Labels

Saturday, February 26, 2011

Το χαλί της ψυχής μου



Φορτώθηκα κι εγώ σαν αρχαίος πλανόδιος πραματευτής την ψυχή μου και βγήκα στο δρόμο. Δεν βγήκα για να την πουλήσω. Η ψυχή μήτε πουλιέται μήτε και αγοράζεται. Ο Θεός να μη δώσει να μπούμε ποτέ σε τέτοιο πειρασμό, γιατί αλλοίμονό μας. Τι θα μας απομείνει μετά;
Την τύλιξα, την τύλιξα, την τύλιξα σαν χαλί και τη φορτώθηκα στους ώμους.

Του καθενός η ψυχή είναι φτιαγμένη κι από άλλα υλικά. Φαίνεται πως ενώ το σώμα μας φτιάχτηκε από τον ίδιο πηλό κι έτσι πολύ μικρές είναι οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα σώματά μας, αυτή η πνοή που δόθηκε του καθενός μας για ψυχή έχει τόσο μεγάλες διαφορές από άνθρωπο σε άνθρωπο, ή ίσως εμείς το καταφέρνουμε να ποικίλλουν τόσο, που χάνεις κυριολεκτικά το νου σου από την ποικιλλία υλικών της καθεμιάς.

Η δική μου έχει σαν βάση το χαρτί και το ατσάλι. Όχι οποιοδήποτε χαρτί, αλλά το διάφανο ριζόχαρτο. Ουτε το γνωστό άκαμπτο ατσάλι, αλλά ένα είδος ασυνήθιστα ελαστικό. Μέχρι σήμερα μόνο σε άλλη μια ψυχή το έχω συναντήσει. Το χαρτί είναι πλεγμένο μέσα στο ατσαλένιο δίχτυ, γι' αυτό και αντέχει ακόμα. Το ευλυγιστο ατσάλι της είναι αλλού επιχρυσωμένο, αλλού σκουριασμένο, αλλού ντυμένο με διάφορες κλωστές. Έχει την ικανότητα να παίρνει κάθε φορά κι άλλη μορφή, ιδανικό υλικό σε ενός γλύπτη τα χέρια. Το χαρτί έχει πάνω παιδικές ζωγραφιές, ποιήματα, γραμμές ετερόκλητες, κυρίως καμπύλες, και μουντζούρες βέβαια.

Όταν βαραίνει πολύ το χαλί της ψυχής μου είτε από την επέλαση βαρβάρων που απρόσεχτα επέτρεψα να την πατήσουν, είτε απο την υγρασια υπογείων στην οποία την εγκατέλειψα ή κι από τη μούχλα της μοναξιάς μου, την τυλίγω, στους ώμους τη φορτώνομαι και κατεβαίνω στο λιμάνι. Έτσι έκανα και σήμερα που έτυχε να είναι και Σάββατο των ψυχών.

Αφού την πήγα πρώτα μια βόλτα στην Μονή Βλατάδων να δει τις άλλες ψυχές που πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα φτεροκοπούσαν τριγύρω πασιχαρείς για το μέγα μνημόσυνο που τελούνταν για το χατίρι τους, είπα δεν πάει άλλο, ώρα για το λιμάνι. Οι συνθήκες είναι ιδανικές. Κύρο, ομίχλη, υγρασία. Οι συνθήκες που όλοι φοβούνται και κλειδαμπαρώνονται στα σπιίτια τους είναι για μένα οι ιδανικές. Δικό μου το λιμάνι σήμερα.

Και αφού πρώτα κοίταξα ώρα πολλή τη θάλασσα, ξεφόρτωσα το χαλί της ψυχής μου κι άρχισα να το ξετυλίγω πάνω στα νερά της. Ούτε πλοίο φαινόταν ούτε κι ο Όλυμπος. Μόνο θάλασσα μες στην πυκνή ομιχλη κι ελάχιστοι περαστικοί αδιάφοροι παντελώς για την ύπαρξή μου, τι χαρά...

Κι όλο ξετύλιγα, ξετύλιγα, ξετύλιγα... Γέμισε ο κόλπος του Θερμαϊκού κι ακόμα το χαλί της ψυχής μου δεν είχε ανοίξει ολάκερο. Έστριψε κι έφτασε μέχρι τον Παγασητικό κι ακόμα άνοιγε. Ώσπου στο τέλος πήρα μια βαθιά ανάσα. Είδα την ψυχή μου θάλασσα γεμάτη ιριδισμούς μαβιούς, κυανούς και πορτοκαλόχρωες να αστράφτει. Είδα να διαλύονται οι μουντζούρες της και να τις καταπίνει ο βυθός. Είδα να φεύγουν οι βαριές σκουριές και τα μέταλλά της να χρυσίζουν στην ομίχλη. Κι ύστερα την είδα να σηκώνεται ψηλά. Τα νερά να τρέχουν και να στεγνώνει ανεβαίνοντας στον ουρανό. Να γίνεται γλάρος γιγάντιος και να σκίζει τον ουρανό της πόλης μου. Να κελαηδά σαν αηδόνι λεύτερο και να γελά σαν τρισευτυχισμένο παιδί.

Άνοιξα τότε τα δυο μου χέρια διάπλατα. Το στέρνο μου άνοιξα και την κάλεσα πίσω γιατί δεν την άντεχα άλλο μακριά μου. Στη στιγμή μεταμορφώθηκε σε αχτίδα και όρμησε μέσα μου σαν φιλί ερωτοχτυπημένου. Αυτή ήταν η μοναδική αχτίδα που έφεξε σήμερα στο λιμάνι της πόλης μου και δεν την είδε άλλος κανείς.

Σ' ευχαριστώ Θεσσαλονίκη που με αξίωσες γι' άλλη μια φορά να γίνω αληθινό παιδί σου, είπα αποχαιρετώντας την κολυμπήθρα του λιμανιού, και γύρισα πετώντας ψηλά στα κάστρα του Επταπυργίου όπου και διαμένω.

Monday, February 21, 2011

Γράμμα του νου σε μια καρδιά.(Β. Νευροκοπλή για το protagon.gr)


Γράφεις εδώ και είκοσι χρόνια. Νομίζω πως ήρθε ο καιρός να σου πω κάποια πράγματα τώρα που η σχέση σου με τη γραφή έχει ήδη διανύσει αρκετό δρόμο. Δεν πρόκειται να σου αναλύσω γενικές αρχές, ούτε θεωρίες με καθολική ισχύ που βοηθούν έναν συγγραφέα να αποφύγει παγίδες ή να βγει σε ξέφωτα. Αφού απευθύνομαι προσωπικά σ’ εσένα θα σου πω όσα νομίζω πως σου ταιριάζουν, γιατί γνωρίζω καλά πως οι γενικές αρχές σε αφήνουν πλήρως αδιάφορο και πως οι θεωρίες σε κουράζουν ανυπόφορα και τις πετάς στο καλάθι των αχρήστων πριν τις ακούσεις. Δεν είναι σωστό αυτό, αλλά αφού είσαι τέτοιος άνθρωπος, μάλλον είναι αργά για να αλλάξεις. Οπότε, ξεκινώ.



Εμπιστεύσου τις λέξεις όπως θα εμπιστευόσουν τον πιο δικό σου άνθρωπο. Παραδώσου στις λέξεις όπως στον αξιότερο εραστή σου. Σεβάσου τις λέξεις όπως τη μάνα σου και επαναστάτησε, καβγάδισε μαζί τους, έλα σε ρήξη, όπως έκανες με τους παιδικούς φίλους σου. Με την ίδια αθωότητα. Μην καθυστερήσεις να συμφιλιωθείς μαζί τους, ακριβώς όπως έκανες μ’ αυτούς. Αν σ’ εγκαταλείψουν οι λέξεις θα μείνεις ολότελα μόνος και θα πεθάνεις από ασητεία δίχως τη συνδρομή τους.


Οι λέξεις είναι πέλαγος. Μη βουτάς μέσα τους καταχείμωνο, θα πουντιάσεις. Μη βουτάς ούτε κατακαλόκαιρο με την πρόφαση να δροσιστείς. Θα είναι μόνο μια φτηνή αυτοϊκανοποίηση. Αν είσαι λυπημένος περίμενε να καταλαγιάσει η θλίψη σου πριν τις αγγίξεις, κι αν είσαι θυμωμένος στάσου για λίγο να καταπαύσει ο θυμός. Ενδέχεται να τις τραυματίσεις καίρια και δεν το αξιζουν.


Ναι, οι λέξεις είναι στ’ αλήθεια πέλαγος. Προτίμησε τις ενδιάμεσες εποχές να μπεις στην αγκαλιά του. Τις στιγμές που είσαι έτοιμος κι εσύ και το πέλαγος να συναντηθείτε. Τις στιγμές που το κάθε τι γίνεται πάνω απ’ όλα και ίσως αποκλειστικά, γι’ αυτή σας την συνάντηση. Δε θα σε σώσουν οι λέξεις από τον εαυτό σου, ούτε κι εσύ θα τις σώσεις ποτέ από τον δικό τους εαυτό. Το περισσότερο που έχεις να ελπίζεις είναι η γόνιμη συνάντηση μαζί τους. Κι αυτή θα περνά κάθε φορά όλα τα στάδια ενός κεραυνοβόλου ερωτικού συναπαντήματος.


Θα ξεκινά με αμφιβολία και δισταγμό. Με λοξά βλέμματα, δοκιμαστικά αγγίγματα γεμάτα συστολή. Κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων αν η σχέση θα προχωρήσει, αν θα ολοκληρωθεί, αν θα οδηγήσει σε συνουσία και οργασμό ή ακόμα πιο πέρα, σε μια αρμονική συμβίωση που θα νικήσει το χρόνο.


Ο άξιος εραστής δεν έχει βεβαιότητες. Έχει μέσα του μάλλον ένα κράμα αποτελούμενο από ντροπή και τόλμη, από δειλία και πάθος, αμφιβολία και πίστη. Αυτό το κράμα τον οδηγεί. Και αν ακόμα φτάσει σε αδιέξοδο δεν μετανιώνει. Αρχίζει πάλι απ’ την αρχή. Οι λέξεις έχουν την ικανότητα να μεταμορφώνονται κάθε τόσο σε νέο πρόσωπο. Αν το ένα πρόσωπο σε απογοητεύσει, γρήγορα ένα άλλο θα γεννηθεί που θα σου προκαλέσει νέο πάθος. Αν είσαι άξιος εραστής δε θα παραιτηθείς με την πρώτη αποτυχία. Θα δίνεις πάλι και πάλι ραντεβού μαζί τους, θα παραχωρείς τον εαυτό σου ξανά και ξανά, θα προχωράς βήμα βήμα ή θα κάνεις σάλτο μέσα τους σα κούτσουρο σε πυρκαγιά. Ένας άξιος εραστής είναι αποφασισμένος να πυρποληθεί.


Προτού βουτήξεις όμως ονειρέψου το πέλαγος. Άφησε την επιθυμία μέσα σου να μεγαλώσει. Ύστερα αγνάντεψέ το. Άφησε πρώτα τα μάτια σου να ξεδιψάσουν από τη θέα του. Άφησε την καρδιά σου να λαχταρήσει αβάσταχτα την ένωσή σας. Και μπες ακροπατώντας. Μπες γυμνός. Αφού τόσο ποθείς να συναντηθείς με τις γυμνές λέξεις, μην αφήσεις ρούχο επάνω σου. Θα μοιάζει προσβολή γι’ αυτές και θα ’ναι για σένα άχαρο βάρος. Νιώσε το νερό τους ν’ ανεβαίνει πόντο πόντο στο σώμα σου μέχρι να φτάσει στην καρδιά, στους πνεύμονες, στο λαιμό. Βούτα και το κεφάλι κι αν μπορείς κράτα και λίγο την ανάσα σου μέσα στο βυθό τους ν’ αφουγκραστείς τα μυστικά του. Ύστερα ξεκίνα το κολύμπι απαλά. Ασκήσου εντατικά μέχρι να μάθεις να κολυμπάς άφοβα μέσα στο πέλαγος των λέξεων. Ποτέ δε θα το κολυμπήσεις όλο, μη πλανάσαι. Λίγο λίγο αύξησε την αντοχή σου. Λίγο λίγο προχώρα βαθύτερα.


Επιστρέφοντας κάθε φορά στην ξηρά πάντα να γυρνάς πίσω το βλέμμα σου να ευχαριστήσεις τη θάλασσα των λέξεων που γι’ άλλη μια φορά σε κράτησε στην αγκαλιά της. Ανταποκρίθηκε στο πάθος σου, θώπευσε την ανάγκη σου για τρυφερότητα που σε συνέχει ακατάπαυστα, σου δίδαξε τα όρια, την τεχνική, τον κίνδυνο, την προστασία. Και μη βιαστείς να σκουπιστείς με την πετσέτα μιας ξένης στιγμής που θα σε παραμονεύει εκεί στην αμμουδιά. Άφησε τα νερά των λέξεων να στεγνώσουν πάνω στο σώμα σου. Να γίνουν ένα με το σώμα σου. Να εισχωρήσουν μέσα στους πόρους του δέρματος για να φτάσουν στα κατάβαθα της ύπαρξής σου. Αυτά θα σε οδηγήσυν ακόμη βαθύτερα την επόμενη φορά.


Κι όταν η άνοιξη της γραφής περάσει και ό, τι ήταν να γράψεις το έγραψες, όταν η συνουσία σου με τη θάλασσα των λέξεων ολοκληρωθεί και νιώσεις πλήρης ηδονής και ικανοποίησης, τη μέθη σου να ζητά ανάπαυλα και στρώμα να αποκοιμηθεί, μη διστάσεις καθόλου να ονειρευτείς μακριά της και να της δώσεις κι εκείνης το περιθώριο να ονειρευτεί δίχως να σε κρατά στα σπλάχνα της. Το όνειρο είναι ο κενός χώρος όπου ανασαίνει το σύμπαν. Είναι ολότελα απαραίτητο το οξυγόνο του κενού. Ο αέρας της αποστασης.


Κι όταν εσύ και το έργο σου κοιμηθείτε αρκετά, θα έρθει μια μέρα που θα ξανανταμώσετε. Μην αμφιβάλλεις. Μια άλλη μέρα. Άλλης εποχής. Θα είναι ίσως ένας χειμώνας ή ίσως καλοκαίρι. Δεν μπορώ να το πω με σιγουριά.

Τότε σαν ξένος θα δεις την απόσταση που διέτρεξες. Σαν ξένος θα κοιτάξεις το υδάτινο δημιούργημά σου που θα έχει πλέον αποκτήσει στέρεα μορφή. Και σαν ξένος και σχεδόν αδιάφορος, θα μπορέσεις να δεις τα ελαττώματα της αγαπημένης μορφής που έπλασες δοσμένος στον ίδιο της τον έρωτα και τυφλωμένος τότε από το μεγάλο σου το πάθος. Είναι η ώρα που θ’ αρχίσεις σα γλύπτης ν’ αφαιρείς τα περιττά, να λειαίνεις την τραχιά επιδερμίδα, ν’ αφαιρείς εξογκώματα που παραμορφώνουν το έργο, να προσθέτεις λεπτομέρειες που το τελειοποιούν.


Όλα αυτά είναι απαραίτητα αν θέλεις να εκθέσεις το έργο σου στη θέα του κόσμου. Γιατί το πάθος σου αυτό καθεαυτό δεν αφορά κανέναν για να το προσφέρεις ατόφιο. Το ζήτημα ποτέ δεν ήταν το πάθος σου. Όλο το ζήτημα είναι μόνο η σπίθα του, η πνοή του, το φως του, που για να φτάσει ανεμπόδιστα στους αποδέκτες του δεν πρέπει να σκοντάφτει σε ατέλειες, αυταρέσκειες, υπερβολές, συναισθηματισμούς. Το έργο σου πρέπει να αποκαθαρθεί από όλα όσα σε οδήγησαν για να το φτιάξεις. Οι προθέσεις σου πρέπει να μείνουν κρυφές. Δεν αφορούν κανέναν. Οι στόχοι σου οφείλουν να μείνουν μυστικοί. Ακόμη και η ενότητα του είναι σου πρέπει να είναι αθέατη, αν και αποτελεί τον πυρήνα του έργου. Τα αισθήματά σου να παραμείνουν απολύτως δικά σου. Μην τα ξοδέψεις, θ’ απομακρυνθούν σαν προδωμένα και δεν θα τα ξαναβρείς όταν θα τα ζητήσεις πίσω. Το έργο σου πρέπει να είναι απαλλαγμένο από εσένα τον ίδιο για να γίνει κάτι περισσότερο από τον εαυτό σου. Να μεταμορφωθεί σε κάτι που θα αφορά όλους τους άλλους.


Δουλεύοντας επίμονα τις διορθώσεις θα φτάσεις να ξεχάσεις κι εσυ ο ίδιος πώς ξεκίνησες. Γιατί το έγραψες. Τι ήθελες να αφηγηθείς. Θα ξεχάσεις ακόμα κι αυτό το πάθος που σε οδήγησε να βουτήξεις στη θάλασσα των λέξεων. Τότε θα μπορείς να είσαι ήσυχος. Το έργο σου δεν είναι πια δικό σου, κι ας είναι σάρκα από τη σάρκα σου. Δεν σου ανήκει κι ας του δόθηκες ολοκληρωτικά. Είσαι ελεύθερος απ’ αυτό κι αυτό ελεύθερο από σένα. Έχετε σοβαρές ελπίδες να συμβιώσετε πλέον σαν ζευγάρι αρμονικό που δε φοβάται τη φθορά του χρόνου, την απόσταση, τα γυρίσματα της μοίρας, ακόμα και τη λησμονιά.


Κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή. Νέο πέλαγος θ’ αντικρύσεις. Νέο πάθος θα γεννηθεί μέσα σου. Νέες ασκήσεις. Κι όλα πάλι απ’ την αρχή κι όλα αλλοιώτικα. Υπομονή να έχεις. Βλέπεις, πρέπει να περιμένεις το νέο κάλεσμα της θάλασσας των λέξεων. Δεν ειναι στο δικό σου χέρι η ερωτική σας σχέση. Είναι στο δικό της αποκλειστικά. Αν σε βρει άξιο εραστή θα σε καλέσει πάλι. Αν όχι, καλύτερα μην προσπαθήσεις μόνος σου. Θα είναι ένας βιασμός κι αυτό δεν κρύβεται. Θα σε πονέσει, θα σε προδώσει, θα σ’ απογοητεύσει. Και ό, τι γεννηθεί θα είναι ένα έκτρωμα που όλοι θ’ αποφύγουν.


Αυτά είχα να σου πω καρδιά μου. Αυτά έκρινα πως σου έπρεπαν. Κι αν έχω κάνει λάθος, ίσως να διάλεξα κι εγώ μια λάθος εποχή να σου μιλήσω. Μα αν όχι, φύλαξε τα λόγια μου και προχώρα σεμνά, ταπεινά, έτοιμη για όλα.



Δημοσιεύτηκε στο protagon.gr

Sunday, February 20, 2011

Κυριακή του Ασώτου




Ήταν παιδί.
Ο νους του ακόμα φανταζόταν πως η ζωή είναι έξω. Μακριά. Αλλού.
Ήταν παιδί. Ένα γλυκό γλυκό παιδί. "Θα φύγω", είπε. "Θα φύγω για να ζήσω το όνειρο." Δεν ήξερε ακόμα πως το όνειρο δεν το αγοράζεις με λεφτά. Ούτε πως το όνειρο δεν το πληρώνεις με τους μόχθους του πατέρα.

Μα φαινεται πως είχε κι έναν πατέρα λιγάκι ασυνήθιστο. Ούτε τον μάλωσε, ούτε προσπάθησε να τον αποτρέψει. Τίποτα δεν του είπε. Ήξερε πως τα λόγια δεν αντιπαλεύουν την επιθυμία. Βίωμα δεν κάνουν οι παραινέσεις όταν ο νους του ανθρώπου είναι αλλού. Ούτε τον αποκλήρωσε, ούτε και τον ξεγέλασε. Του τα ‘δωσε όλα όπως το παιδι τα ζήτησε.

Όσο δεν λυπήθηκε τα χρήματα ο πατέρας, άλλο τόσο δεν τα λυπήθηκε κι ο γιος. Φαίνεται πως η γενναιοδωρία ήταν στο αίμα και των δύο.
Τα σκόρπισε το παιδί, τα γλέντησε, τα σπατάλησε, στάχτη τα έκανε. Μαζί τους πυρπολήθηκε. Κι ύστερα γύρισε ο καιρός. Ήρθε λιμός στη χώρα. Πάντα ο καιρός στο τέλος θα γυρνά. Κι είναι εκεί που κρίνονται οι άνθρωποι. Εκεί που δοκιμάζονται. Μέχρι τότε, συμπέρασμα δε βγαίνει.



Και το αρχοντόπουλο ζητιάνεψε. Πλάι στους χοίρους χοίρος έγινε, ώσπου συντρίφτηκε. Κι ήρθε στα συγκαλά του. Κι ύστερα θυμήθηκε πάλι τον πατέρα. Δεν επιθύμησε τα λούσα, τα χρυσά και τις τιμές που απολάμβανε στο πατρικό του. Δούλος του πατέρα του επιθύμησε να γίνει. Για ένα κομμάτι ψωμί αντί για κέρατα επέστρεψε. Δε θα ‘ταν τώρα γιος μιας και κατέφαγε την περιουσία του πατέρα του όλη.

Κι ο πατέρας βλέποντάς τον από μακριά, τον σπλαχνίστηκε. Τον ειχε για νεκρό και ζωντανό τον βρήκε. Τι αξία είχαν όλα τ’ άλλα;
Περιουσία γίνεται και πάλι, ζωή δε ματαγίνεται. Εξάλλου ο γιος του γύρισε με τη δική του θέλησή, όπως κάποτε με τη δική του θέληση είχε φύγει. Και γύρισε γνωρίζοντας πόσο ανάξιος ήταν. Σα δούλος γύρισε το αρχοντόπουλο, σα δούλος στον πατέρα. Κι έπεσε στο λαιμό του κι αγκαλιάστηκαν, και ο πατέρας πάλι τίποτα δεν είπε. Μόνο σφιχτά τον κράτησε. Κι ύστερα στους δούλους απευθύνθηκε και ζήτησε να φέρουν τη στολή την πρώτη για τον γυμνό του γιό και το δαχτυλίδι του αρραβώνα της συγχώρεσης, παπούτσια ζήτησε να κρύψει από του κόσμου το μάτι τις πληγές του γιου του.


Να σφαχτεί και ο μόσχος, πρόσταξε, ο σιτευτός. Αυτός που 'ταν προορισμένος για εξαγνισμό, τώρα να σφαγιαστει για τη γιορτή, αφού ο γιος είχε ήδη εξαγνιστεί μονάχος στην αρχή κι ύστερα μέσα στο πέλαγος της αγκαλιάς του.


Φαρμακώθηκε ο μεγάλος αδελφός σαν έμαθε τα νέα. Ο νους του θόλωσε. Αυτός ούτε ένα όνειρο απατηλό δεν είχε καταφέρει να ονειρευτεί. Ούτε ένα όνειρο δεν είχε κάψει να καεί στα σωθικά του. Κι όμως περίμενε να του δοθεί το δώρο που ποτε δε ζήτησε. Δε σκέφτηκε πως ξαναπέκτησε αδερφό. Μόνο τον εαυτό του σκέφτηκε και η ζωή του η μίζερη ήρθε να τον επνίξει.

Σ’ αυτόν όμως απάντησε ο πατέρας. Δεν σιώπησε. Μάλλον γιατί από λόγια ετούτος κάτι θα καταλάβαινε και θα μπορούσε να συνέρθει από την αδιέξοδη τη ζήλια και τη ματαιοδοξία του την ανερμάτιστη. "Ανάσταση είναι", είπε, "και γι’ αυτό γιορτή". Κι αν έζησε τον θάνατο και την ανάσταση ο μικρότερος, ήτανε φαίνεται καιρός για τον μεγάλο να ζήσει τη ζωή απ' την αρχή, που μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί πως είναι κάτι περισσότερο από υποχρέωση, συνέπειες, αρχές και τα τοιαύτα.

Κι αν δεν γνωρίζουμε το τέλος αυτής της τόσο απροσδόκητα τρυφερής ιστορίας, νομίζω πως μπορούμε να μαντέψουμε και μια σκηνή που θα βλέπαμε πίσω απ' ένα δοκάρι τον μεγάλο αδερφό να κλαίει και να ομολογεί πως δεν στάθηκε άξιος αδερφός. Θα μπορούσαμε κατόπιν να τον δούμε και να πέφτει στην αγκαλιά του μικρότερου, ζητώντας του να δεχτεί το μισό του μερίδιο σαν δώρο εξιλέωσης. Θαρρώ πως θα βλέπαμε και τον μικρό να μη μιλά καθόλου παρά πεσμένος στην αγκαλιά του πρεσβύτερου, μόνο να του χαϊδεύει το λαιμό πλημμυρισμένος δάκρυα λατρείας και πολύ πιο πέρα απ’ την ανάγκη της ευμάρειας και της ηδονής, να αρκείται επιτέλους μαζί του, στην αγάπη…

Friday, February 18, 2011

Ιώβ, Κεφάλαιο Α΄




1. Ήταν ένας άνθρωπος στη χώρα της Αυσίτιδας με το όνομα Ιώβ. Ο άνθρωπος εκείνος ήταν ένας αληθινός άνθρωπος. Άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ξένος προς κάθε πονηρό.
2. Απέκτησε επτά γιους και τρεις θυγατέρες.
3. Και ήταν τα ζώα του επτά χιλιάδες πρόβατα, τρεις χιλιάδες καμήλες, πεντακόσια ζευγάρια βόδια, αγέλη από πεντακόσια γαϊδούρια θηλυκά. Είχε υπηρέτες πάμπολλους και τα έργα του πάνω στη γη ήταν σπουδαία. Και σ’ εκείνες της χώρες της ανατολής που ζούσε, ο άνθρωπος εκείνος, ήταν στ' αλήθεια ένας άρχοντας.
4. Κάθε μέρα κι ένας γιος του παρέθετε συμπόσιο για τους αδερφούς και τις αδερφές του στο σπίτι του, να τρων και να πίνουν αντάμα.
5. Όταν οι μέρες των συμποσίων τελείωναν, έστελνε ο Ιώβ απεσταλμένο να καλέσει τα παιδιά του στο σπίτι του να εξαγνιστούν. Σηκωνόταν απ’ το χάραμα και πρόσφερε θυσίες στο Θεό αντίστοιχες με τον αριθμό των παιδιών του, μαζί μ’ ένα μοσχάρι για να εξιλεωθούν από τις αμαρτίες οι ψυχές τους.
6. Διότι, έλεγε με το νου του ο Ιώβ, “μη τυχόν τα παιδιά μου κατά τη διάρκεια των συμποσίων σκέφτηκαν ασχημα και αμάρτησαν απέναντι στον Θεό.”
Κι έτσι πορευόταν ο Ιώβ όλες τις ημέρες της ζωής του.
Μια μέρα όμως παρουσιάστηκαν οι άγγελοι ενώπιον του Κυρίου, μαζί τους ήρθε και ο διάβολος.
7. Και ρώτησε ο Κύριος στον διάβολο:
“από πού έχεις έρθει;”
Και απαντώντας ο διάβολος στον Κύριο είπε:
“αφού γύρισα όλη τη γη και περπάτησα ό, τι βρίσκεται κάτω από τον ουρανό της, ήρθα εδώ.”
8. Και ο Κύριος τον ρώτησε:
“έστρεψες τον νου σου και πρόσεξες τον δούλο μου Ιώβ για να μάθεις πως δεν υπάρχει πάνω στη γη άλλος άνθρωπος σαν κι αυτόν στην αρετή, άμεμπτος, ακέραιος, θεοσεβής, ξένος προς κάθε πονηρό;”
9. Και ο διάβολος απάντησε και είπε προς τον Κύριο:
“μήπως δίχως ανταμοιβή σέβεται ο Ιώβ τον Κύριο;
10. Εσύ δεν περιφρούρησες ό, τι υπάρχει έξω και μέσα στο σπίτι του και όλα τα εξωτερικά πράγματα που τον περιτριγυρίζουν; Και επιπλέον, εσύ έχεις ευλογήσει όλα όσα έφτιαξε και έχεις αυξήσει τόσο πολύ τα ζώα του πάνω στη γη.
11. Αλλά, για άπλωσε το χέρι σου, άγγιξε, και αφαίρεσε όλα όσα έχει και τότε να δεις που θα σε βλασφημήσει κατά πρόσωπο.
12. Είπε τότε ο Κύριος στον διάβολο:
“ορίστε, όλα όσα έχει τα πραδίδω στην εξουσία σου, αυτόν όμως δε θα τον αγγίξεις.”
Και έφυγε ο διάβολος από το πρόσωπο του Κυρίου.
13. Και ήρθε η ημέρα που οι γιοι και οι κόρες του Ιώβ έπιναν κρασί στο σπιτι του μεγαλύτερου αδερφού τους.
14. Και να, ένας αγγελιοφόρος πηγαίνει στον Ιώβ και του λέει:
“τα ζευγάρια των βοδιών σου όργωναν και τα θηλυκά γαϊδούρια σιμά τους έβοσκαν αμέριμνα.
15. Και ήρθαν ληστές, τα άρπαξαν, και σκότωσαν με μαχαίρια τους δούλους σου.
Μόνον εγώ σώθηκα και ήρθα να σου τα πω.”
16. Ενώ ακόμη αυτός μιλούσε, άλλος αγγελιοφόρος καέφθασε και είπε στον Ιώβ:
“φωτιά από τον ουρανό έπεσε, και τα πρόβατα έκαψε και τους βοσκούς απανθράκωσε.
Μόνον εγώ σώθηκα και ήρθα να σου τα πω.”
17. Ενώ αυτός ακόμα δεν ειχε τελειώσει τα λόγια του, ήρθε άλλος αγγελιοφόρος και είπε στον Ιώβ:
“χωρισμένοι σε τρεις ομάδες ήρθαν εναντίον μας ληστές καβάλα στ’ άλογα και περικύκλωσαν τις καμήλες, τις άρπαξαν, και με μαχαίρια σκότωσαν τους δούλους σου.
Μόνον εγώ σώθηκα και ήρθα να σου τα πω.”
18. Ενώ ούτε αυτός απόσωσε τα λόγια του, άλλος αγγελιοφόρος φτάνει και λέει στον Ιώβ:
“εκεί που οι γιοι και οι θυγατέρες σου έτρωγαν κι έπιναν στο σπίτι του μεγαλύτερου αδεφού τους
19. ήρθε ξαφνικά από την έρημο βίαιος άνεμος, περικύκλωσε το σπίτι και το σπίτι έπεσε πάνω τα παιδιά σου και πέθαναν. Μόνον εγώ σώθηκα και ήρθα να σου τα πω.”
20. Τότε ο Ιώβ σηκώθηκε. Έσκισε τα ρούχα του, έκοψε τα μαλλιά της κεφαλής του, έπεσε στο χώμα, προσκύνησε τον Κύριο και είπε:
21. “γυμνός βγήκα εγώ απ’ την κοιλιά της μάνας μου και γυμνός θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο για τον άλλον. Ο Κύριος έδωσε, ο Κύριος πήρε. Όπως άρεσε στον Κύριο έτσι και έγινε.
Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου στους αιώνες.”
22. Μέσα σε τόσες συμφορές, ο Ιώβ δεν αμάρτησσε καθόλου ενώπιον του Κυρίου και δεν φέρθηκε απερίσκεπτα εναντίον του Θεού.

Απόδοση: Βασιλική Νευροκοπλή

vlefaro mou ahdonidhs xronhs




Έλα ύπνε πάρ' το
σε μετάξι επάνω βάλ' το
σιγά
Κι από μέλι γάλα
να 'ναν του ονείρου του η σκάλα
πλατιά
Βλέφαρό μου σφαλιστό
αχ τυχερό μου
μη χαράζεις
άστρο της αυγής
μη μου τρομάζεις

Sunday, February 13, 2011

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου. Καλό Τριώδιο!



Kυριακή Τελώνου και Φαρισαίου.
Τα πρωινά μου βήματα με οδηγούν στον ναό της του Θεου Σοφίας Θεσσαλονίκης. Έχουν το λόγο τους. Μπαίνω στον ιερό ναό στον οποίο έχω χρόνια να λειτουργηθώ μιας και ο Άη Νικόλας ο Ορφανός έχει γίνει τα τελευταία χρόνια για μένα κάτι σαν καταφύγιο που δύσκολα απαρνιέμαι τις Κυριακές.
Ζητιάνοι έξω από την είσοδο. Μια υαλωτή κατασκευή που προστατεύει από το κρύο το εσωτερικό του ναού αφού περάσεις τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του. Μεγάλα κεριά και πλήθος εικόνες στα προσκυνητάρια. Ένας κάμεραμαν στο κεντρικό κλήτος, πίσω πίσω και όσο μπορεί πιο διακριτικά, ανεβασμένος πάνω σε μεγάλα κιβώτια, κάνει λήψη της Θείας λειτουργίας για ζωντανή αναμετάδοση. Χαμογελάω βλέποντάς τον να στέκεται με ορθάνοιχτα στραβά πόδια, σα καουμπόις σε σαλούν, και ακουστικά στ' αφτιά. Αταίριαστη φιγούρα για εκκλησία, όχι όμως και τόσο άκομψη.

Προχωρώ στο αριστερό κλήτος των γυναικών. Είναι ακόμη αρκετά νωρίς. Όρθρος. Πλήθος άδειες αναπαυτικές καρέκλες με βυσσινί μαξιλαράκι. Προχωρώ αρκετά μπροστά τόσο όσο να έχω οπτική επαφή με τον δεξιό χορό των ψαλτών. Ανασαίνω βαθιά κοιτάζοντας τα βαθιά κόκκινα, σχεδόν μουντά, και τα κυπαρισσιά πράσινα των μαρμάρων στις κολώνες. Το διακριτικό διάκοσμο που έχει χωνευτεί τόσο απο το πέρασμα των χρόνων που μοιάζει σαν να είναι ένα σώμα με τα μάρμαρα. Τα υπερμεγέθη παράθυρα με τις γλάστρες ακουμπισμένες πάνω στο φαρδύ τους πεζούλι, φαρδύ όσο και ο τοίχος του ναού, επιτρέπουν την ανελλιπή επικοινωνία με τον έξω κόσμο, έμψυχο και άψυχο: περίβολο, δρόμο, τροχοφόρα, πεζοί, εμπορικά, εποχή, φως, ώρα, λεπτό. Όλα αυτά, στέκουν πολύ ψηλότερα από το ύψος του ματιού, μιας και ο ναός έχει παραμείνει βυθισμένος σ' ένα από τα παλαιότερα επίπεδα διαστρωμάτωσης του εδάφους της παλιάς Θεσσαλονίκης. Ίσως μόνον ο χρόνος να έμεινε ατόφιος στο μπόι μας. Ο ναός που γλύτωσε από την μεγάλη πυρκαγιά της πόλης εξαιτίας του Αγίου Δημητρίου που παρεκάλεσε τον Θεό να μην τον κάψει κι έτσι, καθώς ο Κύριος τον εισάκουσε, η φωτιά έστριψε ακριβώς μπροστά στην είσοδο ερχόμενη από την Ερμού και ανηφόρισε για να φτάσει στον ναό του αγίου.

Καλοχτενισμένες, αρωματισμένες λευκομαλλούσες και άλλες με βαμμένο μαλλί, γηραιές κυρίες τυλιγμένες στα κασκόλ, τα σάλια και τα παλτά τους βασιλευόντως του μαύρου χρώματος της προχωρημένης ηλικίας τους, αλλά και του συσσωρευμένου τους πένθους.

Ο ογδοηκονταπενταετής χοράρχης του δεξιού αναλογίου, ονόματι Χαρίλαος Ταλιαδόρος, καλλιφωνότερος από ποτέ. Έχει υπηρετήσει σ' αυτή τη θέση ίσως περισσότερα από σαράντα χρόνια. Έχει απωλέσει κάτι από τον πρότερο στόμφο των νειάτων του, έχει κερδίσει πρόσθετη γλυκύτητα από την επιήκεια των γηρατιών του. Γι' αυτόν ήρθα σήμερα εδώ. Θα φύγει κι αυτός, σκέφτηκα ψες, κι εγώ δεν θα τον έχω στ' αφτιά μου. Είναι μέρος της ζωντανής ιστορίας του τόπου μου.

Διηγούνται γι' αυτόν πολλά. Η γενναιοψυχία του είναι από τα γνωστά χαρίσματά του. Λένε πως όταν κάποτε ο προηγούμενος μητροπολίτης έβγαλε ένα κήρυγμα και σκανδαλίστηκαν τα μέλη του χορού του αγανακτώντας από τις φωνές και τα μπερδεμένα λόγια που μόνον ένας καλός γνώστης της άρθρωσης του κεκοιμημένου σήμερα σεβασμιωτάτου μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει, ο Ταλιαδόρος απάντησε με μεγαλοθυμία: δε βαριέσαι, πες πως ζεις σε ξένη χώρα... Η φράση αυτή είναι νομίζω αρκούντως ενδεικτική της αρχοντιάς του.

Το δοξάρι του πάθους του συντονίζει τις φωνητικές του χορδές με τρόπο που σε ταξιδεύει σε νερά τρεχούμενα, φτερουγίσματα πουλιών, θρόισμα φύλλων και λεπτότητα χάριτος, θα 'λεγα κυανής. "Εις πολλά έτη Δέσποτα", ψάλλει σήμερα προς τιμήν του Ανθίμου που η ιεροπρέπειά του με ξαφνιάζει ευχάριστα, μιας και έξω από όλα αυτά που ακούγονται για το πρόσωπό του, δεν τον έζησα ποτέ ως προεξάρχοντα σε λειτουργία. Και όμως, αυτή η ελάχιστη φράση, "εις πολλά έτη Δέσποτα", στα ποικίλματα της εκφοράς της, διαπερνά χρόνους, γενεες, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ψάλλοντος, του ψαλλομένου και αυτού του ιεράρχη, σαν γνήσια προσευχή που εκτοξεύεται στην ακοή του Ουρανού ανεμπόδιστα.

Η φωνή του πρωτοψάλτη της αγίας Σοφίας, Χαρίλαου Ταλιαδόρου, σήμερα μοιάζει να διανύει την πλέον νεανική της φάση και αυτό μοιάζει παράδοξο, μα δεν είναι. Το αξιοθαύμαστο με την φωνή σε αντίθεση με όλο το υπόλοιπο σώμα, όπως και με την τέχνη της ψαλτικής ή του τραγουδιού, είναι πως με το πέρασμα των χρόνων, συχνά βελτιώνεται και εξελίσσεται θαυμαστά σαν ο χρόνος αντί να τη φθείρει, να την αναγεννά. Πάντοτε πίστευα πως η φωνή του ανθρώπινου σώματος έχει μια απευθείας σύνδεση με την ψυχή του. Ίσως γι' αυτό παραμένει άφθορη, αν και η ψυχή παραμένει νέα.

Μέχρι να καταλάβω πως η λειτουργία φτάνει πια προς το τέλος της, ο μεγάλος ναός έχει γεμίσει ασφυκτικά, η ψυχή μου έχει γλυκαθεί, το εξωτερικό φως διαχέεται ποικιλοτρόπως, και οπωσδήποτε γλυκασμένο και αυτό, από τα μικρά παράθυρα του τρούλου παιχνιδίζοντας με τις προσευχές των πιστών.

Με το που βγαίνει ένας ιερομόναχος στην Ωραία Πύλη να κηρύξει, βγαίνω κι εγώ από τον ναό. Δεν καταλαβαίνω πια τα κηρύγματα, ούτε τον τρόπο της εκφοράς τους ούτε και το νόημά τους, -όταν έχουν κάποιο νόημα-, τα αποφεύγω προκειμένου να μη στεναχωριέμαι μετά.

Οι ζητιάνοι αυξήθηκαν έξω από την πόρτα, ο ήλιος επισης, κι εγώ προχωρώ προς την Παλαιών Πατρών Γερμανού για το καφέ όπου θα πιούμε το ζεστό κυριακάτικο ρόφημα με την παρέα. Μπήκαμε στο Τριώδιο και το στάδιο των αρετών για μια ακόμη φορά ηνέωκται. Θα καταλύσουμε εις πάντα τη βδομάδα που μας έρχεται, για να μπούμε σιγά σιγά στη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Καλό Τριώδιο!

Friday, February 11, 2011

"Και τι θα πει σ' αγαπάω;" Σάββατο 12 Φεβρουαρίου στον Ιανό, Αριστοτέλους 7, Θεσσαλονίκη





Ο Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη και το βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ έχουν τη χαρά να σας προσκαλέσουν στην παρουσίαση του παραμυθιού της Βασιλικής Νευροκοπλή με τίτλο ΚΑΙ ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ; Την παρουσίαση θα κάνει το 2ο Ολοήμερο Πειραματικό Νηπιαγωγείο ΤΕΠΑΕ Θεσσαλονίκης, υπό την ευθύνη της νηπιαγωγού Ιωάννας Καραγιώργου, το Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011, στις 12:00 το μεσημέρι, στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ (Αριστοτέλους 7). Μετά την εκδήλωση θα ακολουθήσει παιχνίδι δημιουργικής γραφής της συγγραφέως με τους μεγάλους. Πληροφορίες: Βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ, τηλ.: 2310-276447



ΚΕΙΜΕΝΟ:


“Και τι θα πει σ’ αγαπάω;”


Σ’ αγαπάω!

Και τι θα πει “σ’ αγαπάω;”

Θα πει ζωγραφίζω πολύχρωμα λουλούδια στο φόρεμά σου!

Κι εγώ σ’αγαπάω!
Και τι θα πει “κι εγώ σ’ αγαπάω;”

Δίνω άρωμα στα λουλούδια, ζωντανεύουν και σου τα χαρίζω!

Εγώ σ’ αγαπάω πιο πολύ!
Τι θα πει “εγώ σ’ αγαπάω πιο πολύ;”

Θα πει πως δίνω φως στα όνειρά σου!

Κι εγώ σ’ αγαπάω πιο πολύ!
Και τι θα πει “κι εγώ σ’ αγαπάω πιο πολύ;”

Κάνω τη ζωή σου όνειρο φωτεινό.

Είμαι όλος δικός σου!
Και τι θα πει “είμαι όλος δικός σου;”

Θα πει σου χαρίζω όλα μου τα παιχνίδια!

Κι εγώ είμαι όλη δική σου!
Ναι, αλλά τι θα πει “είμαι όλη δική σου;”

Θα πει πως κι εγώ σου χαρίζω όλα μου τα παιχνίδια και σε περιμένω να παίξουμε!

Τι θα πει “σε περιμένω να παίξουμε;”

Θα πει πως χωρίς εσένα όλα τα παιχνίδια είναι ψεύτικα. Μόνο μαζί σου ζωντανεύουν!

Thursday, February 10, 2011

Το αυτιστικό κράτος των Αθηνών



Εμεις αυτά δεν τα ξέραμε. Λογίζαμε πάντοτε πως όταν απευθυνόμαστε σε άνθρωπο, μας απαντά και όταν άνθρωπος μας απευθύνεται, του απαντούμε. Ευχάριστη ή δυσάρεστη η απάντηση βρίσκαμε έναν εύστοχο ή και αστοχο τρόπο να την ονομάσουμε.
Όταν για κάποιον λόγο, πέραν της θελήσεώς μας, αδυνατούσαμε να ανταποκριθούμε σε μια υποχρέωση, ζητούσαμε συγνώμη και προσπαθούσαμε να βρούμε μια ευκαιρία να αποκαταστήσουμε την τάξη και να επανορθώσουμε.
Όταν μια συνεργασία ήταν εκκρεμής διότι η διεκπαιρεωσή της εμφάνιζε προβλήματα, τα συζητούσαμε και προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις ή από κοινού αποφασίζαμε να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια, ευχόμενοι να φανούμε πιο τυχεροί την επόμενη φορά.
Όταν λαβαίναμε μια επιστολή, ένα μέηλ ή ένα μήνυμα στο κινητό, σπεύδαμε να απαντήσουμε.
Δεν ήταν θέμα κάποιας ιδεολογίας όλα τα παραπάνω, ούτε και ζήτημα μιας κάποιας ηθικής. Ήταν η αυτονόητη έκφραση μιας ανθρωπιάς μεταφρασμένης στην από αρχαίοτάτων χρόνων συναίσθηση πως η ανταπόκριση ανθρώπου προς άνθρωπο επιβάλλεται στοιχειωδώς μιας και όλοι είμαστε άνθρωποι και κανένας δεν έχει δικαίωμα να υποτιμά τον άλλον αγνοώντας την ύπαρξή του, το αίτημά του, τη διάθεσή του και τις προθέσεις του, εξόν της περιπτώσεως που αυτές προέκυπταν επιθετικές και συνιστούσαν απομάκρυνση λόγω αυτοπροστασίας.

Ναι, εμείς αυτά δεν τα ξέραμε. Όλοι εμείς που ζήσαμε και ζούμε μακριά από το αυτιστικό κράτος των Αθηνών που ως φαίνεται κατάφερε και καταφέρνει με ολοένα μεγαλύτερη επιτυχία να διαμορφώσει τους κατοίκους του, ομοίως προς τον εαυτό του, αυτιστικούς.

Είτε απευθύνεσαι σε δημόσιες υπηρεσίες, είτε σε ιδιώτες επαγγελματίες, είτε ακόμα και σε φίλους που είχες την ατυχία να εδρεύουν εν Αθήναις, αργά ή γρήγορα δύσμοιρε επαρχιώτη θα προσκρούσεις σε συμπεριφορές που δεν σου ήταν μόνον παντελώς άγνωστες, αλλά σου είναι και παντελώς ακατανόητες, δυσάρεστες, προσβλητικές, ανερμήνευτες, όσο κι ένας τοίχος που σαν από το ραβδάκι μιας κακιάς μάγισσας ορθώνεται αίφνης μπροστά σου αποκόπτωντας το δρόμο σου αναίτια.

Αν τυχόν ξεκινήσεις μια καθ' όλα ευοίωνη συνεργασία με κάποιον από την πρωτεύουσα, μόλις αυτή σκοντάψει κάπου ή ο εν λόγω συνεργάτης κάποια στιγμή για χ λόγους δεν τη βρει συμφέρουσα, απλώς δε θα σου ξαναπαντήσει στο τηλέφωνο. Οι επανηλλειμένες κλήσεις σου θα μείνουν αναπάντητες κι εσύ θα μείνεις αρκετό καιρό απορημένος μέχρι, κουρασμένος πια, να παραιτηθείς μόνος σου από τις απορίες σου. Αν ο άλλος σφάλλει δε θα σου ζητήσει συγνώμη. Αν σε στήσει σε προκαθορισμένο ραντεβού, σε δεχτεί ή και δε σε δεχτεί εν τέλει, θα θεωρήσει αυτονόητο πως κατάλαβες τους λόγους της καθυστέρησης ή της ακύρωσης. Κανείς δε θεωρεί αναγκαίο να δικαιολογήσει την ασυνέπειά του, κανεις δε θα επικοινωνήσει μαζί σου προκειμένου να απολογηθεί, κανείς δε θεωρεί πως ο άλλος που τον περιμένει είναι εξίσου άνθρωπος που αφιέρωσε χρόνο και χρήμα, μια διάθεση και τον εαυτό του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα συμφωνημμένα.
Όσο περισσότερο σχετίζεσαι με τους κατοίκους των Αθηνών τόσο περισσότερο πληθαίνουν οι αναπάντητες κλήσεις εκ μέρους τους, τα αναπάντητα μέηλ, οι εκκρεμότητες. Τόσο περισσότερο αισθάνεσαι επαρχιώτης, δεύτερης κατηγορίας άνθρωπος και πολίτης, πρόσφυγας στον ίδιο τον τόπο σου.

Αδυνατώ να βρω άλλες εξηγήσεις, -μιας και το φαινόμενο παίρνει πλέον καθολικές διαστάσεις με αποτέλεσμα να εξαφανίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που αποκτούν στο Αθηναϊκό κράτος εξαιρετικά κοινές συμπεριφορές-, εκτός του ότι αυτή η πόλη ζει σε απάνθρωπους ρυθμούς, κινείται σε απάνθρωπα πλαίσια επιβίωσης, δημιουργεί στους κατοίκους της φοβικά συμπλέγματα, υπέρ-αυτοπροστασία και συνεχή ανάγκη διάσωσης του Είναι από κάθε τι εισβάλλει ως μη οικείο, μη συμφέρον, ξένο, διαφορετικό, εκτός της στενής και άκρως ταλαιπωρημένης πραγματικότητάς τους.

Εμείς αυτά δεν τα ξέραμε και είναι αλήθεια πως δε θα θέλαμε και να τα μάθουμε ποτέ. Δεν εχουμε εκπαιδευτεί σε μηχανισμούς άμυνας απέναντι σ' αυτόν τον τοίχο που υψώνεται κάθε φορά, δεν έχουμε και τον τρόπο να περάσουμε μέσα από τον τοίχο, γιατί οι προσπάθειές μας μόνον τραύματα μας δημιουργούν. Το πρόβλημα εξάλλου είναι μεγαλύτερο για τους ίδιους τους κατοίκους της πρωτεύουσας απέναντι στους οποίους θα έπρεπε μάλλον να δείχνουμε μια κάποια συμπάθεια και συμπόνοια. Το λιγότερο είναι πως δεν προχωρούν οι δουλειές μας και οι σχέσεις μας, αν και αυτό είναι ήδη αρκετά σοβαρό όπως και λυπηρό. Πού οδηγειται όμως αυτή η πόλη και πού συμπαρασύρει τους κατοίκους της; Διότι δυστυχώς, η εν λόγω πόλη, ως άκρως συγκεντρωτικό κράτος, παρασέρνει μαζί της και όλη την υπόλοιπη χώρα μαζί με όλους εμάς τους επαρχιώτες...
Ψυχραιμία... θα φανεί...


















Sunday, February 6, 2011

"Το τρίστρατο" (Ποιητικό παραμύθι)



Ένας άνθρωπος, είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του, καθόταν σ’ ένα τρίστρατο ατενίζοντας το πουθενά.
Ένας διαβάτης τον ρώτησε ποιος είναι ο εύκολος δρόμος, ο άνθρωπος κούνησε το κεφάλι κατά κει, πορεύτηκε κατά κει ο ξένος.
Άλλος διαβάτης πέρασε, τον ρώτησε ποιος είναι ο δύσκολος δρόμος, ο άνθρωπος κούνησε το κεφάλι κατά δω, πήγε κατά δω ο ξένος.
Τρίτο διαβάτη δεν απάντησε.
Άραγε ο τρίτος δρόμος πού να οδηγει, αναρωτήθηκε δεν αναρωτήθηκε ο άνθρωπος.
Η πρώτη νύχτα πέρασε. Η πρώτη μέρα ήρθε.
Ο άνθρωπος που είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του καθότανε στο τρίστρατο ατενίζοντας το πουθενά.
Ήθελε δεν ήθελε, τι άλλο να κάνει, άρχισε ν’ ανασκαλίζει τα παλιά. Όλη του τη ζωή τη βρήκε ίδια με τις τριχες της κεφαλής του. Κι αυτή όπως κι αυτές, ήταν δεν ήταν.
Υπήρξε δεν υπήρξε παιδί. Είχε δεν είχε γονείς. Είχε δεν είχε γυναίκα. Απέκτησε δεν απέκτησε παιδιά. Είχε δεν είχε συγγενείς. Είχε δεν ειχε φίλους. Παρόμοια κι η δουλειά, η επιτυχιά, τα λεφτά, η περιουσία του όλη.
Ξυπνούσε δε ξυπνούσε τις μέρες. Κοιμόταν δε κοιμόταν τις νύχτες. Δούλευε δε δούλευε. Και για όλα αυτά, ήταν δεν ήταν σίγουρος.
Ξάφνου πετάχτηκε όρθιος σα κεραυνοβολημένος. Πρώτη φορά γεννήθηκε μέσα του το θανατηφόρο ερώτημα.
Πέρασε η δεύτερη νύχτα. Η δεύτερη μέρα ξημέρωσε. Ο άνθρωπος που είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του καθότανε στο τρίστρατο ανασκαλίζοντας θέλοντας και μη τα περασμένα.
Από τούτο το τρίστρατο κάποτε ξεκίνησε διαλέγοντας τον εύκολο δρόμο. Ήταν δεν ήταν αποφασισμένος να τον περπατήσει μέχρι τέλους. Μα ήθελε δεν ήθελε στο τέλος τον περπάτησε. Παραδόθηκε σε μεθυσμένα μερόνυχτα, κοιμήθηκε σε πλάνες αγκαλιές, ήπιε γλυκόπιοτα κρασιά, κατράμια τα κορμιά των ευνούχων που ερωτεύτηκε πλάι σε πάλευκα τσερκέζων παλακίδων. Χαυνώθηκε από αρώματα που ξελογιάζουν, τρύγησε δάση από νάρκισσους και ορχιδέες, στολίστηκε ασήκωτα βελούδα, μετάξια με υπόσταση το τίποτα, δαντέλες που έπλεξαν μέσα στο σώμα του δεύτερο σώμα. Ξεφάντωσε σε μουσικές, παραλήρησε με ψιθύρους, γλύστρισε σε βασιλικές κάμαρες, σε μαρμάρινα δάπεδα κυλίστηκε, κάτω από σκάλες ξενύχτησε, μέσα σε κιόσκια ονειρεύτηκε, πίσω από καφασωτά τρύπωσε κρυφά αγγίζοντας τα απαραβίαστα.
Όσο περπατούσε το δρόμο του πλήθαιναν πάνω του τα μαχαίρια, τα σπαθιά και τα τόξα, σαν τους εχθρούς του. Πρόθυμα και μ’ ευκολία ολοένα μεγαλύτερη αφαιρούσε τα εμπόδια που συναντούσε. Στην αρχή μικροπράγματα, ύστερα αισθήματα, μετά χέρια, πόδια, μάτια, στο τέλος σώματα και ζωές.
Ώσπου, έφτασε κάποτε μπροστά σε μια χαράδρα κι εκεί αποκοιμήθηκε. Θυμόταν δε θυμόταν τι όνειρο είδε. Μα πρέπει να είδε κάποιο σπουδαίο όνειρο, γιατί την άλλη μέρα βρέθηκε στην απέναντι μεριά που έμοιαζε δεν έμοιαζε με την προηγούμενη. Και μιας και πίσω δε μπορούσε να κάνει, άρχισε να περπατά το δρόμο που βρέθηκε μπροστά του ήθελε δεν ήθελε.
Κανένας δεν τον πρόσεχε, κανείς δεν του μιλούσε. Καμιά απειλή, βάρος τα όπλα, βήμα βήμα τα πετούσε ένα ένα με τη σειρά. Λίγο λίγο απαρνήθηκε τον εαυτό του, τα πάθη, τις επιθυμίες του, μέχρι τις πιο μύχιες σκέψεις του. Συνέχισε να περπατά αρνούμενος τα ρούχα, τα υποδήματα και την τροφή. Άπλυτος και θεονήστικος πορεύτηκε. Ανέβηκε και κατέβηκε απόκρημνα όρη, έμεινε σε ανήλιαγες σπηλιές, θυμόταν δε θυμόταν πόσα μερόνυχτα πέρασε γονατιστός πάνω στις πέτρες στραμμένος προς τον ουρανό. Συγχώρεσε τους εχθρούς, τους φίλους, τον εαυτό του και τα πάθη του, όλη την προηγούμενη ζωή του. Ελεύθερος απ’ όλα συνέχιζε το δρόμο του μέχρι το τέλος. Να πώς βρέθηκε πάλι μπροστά σ’ αυτό το τρίστρατο ατενίζοντας το πουθενά.
Πού να οδηγεί άραγε ο τρίτος δρόμος, αναρωτήθηκε ξανά.
Άξαφνα ο άνθρωπος που είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του σωριάστηκε χάμω κεραυνοβολημένος. Δεύτερη φορά ξεπρόβαλλε μέσα του το θανατηφόρο ερώτημα.
Πέρασε η τρίτη νύχτα. Η τρίτη μέρα ξεπρόβαλλε. Ήθελε δεν ήθελε, δεν είχε άλλα περασμένα για να θυμηθεί. Μπορούσε δε μπορούσε μόνο ένας δρόμος του έμενε να περπατήσει. Ήταν ο τρίτος.
Τι άλλο να κάνει, ξεκίνησε. Περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε. Άνθρωπο δε απάντησε, δέντρο δεν είδε. Μήτε θεριό, μήτε πουλί, μήτε νερό, μήτε φαϊ. Ξάφνου ο δρόμος χάθηκε από μπρος του. Κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, πουθενά ο δρόμος. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Μήτε δεξιά, μητε ζερβά. Κι ο ήλιος να τον βαράει κατακούτελα στο δόλιο το κεφάλι που είχε δεν είχε τρίχες πάνω του.
Τρίτη φορά το θανατηφόρο ερώτημα πρόβαλλε εντός του απειλητικότερο από ποτέ. Έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει σα μωρό παιδί. Έκλαψε, έκλαψε, έκλαψε τόσο που τα δάκρυά του έφτιαξαν λίμνη κάτω απ’ τα μάτια του. Έσκυψε κι ήπιε απ’ το νερό. Μπήκε μέσα και πλύθηκε. Βγήκε αλαφρωμένος να στεγνώσει.
Αυτό που αντίκρυσε του φάνηκε σαν όνειρο, σαν οπτασία. Ήταν δεν ήταν σίγουρος. Ένα μικρό παιδί μπροστά του τον κοιτούσε κατάματα. Κρατούσε στα χέρια ένα κλουβί που μέσα είχε ένα κάτασπρο μικρό πουλί. Κοιτάζονταν ώρα πολλή. Κανείς δεν έλεγε την πρώτη λέξη.
Ήταν η ώρα να ειπωθεί το θανατηφόρο ερώτημα. “Αυτή είναι η ψυχή μου;” ρώτησε στο τέλος ο άνθρωπος και κάθε λέξη του έβγαινε με τον ίδιο κόπο που βγάζουν οι ανθρακωρύχοι πέτρες απ’ τα έγκατα της γης. Το παιδι δεν απάντησε. Μόνο τον κοίταζε κατάματα.
“Θυμόμουν δε θυμόμουν πως έχω μια ψυχή”, είπε εξουθενωμένος. Το παιδί πάλι δεν είπε τίποτα. Μόνο τον κοίταζε βαθιά στα μάτια.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε και το πλησίασε. “Θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις αν να μου δώσεις πίσω την ψυχή μου”, είπε.
“Πάρε με στην αγκαλιά σου”, του απάντησε το παιδί.
Ο άνθρωπος για μια στιγμή δίστασε δε δίστασε, μα στο τέλος το αποφάσισε. Γονάτισε κι άνοιξε τα δυο του χέρια. Έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του το παιδί με το κλουβί.
Μέσα στην απροσδόκητη ευτυχία που ένιωσε έκλεισε τα μάτια. Έτσι δεν είδε την πορτα του κλουβιού ν’ ανοίγει. Ούτε είδε το πουλί να βγαίνει απ’ το κλουβί και να μαπίνει στο στέρνο του. Δεν είδε ούτε τον άγγελο που ήρθε να πάρει την ψυχή του. Μόνο ένιωσε σα νεογέννητο βρέφος που το πήρε ο πιο γλυκός ύπνος του κόσμου μέσα στην αγκαλιά της μάνας του.
Άνθρωποι και ζώα τότε απ’ τον έναν δρόμο κι απ’ τον άλλο, είδαν να ορθώνεται στον ουρανό ένα κατακόρυφο μονοπάτι που δεν έμοιζε ούτε με τον έναν δρόμο ούτε με τον άλλον. Ήταν χρυσό σα βέλος. Κι ακόμα είδαν έναν άγγελο μέσα σε φως εκτυφλωτικό σαν ξένο, να κρατά ένα χρυσό πουλί στα χέρια που όσο ψηλότερα ανέβαινε τόσο περισσότερο χρύσιζε μέσα στη νύχτα του κόσμου.

Δημοσιεύτηκε στο protagon.gr