Labels

Monday, January 26, 2009

Γράμμα από ένα ξεχωριστό παιδί


Όλα ταξιδεύουν. Σκέψεις, επιθυμίες, όνειρα, αγάπες γυρνούν τον κόσμο.
Σχεδόν ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πού πάνε και ποιον επισκέφτονται.
Έτσι συμβαίνει και με τα βιβλία.
Εσύ στην αρχή γνωρίζεις έναν αριθμό πωλήσεων και κάποτε συναντάς και κάποιους που τα διάβασαν για να συνειδητοποιήσεις πως πίσω από τους αρθιμούς υπάρχουν πρόσωπα, ζωές ολόκληρες, μισές ή μυστικές.
Τότε συμβαίνει να σου επιστραφεί πολλαπλασιασμένο αυτό που εσύ έδωσες γράφοντας ένα βιβλίο. Τότε είναι η μεγαλύτερη χαρα. Η απερίγραπτη χαρά. Η ανείπωτη. Γιατί τα βιβλία υπάρχουν όχι από τη στιγμή που γράφονται, αλλά από τη στιγμή που οι άλλοι τα αγαπούν.

Μου στέλνουν γράμματα τα παιδιά. Παίρνουν λευκές σελίδες, τις ζωγραφίζουν και γράφουν δυο λόγια για κάτι που έμεινε μέσα τους από αυτό που διάβασαν. Και συνήθως τελειώνουν τα γράμματά τους με ευχές. Εύχονται την συνέχεια της γραφής, εύχονται την υγεία, εύχονται όλα τα καλά.
Τα γράμματα που έχω μαζέψει αφορούν όλα το Παραμύθι της Μουσικής.
Σ' αυτό το παραμύθι ένα τυφλό κορίτσι, η Θεοδώρα, αγαπάει τόσο τη μουσική που φτάνει να αποκτήσει μέσω της μουσικής μια διαφορετική όραση του κόσμου.

Στο τελευταίο πακέτο γραμμάτων που μου ήρθε από ένα σχολείο ξεχωρίζω ένα γράμμα ενός μικρού παιδιού και το αντιγράφω:

'Κυρία Βασιλική,
διαβάσαμε το Παραμύθι της Μουσικής στην τάξη και άρεσε σε όλους μας πολύ.
Ξέρετε εγώ δεν έχω δεξί χέρι και γι' αυτό καταλαβαίνω την Θεοδώρα!'

Αυτές είναι οι πιο πολύτιμες στιγμές της ζωής μου τον τελευταίο καιρό. Δεν χωράει σχόλιο εδώ. Τώρα θα πάω και θα απαντήσω σε κάθε γράμμα. Είναι η πρώτη μου προτεραιότητα και η ομορφότερη. Είμαι βαθιά ευγνώμων στα παιδιά. Και αν συνεχίζω να γράφω το κάνω κυρίως εξαιτίας τους. Τώρα το ξέρω.


Η φωτογραφία είναι του Ηλιογράφου.

Monday, January 19, 2009

Παρουσίαση του Παραμυθιου της Μουσικής στην 2η Έκθεση Παιδικού βιβλίου στην Αθήνα στις 25/01/09

Το Παραμύθι της Μουσικής το παρουσιάζουμε στην 2η Διεθνή Έκθεση Παιδικού και Εφηβικού βιβλίου την Κυριακή 25 Ιανουαρίου στις 16.00 το απόγευμα, Εκθεσιακο και Σευνεδριακό κέντρο Helexpo Palace, Λεωφ. Κηφισίας 39, Μαρούσι, Αθήνα, στο Αμφιθέατρο Ονειρο Καλοκαιρινής νύχτας.
Αριθμός Περιπτέρου του Εκδοτικού Οργανισμού Λιβάνη 118.

Thursday, January 15, 2009

"Το δώρο των μάγων" του Ο'Χένρυ




Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Η Ντέλλα μετρούσε και ξαναμετρούσε τα λεφτά της. Ένα δολλάριο και ογδόντα επτά σεντς. Πέφτει στο κρεβάτι και κλαίει πικρά.Είναι ένα διαμέρισμα των οκτώ δολλαρίων αυτό μέσα στο οποίο περνάει την ζωή της με τον αγαπημένο της. Ένα διαμέρισμα για απόρους, θα εκτιμούσε κάποιος που ήξερε τις τιμές.Παίρνει το ξεσκονόπανο και σκουπίζει τα δάκρυά της.Σε λίγο θα έρθει ο Τζίμ. Όπως πάντα θα την σφίξει στην αγκαλιά του και είναι τόσο ωραίο αυτό.Μήνες μάζευε πέννα πένα αυτά τα χρήματα για να του κάνει ένα δώρο χριστουγεννιάτικο. Ένα δώρο που θα ήταν αντάξιό του. Μα τι μπορεί να πάρει κανείς με ένα δολλάριο και ογδόντα επτά σεντς; Τίποτα.Στάθηκε στον στενό ολόσωμο καθρέφτη δίπλα στο παράθυρο. Με μια απότομη κίνηση έλυσε τα μαλλιά της κι έφερε τόσες στροφές όσες χρειάζονταν για να καθρεφτιστεί ολόκληρη.
Δύο ήταν τα πράγματα που γέμιζαν περηφάνια το φτωχό ζευγάρι. Το ένα ήταν το χρυσό ρολόι του Τζιμ, κληρονομιά από τον πατέρα του και το άλλο τα μακριά μαλλιά της Ντέλλας που της έφταναν κάτω από τα γόνατα και την σκέπαζαν σαν μανδύας.Τα μάζεψε γρήγορα και πετάχτηκε στο δρόμο.Σταμάτησε στην επιγραφή: Μαντάμ Σωφρονί - Όλα τα είδη κομμωτικής."Θα αγοράσετε τα μαλλιά μου;', ρώτησε η Ντέλλα.Και η Μαντάμ απάντησε: 'Αγοράζω μαλλιά, για βγάλ' το καπέλο σου να δούμε τι σόι είναι'."Είκοσι δολλάρια", είπε, ζυγίζοντάς τα."Δώστε τα μου γρήγορα".Μέσα σε δυο ώρες και αφού γύρισε όλη την πόλη βρήκε το δώρο που ήταν για τον Τζιμ. Μια αλυσίδα ρολογιού από πλατίνα με απλό καθαρό σχέδιο.Έφτασε γρήγορα στο σπίτι. Έβγαλε το ψαλίδι για το κατσάρωμα κι άρχισε να επισκευάζει τα μαλλιά της. Σε λίγο λεπτές μπούκλες της έδιναν μια όψη σχολιαρόπαιδου που έκανε σκασιαρχείο.Άρχισε να την τρώει η αγωνία. Πώς θα φαίνονταν στον Τζίμ. Θα εξακολουθούσε να του αρέσει χωρίς τα μακριά μαλλιά της; Μα τι άλλο θα μπορούσε να κάνει με ένα δολλάριο και ογδόντα επτά σεντς; Τίποτα.Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ο Τζιμ κρατώντας ένα κουτί. Έμεινε κοκαλωμένος να την κοιτάζει.Του εξήγησε, τον ρώτησε πώς του φαίνεται, του πρότεινε να φάνε, τον ρώτησε τι έχει το κουτί.Την άκουσε, άρχισε να ξαναβρίσκει τα λόγια του, την αγκάλιασε, ακούμπησε το πακέτο στο τραπέζι. Θα ήταν ίσως καλύτερα πρώτα να έτρωγαν."Αν ξετυλίξεις το πακέτο, σίγουρα θα καταλάβεις γιατί τα έχασα", της είπε.Χαρά, λυγμοί, δάκρυα ακολούθησαν τα λευκά δάχτυλα που ξετύλιξαν με αγωνία το δώρο. Τα Χτενάκια.Αυτά που ήταν για κάθε μέρος του κεφαλιού, όταν αυτό διέθετε μια τόσο πλούσια κώμη. Αυτά που πολλές φορές είχε θαυμάσει η Ντέλλα σε μια βιτρίνα του Μπρόντγουει. Πολλές περισσότερες είχε ονειρευτεί, χωρίς ποτέ να ελπίζει πως μια μέρα θα γίνουν δικά της τόσο ακριβά που ήταν.
"Τζίμυ, τα μαλλιά μου μεγαλώνουν τόσο γρήγορα", είπε.
Του έδωσε τότε το δικό της δώρο.Ο Τζίμ έπεσε στον καναπέ, έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι και χαμογέλασε."Ντέλλα, ας κρύψουμε τα χριστουγεννιάτικα δώρα μας για λίγο. Είναι πολύ όμορφα για να τα χρησιμοποιήσουμε αμέσως. Πούλησα το ρολόι για να σου πάρω τα χτενάκια. Και τώρα βάζεις τις μπριζόλες στη φωτιά;"(Αυτό το εξαιρετικό κείμενο που εγώ ανέβασα σε μια γρήγορη περίληψη αρκετά άκομψη, αλλά συνεπή, θα το αφήσω να τελειώσει με τα αυτούσια λόγια του συγγραφέα τώρα, δίνοντας ένα δείγμα γραφής του που στην περίληψη έμεινε μυστικό)."Οι Μάγοι όπως ξέρετε, ήταν σοφοί άνθρωποι, θαυμαστά σοφοί άνθρωποι -κι έφεραν δώρα στο Θείο Βρέφος. Αυτοί επινόησαν την τέχνη να προσφέρεις δώρα τα Χριστούγεννα. Καθώς ήταν σοφοί, τα δώρα τους, χωρίς καμιά αμφιβολία, ήταν κι αυτά σοφά, και με τη δυνατότητα μιας πιθανής αλλαγής. Και να που σας διηγηθηκα, αδέξια, την πεζή ιστορία δύο ανόητων παιδιών σ' ένα διαμέρισμα, που χωρίς καμιά σοφία θυσίασαν ο ένας για τον άλλον τους μεγαλύτερους θησαυρούς του σπιτιού τους. Αλλά σα μια τελευταία λέξη στους σοφούς αυτού του καιρού, ας πούμε, ότι από όλους όσους κάνουν δώρα, αυτοί οι δυο ήταν οι πιο σοφοί. Από όλους αυτούς που προσφέρουν και δέχονται δώρα συνετοί! Αυτοί είναι οι πιο σοφοί παντού. Είναι οι Μάγοι.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άμμος.


Wednesday, January 14, 2009

14 Ιανουαρίου, Μνήμη του Κωστή μας



Ήρθε πρωί πρωί μόλις είχα ανοίξει τα βλέφαρα. Με κοίταξε μ' εκείνο το βαθύ, το διαπεραστικό και σοβαρό του βλέμμα. Το βλέμμα που σπάνια συναντάς σ' ένα παιδί. Φορούσε ρούχα λευκά. Τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν δίχως να το θέλω. Ήσυχα, αθόρυβα δάκρυα.Τεσσάρων χρονών αγγελούδι σήμερα, αν μετριούνται έτσι -όπως εδώ- τα χρόνια των αγγέλων. Ειδικά αυτών που έζησαν εδώ μόνο για εφτά χρόνια. Ακόμα περισσότερο αυτών που μέσα στα εφτά τους χρόνια έζησαν την ζωή που ζει ένας άνθρωπος που αποχωρεί σε βαθιά γεράματα έχοντας περάσει μια ζωή ολόκληρη μέσα από την γέννηση, την άνθιση της νεότητας και την σταδιακή φθορά του γήρατος. Και ακόμα παραπάνω, αυτών που πέρασαν σε αστραπιαίο χρόνο τα πάθη του Χριστού και εσταυρωμένοι, θαρρείς και αναστημένοι την ίδια στιγμή, μας αποχαίρέτισαν.
Ο Κωστής είναι το παιδί για το οποίο μιλώ δίχως να αναφέρω το όνομά του, στο βιβλίο μου, στο Τέμπο. Αυτός είναι που στην αγκαλιά της μαμάς του πέρασε κάτω από τον Επιτάφιο εκείνη την Μ.Παρασκευή και του είχε πει πως καθώς θα περνάει να ζητήσει ό,τι θέλει από τον Χριστό κι Εκείνος θα του το χαρίσει. Το βράδυ πριν κοιμηθεί τον ρώτησε τι ζήτησε κι ο Κωστής της είπε πως ζήτησε να έχει ειρήνη ο κόσμος. Δεν ζήτησε να γίνει καλά. Το σώμα του είχε νομίζω ήδη παραλύσει, αλλά τότε ακόμα έβλεπε, ενώ μετά έχασε και την όρασή του.Ήταν μήνες έτσι στο κρεββάτι μέσα σε αφόρητους πόνους και το μόνο που μπορούσε ήταν να ακούει, να μιλά, ελάχιστα να τρώει και να κουνάει τα δάχτυλα των χεριών του. Μ' αυτά έφτιαχνε πειρατικά καράβια από τα κομματάκια των playmobil που ένα ένα του τα έδινε ο πατέρας του αφού του περιέγραφε με λέξεις τι είναι το καθένα. Τα ψηλαφούσε προσεχτικά και μετά τα τοποθετούσε στη σωστή θέση. Έρχονταν οι φίλοι και οι συγγενείς και του έφερναν δώρα και τα αδέρφια του σαν παιδιά λίγο τον ζήλευαν. Τους τα έδινε κι έλεγε, 'όλα αυτά σ' εσάς θα μείνουν έτσι κι αλλοιώς, πάρτε τα'.Τέτοια μέρα πριν από τέσσερα χρόνια μεσημέρι ήτανε, 3.30μ.μ τον πήρε αγκαλιά η μανούλα του που την φώναξε να πάει κοντά του στο κρεβάτι και μέσα στην αγκαλιά της άφησε την πνοη του σαν φτερό που το σήκωσε ψηλά ο αέρας.Στο μικρό του λευκό φέρετρο ήταν σαν να αναπαυόταν ένας γέροντας. Ένας σοφός γέροντας που όλα τα είδε, όλα τα κατάλαβε και χορτασμένος φεύγει πια μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει.Άλλα παιδιά στην ίδια θέση είναι σαν μικροί πρίγκιπες. Ο Κωστής όμως στα εφτά του χρόνια ήταν ένας μεγάλος πρίγκιπας. Μεγάλος πρίγκιπας σε μεγάλο ολόχρυσο θρόνο αστραφτερό.Στον άγιο Αχίλλειο της Λάρισας την ώρα της κηδείας του ένα λευκό περιστέρι όρμησε στον ναό κι έκανε κύκλους από πάνω του, εκεί ψηλά στον τρούλο.
Τον θυμάμαι τριών χρονών να κάνει ζωγραφιές θαυμαστές. Αδικαιολόγητα θαυμαστές για την ηλικία του, γεμάτες φως, χαρά και χρώματα. Γραμμές άψογες και ολοκληρωμένες.Το γέλιο του ήταν ουράνιο και το βλέμμα του στ' αλήθεια όπως το είδα σήμερα τα χαράματα, βαθύ και διαπεραστικό στα μαύρα του λαμπερά μάτια.

Θα έρθουμε όλοι κάποια στιγμή, του είπα σήμερα, καθώς ένιωσα μια αναμονή σ' αυτό του το βλέμμα. Θα έρθουμε χαρά μου, δεν θα αργήσουμε πολύ, μην ανησυχείς.Τουλάχιστον εδώ και ενάμισι χρόνο έχεις μαζί σου και τον φίλο σου τον αγαπημένο, δύο είστε. Παίξτε λίγο ακόμα και μετά θα παίζουμε συνέχεια μαζί.Ναι, αγαπούλα μου, όλοι μαζί θα παίζουμε για πάντα και για πάντα μαζί.Μόνο βοηθάτε μας λίγο να φτάσουμε κοντά σας, τον δρόμο μη χάσουμε..

Wednesday, January 7, 2009

Οι ευτυχισμένες μέρες μου



Πέρασαν δεκαπέντε ευτυχισμένες μέρες. Μέρες που τις κοιτώ τώρα και μου μοιάζουν σαν ένα πολύχρωμο αερόστατο που με σήκωσε ψηλά σε ουρανούς γαλάζιους και πορτοκαλί, γεμάτους ήλιους κι αστέρια μαζί, πουλιά και φύλλα που αιωρούνταν ανέμελα.
Μέρες αθόρυβες. Τόσο ήσυχες που θαρρείς και δεν άγγιξε τίποτα το εικοσιτετράωρο σώμα τους. Αν δεν ήταν και οι ακολουθίες των ημερών δεν θα είχα βγει καθόλου από το σπίτι.
Γιατί όλες οι άλλες ώρες ήταν κατοικίδιες. Εξημερωμένες και φιλικές στην ψυχή μου τόσο, που της πρόσφεραν την χαρά της υποταγής στην πολύωρη εργασία που με τροφοδοτεί αγαλλίαση όταν της δίνομαι απερίσπαστα.
Είναι τόσο ωραίο να κάνεις κάτι όχι για να ξεφύγεις από κάτι άλλο, όχι επειδή είναι μπροστά σου ένας στόχος σαφής, όχι γιατί είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις, αλλά γιατί αυτό μπορείς να κάνεις, αυτό διψάς, σαν να μπαίνεις σε μια αγκαλιά ζεστή από την οποία με τίποτα δεν θέλεις να βγεις και κανένας λόγος δεν σε αναγκάζει να την αποχωριστείς.
Σήμερα ξέρω καλά πως όλα είναι ωραία. Ακόμα κι όταν είσαι υποχρεωμένος και εξαναγκασμένος να τα κάνεις μπορείς να βρεις κι εκεί έναν λόγο που θα σου δώσει χαρά και ομορφιά.
Μα όταν μπεις μέσα σ' ένα πολύχρωμο αερόστατο είναι αλλοιώς, όπως και να 'χει.
Εκεί δεν υπάρχει πριν και μετά. Δεν υπάρχει δρόμος, γιατί όλα είναι δρόμος. Δεν υπάρχει τέλος γιατί άκρη δεν έχει ο ουρανός, που λέει και το τραγούδι.
Είναι τώρα τρεις μήνες που ζωγραφίζω ένα παραμυθάκι μου μικρό. Είχα την ανάγκη να αφήσω λίγο το γράψιμο και τις σκέψεις, την καταβύθιση στα έγκατα της ύπαρξης. Είχα την δίψα να παίξω πάλι, έστω και μετά από χρόνια αρκετά, με τα χρώματα. Και το εγχείρημα ήταν τολμηρό. Το αποτέλεσμα θα ήταν αβέβαιο. Όπως σε κάθε παιχνίδι.
Τώρα που τελείωσα, καθώς μου μένουν μόνο τα εξώφυλλα, ήθελα να ακουμπήσω εδώ και στην αγάπη σας, αυτήν την μεγάλη χαρά του παιχνιδιού που γεύτηκα και που στην περίοδο των διακοπών με κατακυρίευσε, αφού αφοσιώθηκα σ' αυτήν.
Μπορείς να αφοσιώνεσαι στην χαρά;
Μοιάζει παράδοξο το ερώτημα. Όμως τώρα μπορώ χαμογελώντας να απαντήσω καταφατικά πως, ναι, μπορείς.
Θα ήθελα πολύ να είναι ωραίες οι ζωγραφιές μου και να αρέσουν και στους άλλους. Αυτή την στιγμή δεν μπορώ να το ξέρω, μιας και το ότι αρέσουν στους οικείους μου δεν είναι το κριτήριο. Όμως σκέφτομαι τώρα πως σίγουρα είναι ζωγραφιές γεμάτες χαρά και χρώματα και πως ακόμα κι αν δεν πολυαρέσουν στους άλλους, εμένα μου έδωσαν τόση ψυχή και μου ανταπέδωαν τόση αθωότητα παιδική, που άξιζε τον μεγάλο κόπο και όλη μου την προσήλωση.
Θα ζωγραφίσω, λοιπόν, στο εξώφυλλο ένα αερόστατο και μέσα θα βάλω το κορίτσι και το αγόρι του παραμυθιού να πετούν στους ουρανούς και μετά θα το αποχαιρετήσω κι αυτό το βιβλιαράκι να το πάρει στα φτερά του ο άνεμος και να το πάει όπου αυτός αγαπάει.
Γεύτηκα μια απο τις μεγαλύτερες και διαρκέστερες χαρές της ζωής μου μ' αυτό και του είμαι βαθιά ευγ
νώμων.

Saturday, January 3, 2009

3η Ιανουαρίου - Μνήμη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


"... Ο δε θάνατός του συνέβη ως εξής:
Ησθένησε την 29ην Νοεμβρίου του 1910. Την τρίτην ημέρα της ασθενείας του ελιποθύμησε. Όταν δε συνήλθε, "Τι μου συνέβη;", είπε. "Δεν είναι τίποτε, μία λιποθυμία μικρά", του είπον αι περιστοιχίζουσαι αυτόν τρεις αδελφαί του. "Τόσα έτη", λέγει ο Αλέξανδρος, "εγώ δεν ελιποθύμησα, δεν εννοείτε ότι αυτά είναι προοίμια του θανάτου μου; Φέρετε αμέσως τον παπά και μην αναβάλλετε".
Εθρήνουν τότε οι αδελφαί του, ο δε Παπαδιαμάντης βλέπων αυτάς και συλλογιζόμενος ότι εάν αποθάνη δεν έχουσιν άλλον βοηθόν και συντηρητήν ταις απέτεινε τους εξής παρηγόρους λόγους:
"Έχω καλούς φίλους οι οποίοι θα εκδώσουν τα έργα μου, ησυχάσατε φιλόστοργές μου αδελφές".
Μετ' ολίγον κληθέντες ήλθον συγχρόνως και ο ιερεύς και ο ιατρός... Μόλις λοιπόν είδε τον ιατρόν, είπε εις αυτόν:
"Τι θέλεις συ εδώ;" "Ήρθα να σε ιδώ" του λέγει ο ιατρός.
"Να ησυχάσης" του λέγει ο ασθενής "εγώ θα κάμω πρώτα τα εκκλησιαστικά και ύστερα ναρθής εσύ". - "Ήθελα να κάμω το παλληκάρι" έλεγε κατά το διάστημα της ασθενείας του, "αλλά την έπαθα".
- "Άμα λείψω απ' αυτόν τον κόσμον, τότε θα καταλάβουν πόσον χρήσιμος είμαι", έλεγε κατά τας προ του θανάτου του ημέρας.
Είχε σώας τας φρένας του μέχρι τέλους και επεθύμει να συγγράψει διήγημά τι. Ο νους του μέχρι της τελευταίας του αναπνονής ήτο αφιερωμένος εις τον Θεόν.
Μόνος του ολίγας ώρας πριν αποθάνη έστειλε να κληθεί ο ιερεύς διά να κοινωνήση. "Ξεύρεις! Μήπως αργότερα δεν καταπίνω!" έλεγε.
- Ήτο η παραμονή του θανάτου του και ως τις ειρωνεία του ανηγγέλη η απονομή της παρασημοφορίας του διά του Σταυρού του σωτήρος.
- Την εσπέρα της 2ας Ιανουαρίου, παραμονή του θανάτου του, "Ανάψτε ένα κηρί", είπε, "φέρτε μου ένα βιβλίο" (εκκλησιαστικό).
Το κηρίον ηνάφθη. Επρόκειτο δε να έλθη και το βιβλίο. Αλλά πάλιν αποκαμών ο Παπαδιαμάντης είπε: "Αφήστε το βιβλίο, απόψε θα ειπώ όσα ενθυμούμαιι απόξω". Και ήρχισε τρεμουλιαστά "Την χείρα σου την αψαμένην" (τροπάριο εκ των Ωρών της παραμονής των Φώτων). Αυτό ήτο και το τελευταίον ψάλσιμον του Παπαδιαμάντη, διότι την ιδίαν νύκτα κατά την 2αν μετά το μεσονύκτιον ώραν εξημέρωνεν η 3η Ιανουαρίου παρέδωκεν την ψυχήν του εις χείρας του Πλάστου.

Το απόσπασμα είναι από την επιστολή που έστειλε ο Γ.Ρήγας προς τον κύριον Δικαίον στις 7 Μαρτίου 1912.

"... Έκλεισε μόνος τα μάτια, χωρίς να τα πιάσει άλλος", γράφουν οι αδελφές του προς τον Ι.Βλαχογιάννη



Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Αλληλογραφία, φιλολογική επιμέλεια Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος 1992