρες.

Τώρα. Καθώς ξεκινούν το ταξίδι με το ποδήλατο. «Σήμερα  θα μιλήσουμε για τη φαντασία. Το ελιξήριο κάθε παιχνιδιού. Ποιος οδηγεί αυτό το αμάξι, τι είναι, πώς είναι;» Ο Σάσε αναγκάζεται να απαντά και η φαντασία του ξυπνά υποχρεωτικά.

Τότε. Τον παππού τον βάζει φυλακή ο χαφιές της πολιτοφυλακής, μόλις διαπιστώνει πως η οικογένεια του γαμπρού του έχει δραπετεύσει. Πίσω μένει μόνη η γιαγιά.

Από το στρατόπεδο προσφύγων της Ιταλίας στο οποίο «φιλοξενούνται», στέλνουν μια κάρτα μόνο με τη διεύθυνση για να ξέρουν οι γονείς πως ζουν. Ο Σάσε εκεί αποκτά μια μικρή φίλη. Τη Μάρθα. Η γιαγιά τούς στέλνει λίγα λεφτά κι έτσι πάνε μια βόλτα στην Τεργέστη, όπου αγοράζουν στον μικρό ένα αυτοκινητάκι λίγο αφότου προς στιγμήν τον χάνουν. Αυτή είναι η επόμενη μνήμη που θα του έρθει στο μυαλό του.





Τώρα. Ενώ ξαποσταίνουν στο δάσος τη νύχτα ανάβουν φωτιά και πάνω που ο Σάσε πάει να πάρει τα φάρμακα για την κατάθλιψη, τον εγκέφαλο και την κυκλοφορία του αίματος, ο παππούς ζητά να τα δει και τα πετά στη φωτιά. Του δίνει να πει λίγο ποτό για να αναπνεύσει ο εγκέφαλός του.

Τότε. Ο Βάσκο πρέπει να βρει δυο εκατομύρια λίρες για να μπορέσει να φύγει από το στρατόπεδο προσφύγων κρυφά για τη Γερμανία. Τον πληροφορούν πως σ’ ένα μπαρ στο σταθμό παίζουν τάβλι με λεφτά. Αν και ποτέ δεν έπαιξε με λεφτά αποφασίζει να το κάνει γιατί είναι πολύ καλός παίκτης.

Επανασταση στο στρατόπεδο. «Πρόσφυγες έιμαστε όχι εγκληματίες. Μας κρατάτε εδώ χρόνια σα φυλακισμένους. Παίρνετε δέκα δολάρια τη μέρα για τον καθένα μας και τα κρατάτε. Θέλουμε καλό φαγητό και μαθήματα γλώσσας». «Αχρείοι, θα σαπίσετε εδώ», λέει ο Ιταλός υπεύθυνος. Ο Βάσκο πάει και παίζε ιτάβλι και βγάζει τα λεφτά. Φεύογυν για Γερμανία.

Τώρα. Παππούς κι εγγονός διανυκτερεύουν σ’ ένα παραθαλάσσιο μέρος. Εκεί γίνεται ένα γλέντι κι ο παππούς σηκώνεται και χορεύει. Παραασέρνει και τον ντροπαλό Σάσε και στο τέλος τον σπρώχνει στην κοπέλα που του αρέσει. «Πήγαινε γιατί αλλιώς θα σε πάω εγώ με το ζόρι». Είναι η Μαρία.

Στη διαδρομή με το ποδήλατο σταθμεύουν στο στρατόπεδο που έζησε ο Σάσε με τους γονείς του. Θυμάται το μέρος που είχε κρύψει το αυτοκινητάκι του, το φιλί που είχε δώσι στη Μάρθα και μετά αρχίζει και θυμάται πως οι γονείς του είχαν χωρίσει για 15 χρόνια, θυμάται το ατύχημα, τα ζάρια που κρέμονταν στον καθρέφτη, τη ντροπή της μάνας του που τον μεγάλωσε χωρισμένη και πως τα είχαν ξαναβρεί μόλις δυο μήνες πριν το ατύχημα κι αποφάσισαν να πάνε στη Βουλγαρία.

Είχα πει τότε στον πατέρα σσο: «Η μοίρα είναι τα ζάρια στα χέρια σου. Ό, τι γίνει μετά εξαρτάται από την τύχη και τις ικανότητές σου».

Το επόεμνο πρωί ο παππούς φεύγει απροειδοποίητα με το τρένο κι αφήνει το Σάσε να επιστρέψει με το ποδήλατο μόνος του. Αυτός χαίρεται πλέον την ευθύνη του εαυτού τυο και φτάνει στο χωριό. Τη στιγμή που η γιαγιά φυτεύει το λουλούδι που της στον κήπο ακούει τον Σάσε να χτυπά το καμπανάκι του ποδηλάτου.

Πηγαίνουν στο καφενείο. Είναι καιρός να ανακηρυχτεί ο βασιλιάς της χρονιάς στο τάβλι.
«Θα δούμε αν είσαι εγγονός μου. Προλαβαίνεις να κάνεις πίσω».
«Εγώ δεν κάνω ποτέ πίσω».

«Θα νικήσει όποιος πάρει στη σειρά δυο παιχνίδια. Αν αυτό δε συμβεί μέχρι το βράδυ θα ρίξετε τα ζάρια και θα βγει βασιλιάς αυτό που θα φέρει τη μεγαλύτερη ζαριά».

Ο παππούς παίζει πρώτος και φέρνει εξάρες. Ρίχνει και ο Αλεξάντερ. Καθώς τα ζάρια κατρακυλούν στο τάβλι επιστρέφουν στο μυαλό του  όλες οι μνήμες μέχρι τη γέννησή του. Θεραπεύεται πλήρως.

(Δε θα ομολογήσω τι γίνεται εδώ. Είναι τόσο μεγαλειώδες που αξίζει να το δει κανείς.)

Στο τέλος ακούμε τη σέψη του Αλεξάντερ:
«Τώρα μπορούσα πάι να παίξω, να χάσω, να κερδίσω. Να είμαι». Και τον βλέπουμε να επιστρέφει στη Μαρία...






Σκηνοθεσία
Stephan Komandarev 
Σενάριο
Yurii Dachev
Stephan KomandarevDusan MilicIlija Trojanow (μυθιστόρημα)
Παραγωγή
Karl Baumgartner
Danijel HocevarThanassis KarathanosStefan KitanovAndrás Muhi
Μουσική
Stefan Valdobrev 

Φωτογραφία
Emil Hristow 

Μοντάζ
Nina Altaparmakova 

Casting
Victor Bojinov
Alexander Kossev 

Σχεδιασμός Παραγωγής
Anastas Yanakyev

Καλλιτεχνική Διεύθυνση
Susanne Abel
Dusan Milavec 

Σκηνικά
Vanina Geleva 

Κοστούμια
Sonja Hesse
Marta Mironska
Βοηθός Σκηνοθέτη
Jane Kortoshev
Desislava Nikolova
Εταιρείες Παραγωγής
RFF International (producer)
Pallas Film (producer)Vertigo/Emotionfilm (producer)Inforg Stúdió (producer)BNT (co-producer)
Διανομή
Amafilms
SolopanArt FestCinemania GroupEpicentre Films
Χρονολογία παραγωγής
2008
Χώρα παραγωγής
ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΣΛΟΒΕΝΙΑ, ΟΥΓΓΑΡΙΑ
Γλώσσα
ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ, ΙΤΑΛΙΚΑ, ΣΛΟΒΕΝΙΚΑ




Για περισσότερες πληροφορίες στο http://www.myfilm.gr/7979.html