Labels

Tuesday, June 18, 2013

Σχόλιο πάνω στην ανίατη ασθένεια με αφορμή το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη "Η αδελφή μου"



Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης προέβη σε μία δημόσια εξομολόγηση γράφοντας το βιβλίο “Η αδελφή μου”, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις τον περασμένο Δεκέμβριο. Μια εξομολόγηση νωπή όσο τα φρεσκοσφαγμένα σπλάχνα ενός ζωντανού πλάσματος. Λογοτεχνικά αστόλιστη όσο ο άφτιαχτος λόγος του Ντοστογιέφσκι. Καρδιακή εξομολόγηση και εκρηκτική, όπως το δικαιούται, αν όχι κάθε εξομολόγηση, πάντως τουλάχιστον αυτή που κάνει κάποιος μια φορά στη ζωή του, ύστερα από πολλά χρόνια που κρατούν φυλαγμένο ένα βαρύ του μυστικό. Μυστικό τέτοιο, ώστε να αρθρώνει την φτιαξιά ενός ανθρώπου και να τον καθορίζει, δίχως να το γνωρίζουν οι άλλοι.

Μας ξάφνιασε ο Σταύρος βάζοντάς μας στα τρίσβαθα της ύπαρξής του, ανοίγοντας την καρδιά του σε όλους μας. 
Η επιληψία που εμφανίστηκε στην έφηβη αδελφή του, όταν ήταν κι αυτός ένα παιδί, στάθηκε το σκαλιστήρι του χωραφιού της καρδιάς του για όλα τα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτά διηγείται μετά τον θάνατό της. Για να δούμε καθαρότερα εκείνην κι εκείνον. Το σμίξιμό τους. Να τους δούμε γυμνούς και τετραχηλισμένους υπό το φως της αλήθειας. Στο βιβλίο παρακολουθούμε όλη την ψυχική και πνευματική περιπέτεια ενός ανθρώπου που  με μεγάλη αγάπη συμπαραστέκεται σ’ έναν δικό του άνθρωπο που πάσχει από ανίατη ασθένεια. Σπάνια αποκάλυψη και ασυνήθιστη, όσο και ειλικρινής και βαθιά. Σχεδόν σοκαριστική…

Διαβάζοντας το βιβλίο σκόνταψα μόνο σ’ ένα σημείο και πάνω σ’ αυτό θέλω να μιλήσω. Ο συγγραφέας γράφει με πολλή τρυφερότητα για τη στιγμή που βελτιώθηκε η υγεία της αδελφής του, δέκα χρόνια πριν το θάνατό της, και μετά από πολύ μεγάλες ταλαιπωρίες:

“Ενώ όμως έγινε καλά, παίρνοντας βέβαια πολλά και βαριά φάρμακα, και το χαρήκαμε όλοι, εκείνη δεν προσπάθησε να βγει στη ζωή με κάποια αυτοδυναμία. Δεν θα της το συγχωρήσω ποτέ –μα τι λέω; Αυτή ήταν για μένα η μόνη της αμαρτία. Μετά από λίγο καιρό άρχισε να τρώει βουλιμικά και πάχυνε τόσο που να μην μπορεί σχεδόν να περπατήσει. Κλείστηκε στο σπίτι, δεν έβγαινε έξω χωρίς άνθρωπο. ...Μήπως καθώς ήταν ένας άνθρωωπος που πέρασε όλη τη ζωή της άρρωστη, ο μόνος τρόπος που ήξερε να σχετίζεται με τους άλλους και εν γένει να υπάρχει ήταν μέσω της αρρώστειας;” σ.52-53

Η αδελφή του Σταύρου πέθανε την περασμένη χρονιά, στα εξήντα της. Η βελτίωση αυτή τη βρήκε σχεδόν στα πενήντα. Θεωρητικά τουλάχιστον, στα δύο τρίτα της ενδεχόμενης ζωής της. Ήταν πάνω από τριάντα χρόνια άρρωστη. Είναι απολύτως αναμενόμενη η αντίδραση του Σταύρου μέσα από την αγάπη που της είχε. Και αναμενόμενη, αλλά και λογική. Όλη η οικογένεια προσευχόταν να γίνει καλά η αδελφή και η κόρη, για χρόνια. Είναι απολύτως φυσικό να απορούν όλοι γιατί η ίδια αντέδρασε έτσι μετά τη βελτίωσή της. Μα εδώ υπάρχει κάτι που γνωρίζει βαθιά μέσα του μόνο όποιος πάσχει από ανίατη ασθένεια και δεν της παραδίδεται, -όπως δεν παραδόθηκε η Γιούλα Ζουμπουλάκη-, αλλά την παλεύει κάθε στιγμή της ζωής του. Γιατί αυτός που πάσχει, το πιθανότερο είναι πως δεν προσεύχεται να θεραπευθεί για να τελειώσουν τα βάσανά τα δικά του και των συγγενών ή φίλων του. Γιατί; Μα γιατί δεν προλαβαίνει… Έχει τόσα εμπόδια να ξεπεράσει στην καθημερινόητά του, έχει τόσα άλματα να υπερπηδήσει, τέτοιον αγώνα μυστικό και οδυνηρό προκειμένου να κερδίσει τη ζωή του, τις στιγμές του, να μη σκοντάψει και πάλι, να μην βαρύνει τους άλλους, να χειριστεί το κάθε τι εφευρίσκοντας κάθε φορά νέους τρόπους, να τα ξεχάσει όλα για να χαρεί αγνοώντας το εμπόδιο ή μεταμορφώνοντάς το σε δώρο, που αυτό από μόνο του καθιστά ήδη κάθε του βήμα σε μια συνεχόμενη προσευχή, διαφορετική από των αγαπημένων του, μα προσευχή πύρινη προκειμένου να υπάρξει ως έχει και όχι ως κάτι άλλο προσδοκώμενο, αμφίβολο και το πιθανότερο,  ακατόρθωτο.

Ο τρόπος του υπάρχειν ενός ανθρώπου που πάσχει από ανίατη ασθένεια είναι ένας τρόπος ύπαρξης που δεν καταφάσκει στο ερώτημα του Σταύρου: “Μήπως καθώς ήταν ένας άνθρωωπος που πέρασε όλη τη ζωή της άρρωστη, ο μόνος τρόπος που ήξερε να σχετίζεται με τους άλλους και εν γένει να υπάρχει ήταν μέσω της αρρώστειας;”

Η διαφωνία μου είναι κυρίως σ’ αυτό το “μέσω”. Δεν είναι μέσω της αρρώστειας, αλλά πάνω απ’ την αρρώστεια. Και όταν έχεις προπονηθεί τριάντα χρόνια να πηδάς πάνω από το εμπόδιο της αρρώστειας, δεν υπάρχει τίποτα τρομακτικότερο και τραγικότερο για σένα από το να σου αφαιρεθεί το εμπόδιο. Μα γιατί; θα ρωτήσει κάποιος υγιής άνθρωπος. Κι όμως είναι τόσο απλή η απάντηση. Γιατί δεν προλαβαίνεις να μάθεις να ζεις αλλιώς. Κανείς δε θα ήθελε περισσότερο από τον ασθενή, να μπορεί και να προλάβει να ζήσει υγιώς. Αυτός όμως ξέρει πως δεν προλαβαίνει. Ξέρει πως το να ζεις, δεν είναι κάτι που μαθαίνεται σε μια στιγμή. Μας χρειάζονται χρόνια πολλά για να το μάθουμε. Μέσα σε τριάντα - σαράντα χρόνια ίσα που προλαβαίνουμε να πάρουμε μια γεύση, να βρούμε έναν βηματισμό. Αν απ’ αυτά, τα περισσότερα είναι κάνοντας άλματα πάνω από μια αρρώστεια, στα πενήντα σου ξέρεις καλά πως δεν θα έχεις άλλα τόσα χρόνια για να μάθεις απ’ την αρχή να ζεις διαφορετικά. Να μάθεις να προσεύχεσαι διαφορετικά.

Το μεγαλύερο πλήγμα σ’ έναν άνθρωπο που διάνυσε τη ζωή του τριάντα χρόνια με ανίατη ασθένεια, είναι να θεραπευθεί, και μάλιστα αν εννοείται θεραπεία το να συνεχίσει να παίρνει βαριά φάρμακα. Αυτό δεν ξέρει τι να το κάνει και μέσα του γνωρίζει αυτό που δεν ξέρει κανένας άλλος: ότι δεν προλαβαίνει να το μάθει. Κάποιος που έμαθε να προχωρά κάνοντας άλματα, δεν μπορεί να περπατήσει απλά και κανονικά σ' ένα δρόμο χωρίς εμπόδια. Εκεί είναι που παραλύει. Εκεί ακριβώς. Ποιος θα του το διδάξει; Ποιος θα μπορέσει να του το μάθει, να σταθεί στο πλάι του όπως πριν, όταν όλοι εκείνη ειδικά τη στιγμή θα τον εγκαταλείψουν σαν υγιή που μπορεί πλέον να τα βγάλει πέρα μόνος του;

Γράφω δημόσια για την περιπέτεια της ανίατης ασθένειας, αφού δημόσιος είναι ο λόγος του Σταύρου. Δεν γράφω μόνο θέλοντας να δώσω μια απάντηση στον Σταύρο, αλλα και για όλους όσους συμπαραστέκονται σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν παρόμοιες ασθένειες.  Συχνά τυραννικότερη κι απ' την ίδια την ασθένεια, είναι για τον ασθενή η ελπίδα των άλλων πως θα θεραπευθεί. Η συμφιλίωση με την ασθένεια, όπως και ο τρόπος του ζειν πάνω απ' αυτήν, ενέχουν σημαντικότερη θέση από την ελπίδα και την προσδοκία της ίασης. Το επαναλαμβανόμενο θαύμα της καθημερινής πάλης του αρρώστου με την αρρώστεια του, είναι θαυμαστότερο από το θαύμα της ίασης. Αυτό δομεί τον καθημερινό, βουβό, μα ευτυχή και επιτυχημένο αγώνα του. Αν έρθει η πολυπόθητη για τους άλλους ίαση, ο πρώην ασθενής και η δομή του καταρρέουν. Ως εκ τούτου, η μόνη αμαρτία της αδελφής του Σταύρου, δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα για κείνην. Είχε αρχίσει ο δρόμος της αναχώρησής της γιατί είχε τελειώσει ο αγώνας της και τα καθημερινά του θαύματα, κι αυτό, αφότου ο αγαπημένος έχει πλέον φύγει από τη ζωή, είναι άξιο της πιο βαθιάς μας συγχώρεσης. Αυτής προς τον εαυτό μας, που πολύ αγάπησε τον ασθενούντα αδερφό… Αναπαυμένη να είναι η Γιούλα...

Και σ' ευχαριστούμε Σταύρο...

Thursday, June 13, 2013

Κι εγώ που πλήρωνα την ΕΡΤ, χωρίς να έχω τηλεόραση;




Και με ρωτούν οι φίλοι μου: "εσύ γιατί δεν γράφεις τίποτα για την ΕΡΤ;" Μια απλή απάντηση θα ήταν: "επειδή γράφουν  όλοι οι άλλοι." Δεν είναι όμως αυτό. Είναι που ίσως θα ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που θα έγραφε γι' αυτό το θέμα. Ας τους κάνω όμως το χατίρι. Βλέπετε, εγώ έχω αρνηθεί εδώ και 25 χρόνια αυτό το μαύρο κουτί στο σπίτι μου. Δεν το έχω, -όχι έχω και δεν βλέπω. Είτε καλώς, είτε κακώς, είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει, αυτή ήταν μία επιλογή της ζωής μου. Να ψάχνω τις ειδήσεις με άλλους τρόπους, να μην τρώω ό, τι μου σερβίρουν, να μην επιτρέπω να με κακοποιεί η αθλιότητα της ενημέρωσης, η ωμότητα των εικόνων και η κιτσαρία των εκπομπών, αντί να αποχαυνώνομαι βλέποντας πώς ζουν οι άλλοι, προτίμησα να ζω. Φυσικά στη διάρκεια τόσων χρόνων έχασα και κάποια καλά της τηλεόρασης, αλλά θεωρώ πως κέρδισα πολλά καλύτερα και σημαντικότερα για μένα, -για μένω, όχι για τους άλλους.

Παρόλα αυτά, εγώ την πλήρωνα την ΕΡΤ, και την πληρώνω ακόμα. Δεν μπορούσα, ούτε μπορώ να κάνω διαφορετικά. Όταν κάποτε πήγα στον διευθυντή της ΔΕΗ και του ζήτησα να πάψω επιτέλους να πληρώνω, μου απάντησε: "Μα μιλάτε σοβαρά; Εδώ πληρώνουν ΕΡΤ οι είσοδοι των πολυκατοικιών! Ξέρετε εσείς καμιά είσοδο πολυκατοικίας με τηλεόραση ή βλέπει καμιά είσοδος τηλεόραση;" Εκεί τελείωσε η συζήτηση. Αργότερα έμαθα πως ΕΡΤ πληρώνουν και όσοι διατηρούν ηλεκτρικά καντηλάκια στους τάφους των νεκρών τους...

Εμένα προσωπικά η ΕΡΤ μου χρωστάει 25 χρόνων κρατήσεις. Είναι φασιστικό αυτό ή δεν είναι; ρωτώ. Κατά τη γνώμη μου είναι και παραείναι.

Κατά τα άλλα, σέβομαι κάποιους ανθρώπους που δούλεψαν στην κρατική τηλεόραση και στα κρατικά ραδιόφωνα με δημιουργικότητα και ήθος, και γι' αυτούς λυπάμαι στ' αλήθεια. Δεν λυπάμαι όμως την ΕΡΤ ως φερέφωνο της κάθε κυβέρνησης, δεν λυπάμαι για τους παχυλούς μισθούς των υπαλλήλων της, τις ψεύτικες υπερωρίες τους, και όλα τα σκάνδαλα που συνδέονται με το όνομά της. Λυπάμαι επίσης που το κλείσιμό της έγινε μ' αυτόν τον τρόπο. Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε πρώτα να αξιολογηθούν οι υπάλληλοί της, το καταστατικό της και όλα τα συναφή, για να ξεσκαρτάρει το πράγμα, να κλείσει σήμερα και ν' ανοίξει αύριο μικρότερη, ανανεωμένη, φρέσκια.

Μ' ενδιαφέρει να υπάρχει κρατική τηλεόραση και κρατικό ραδιόφωνο, κι ας μην είμαι εγώ ο θεατής και ακροατής τους. Με ενδιαφέρει για όλους αυτούς που την έχουν ανάγκη, για τους ηλικιωμένους που την αγαπούν και την έχουν αποκλειστική συντροφιά τους, για τον απόδημο και ακριτικό ελληνισμό. Και επιπλέον όμως, μ' ενδιαφέρει να μπορώ επιτέλους κι εγώ, να το δικαιούμαι, να μην την πληρώνω εφόσον δεν την έχω. Και εφόσον δεν θα μου επιστρέψει αυτά που μου χρωστάει και μου έχει πάρει με αισχρό τσαμπουκά τόσα χρόνια να σταματήσει η εκμετάλλευση του προσώπου μου και των χρημάτων μου, αφού ακόμα δεν διανοούμαι να αποκτήσω τηλεκατευθυνόμενα του είναι μου... 





Tuesday, June 4, 2013

Το φιλί





Το φιλί. Το αξιοζήλευτο και κυνηγημένο, το απαγορευμένο και ποθητό. Το φιλί το τραγικό και ελπιδοφόρο. Σύμβολο αγάπης και προδοσίας. Αποτύπωση σχέσης και σημαία σκανδάλου. Το φιλί των αγαπημένων, των φίλων, των εραστών, των ξένων. Του ανταμώματος και τυ αποχωρισμού. Το σεμνό, το ξεδιάντροπο, το τρυφερό, το λυσσασμένο. Το φιλί στο δρόμο, στο σταθμό, στο μετρό, στο λεωφορείο, στην εξώπορτα, στο κρεβάτι. Το φιλί. Ιδιωτικό και δημόσιο. Ένωση και αποξένωση.

Αν είσαι ερωτευμένος ή έχεις υπάρξει τέτοιος, το βλέπεις να προσγειώνεται δημοσίως στα στόματα και το χαίρεσαι σαν πτήση αισθήματος που φθάνει στον προορισμό του. Σου προσφέρει χαμόγελο -κι ας μην είσαι εσύ ο πρωταγωνιστής του. Αν δεν είσαι ερωτευμένος και δεν έχεις υπάρξει ποτέ τέτοιος, σε θυμώνει, σε προσβάλλει, σε ερεθίζει, σε προκαλεί.

Τίποτα τραγικότερο από τη θέα ενός φιλιού. Την επόμενη στιγμή ξέρεις πως οι φιλημένοι μπορεί να χωρίσουν για πάντα. Τίποτα θαυμαστότερο από τη θέα ενός φιλιού. Την επόμενη στιγμή ξέρεις πως οι φιλημένοι μπορεί να ζήσουν για πάντα μαζί. Τίποτα ενδεικτικότερο του δικού σου βλέμματος. Του ερωτισμού σου. Κρίνεσαι βλέποντας το εκκρεμές φιλί εκτεθειμένο. Αποκαλύπτεσαι. Φανερώνεσαι. Ξεγυμνώνεσαι. Ποιος είσαι, ποιος υπήρξες, ποιος θέλεις να υπάρξεις από δω και μπρος.

Μα γιατί φιλί από στόμα σε στόμα; Πώς καταφέρνει ένα τόσο δα κομμάτι λίγων εκατοστών του προσώπου να συμπεριλαμβάνει και να εκφράζει ένα απέραντο αίσθημα αγάπης που συχνά μεταμορφώνεται σε ασυγκράτητο χείμαρρο κι έτσι προσφέρεται δημοσίως, αδιαφορώντας για το τι προκαλεί στον περίγυρο; Το ερώτημα μοιάζει το ίδιο παράλογο με τα ερωτήματα γιατί ανατέλλει ο ήλιος το πρωί, το φεγγάρι το βράδυ, γιατί ανατριχιάζουμε όταν φυσά αύρα λεπτή και βουρκώνουμε μπροστά στην αθωότητα των παιδιών.

Το ζεστό φιλί θα αποδεικνύει πάντα, όπου κι αν δίνεται, την κινητικότητα της αγάπης. Το παλλόμενο αίσθημά της. Τη συνοχή ολόκληρου του σύμπαντος στην ένωση των χειλιών δυο ανθρώπων που αγαπιούνται. Μην το τιμωρείτε. Μην το απαγορεύετε. Μην το κατακρίνετε. Είναι ήλιος και φεγγάρι, αύρα λεπτή και παιδική αθωότητα. Σχέση δυναμική. Πορεία. Αφετηρία και προορισμός της ύπαρξής μας. Το φιλί είναι τα πάντα και ταυτόχρονα καταλαμβάνει τόσο ελάχιστο χώρο που δεν απαιτεί τίποτα από κανέναν θεατή, εκτός από τη γενναιοδωρία της καρδιάς του, την ελπίδα του και την πίστη πως αυτός ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος.







Monday, June 3, 2013

Καλή βδομάδα!




...
Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπω σ' αυτή τη στάνη;
Οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.




Αθήνα, άνοιξη του '38
Γιώργος Σεφέρης, Ο γυρισμός του ξενιτεμένου, ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα, 19994


φωτογραφία: Θεσ/νίκη, Άγιος Νικόλαος Ορφανός, δειλινό.




Sunday, June 2, 2013

"Το διαμαντάκι που αγαπούσε τη μουσική" Παραμύθι της Αλίκης Βουγιουκλάκη




Πριν από λίγες μέρες πληροφορήθηκα, πως η Αλίκη Βουγιουκλάκη έγραψε πέντε παραμύθια για παιδιά που κυκλοφόρησαν όλα το 1995, -έναν χρόνο πριν το θάνατό της-, από τις εκδόσεις Σαββάλας: "Όσα ξέρει ένα σκυλάκι", "Το διαμαντάκι που αγαπούσε τη μουσική", "Το άτακτο κοτοπουλάκι", "Μια σταγόνα βροχής" και το "Ένα χαμομήλι αλλιώτικο από τα άλλα". Στη Δημοτική βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης βρήκα τα τέσσερα από τα πέντε, δεν βρήκα το τελευταίο. Στα βιογραφικά της δεν συμπεριλαμβάνεται αυτή της η δραστηριότητα, παρόλο που όλα της τα παραμύθια είναι καλογραμμένα, γεμάτα ευαισθησία, αίσθημα, βλέμμα καθαρό και ταλέντο, αποκαλύπτοντας μια άλλη πλευρά, άγνωστη, της ηθοποιού που σημάδεψε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα με τις ερμηνείες της σε θέατρο και κινηματογράφο, που εκθειάστηκε και κατακίθηκε όσο ελάχιστοι καλλιτέχνες. Αντιγράφω αυτό το παραμύθι, μιας και δεν κυκλοφορούν πλέον στο εμπόριο τα βιβλία της, και το βρίσκω άξιο να αναγνωστεί. Η Αλίκη το αφιερώνει στη μητέρα της, κι εγώ την αντιγραφή του στη μνήμη της και τη διαμαντένια καρδιά της.




"Μια φορά, στα βάθη της γης, ζούσε ένα διαμαντάκι. Ήταν βυθισμένο στον ύπνο, μες στην αγκαλιά μιας μεγάλης πέτρας. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν γύρω του, ήταν το απόμακρο βουητό του υπόγειου ποταμού που κυλούσε κάπου κοντά στη μεγάλη πέτρα.
Ήταν ένας ήχος σαν νανούρισμα, και το διαμαντάκι χαμογελούσε γλυκά μες στον ύπνο του και στα διαμαντένια όνειρά του.

Μια μέρα, όμως, ξύπνησε απότομα από μια τρομερή φασαρία: φωνές, σφυροκοπήματα, μουγκρητά μηχανών… Τι ανυπόφορος θόρυβος ήταν αυτός! Το διαμαντάκι κατατρόμαξε. Η διαμαντένια του καρδούλα χτυπούσε σαν ξετρελαμένη. Ακούστηκε ένα τελευταίο, δυνατό χτύπημα και το διαμαντάκι μας βρέθηκε για λίγο κάτω από το δυνατό φως ενός φακού. Άλλη τρομάρα κι  αυτή!
“Ρίχτε κι αυτό στο καρότσι”, ακούστηκε μια φωνή.
Και το μεγάλο κομμάτι της πέτρας που πάνω του ήταν ακόμη κολλημένο το διαμαντάκι, φορτώθηκε σ’ ένα τρενάκι μαζί μ’ ένα σωρό άλλες πέτρες.

Το διαμαντάκι βρέθηκε και πάλι στο σκοτάδι. Κατάλαβε όμως, πως άρχισε να ταξιδεύει. Το τρενάκι προχωρούσε με ταχύτητα μέσα στο τούνελ. Ύστερα από κάμποση ώρα φρενάρισε και τελικά σταμάτησε.
Τότε το διαμαντάκι είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας. Αλλά μονάχα για λίγες στιγμές. Γιατί σχεδόν αμέσως, βρέθηκε και πάλι να ταξιδεύει μέσα σ’ ένα μεγάλο καμιόνι, κάτω από ένα σωρό πέτρες.

Όταν κάποτε το καμιόνι σταμάτησε κι αυτό,, το διαμαντάκι ζαλίστηκε από τις φωνές και τους θορύβους που ακούγονταν από παντού. Τα διαμαντένια αυτιά του ήταν τόσο ευαίσθητα. Αχ, πόσο νοσταλγούσε το υπόγειο νανούρισμα του υπόγειου ποταμού!
Ένιωσε να το αρπάζουν, να το ξεκολλούν από την πέτρα, να το πλένουν, να το τρίβουν, να το γυαλίζουν. Τι ταλαιπωρία ήταν αυτή! “Αλλά, τελικά, άξιζε τον κόπο”, σκέφτηκε το διαμαντάκι όταν βρέθηκε ν’ αστραποβολά σαν ένα αστεράκι, πάνω σ’ ένα βελούδινο πανί.

Τώρα δε φοβόταν πια καθόλου. Η διαμαντένια καρδούλα του ρουφούσε άπληστα το φως. Ένιωθε πως από δω και πέρα θα άρχιζε μια καινούρια ζωή, όλο εκπλήξεις και περιπέτειες. Έτσι, του κακοφάνηκε πολύ, όταν το έκλεισαν σε ένα σακούλι και βρέθηκε και πάλι στο σκοτάδι.
“Τέλος πάντων, δε μπορεί να μ’ αφήσουν για πάντα κλεισμένο”, σκέφτηκε. “Κάτι μου λέει πως θα με πάνε κάπου αλλού”.

Και πράγματι αυτή τη φορά το φόρτωσαν σ’ ένα καράβι. Το ταξίδι κράτησε μέρες και μέρες. Μόλο που το διαμαντάκι μας ήταν εντελώς ασυνήθιστο στη θάλασσα, δεν έπαθε καθόλου ναυτία.

Τα κύματα που χτυπούσαν στα πλευρά του πλοίου, ακούγονταν σαν ένα γλυκό νανούρισμα. Βαθιά μες στ’ αμπάρι του καραβιού, το διαμαντάκι αποκοιμήθηκε. Κοιμόταν για πολλά, πολλά μερόνυχτα…

Ξύπνησε μέσα σ’ ένα ολόφωτο εργαστήριο. Ένιωσε και πάλι να το πιάνουν, να το πασπατεύουν, να το γυαλίζουν, να το βάζουν κάτω από δυνατά φώτα.
“Φαίνεται πως αρχίζουν και πάλι οι ταλαιπωρίες”, σκέφτηκε το διαμαντάκι. “Ποιος ξέρεις όμως; Μπορεί να με κάνουν ακόμα πιο αστραφτερό. Ας κάνω, λοιπόν, υπομονή”. Κι έκανε υπομονή.

Τώρα το διαμαντάκι πλημμυρίζει από αγαλλίαση. Βρίσκεται μέσα σ’ ένα βελούδινο ανοιχτό κουτάκι, στο κέντρο μιας βιτρίνας. Είναι κολλημένο πάνω σ’ ένα όμορφο χρυσό δαχτυλίδι κι αστραποβολά ολόκληρο.
Η βιτρίνα βλέπει σ’ έναν κεντρικό δρόμο με μεγάλη κίνηση. Πολλοί περαστικοί σταματούν και την κοιτάζουν. Στη βιτρίνα υπάρχουν κι άλλα όμορφα κοσμήματα, αλλά το διαμαντάκι νιώθει τα μάτια των περαστικών να πέφτουν κατευθείαν πάνω του.

Κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα, αναρωτιέται όλο προσμονή: “Άραγε, έρχονται για μένα;” Γιατί μόλο που ένιωθε σαν πασάς, εκεί ση μέση της βιτρίνας, είχε αρχίσει να βαριέται λιγουλάκι.
Η διαμαντένια καρδούλα του αποζητούσε καινούριες περιπέτειες. Κι είχε επιθυμήσει πολύ και κάτι άλλο: ν’ ακούσει λίγη μουσική.
Κάποτε, έφθασε η πολυπόθητη ώρα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που το διαμαντάκι δεν πρόλαβε καλά καλά να καταλάβει για πότε βρέθηκε μακριά από τη βιτρίνα, κλεισμένο και πάλι μέσα σ’ ένα κουτάκι.

Ξέρετε πού βρίσκετε τώρα το διαμαντάκι μας; Σ’ ένα όμορφο κέντρο με χιλιάδες φώτα. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα: δε βρίσκεται πια στην τσέπη του νέου άντρα που το αγόρασε, αλλά πάνω στο χέρι μιας γλυκειάς κοπέλας.
“Δεν έπρεπε ν’ αγοράσεις ένα τόσο ακριβό δαχτυλίδι”, λέει η κοπέλα.
“Ήθελα να σου κάνω ένα όμορφο δώρο αρραβώνων”, της απαντάει ο νεαρός.
“Έλα, πάμε τώρα να χορέψουμε”. Ακούγεται μια υπέροχη μουσική και το διαμαντάκι την απολαμβάνει με την ψυχή του, καθώς το ζευγάρι στριφογυρίζει στην πίστα του χορού.

Ύστερα από λίγον καιρό, το διαμαντάκι άκουσε και πάλι μια ωραία μελωδία. Αυτή τη φορά δεν ήταν μουσική, αλλά ανθρώπινες φωνές που έψαλλαν. Το ζευγάρι παντρευόταν. Τα κρύσταλλα των πολυελαίων της εκκλησίας άστραφταν, αλλά το διαμαντάκι άστραφτε ακόμα πιο λαμπερά πάνω στο χέρι της κοπέλας, πλάι στη χρυσή βέρα.

Μετά το γάμο έγινε ένα μεγάλο γλέντι. Το διαμαντάκι χόρτασε τραγούδι και μουσική. “Τι ωραία που είναι η ζωή κοντά στους ανθρώπους!”, σκέφτηκε ολόχαρο.
Σαν τέλειωσαν τα γλέντια και οι χαρές, άρχισε η καθημερινή σπιτική ζωή. Ήταν μια ζωή ήρεμη, αλλά και πολύ όμορφη. Η κοπέλα δε θέλησε να φυλάξει το πολύτιμο δαχτυλίδι της σ’ ένα συρτάρι. Το φορούσε όλη την ημέρα. Μόνάχα σαν έκανε μπάνιο, ή έβαζε μπουγάδα, ή έπλενε τα πιιάτα, μονάχα τότε έβγαζε το αγαπημένο της δαχτυλίδι.
Και το διαμανάκι, ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα ράφι της κουζίνας, ή πλάι στο νιπτήρα, απολάμβανε το γλουγλούκισμα του νερού. Γιατί του άρεσαν πολύ οι ήχοι. Όλοι οι ήχοι.

Διασκέδαζε πολύ που άκουγε το νιαούρισμα ης γάτας του σπιτιού και το απαλό της γουργούρισμα, όταν αποκοιμιόταν στην αγκαλιά της κοπέλας. Και, καθώς η κοπέλα, φορώντας πάντα το δαχτυλίδι της, χάιδευε την αποκοιμισμένη γατούλα, το διαμαντάκι βυθιζόταν κι αυτό σ’ ένα γλυκό ύπνο.

Στο σπίτι υπήρχε κι ένα καναρίνι. Τι όμορφα που κελαηδούσε εκείνο το πουλάκι! Όταν τ’ άκουγες, σου ’ρχονταν στο νου ανοιξιάτικα πρωινά κι ανθισμένα λουλούδια, το κελάρυσμα γάργαρων νερών και το φύσημα του ανέμου μες στα δέντρα.
Το διαμανάκι άκουγε μαγεμένο. Κι ήταν σαν να ις ζούσε όλες αυτές τις ομορφιές. Όμως, σαν βράδιαζε το καναρινάκι σταματούσε, κούρνιαζε σε μια γωνιά του κλουβιού κι αποκοιμιόταν.
Τότε ερχόταν η σειρά της τηλεόρασης. Μερικές εκπομπές άρεσαν στο διαμαντάκι. Προπάντων αυτές που είχαν μια όμορφη μουσική και πολλές φωνές. Αλλά όταν η τηλεόραση έδειχνε ποδόσφαιρο ή καουμπόικες ταινίες, το διαμαντάκι αναπηδούσε ολόκληρο.
Στιγά σιγά, όμως, τις συνήθισε κι αυτές. Τις συνήθισε τόσο πολύ, που έφθασε να τις ακούει σαν ένα νανούρισμα.

Αλλά τα πιο όμορφα βραδια, ήταν τα βράδια που το ζευγάρι δεν έβλεπε τηλεόραση. Στο σπίτι υπήρχε ένα μεγάλο παλιό πιάνο. Κι αυτό έδινε στο διαμαντάκι μας τη μεγαλύτερη χαρά. Περίμενε πώς και πώς την ώρα που ο νεαρός θα έλεγε στη γυναίκα του:
“Απόψε θ’ ακούσουμε εσένα. Παίξε κάτι, σε παρακαλώ”.
Τότε η κοπέλα άνοιγε το πιάνο κι έβγαζε απ’ τα χέρια της το δαχτυλίδι.
Αραγμένο πάνω στο ξύλο του πιάνου, το διαμαντάκι νιώθει τη μουσική να φθάνει μέχρι τα κατάβαθα της διαμαντένιας καρδιάς του.
Το καναρινάκι ξυπνάει κι αρχίζει αμέσως το τραγούδι, παρασυρμένο από τη μελωδία του πιάνου. Ως και η γάτα, βγάζει κι εκείνη μια φωνή, αλλά ύστερα σωπαίνει: λες και καταλαβαίνει πως έκανε μια παραφωνία. Ο νέος και η κοπέλα βάζουν πάντα τα γέλια, όταν την ακούνε. Το διαμαντάκι μας τραγουδάει κι αυτό. Μόνο που το τραγούδι του ειναι σιωπηλό: είναι το ευτυχισμένο αστραποβόλημά του.

“Όμορφη που είναι η ζωή μ’ αγάπη, χαρά και μυσική”, τραγουδάει το διαμαντάκι ακολουθώντας τη μελωδία του πιάνου.

Καλή σου νύχτα διαμαντάκι!
Καλή σας νύχτα παιδιά.
Και ο ύπνος να σας φέρει
Μόνο όνειρα γλυκά."





 Οπισθόφυλλο

Ξεκίνησα το γράψιμο αυτών των παραμυθιών με ερέθισμα τα παιδιά που με ζουν και τα ζω στη διάρκεια της με΄γαλης μου πορείας, μέσα από το θέατρο και τις ταινίες μου.
Ελπίζω με τούτα τα παραμύθια να τους ανταποδώσω την αγάπη που εισπράττω κάθε μέρα απ’ αυτά.