Labels

Tuesday, December 29, 2009

"Το Συμβάν" - κεφ. 10ο (Προδημοσίευση)




10.

Γενάρης, Φλεβάρης, Μάρτης του ’69. Κάθε μέρα προσδοκία, κάθε μέρα απογοήτευση. Σχολείο και δουλειά. Πορτοκάλια, μανταρίνια και λεμόνια. Θλίψη. Νοσταλγία. Κρύο πολύ. Ο καινούριος χρόνος καινούρια χαρά δεν έφερε. Κανένα μαντάτο. Τελευταίο βράδυ του Μάρτη ήτανε. Πριν πέσω για ύπνο ένιωσα τόσο πόνο στην καρδιά μου που ευχήθηκα ολόψυχα, να πεθάνω. Δεν χωρούσα άλλη πίκρα. Κοιμήθηκα βαθιά.

Εκείνο το βράδυ είδα στον ύπνο μου το πιο όμορφο και το πιο παράξενο όνειρο της ζωής μου: Βρέθηκα σ’ έναν κήπο που όμοιό του δεν απάντησα ποτέ στον Κάμπο. Τα δέντρα είχαν πάνω τους, ταυτόχρονα, λουλούδια και καρπούς. Η ευωδιά τους με μέθυσε θαρρείς και ήμουν ολότελα ξυπνητός. Πλημμύρισα από μια ευτυχία που ανάλογη μέχρι τότε δεν είχα ζήσει. Μια ευτυχία «χρυσή», μόνον έτσι μπορώ να την χαρακτηρίσω. «Είναι υπέροχα εδώ», σκέφτηκα σαν να μην το σκέφτηκα, μιας και το φώναζαν όλες οι αισθήσεις μου, και σαν να απευθυνόμουν σε κάποιον που με άκουγε αλλά δεν τον έβλεπα, ρώτησα: «πού είναι όμως όλοι αυτοί που αγαπάω;». Ήταν ολοφάνερο πως βρισκόμουν μόνος σ’ αυτόν τον μοναδικό κήπο. «Είναι όλοι εδώ κι ας μην τους βλέπεις, μην ανησυχείς», μου απάντησε μια ζεστή, ειρηνική φωνή, που δεν ήρθε απέξω. Την άκουσα ολοκάθαρη μέσα στην καρδιά μου.

Είναι αλήθεια πως δεν είχα κανένα αίσθημα ανησυχίας ούτε μοναξιάς. Ήταν τέτοια η πληρότητα που είχα, που δεν άφηνε χώρο για τέτοια συναισθήματα. Αν ρώτησα πού βρίσκονται όσοι αγαπώ, το έκανα περισσότερο από περιέργεια, ίσως γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήταν δυνατόν να είμαι τόσο ευτυχισμένος χωρίς τους αγαπημένους μου. Δεν ήταν δυνατόν ένα τέτοιο μοναδικό περιβόλι να έχει φτιαχτεί μόνο για μένα. Κι ακόμα, μια τέτοια ευτυχία θα μπορούσα να την χαίρομαι μόνον εγώ;

Ξαφνικά, χωρίς να πάρω είδηση από πού, ξεπρόβαλλε στο πλάι μου η Ελισώ, χαμογελαστή όσο ποτέ άλλοτε. Μου έπιασε απαλά το χέρι κι αρχίσαμε να περπατάμε μέσα σ’ ένα κατάφωτο μονοπάτι. Μιλούσαμε για όλα όσα περάσαμε όλους αυτούς τους μήνες, με κάθε λεπτομέρεια, αλλά κανένα αίσθημα πόνου δεν υπήρχε στα λόγια μας και στις καρδιές μας. Το πρόσπωπό της άστραφτε σαν ήλιος. Ήμασταν περισσότερο ευτυχισμένοι από ποτέ. Κυρίως μιλούσα εγώ, όπως συνέβαινε και στην πραγματικότητα. Τόσο πολύ της μίλησα, τόσο αχόρταγα της τα είπα όλα μονορούφι, τόσο ανοιχτόκαρδα με άκουγε με το κεφάλι σκυμμένο και όλη την ακοή που θα μπορούσε εκείνη την ώρα να έχει ο κόσμος, που όταν ξύπνησα δεν είχα πια κανένα βάρος στην καρδιά μου. Στη διάρκεια της μέρας που ακολούθησε, οι μεθυστικές μυρωδιές των λουλουδιών του κήπου στα ρουθούνια μου, κράτησαν πολλές ώρες, πράγμα αληθινά παράδοξο, αλλά απολύτως αισθητό. Η χρυσή ευτυχία δεν έλεγε να φύγει απ’ την καρδιά μου. Σαν να είχα χάσει όλο μου το σωματικό βάρος μαζί με το ψυχικό. Μόνο την αίσθηση της ανάσας μου είχα, που την ένιωθα λεπτή στο στέρνο μου σα μεταξωτή κλωστή. Δεν περπατούσα. Πετούσα.

Πρώτη φορά αναρωτήθηκα τι συμβαίνει με τα όνειρα. Αν ταξιδεύουν κι αν έχουν την ικανότητα να απευθύνονται σε κάποιον άλλον την ώρα που τα βλέπεις. Ωστόσο, τέτοιο όνειρο ποτέ δεν είχα ξαναδεί και ούτε ποτέ θα ξανάβλεπα. Δεν ήταν διόλου φανταστική αυτή η συνάντηση, καθόλου πλασματικός αυτός ο κήπος, καρπός της φαντασίας μου ή προβολή των επιθυμών μου, και είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Είχαμε πράγματι βρεθεί οι δυο μας εκεί. Και δεν της μιλούσα μόνον εγώ. Την άκουγα να μου λέει πόσο δύσκολος ήταν και γι’ αυτήν ο χειμώνας. Πόσο μελαγχολικός και μονότονος. Πως ο πατέρας της έλειπε συχνά τα βράδια, κάτι που δεν το συνήθιζε. Πως είχε αλλάξει συμπεριφορά και είχε γίνει σκεφτικός και αμίλητος σαν κάτι σοβαρό να τον απασχολούσε. Μου είπε και για τον Γιώργη που είχε γίνει φοβερά απαιτητικός και δύστροπος. Νευρίαζε διαρκώς και όλα τού έφταιγαν. Της φερόταν βίαια και όποτε έβρισκε αφορμή της έλεγε να με ξεχάσει. «Δεν ήμουν γι’ αυτήν», έλεγε. Είναι αλήθεια πως ο Γιώργης ποτέ δε με συμπάθησε κι απ’ την αρχή έψαχνε αφορμή να μου το δείξει με τον χειρότερο τρόπο. Είχε φτάσει να μου πει πως του έκλεψα την αδερφή. Μα όλα αυτά, καθώς περπατούσαμε μέσα στον εξαίσιο αυτόν κήπο, ειπώνονταν με την γαλήνη που θα αφηγούταν ένα παραμύθι ένας καλός παραμυθάς. Η ευτυχία μας παρέμενε ασάλευτη. Αδιατάρακτη μέσα σ’ αυτό το σλλόκοτο και ευσεβές όνειρο.

Είναι τόσο όμορφα παράξενα όλα αυτά. Πώς γίνεται να ζεις τόσο έντονα ένα όνειρο και να ξυπνάς ευτυχισμένος σαν να είχες περάσει όντως όλη τη νύχτα με την αγαπημένη σου στον πιο ωραίο κήπο του κόσμου, θαρρείς και δεν υπήρξε καμιά διαχωριστική γραμμή από τον κόσμο του ονείρου στον πραγματικό; Να λες όλες τις θλίψεις κι όλα τα βάσανά σου στον άλλον όπως κι εκείνος σ’ εσένα κι αυτό που μένει να είναι μόνο μια μεγάλη χαρά και μόνο χαρά; Μήπως τελικά ήταν αρκετό, ακόμα και μέσα στο όνειρο, το γεγονός πως όλα τα μοιράστηκα κι απ’ τη στιγμή που τα μοιράστηκα έγιναν καπνός οι λύπες και διασκορπίστηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ; Κι όμως, αυτό το όνειρο ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα κανονικό όνειρο. Έμοιαζε δώρο απ’ τον ουρανό. Ίσως, ένα μεγάλο δώρο στον μεγάλο πόνο της μεγάλης αγάπης μας.


Κατέβηκα στην κουζίνα κι έκοψα μια μεγάλη στρογγυλή φέτα ψωμί. Πήρα μαρμελάδα πορτοκάλι, φτιαγμένη από τα χέρια της μάνας μου και τις πορτοκαλιές μας, έβαλα και βούτυρο κι έφαγα με πολλή όρεξη. Είδα τη μάνα μου να σταυροκοπιέται και την άκουσα να λέει αναστενάζοντας βαθιά: «Δόξα σοι ο Θεός! Θέλεις κι ένα ποτήρι γάλα»; «Και βέβαια θέλω», απάντησα ενθουσιασμένος. Τότε συνειδητοποίησα πως τον τελευταίο καιρό δεν έπαιρνα καθόλου πρωινό. Έφευγα κατευθείαν για το σχολείο κι άφηνα πικραμένη και απορημένη τη μάνα μου να με κοιτά. Μόλις απόφαγα σηκώθηκα, της έδωσα ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο όπως έκανα χρόνια τώρα, πριν απ’ αυτόν τον χειμώνα, κι έφυγα τρέχοντας για το σχολείο.

Είχα πάρει δύναμη. Είχε επιστρέψει μέσα μου η χαρά και η ελπίδα. Το χαμόγελο και η όρεξη, όχι μόνο για φαγητό, αλλά για όλες τις στιγμές της ζωής που όταν δεν τις ζεις γίνεσαι ένα με τους πεθαμένους και γεμίζεις μέσα σου μαύρες τρύπες σαν αυτές του σύμπαντος που μπορούν να ρουφήξουν όλο το φως που είναι κοντά τους, ενώ κανονικά εσύ είσαι ένας γαλαξίας γεμάτος άστρα, δορυφόρους και πλανήτες, και το ξέρεις. Γεμάτος άπειρο φως σαν αυτό της πρώτης δημιουργίας του κόσμου. Από το τίποτα έσκασε άπειρο φως. Κι έτσι, «εγένετο φως!». Τι δουλειά είχα εγώ με τις μαύρες τρύπες;

Καθώς περπατούσα στο δρόμο για το σχολείο για πρώτη φορά σκέφτηκα τον ήχο της μάνας μου. Η μάνα μου, όπως κάθε μάνα, έχει κι αυτήν τον δικό της ήχο. Κάθε πρωί με ξυπνούν τα βήματά της πάνω κάτω στην κουζίνα. Οι κατσαρόλες και τα ταψιά της που μπαινοβγαίνουν στο φούρνο. Η σκούπα της, οι εξώπορτες που ανοιγοκλείνει, το σύρσιμο από τις καρέκλες που μετακινεί για να συγυρίσει το σπίτι. Παλιότερα εκνευριζόμουν που με ξυπνούσε με όλον αυτόν το σαματά. Τώρα όμως μου αρέσει πολύ. Αυτός είναι ο ήχος της προστασίας μου. Ο φύλακας - ήχος που δεν επιτρέπει την είσοδο της απόλυτης μοναξιάς στη ζωή μου. Το προστατευτικό μου δίχτυ που βρίσκεται πάντα εκεί, ακόμα κι όταν η επίθεση της θλίψης είναι τόσο άγρια που με παραπλανά. Με εξαπατά, και νομίζω πως ήρθε το τέλος του κόσμου κι έμεινα τελευταίος κάτοικος του πλανήτη. Είναι η υπόσχεση πως η ζωή δεν τελειώνει. Πως η μήτρα που με γέννησε είναι ακόμη ανοιχτή για μένα κι ας μην την αποζητώ μιας και σιγά σιγά γίνομαι άντρας. Είναι ο δρόμος που ανεπαίσθητα με ανδρώνει, οδηγώντας με στην άλλη μήτρα που αγαπώ.

Η Ελισώ δίχως μάνα δεν έχει την πολυτέλεια να δυσανασχετεί μ’ αυτό που εγώ τόσα χρόνια δυσανασχετώ, σκεφτόμουν. Ούτε όμως και να χαρεί αυτό που εγώ χαίρομαι. Είναι τόσο σπουδαίο να έχεις μια μάνα να σε φροντίζει ακούραστα. Να ξέρεις πως είναι πάντα εκεί. Πως όπου και να πάει θα γυρίσει. Πως όση κούραση κι αν έχει θα σε καληνυχτίσει. Πως όσο κι αν την λύπησες, τη θύμωσες, την πλήγωσες, θα τα ξεχάσει όλα και θα σ’ αγκαλιάσει ξανά. Θα σου χαμογελάσει πάλι. Πως ό, τι και να σου πει, ό, τι και να σου κάνει, δε θα είναι γιατί θέλει το κακό σου, αλλά γιατί καμιά φορά η κούραση την προσπερνά, το μυαλό δε χωράει άλλες έννοιες και τα νεύρα κάποτε υποκύπτουν στα βάσανα. Πως είτε μιλά είτε σιωπά, σε έχει στην καρδιά της και τίποτα δεν μπορεί να σε βγάλει από κει. Μια μάνα που σε ξυπνά εν τέλει αιφνιδιαστικά ή και άγαρπα κάθε πρωί μ’ έναν τόσο αξιολάτρευτο θόρυβο όπως το κύμα της θάλασσας το κορμί σου.

Κι ακόμα, σκέφτηκα τη μυρωδιά της. Μια μυρωδιά ζυμωμένη από κουλουράκια, τσουρέκια, γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες βερίκοκου, φράουλας, πορτοκαλιού. Από ντομάτες, κρεμμύδια, χοιρινό, πατάτες τηγανιτές. Μπουγάδες, απορρυπαντικά, σαπούνια, χώματα. Μια μυρωδιά που περικλείει όλα τα αρώματα του κόσμου, από την ρίγανη μέχρι την αμπαρόριζα, τον δυόσμο και τον βασιλικό. Όλη τη φύση και όλη την φροντίδα για την φύση και τους ανθρώπους που αγαπάει. Όλον τον ακούραστο αγώνα της για τους άλλους. Να μη τους λείψει τίποτα. Να τα οικονομήσει όλα. Να χαρεί μαζί τους τη χαρά, να θεραπεύσει τον πόνο τους.

Τι θα έκανα αν μια μέρα έχανα την μάνα μου; Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ. Όλοι μας σ’ αυτήν στηριζόμασταν. Απ’ αυτήν παίρναμε δύναμη και κουράγιο κι ας μην το συνειδητοποιούσαμε. Εμείς τη λησμονούσαμε. Αυτή, εμάς, ποτέ. Δεν ξέρω γιατί όλα αυτά τα σκέφτηκα πρώτη φορά το πρωινό εκείνο μετά από το όνειρο που δεν ήταν όνειρο.


Με το που έφτασα στο σχολείο κατάλαβα πως κάτι διαφορετικό συνέβαινε. Υπήρχε ένας διάχυτος ενθουσιασμός. Το νέο πήγαινε από στόμα σε στόμα: θα ερχόταν επιτέλους και σ’ εμάς το ρεύμα. Τέρμα οι γκαζόλαμπες. Τα σπίρτα. Ο καπνός. Η μυρωδιά του πετρελαίου που φόρτιζε την ατμόσφαιρα του σπιτιού τα βράδια σα στεναχώρια αποπνικτική. Και δεν θα πήγαινε μόνο στα σπίτια. Σιγά σιγά θα φωτίζονταν και οι δρόμοι. Έτσι θα μπορούσα κι εγώ να πηγαίνω κρυφά καμιά νύχτα μέχρι τη Χώρα να βλέπω την Ελισώ, -έλεγα με το νου μου.

Μα δεν ήταν μόνον αυτό. Δε θα αργούσε να έρθει και η τηλεόραση, έλεγαν. Αυτό το μαγικό κουτί που σε ταξιδεύει σε όλα τα μέρη της χώρας και, ποιος ξέρει, ίσως κάποτε και σε όλα τα μέρη του κόσμου, χωρίς να κουνηθείς από τη θέση σου. Όλα αυτά ακούγονταν σα μαγικά στ’ αφτιά μας. Οι καθηγητές μπαίνοντας στην τάξη γι’ αυτά μιλούσαν και η χαρά όλων μας άγγιζε το παραλήρημα.


Ήμουν στην ε΄ γυμνασίου. Είχα αποφασίσει πως εκτός από ποιητής, τελικά, θα γινόμουν και αστροφυσικός. Δεν υπήρχε σχολή τέτοια στην Ελλάδα. Τα είχα όμως όλα πολύ προσεκτικά σχεδιάσει. Θα γινόμουν πρώτα φυσικός, θα σπούδαζα στην Αθήνα και μετά θα έφευγα στην Αγγλία, ίσως και στην Αμερική. Ήμουν πολύ καλός μαθητής, θα κατάφερνα δίχως άλλο να πάρω μια υποτροφία για να μην επιβαρύνω τον πατέρα μου, ακριβώς όπως είχαν κάνει και οι δυο μεγάλες αδερφές μου που σπούδαζαν δασκάλες στην Ακαδημία της Μυτιλήνης.

Η Καλλιόπη με περνούσε ένα χρόνο. Είχε σταματήσει το σχολείο. Δεν αγαπούσε τα γράμματα. Το όνειρό της ήταν να γίνει μοδίστρα και θα γινόταν τέλεια μοδίστρα, τόσο που της άρεσε να σχεδιάζει ρούχα, να διαβάζει περιοδικά μόδας και να ράβει φορέματα και φούστες ξεπατικώνοντας πατρόν. Εμένα, όμως, με μεθούσε ο ουρανός, κι ας προσπαθούσαν οι γονείς μου να με στρέψουν στην Ακαδημία να γίνω δάσκαλος. Ούτε που να τ’ ακούσω. Τον ουρανό ήθελα να καταλάβω. Μπορούσα να τον καταπιώ; Θα τον κατάπινα ευχαρίστως. Οι πλανήτες, το ηλιακό σύστημα, όλη αυτή η αδιασάλευτη ισορροπία εκεί ψηλά, οι αντίθετες δυνάμεις, η δημιουργία του κόσμου, οι γαλαξίες, τα αμέτρητα άστρα και το άπειρο με ξετρέλαιναν. Πολλοί συμμαθητές μου με κορόιδευαν. Δε μ’ ένοιαζε όμως. Εξάλλου και για την αγάπη μου στην Ελισώ με κορόιδευαν. Το είχα συνηθίσει και δεν με άγγιζε πια.

«Μην ακούς τα λόγια του κόσμου, γιε μου», έλεγε ο παππούς. «Ο κόσμος είναι πάντα κόσμος. Αλλά εμείς δεν είμαστε κόσμος, είμαστε παιδιά και μακάρι μέχρι τέλους, παιδιά να μείνουμε». Αυτά έλεγε και μ’ έκανε να νιώθω πως κατά κάποιον τρόπο, ήμασταν συνομήλικοι και οπωσδήποτε, πολύ διαφορετικοί απ’ τους άλλους.

Συχνά σκεφτόμουν, -και είναι αλήθεια πως το σκέφτομαι μέχρι σήμερα που όλα είναι τόσο διαφορετικά από τότε-, πως ήμουν το πιο πλούσιο, το πιο τυχερό, το πιο ξεχωριστό παιδί του κόσμου, μ’ έναν παππού σαν τον παππού μου. Δεν υπήρχε, -και είμαι βέβαιος μέχρι σήμερα πως δεν θα υπάρξει ποτέ-, παππούς σαν τον δικό μου σε όλον τον πλανήτη.


Επέστρεψα τρέχοντας στο σπίτι κι έτρεξα να του πω τα νέα.

«Ο κόσμος αλλάζει γιε μου… αλλάζει γρήγορα... θα δούμε πράγματα… που δεν τα βάζει ο νους μας... θα δεις... μπορεί να φτάσουμε και στο φεγγάρι... πέρσι δεν τα καταφέραμε.. κάηκαν τρεις άνθρωποι... πάνε τα παιδιά... όμως μια μέρα θα γίνει... είμαι σίγουρος... φαντάζεσαι… να φτάσουμε στο φεγγάρι... ένα σπίτι… στο φεγγάρι... ένας κόσμος στο φεγγάρι... αλλιώτικος...»

Κουνούσα καταφατικά το κεφάλι. Χαμογελούσαν και τ’ αφτιά μου και του χάιδευα το αδύναμο χέρι. Ήμουν τόσο χαρούμενος, τόσο ενθουσιασμένος που δεν το άντεχα. Νόμιζα πως θα σκάσουν οι φλέβες μου απ’ την πολλή χαρά. Θα πεταχτεί το αίμα μου σιντριβάνια που θα εκραγούν σε κάθε μέλος του κορμιού μου: χέρια, πόδια, κοιλιά, πλάτη, και το πιο μεγάλο, το πιο εντυπωσιακό στο στέρνο μου από την καρδιά μου.

Αν ήταν εδώ και η Ελισώ δεν θα ήθελα τίποτα άλλο. Την είχα δει όμως στον ύπνο μου και το όνειρο που δεν ήταν όνειρο, ήταν ακόμα ζωντανό...


"Το Συμβάν" - κεφ. 9ο (Προδημοσίευση)





9.

Ήρθανε Χριστούγεννα. Η Ελισώ δεν ήρθε. Η Καλλιόπη μού χάρισε εφτά αυτοσχέδια κουκλάκια που έφτιαξε από ύφασμα. Μου τα παρουσίασε ένα ένα: την Ελισώ, εμένα και τα πέντε παιδιά μας, τρία κορίτσια και δυο αγόρια. Αυτή ήταν η αγαπημένη της ασχολία: να κόβει και να ράβει υφάσματα για να φτιάχνει κούκλες, να τις βάζει μάτια, μύτες, στόματα, μαλλιά, με ό, τι έβρισκε, καρφίτσες, πινέζες, κουκούτσια, και μετά να τις βάφει με τα χρώματά της. Όσο προχωρούσε στα μαθήματα ραπτικής έφτιαχνε, βέβαια, σιγά σιγά και ρούχα, αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε το παιχνίδι με τα χειροποίητα κουκλάκια. Τα πήρα όλα και τα έβαλα μέσα σ’ ένα ξύλινο καράβι που είχα φτιάξει. Αυτή ήταν μια από τις δικές μου ασχολίες. Μου είχε μάθει ο παππούς να σκαλίζω τα ξύλα για να φτιάχνω καράβια, κάτι που έμελλε αργότερα να μου φανεί πολύ παραπάνω χρήσιμο απ’ όσο τότε μπορούσα να υποπτευθώ. Με κόκκινη μπογιά έγραψα καλλιγραφικά το όνομα της Ελισώς στην πρύμνη και ύστερα το έβαλα μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί που πάνω του, με την ίδια κόκκινη μπογιιά, έγραψα: «Καλά Χριστούγεννα».

Πήγα για άλλη μια φορά στο κλειστό σπίτι της. Έσκαψα το χώμα μπροστά στην αυλόπορτα κι έβαλα μέσα το δώρο μου. Το σκέπασα με φύλλα και κλαδιά. Ξαφνικά μ’ έπιασε ένα σύγκρυο. Δεν ήθελα βέβαια να δει κανείς αυτό που αφήνω και γι’ αυτό το καταχώνιασα μέσα στη γη, αλλά μόλις τελείωσα το καμουφλάζ, ένα πρωτόγνωρο άγριο αίσθημα με κυρίεψε: αισθάνθηκα πως θάβω την αγάπη μου. Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι. Γύρισα στο σπίτι ταραγμένος. Ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και πήγα κατευθείαν στον παππού.

-      Ξέρεις να μου πεις ένα παραμύθι, τον ρώτησα.
-      Το παραμύθι το ζεις γιε μου...
-      Δεν θέλω αυτό που ζω. Ένα άλλο ξέρεις να μου πεις;
-      Μια φορά κι έναν καιρό… ήταν… ο Ισίδωρος και η Ελισώ... ο Ισίδωρος αγαπούσε πολύ την Ελισώ... αλλά και η Ελισώ… αγαπούσε πολύ τον Ισίδωρο...
-      Όχι παππού, είπα και με πήραν τα κλάματα. Άφησέ τους αυτούς... Πες μου άλλο...

Άπλωσε το χέρι και με χάιδεψε. Αχ, το χάδι του παππού δεν έμοιαζε με κανένα χάδι στον κόσμο ολόκληρο. Ήταν τόσο ελαφρύ. Σαν να άγγιζε και να μην άγγιζε. Αυτά τα χέρια δεν ήταν από σάρκα με αίμα και νερό. Ήταν φτιαγμένα από πούπουλα. Πούπουλα ζεστά, γεμάτα θαλπωρή και τρυφερότητα. Γλυκάθηκε το είναι μου.
-      Τα καλά τα παραμύθια τα ήξερε η Μαρικούλα… τι να σου πω τώρα εγώ… θα σου πω μόνο πως… το πιο ωραίο παραμύθι… είναι η ζωή, γιε μου... η κάθε στιγμή μας... με όλη της την ομορφιά… τον πόνο... την αγριάδα... τη γλύκα της... τους ήλιους και τις αστραπές της... τα μισά φεγγάρια της... μην αρνείσαι τη στιγμή... ό, τι έχεις… είναι η στιγμή... είτε κλαίει... είτε γελά... κράτησέ την... σα μωρό... τάισέ την... γάλα της καρδιάς σου... νανούρισέ την... χάιδεψέ τη... που θα ζήσει τόσο λίγο... για να δώσει τη θέση της σε άλλη... κι έτσι θα μάθεις να ζεις... να πεθαίνεις... μέσα από τις στιγμές... δεν έχει τελειωμό... μέχρι την στερνή στιγμή ... που θα μας οδηγήσει... στην αιώνια στιγμή... την πιο μεγάλη... την πιο ωραία...
-      Δε θέλω να πεθάνεις παππού, του είπα και τον έσφιξα δυνατά, περνώντας τα χέρια μου στο λαιμό του.
-      Δεν πρόκειται να πεθάνω… χειμώνα καιρό, γιε μου... θ’ ανθίσουν τα περιβόλια... θα γεμίσουν πάλι τα χωράφια… τουλίπες κόκκινες... άγριες ορχιδέες... κι αφού μοσχοβολήσει όλο το νησί... θα έρθει κι η σειρά μου... ν’ ανθίσω...
-      Δεν θέλω ούτε τότε, ούτε τώρα, ούτε ποτέ...
-      Μη νοιάζεσαι γι’ αυτό... είναι ώρα για ύπνο... κοιμήσου γιε μου... ονειρέψου τα πιο ωραία… όνειρα... τελειώνει ο χειμώνας... θα έρθει και η Ελισώ... κι εσύ της λείπεις... καλό ξημέρωμα... βάλε μόνο... λίγο καπνό... στην πίπα... άναψε κι ένα σπίρτο... σήμερα... θέλω να καπνίσω...

Έβαλα καπνό στην πίπα του, την έβαλα με προσοχή στο στεγνό του στόμα, άναψα κι ένα σπίρτο. Τράβηξε μια κουρασμένη ρουφηξιά.

-      Αααχ... η ζωή είναι ωραία... είπε χαμογελώντας. Πήγαινε τώρα...



Sunday, December 27, 2009

"Το Συμβάν" - κεφ.8ο (Προδημοσίευση)





8.
Ο χειμώνας του ’68 ήρθε βαρύς. Βαρύς από μοναξιά. Μέρα με τη μέρα μού έλειπε όλο και περισσότερο η Ελισώ. Ούτε ένα Σαββατοκύριακο δεν ήρθαν στον Κάμπο ολάκερο χειμώνα. Μέσα στη θλίψη μου ένιωθα να ξεθωριάζουν τα χρώματα του κόσμου. Η λάμψη τους έσβηνε. Όλα γίνονταν όνειρο μελαγχολικό σε ύπνο και ξύπνιο. Όνειρο αδηφάγο που κατέτρωγε τη σάρκα της καθημερινότητας. Της κάθε μου στιγμής. «Χάντρες κομπολογιού οι μέρες μου, σε χέρια κουρασμένου γέρου», έγραψα ένα απόγευμα του Νοέμβρη στο σημειωματάριό μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Παρέες δεν είχα πια, γιατί κανέναν δεν ήθελα. Μόνος στο σχολείο, μόνος στους δρόμους και στα θελήματα, μόνος στο κτήμα, μόνος στο σπίτι κι ας υπήρχε κόσμος γύρω μου παντού. Πρώτη φορά στη ζωή μου δεν μπορούσα τίποτα να χαρώ. Με τίποτα να γελάσω. Να ξεχαστώ. Να ευχαριστηθώ μια στάλα. Οι συμβουλές του παππού, πώς να χαίρομαι κάθε στιγμή σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία, εξανεμίστηκαν σαν να μην τις είχα ακούσει ποτέ. Σαν να μην ήμουν ο ίδιος άνθρωπος που τις είχε πιστά ακολουθήσει από τα πρώτα του βήματα.

Περνούσα κάθε μέρα από το σπίτι της. Κάθε μέρα κοιτούσα τα κλειστά του παράθυρα. Κάθε μέρα άφηνα κι από ένα λουλούδι, ένα φρούτο, μια πετρούλα, ένα χάδι στην αψιδωτή του πόρτα ή ένα μουσκεμένο φιλί στη γέρικη ελιά που έστεκε εκεί αγέρωχη, ασυγκίνητη μπρος στον καημό μου. Μάταια περίμενα να φανεί. Η μυρωδιά της με τύλιγε. Η σκιά της γινόταν ένα με τη δική μου. Η Ελισώ πουθενά. Ασυνήθιστο γεγονός. Τι συνέβαινε;

Μέσα σε όλα αυτά, ο παππούς έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι. Πονούσε η καρδιά μου να βλέπω αυτόν τον λεβεντάνθρωπο ανήμπορο. Να δυσκολεύεται να μιλήσει, να φάει και να πιει. Να καπνίσει την αγαπημένη του πίπα που τώρα έγερνε παρατημένη στο κομοδίνο του, όπως εγώ τις νύχτες στο στρώμα μου. Τώρα καθόμουν δίπλα του και του διάβαζα εγώ τα βιβλία που αγαπούσε. Αυτά που κάποτε μου διάβαζε εκείνος. Η όρασή του είχε εξασθενήσει. Μόνος του δεν τα κατάφερνε. Πολλές φορές, ενώ του διάβαζα, τον έπαιρνε ο ύπνος. Άλλοτε, ένιωθα πως ακόμα και μες στον ύπνο του μ’ ακούει. Δεν σταματούσα μέχρι να σιγουρευτώ πως κοιμήθηκε για τα καλά. Κι ύστερα, καθόμουν στο δικό του τραπεζάκι κι έγραφα, έγραφα... Έγραφα με τις ώρες κι ας φώναζε η μάνα μου να πάω για ύπνο. Ήξερε καλά την αδυναμία που είχαμε ο ένας στον άλλον και δεν επέμενε πολύ.

Το γράψιμο ήταν η μόνη μου παρηγοριά. Ζούσα μέσα στις λέξεις αυτό που μου στερούσε η ζωή. Μέσα στις λέξεις μεγάλωνα. Γίνονταν μάνα και πατέρας μου. Γίνονταν η αγαπημένη. Ο ανήμπορος παππούς μου. Μέσα σε λίγο διάστημα και σχεδόν ανεπαίσθητα, το σπίτι μου από πέτρινο έγινε χάρτινο: ένα σημειωματάριο που γέμιζε λέξεις που λάτρευα, λέξεις που ποθούσα, λέξεις που με πονούσαν και με παρηγορούσαν, όσο τούς ήταν δυνατό. Ό,τι πιο υπαρκτό είχα στη ζωή μου εκείνο το διάστημα ήταν οι λέξεις. Συχνά δεν πήγαινα να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου. Ξάπλωνα πλάι στον παππού και εκεί ονειρευόμουν. Σαν μωρό που το εγκατέλειψαν κούρνιαζα στην άκρη του κρεβατιού του και προσπαθούσα να ησυχάσω έναν φόβο που μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο έντονος. Γινόταν τρόμος: μήπως πεθάνει κι απομείνω έρημος. Η Ελισω μακριά μου κι ο παππούς να πεθαίνει. Κι όμως, ήξερα πως δεν ήταν μόνον αυτός ο φόβος. Υπήρχε κάτι ακόμα που ο νους μου αδυνατούσε να συλλάβει. Δεν ήξερα τι ήταν, μα ένιωθα να πλησιάζει σαν μαύρο σύννεφο απειλητικό. Απ’ αυτά που σπάνια βλέπεις στον ουρανό του νησιού, αλλά όταν έρχονται δεν φέρνουν βροχή, μα χαλάζι, που καταστρέφει τη σοδειά ολόκληρου χρόνου, όπως αυτό του περασμένου χειμώνα.


Ένα βράδυ, βαριανασαίνοντας, μου είπε:

-      Γιε μου... άκουσέ με γιε μου... δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα μπορώ... να εκφράζεις αυτά που νιώθεις σ’ αυτούς που αγαπάς... όλους να τους αγαπάς... κι αυτούς που σου έκαναν... ή θα σου κάνουν, κακό... ό, τι έχεις να το βγάζεις στο φως… για να σε γνωρίσουν... μόνο αν σε γνωρίσουν θα σε αγαπήσουν... ό, τι κρατήσεις μέσα σου… δε θα το μάθει κανείς… δε θα το αγαπήσει... κανένα μέρος του σώματός σου… μην το κρατήσεις κρυμμένο... αυτό που σου φαίνεται άσχημο… ή πολύτιμο...

Εδώ έκανε μια μεγάλη παύση. Πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες και συνέχισε.

-      Κάποτε γιε μου... τον άγγιξα… τον κεραυνό... πού να ξέρω… δεν το μετάνιωσα... άνοιξε το συρτάρι... είναι ένα πακέτο… γράμματα... φύλαξέ τα... όταν νιώσεις… έτοιμος… να τα διαβάσεις... θα καταλάβεις... βγάλε από την αλυσίδα το κλειδί... είναι δικά σου... δεν έχω άλλο… να σου αφήσω... αυτή είναι η περιουσία μου όλη... για σένα... τα γράμματα και η φιλντισένια πίπα...

Έσκυψα πάνω του με προσοχή, υπακούοντας στην παράκλησή του, δίχως να καταλαβαίνω τι κάνω και γιατί. Άνοιξα προσεκτικά την αλυσίδα στο λαιμό του με τον σταυρό, τη βέρα και το μικρό κλειδί του συρταριού του. Πήρα το κλειδί και ξεκλείδωσα το συρτάρι. Τυλιγμένα σ’ ένα παλιοκαιρίσιο κιτρινισμένο χαρτί, σφιχτά δεμένα μ’ ένα σπάγκο, μια στοίβα γράμματα. Τα πήρα, κλείδωσα το συρτάρι και πέρασα το κλειδί ξανά στην αλυσίδα για να την κουμπώσω στον λαιμό του. Τα κοίταζα ώρα πολλή σα μαγεμένος, κοκαλωμένος ολότελα. «Ποια γυναίκα ήταν ο δικός του κεραυνός; Τι γράμματα ήταν αυτά που μου εμπιστευόταν και μου τα παρέδιδε σαν ιερό κειμήλιο τέτοια ώρα; Γιατί σ’ εμένα;» Πήγα στο δωμάτιό μου και τα κλείδωσα στο ντουλάπι μου. Δεν ένιωθα έτοιμος να τα διαβάσω εκείνη τη στιγμή. Ήμουν πολύ ταραγμένος.

Το άλλο πρωί κι ενώ ετοιμαζόμουν για το σχολείο φώναξα την Καλλιόπη. Ήταν η μόνη που εμπιστευόμουν στο σπίτι και όταν χρειαζόταν στηριζόμουν σ’ αυτήν. Δεν καταλαβαινόμασταν πολύ πολύ, αλλά έχοντας μείνει οι δυο μας, μιας και η Αγγελική με την Ιουλία σπούδαζαν στη Μυτιλήνη, συνωμοτούσαμε συχνά προκειμένου να καταφέρουμε όσα βάζαμε στο νου μας. Αν δεν είχα μέσα μου εκείνον τον παράξενο φόβο δεν θα της εκμυστηρευόμουν ποτέ ένα τέτοιο μυστικό, όμως τον είχα, και γι’ αυτό αποφάσισα να της μιλήσω.

-Αν μου τύχει κάτι Καλλιόπη, οτιδήποτε κακό, το κλειδί από το ντουλάπι μου είναι στο ράφι μου κάτω από τα ποιήματα του Βαλαωρίτη. Άνοιξέ το και φέρε μου ό, τι έχω μέσα χωρίς να του ρίξεις ούτε ένα βλέμμα. Αν τύχει κάτι ακόμα χειρότερο… αν τυχόν, λέμε τώρα… αν τυχόν πεθάνω, τότε ό, τι έχει μέσα να το κάψεις, ακούς;

Με κοίταξε σαστισμένη. Ύστερα μου ’βαλε τις φωνές.

-      Είσαι με τα καλά σου; Τι είναι αυτά που λες; Ήσουν που ήσουν παράξενος από γεννησιμιού σου, τελευταία μου φαίνεται πως τα έχεις χάσει ολότελα. Σταμάτα να λες χαζομάρες και πάμε γιατί κι εσύ θ’ αργήσεις στο σχολείο κι εγώ στο μάθημά μου.

Την άρπαξα σφιχτά απ’ τα μπράτσα. Νομίζω πως την πόνεσα και λίγο.

-      Δε μπορώ να σου εξηγήσω Καλλιόπη. Μην κάνεις τίποτα τώρα, δεν χρειάζεται. Θέλω μόνο να ξέρω: αν χρειαστεί, και μακάρι να μην χρειαστεί, θα κάνεις ό, τι σου ζήτησα; Πες μου αλήθεια, θα το κάνεις;

-      Εντάξει, θα κάνω ό, τι θες, στο υπόσχομαι, απάντησε και γύρισε γρήγορα αλλού το κεφάλι. Πάμε τώρα.

Η Καλλιόπη έφυγε για την μοδίστρα στην οποία πήγαινε κάθε πρωί για να μάθει ραπτική κι εγώ πήρα το λεωφορείο για το σχολείο μου. Στο δρόμο είδα κάτι απίστευτο. Κάτι που ποτέ δεν είχα φανταστεί πως μπορούσε να συμβεί. Δεκάδες άνθρωποι στα στενά δρομάκια του Κάμπου έβαφαν τους μαντρότοιχους των περιβολιών με ασβέστη. Σοκαρίστηκα. Αυτές οι πέτρες που κάθε μια τους είχε πάνω της ένα σωρό χρώματα της γης των Θυμιανών και μια ιστορία αρκετών αιώνων, τώρα βάφονταν άσπρες. Έχαναν την γοητεία τους, τη ζωντάνια τους. Όλη τη ζεστασιά τους. Ποιοι κατέστρεφαν την περιουσία του τόπου μας και γιατί; Στο σχολείο μάθαμε την αιτία της συμφοράς: θα επισκεπτόταν τη Χίο ο Παττακός. Άλλοι έλεγαν πως ο ασβέστης ήταν καθαρά για λόγους απολύμανσης και υγιεινής και άλλοι ότι επειδή τα άλλα νησιά του Αιγαίου που είχε επισκεφτεί ήταν βαμμένα άσπρα έπρεπε κι εμείς να συμμορφωθούμε.

Νιώσαμε ξαφνικά βρώμικοι και επιρρεπείς στις ασθένειες. Νιώσαμε απολίτιστοι, που τόσα χρόνια ζούσαμε χωρίς ασβέστη. Πράγματι, ο Παττακός ήρθε στα μέσα του Νοέμβρη. Η εφημερίδα ‘Χιακός λαός’ έγραφε με μεγάλους παχείς τίτλους στο πρωτοσέλιδο: «Ο ιεραπόστολος αγάπης και ομόνοιας των Ελλήνων κ.Στυλιανός Παττακός εγένετο ενθουσιωδώς δεκτός από τον λαόν της Χίου.» «Δε θα ανεχθώμεν εμπόδιια εις την πρόοδον», ήταν η δήλωσή του. Άρα, ο ασβέστης ήταν πρόοδος, συμπεράναμε εμείς με το φτωχό μυαλό μας, μισοαστεία, μισοσοβαρά.

Όταν πέρασε απ’ τον Κάμπο η οικογένειά μου έμεινε κλεισμένη στο σπίτι. Ο πατέρας μου είχε εξοργιστεί που μας άσπρισαν τον μαντρότοιχο. Ένιωθε υπεύθυνος στο αφεντικό του, τον Παπαντωνάκη. Ήταν σίγουρος πως καθόλου δεν θα του άρεσε αυτό που θα έβλεπε το επόμενο καλοκαίρι, αν τυχόν ερχόταν. Ο Παττακός βέβαια έφυγε γρήγορα και το μόνο που έμεινε να μας θυμίζει την έλευσή του ήταν οι ασπρισμένες Θυμιανούτσικες πέτρες, μέχρι που ο καιρός τις ξέβαψε κι αυτές και ήρθαν πάλι στα συγκαλά τους. Κι αυτές κι ελόγου μας.


Saturday, December 26, 2009

"Το Συμβάν" - κεφ.7ο (Προδημοσίευση)





7.


Συχνά αναρωτιόμουν: Τι μου συμβαίνει; Γιατί ενώ ήθελα τόσο πολύ να δω ολόγυμνο αυτό το κορμί που λάτρευα, ενώ καιγόμουν από επιθυμία να το γεμίσω φιλιά, να το κάνω δικό μου και να του δοθώ ολοκληρωτικά, γιατί δεν το έκανα; Γιατί με το πρώτο φιλί μ’ έπιανε τέτοιο χτυποκάρδι που παρέλυε το σώμα μου; Ήμουν δειλός; Είχα τόσο βαθιά ριζωμένο μέσα μου το φόβο της αμαρτίας όπως την διδασκόμασταν στο σπίτι, στο σχολείο και στην εκκλησία; Με τρόμαζε το άγνωστο; Φοβόμουν μην της κάνω κακό; Μήπως αν θα καιγόμουν απ’ τον κεραυνό της; Ή μήπως η απέχθειά μου για τη βία είχε κάποια σχέση με την προσπάθειά μου να συγκρατήσω την σωματική ορμή μου; Τι φοβόμουν; Τι ήμουν; Δεν ήξερα. Δεν μπορούσα να βρω ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα που κατέτρωγαν τις νύχτες το μυαλό μου. Αυτό που ήξερα ήταν πως όλη αυτή η αδυναμία μου ή το φράγμα που συγκρατούσε μέσα μου το χείμαρρο του πόθου μου, ύστερα ξεχείλιζε στο χαρτί. Όλο το πάθος μου γινόταν λέξεις. Θαρρείς και τελικά αυτό που φοβόμουν ήταν πως αν της δοθώ θα χάσω τις λέξεις μου. Μα όχι, ήταν αδύνατον να αγαπώ τις λέξεις μου περισσότερο απ’ την Ελισώ.


Τον Ιούλη του ’68 και πιθανόν την ημέρα των γενεθλίων μου, έγραψα το πρώτο μου ποίημα. Μόλις είχαμε επιστρέψει από τη θάλασσα και είχα αφήσει την Ελισώ στο σπίτι της. Τόσο δεν χωρούσαν στην καρδιά μου όλα αυτά που ένιωθα, που κάθισα κι έγραψα ένα ποίημα για την θάλασσα των ματιών της. Την αστραφτερή μαύρη θάλασσα των δυο ματιών της. Μετά το πέρασμα τόσων χρόνων, ένας Θεός μόνο ξέρει τι απέγινε αυτό το ποίημα που η μνήμη μου τώρα δε με βοηθά καθόλου να θυμηθώ.

Μόλις τέλειωσα το ποίημα, έτρεξα και το έδωσα στον παππού μου. Το διάβασε κι ύστερα σηκώθηκε από την κουνιστή του πολυθρόνα. Μ’ έσφιξε δυνατά μέσα στην πλατιά αγκαλιά του, με φίλησε στο μέτωπο και σαν να είδα τα μάτια του να γυαλίζουνε λίγο.

- Δε θα γίνω αστροφυσικός παππού, θα γίνω ποιητής, του είπα όλος καμάρι, αλλά και με λίγη συστολή. Ίσως να κοκκίνισα κιόλας, όπως την πρώτη φορά που φίλησα την Ελισώ στο στόμα.

- Να γίνεις ό, τι τραβά η ψυχή σου γιε μου, απάντησε. Ποιητής θέλεις, ποιητής να γίνεις, αστροφυσικός θέλεις αστροφυσικός να γίνεις, καπετάνιος θέλεις, καπετάνιος να γίνεις. Μα ό, τι γίνεις να το αγαπάς και ό, τι αγαπάς να γίνεις. Κι αν τύχει ποτέ να γίνεις κάτι που δεν το διάλεξες εσύ, αλλά, μια μοίρα αντί για σένα, κι αυτό να το αγαπήσεις. Αλλιώς δε γίνεται. Αλλιώς θα σε φάει το μαράζι κι εμάς αυτό δε μας ταιριάζει. Άφησέ το για τους άλλους αυτό. Εμείς έχουμε άλλη φτιαξιά: γεννηθήκαμε λεύτεροι.

- Τι θα πει αυτό παππού; Τι θα πει γεννηθήκαμε λεύτεροι;

- Θα πει πως, είτε επιλέξαμε μόνοι μας τα δεσμά μας είτε μας επέλεξαν αυτά, εμείς αποφασίσαμε να τα σηκώσουμε παλικαρίσια...

Κάθισε πάλι στην κουνιστή του πολυθρόνα κι ενώ εγώ αναρωτιόμουν τι σχέση έχουν τα δεσμά με την ελευθερία, εκείνος γύρισε το κεφάλι στο ανοιχτό βορινό παράθυρο που έφερνε δροσερό το νυχτερινό βοριαδάκι και κοιτάζοντας πέρα μακριά έναν ελαιώνα, συμπλήρωσε τις σκέψεις του παίρνοντας μια βαθιά ρουφηξιά καπνού απ’ την αγαπημένη του φιλντισένια πίπα:

-Ποιος ξέρει... ίσως να μη γίνεσαι ποιητής... ίσως να γεννιέσαι... τι επιλέγουμε άραγε και τι μας επιλέγει... αχ, γιε μου, δεν ξέρω... γράφε όμως, συνέχισε να γράφεις όσο το θέλεις κι όσο το μπορείς κι εγώ θα είμαι περήφανος για σένα ό, τι και να κάνεις...


Πάντα την αλήθεια μού έλεγε ο παππούς. Γι’ αυτό τον αγαπούσα ξεχωριστά. Ποτέ δεν έλεγε αυτά που θα περίμενες ν’ ακούσεις. Ποτέ μισόλογα ή υπονοούμενα, λόγια που χαϊδεύουν τ’ αφτιά, ψεύτικα λόγια. Μπορεί να μην έλεγε πολλά, πολλές φορές και τίποτα. Σιωπούσε όπως η Ελισώ. Μα όταν μιλούσε έλεγε πάντα ορθά κοφτά την αλήθεια. Κι όταν σιωπουσε με ανάγκαζε να σκεφτώ μόνος μου αυτά που έπρεπε, χωρις να μου δίνει έτοιμη τροφή τα δικά του συμπεράσματα. Κι έτσι με πήγαινε ένα βήμα πιο πέρα: στο μυστήριο, στο θαυμαστό, στην απορία. Αυτό το αίνιγμα που λίγο λίγο σε βοηθά να νιώσεις πως, όσο προχωράς στην ουσία τόσο παραιτείσαι από τις εύκολες απαντήσεις και πηγαίνεις σε βαθύτερα ερωτήματα, που αν δεν σε γεμίζουν ικανοποίηση, -κάτι για το οποίο διψά όλος ο κόσμος-, πάντως, σε πλημμυρίζουν θαύματα που λάμπουν στον βυθό της καρδιάς και του μυαλού σου με τρόπο παράδοξο: ηλεκτρικό…

Ευτυχώς για μένα, ακόμα δεν γνώριζα το τίμημα των θαυμάτων...



Wednesday, December 23, 2009

"Το Συμβάν" - κεφ.6ο (Προδημοσίευση του νέου μου μυθιστορήματος)




6
Άνθρωποι ήσυχοι ήτανε οι γονείς μας που ήξεραν να κοιτάζουν τη δουλειά τους. Και οι δικοί μου, και ο πατέρας της Ελισώς, κι ας τον είχε σκληρύνει ο θάνατος της γυναίκας του. Μα άνθρωποι που στο πάρε δώσε με τους άλλους πείθονταν εύκολα ή κι αν δεν πείθονταν δεν ήθελαν να έρχονται σε ρήξη. Ο νους τους δεν τους βοηθούσε να υπερασπίσουν τα παιδιά τους ούτε την αγάπη τους σε μια τέτοια ηλικία. Και μάλιστα, τόσο διαφορετικά παιδιά που δεν ήταν σαν όλα τα παιδιά του κόσμου. Κι ακόμα χειρότερα: Η μία κόρη Χιώτη φαρμακοποιού κι ο άλλος κάποιου πρόσφυγα επιστάτη γιος.

Κόσμος ολόκληρος ήταν ο Κάμπος. Και μέσα σ’ αυτόν ήταν τόσο εύκολο να ονομάσεις «παράξενο», ύστερα «αλλόκοτο» και στο τέλος «κακό», αυτό που δεν καταλαβαίνεις. Που ξεφεύγει απ’ τον κανόνα ενός κόσμου ολόκληρου. Διαφορετικός ήταν ο κόσμος της Χώρας, ίσως πιο ανοιχτός, με πιο φιλελεύθερες απόψεις, αλλά όχι ικανές να υπερασπίσουν ό, τι ξεχώριζε. Γιατί όλα τα κάναμε και σε όλα βοηθούσαμε, όμως το βλέμμα μας ήταν απόμακρο. Αυτό μας καταλόγιζαν. Η σκέψη μας αλλού. «Πετάτε στα σύννεφα», μας έλεγαν. Το νιώθαμε. Δεν έλεγαν ψέματα, ούτε υπερβολές. Τα λόγια μας λίγα και κάποτε ακατανόητα. Ο ένας ζούσε για τον άλλον κι αυτό δεν κρύβεται. «Τι δουλειά έχεις εσύ με την πριγκιπέσσα», έλεγαν σ’ εμένα. «Από πού κι ως πού εσύ με τον πρόσφυγα», έλεγαν σ’ εκείνη, και πολλά άλλα παρόμοια που στ’ αφτιά μας ακούγονταν άλλοτε αστεία, άλλοτε πικρά, μα πάντα οπωσδήποτε παράλογα.


Μόνον ο παππούς Νικήτας καταλάβαινε. Αυτός όμως ήταν από άλλον κόσμο. Άνθρωπος γραμματιζούμενος ήτανε, είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, μα δεν ήταν αυτό που τον είχε καθορίσει. Ήταν η ζωή του όλη. Μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, πολέμους και μετά στα ποντοπόρα πλοία, είδε πολλά. Ταξίδεψε. Γνώρισε κόσμους μεγαλύτερους από τον κόσμο του Κάμπου και τον κόσμο της Χώρας. Κάποιοι ήταν και ομορφότεροι. Ανθρώπους κάθε λογής, καταγωγής, κάθε φυλής, συναναστράφηκε. Μίλησε με φτωχούς και πλούσιους. Σοφούς ανθρώπους, έξυπνους εμπόρους, ανίκανους και αλαζόνες, απατεώνες, λωποδύτες και ανάλγητους. Όταν γέρασε πια και δεν τον κρατούσαν και πολύ τα πόδια του, όσο κι αν το ’λεγε η καρδιά του, τ’ άφησε όλα τούτα πίσω του. Και στο λιμάνι της Μασσαλίας μια γυναίκα μαζί με ένα κομμάτι της καρδιάς του. Τι είχε αυτή η γυναίκα που δεν το είχε η Μαρικούλα του;

Αυτό δεν το μαρτύρησε ποτέ. Ακόμα κι εγώ το έμαθα, αφότου εκείνος έφυγε απ’ τη ζωή και η δική μου άλλαξε όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ίσως γι’ αυτό έκανε τα πάντα για να προμηθεύεται βιβλία. Να διαβάζει τα βράδια ανενόχλητος ξανά και ξανά τα ίδια μυθιστορήματα και τους μεγάλους ποιητές. Φαίνεται πως εκεί την συναντούσε. Ήταν θαρρείς η πρωταγωνίστρια των ιπποτικών μυθιστορημάτων, η μούσα των ποιητών, το ανέφικτο που γεννιέται απ’ το ποτάμι του λόγου προσωποποιημένο γι’ αυτόν σε μιαν ανάμνηση. Μια γυναίκα απ’ αυτές που πολλοί θα ήθελαν δίπλα τους μα μόνο οι ποιητές κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν. Τις περισσότερες φορές κι αυτοί ακόμα, μόνο μέσα στην παγίδα των γραφτών τους: το αντικείμενο του μεγάλου πόθου που μένοντας ανεκπλήρωτος συχνά ελκύει την μεγάλη τέχνη. Σαν αυτήν του Έλιοτ και του Πεσόα. Των δύο συνομήλικών του μεγάλων ποιητών.

«Υπάρχουν γυναίκες που δε πιάνονται», μου είπε ένα βράδυ, λίγο πριν αρρωστήσει. «Δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες κι ας λένε αυτοί που τάχα γνώρισαν πολλές. Καμιά δεν γνώρισαν στ’ αλήθεια και καμιά δεν κατάλαβαν. Είναι κάτι γυναίκες αλλιώτικες. Περνούν από μπροστά σου ίδια αστραπή. Αν απλώσεις το χέρι ή θα καείς ολόκληρος ή θα γλιτώσεις με κανένα έγκαυμα βαθιά στην καρδιά σου, απ’ το οποίο δε θα γιατρευτείς ποτέ. Αυτές, καλύτερα να τις αφήνεις να περνούν. Να μην απλώνεις το χέρι. Γιατί αν καείς από δαύτες η μόνη σου παρηγοριά θα είναι κάποτε να λες πως, μπορεί να κάηκα, αλλά, τουλάχιστον άγγιξα τον κεραυνό...». Όσο τον άκουγα τόσο βεβαιωνόμουν πως ο δικός μου κεραυνός ήταν η Ελισώ. Ένα κορίτσι τόσο διαφορετικό από όλα τα άλλα. Ένα κορίτσι που όταν το έβλεπες να περπατά άστραφτε στο πέρασμά του ο κόσμος. Γιατί όμως θα έπρεπε να την αφήσω; Γιατί να μην απλώσω το χέρι μου να την κάνω δική μου; Δε θα μπορούσα άραγε μέσα από την αγάπη μου να μεταμορφώσω τον κεραυνό σε φλόγα ήπια και ζεστή που μόνο ζεσταίνει; Αναρωτιόμουν μέσα μου και μόνος μου απαντούσα πως, είτε είναι κεραυνός είτε οχι, εγώ δεν μπορώ παρά να την αγαπώ τρελά και να ζω μόνο γι’ αυτήν νύχτα και μέρα. Ο παππούς, σαν να άκουσε τις μύχιες σκέψεις μου, κατέληξε: «Μα πάλι, τι είναι ο άνθρωπος και τι το μερτικό του... Μπορείς να πεις σε κάποιον: μην το κάνεις αυτό; Όχι, δεν το μπορείς. Αν είσαι πλασμένος ν’ αγγίξεις κεραυνό θα τον αγγίξεις, πάει τέλειωσε. Κότσια να ’χεις μετά να ζήσεις καμένος, μισός, σακατεμένος...». Ήμουν, λοιπόν, κι εγώ πλασμένος ν’ αγγίξω τον κεραυνό. Θα τον άγγιζα και μετά ας καιγόμοουν ολόκληρος. Ήμουν αποφασισμένος για όλα.

Έτσι η ζωή του παππού γινόταν υποφερτή μέσα στον πανέμορφο και ασφυκτικό Κάμπο, αφότου έφυγε απ’ τα καράβια. Έτσι μπορούσε να κρατά κλεισμένο στο σεντούκι της καρδιάς του το βαρύ μυστικό θησαυρό του. Διαβάζοντας βιβλία που κανείς δε διάβαζε τότε σε όλο το νησί. Νόμιζα στην αρχή πως διάβαζε να παρηγορηθεί για τον θάνατο της γιαγιάς μου. Δεν ήξερα τον άλλον του βαθύ καημό. Γιατί ακόμα και τον καημό της αγάπης διπλό τον είχε αυτός ο άνθρωπος.

Σαν ήμουνα μικρό παιδί ακόμα, μ’ έπαιρνε αγκαλιά τις νύχτες, καλά καλά σχολειό δεν πήγαινα, και μου διάβαζε τα βιβλία που κρατούσαν άσβηστη τη φλόγα της αγάπης του. Νωπό το έγκαυμα του έρωτα που τον σημάδεψε ανεξίτηλα. Του έρωτα που άφησε πίσω για πάντα, σαν την χερσόνησο της Ερυθραίας, σ’ ένα άλλο λιμάνι πολύ πιο μακρινό, στο οποίο, όπως και στην πατρίδα του, ποτέ δεν θα επέστρεφε.

Δεν κατάλαβα για πότε ο σπόρος της ποίησης με μεταμόρφωσε σ’ ένα πλάσμα διαφορετικό για το οποίο θα καμάρωναν μόνον δυο άνθρωποι: Ο παππούς μου και η Ελισώ. Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, να μην ήταν αιτία για την αποχή μου από το κυνήγι ο έρωτάς μου, αλλά η ποίηση που με διαπότισε ως το μεδούλι της ψυχής μου. Γιατί η ποίηση είναι ίσως το μόνο πράγμα στον κόσμο που στέκεται στον αντίποδα της βίας, ως απόλυτος έρωτας των πάντων.

 .......................................................................................................................................


 ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΜΕ ΧΑΡΑ, ΑΓΑΠΗ, ΚΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ
ΣΕ ΟΛΟΥΣ!

Tuesday, December 22, 2009

"Το Συμβάν" - κεφ.5ο (Προδημοσίευση του νέου μου μυθιστορήματος)




5.

Με τον καιρό αρχίσαμε να ξεμακραίνουμε απ’ τους ασφυκτικούς μαντρότοιχους και τις σκιές τους. Τις συμπεριφορές των ντόπιων. Τις χειρονομίες τους. Όλα τους τα ενδιαφέροντα. Τους αφήναμε πίσω, τους ξεχνούσαμε. Εμείς ξεχνούσαμε. Οι άλλοι, οι πολλοί, δεν συγχωρούν όποιον τους λησμονεί. Οι πολλοί τους θέλουν όλους δικούς τους. Μαζί τους. Όμοιους. Ένα μ’ αυτούς. Και δεν ξεχνούν, δεν συγχωρούν, δεν επιτρέπουν την αποχώρηση από την ομάδα ούτε τη διαφοροποίηση.

Τα σκόρπια λευκά σύννεφα άρχισαν να μαυρίζουν, πλησίασαν το ένα το άλλο και στο τέλος ενώθηκαν. Ξέσπασε η μπόρα. Αυτή που σαν όχλος οργανώνουν οι πολλοί, οι ισχυροί, οι ενωμένοι.

Έγιναν εχθρικοί οι παλιοί μου φίλοι. Αυτοί που χτυπούσαν για πλάκα τα πουλιά με τις σφενδόνες, έβαζαν παγίδες στα μικρά ζώα, έπαιζαν πετροπόλεμο, κυνηγούσαν με τα φλόμπερ. Κάποτε ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους. Εδώ κι δύο χρόνια όμως που αγάπησα την Ελισώ αποτραβήχτηκα. Δεν μπορούσα να πάω με τον πατέρα μου στα Δότια για κυνήγι, που ήταν οι μόνες ώρες του χρόνου που ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, θα πήγαινα με τους συνομήλικους με τους οποίους δεν ένιωθα πλέον να με συνδέει τίποτα; Ακόμα και τις μέρες που ήμουν χωρίς την Ελισώ, -και δεν ήταν λίγες αυτές-, μαζί τους δεν πήγαινα. Στο σχολείο μου σκάρωναν φάρσες. Στο δρόμο με τρόμαζαν. Άλλοτε σιγοψιθύριζαν κι άλλοτε κάγχαζαν όταν περνούσα απ’ τις συντροφιές τους στα διαλείμματα. Προσπαθούσαν διαρκώς να με γελοιοποιούν.Τα λόγια τους άρχισαν να πέφτουν πάνω μου βέλη φαρμακερά. Και ήξεραν καλό σημάδι. Δεν άργησαν να φτάσουν στις οικογένειές μας.

Όταν βρισκόμασταν με την Ελισώ και της έλεγα όλα όσα μας καταλόγιζαν, δεν μου απαντούσε. Σαν να μην άκουγε. Σαν να μην την άγγιζε τίποτα απ’ τα φαρμακερά λόγια, τις ειρωνείες, τα κακόβουλα σχόλια. Εξάλλου τα νέα είχαν φτάσει και στο σχολείο της, όπως και στον αδερφό της και στους φίλους του που φοιτούσαν στο Αρρένων. Ο Γιώργης έψαχνε αφορμή να μιλήσει εναντίον μου. Έβαζε λόγια στον πατέρα της κι εκείνος άρχισε να της μιλά με αυστηρότητα που μέχρι τότε δεν είχε φανερώσει.

Εκείνη, με κανέναν δεν ερχόταν σε αντιπαράθεση. Ποτέ δεν υπεράσπιζε τον εαυτό της. Έτσι κι αλλιώς η Ελισώ σπάνια μιλούσε. Σχεδόν όλα με τα μάτια τα έλεγε. Εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια ίδια με τα μαύρα βότσαλα του Εμπορειού που μόνο μια έκρηξη ηφαιστείου μπορεί να τα φτιάξει τόσο μαύρα. Και η Ελισώ είχε ζήσει την έκρηξη του θανάτου της μητέρας της στα έξι της χρόνια. Είδε τη λάβα του θανάτου στην αρχή να κατακαίει κι ύστερα να πετρώνει το σπίτι. Να κάθεται καταχνιά πάνω στα έπιπλα, στα κουφώματα, στο νεροχύτη, στα κρεβάτια, στο πρόσωπο του πατέρα της. Της αδερφής του, της θείας Φρόσως που δεν την άντεξε για πολύ. Έμεινε στην αρχή μαζί τους να βοηθήσει στα πρακτικά και μόλις η Ελισώ πάτησε τα δώδεκα, έφυγε στον Βροντάδο που ήταν το σπίτι της. Είπε πως η ανιψιά της μεγάλωσε πια και πως η κυρα-Φωτούλα μπορούσε μια χαρά να τους φροντίζει. Κι ακόμα είπε πως είχε να κοιτάξει τη ζωή της, που κόντευε τα τριάντα κι ήταν ακόμα ανύπαντρη. Αυτά είπε κι έφυγε.

Η Ελισώ δεν παραπονέθηκε για τίποτα. Μια λέξη ποτέ δεν είπε για όλη αυτή την αντάρα. Εξάλλου δεν είχε και λίγες μέριμνες. Είχε το σχολείο, τον πατέρα της που ζητούσε για παρηγοριά την συντροφιά της, να βοηθάει όπως μπορούσε τη νταντά της και να παίζει με τον Γιώργη που μέρα με τη μέρα αναλάμβανε τον ρόλο του προστάτη της, ιδίως τον καιρό που έλειπε ο πατέρας τους στην Αθήνα για δουλειές. Δεν γνώρισε το χάδι της μάνας του. Το στήθος της δεν το γεύτηκε. Δεν νανουρίστηκε στην αγκαλιά της. Γινόταν άντρας προτού γίνει αγόρι. Κι αυτό, όπως και να ’χει, ήτανε πράγμα αφύσικο.


Sunday, December 20, 2009

"Το Συμβάν" - κεφ.4ο (Προδημοσίευση του νέου μου μυθιστορήματος)



4.

Όταν σχολούσα από το σχολείο πετούσα την τσάντα στην κουζίνα κι έτρεχα στο περιβόλι να βοηθήσω τον πατέρα. Ήμουν μοναχογιός και οι δουλειές στο κτήμα πολλές. Κάθε εποχή είχε και τις δικές της. Νοέμβρη και Δεκέμβρη μαζεύαμε τα πορτοκάλια, Γενάρη, Φλεβάρη τα λεμόνια και τα μανταρίνια, τον Μάρτη κλαδεύαμε και τον Απρίλη που ήταν η περίοδος του νοικοκυρέματος, όλα τα πεσμένα κλαδιά τα στοίβαζα σε μεγάλα σακιά για να τα χρησιμοποιήσει η μάνα μου στο φούρνο για το μαγείρεμα και στη ξυλόσομπα να ζεσταθούμε το χειμώνα. Μάζευα και τα πεσμένα φύλλα να έχουν φαγητό τα ζώα και να ’ναι το κτήμα καθαρό. Η δουλειά μας δεν ήταν μια κοινή αγροτική δουλειά όπως σε άλλα μέρη της χώρας. Για μας ήταν κηπουρική. Άστραφταν από καθαριότητα τα περιβόλια του Κάμπου, σε κάποια ούτε πέτρες δεν θα έβρισκες, τις μάζευαν κι αυτές. Όλα ήταν σα ζωγραφιά, σα βιτρίνα πολυτελούς κατάστηματος, και συναγωνίζονταν οι καλλιεργητές μαζί με τα αφεντικά τους, ποιος θα έχει το πιο όμορφο κτήμα και ποιος θα βγάλει τα ωραιότερα πορτοκάλια, γιατί αυτή είναι η αλήθεια: όσο πιο φροντισμένο το περιβόλι τόσο πιο καλοί οι καρποί του. Σήμερα μάλλον ακούγεται παρανοϊκό, αλλά, τότε τους εργάτες που μάζευαν πολλά πορτοκάλια τους έδιωχναν απ’ τη δουλειά γιατί αυτό σήμαινε πως ήταν απρόσεχτοι. Καλός εργάτης ήταν αυτός που μάζευε τα λιγότερα. Έπρεπε προσεχτικά με το τσιμπίδι να τα κόβουν ένα ένα και να μην έχουν νύχια στα χέρια που θα τα πλήγωναν.

Τον Μάη άρχιζε το σκάψιμο του περιβολιού με τα τσατάλια, για ν’ ανοίξουμε τα αυλάκια, να προετοιμάσουμε το χώμα για το πότισμα του Ιούνη που βαστούσε όλο το καλοκαίρι. Άμα είχαμε πότισμα και γυρνούσε ο μάγγανος έπρεπε να τον προσέχω με τις ώρες να μην καβαλήσει ο λιμπάς, γιατί η ζημιά θα ήταν μεγάλη. Ο λιμπάς ήταν η καδένα του μάγγανου, σα συρματόσχοινο που κρεμόταν κι ανεβοκατέβαινε μαζί του. Φρόντιζα να γεμίσει η στέρνα, να πάει το νερό στους κεφαλοποτιστάδες, -τους κεντρικούς δρόμους του νερού-, μέσα απ’ τα κανάλια, από κει στους ποτιστάδες και μετά στ’ αυλάκια. Με το αξινογύρι στο χέρι, -το κατάλληλο εργαλείο για το τσάπισμα και το αυλάκιασμα-, καθάριζα τα χώματα για να ποτιστεί κάθε δέντρο και μετά ν’ αλλάξει κατεύθυνση το νερό για το επόμενο. Έπρεπε η γη να πίνει πολύ νερό και σε αραιά διαστήματα. «Σα λάδι να τρέχει το νερό», έλεγε ο πατέρας μου. Ώρες πολλές δουλειά που σταματούσε με τη δύση του ήλιου. Κι άλλες τόσες ώρες που δεν έκανες τίποτα άλλο από το να κοιτάς να δουλεύουν όλα με ρέγουλα. Πολλές φορές κόντεψα να κοιμηθώ όρθιος από τη ζέστη. Τέσσερα οχτάωρα βαστούσε ένα πότισμα. Και μέσα στο νερό να ρίχνεις σερμπέτια και κοπριά.

Τα πορτοκαλάκια του Ιούνη τα διαλέγαμε προσεκτικά και τα στέλναμε στη Θεσσαλονίκη για να γίνουν γλυκό. Για ένα χαρτζιλίκι το κάναμε. Ήταν σκληρός ο αγώνας και οι καλές εποχές είχαν περάσει. Κάποτε η α΄ κατηγορία πορτοκαλιών πήγαινε στους συνεταιρισμούς κι εκεί αφού πρώτα στέγνωναν και σκουπίζονταν ένα ένα, τα χάρτωναν οι χαρτότριες στο ψιλόχαρτο και μετά τα έπαιρναν οι στοιβαδόρες να τα τοποθετήσουν σε ειδικές κάσες που φτιάχνονταν στην Τεργέστη για να φύγουν τα πολύτιμα φορτία στο εξωτερικό σε τιμές πολύ υψηλές. Είδος πολυτελείας ήταν στις αρχές του αιώνα τα εσπεριδοειδή, όπως το μετάξι και η μαστίχα. Και οι Χιώτες έμποροι ήταν πρώτοι. Τώρα τα πράγματα ήτανε δύσκολα. Αν κάποτε περίμεναν πώς και πώς οι έμποροι της Χώρας να κατέβουν οι Καμπούσοι για να αφήσουν χρήματα, τώρα ο πατέρας μου έκανε κι άλλες δουλειές για να τα βγάλουμε πέρα. Δεν πουλιόταν πια το πορτοκάλι μια δραχμή το τεμάχιο και χίλια πορτοκάλια μεταφραζόταν σε χίλιες δραχμές τη στιγμή που το μεροκάματο του εργάτη ήταν τριάντα. «Πρώτα να κάνεις αποθήκη κι ύστερα σπίτι», έλεγαν τότε. Εδώ κι ένα χρόνο ο πατέρας μου είχε αγοράσει ένα φορτηγό-ψυγείο κι εκτός από τα εσπεριδοειδή, πορτοκάλια, μανταρίνια, λεμόνια, γυρνούσε και πουλούσε κατεψυγμένο κρέας Αργεντινής και ψάρια Ευαγγελιστρίας μαζί με δικά μας κοτόπουλα. Ο Γενάρης του 1968 έφερε πρωτόγνωρες παγωνιές. Σφοδροί άνεμοι, βροχές και χαλάζι έπληξαν τις δενδροκαλλιέργειες. Μεγάλο μέρος της παραγωγής μας καταστράφηκε. Ακόμη και σπίτια έπεσαν.
Πολλές οι δουλειές χειμώνα καλοκαίρι και τα χέρια λίγα. Κι ο υφυπουργός της Κυβέρνησης Σιδεράτος έκανε δηλώσεις στις εφημερίδες, με τις οποίες γελούσαμε: «Η νεολαία πρέπει να προσκολληθεί εις τάς σπουδάς και να μείνει μακράν των κομμάτων». Ποιες σπουδές και ποια κόμματα; Τα αγόρια του Κάμπου συνήθως δεν ήταν καλοί μαθητές στο σχολείο. Εργατικά χέρια ήταν. Και με τα κόμματα καμία ανάμιξη βέβαια. Κι αν εγώ δεν αγαπούσα τόσο πολύ τα γράμματα ώστε τις νύχτες να ξαγρυπνώ κάτω από τη Λουξ ενώ τα μάτια μου έκλειναν από την κούραση, ούτε εγώ θα ήμουν καλός μαθητής. Μα ούτε τον πατέρα μου μπορούσα ν’ αφήσω αβοήθητο ούτε τα γράμματα ν’ αποχωριστώ που τόσο μ’ έκανε ν’ αγαπήσω ο παππούς μου. Το χαρτζιλίκι μου όλο πήγαινε στο βιβλιοπωλείο του Χαβιαρά ν’ αγοράζω λογοτεχνικά βιβλία με δόσεις.

Πώς και πώς περιμέναμε το φθινόπωρο. Μετά του Σταυρού, που ήταν το τελευταίο πότισμα, μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου και καβάλα στα γαϊδούρια ξεκινούσαμε μεγάλες παρέες για κυνήγι στα Δότια. Αυτή ήταν η ανάσα μας και η ξεκούραση όλου του χρόνου. Μα απ’ την ώρα που αγάπησα την Ελισώ έπαψα να πηγαίνω. Δεν ξέρω γιατί και πώς ακριβώς συνδυάστηκε το ένα με το άλλο, αλλά εγώ ορτύκια πια πουλιά δεν μπορούσα να χτυπήσω. Απ’ την άλλη είναι ίσως παράξενο, αλλά θαρρείς πως ήδη από τότε που πήρα αυτή την απόφαση ήρθα αντιμέτωπος με τη μοίρα μου. Ίσως αν εξακολουθούσα να κυνηγώ, όλα να ήταν πολύ διαφορετικά σήμερα. Μα δεν μπορούσα. Ήταν σαν κάποιος να μου είχε θέσει το δίλημμα: την Ελισώ ή το κυνήγι. Κι εγώ δίχως στιγμή να το σκεφτώ, απάντησα: την Ελισώ!


Όποτε μπορούσα κατέβαινα τις Κυριακές στη Χώρα κι έπαιρνα το ψαροκάικο του θείου μου, του καπετάν Θοδωρή, να πάω για ψάρεμα. Ήταν ο μικρός αδερφός του πατέρα μου και είχε μείνει ανύπαντρος. Μου είχε μεγάλη αδυναμία. Δεν μου χαλούσε χατίρι. Εξέταζε προσεκτικά τον καιρό σαν έμπειρος παλιός ναυτικός και μου έλεγε: «Πήγαινε και μη φοβάσαι τίποτα» ή « μη το συζητάς, ούτε που να το σκέφτεσαι». Καθαρές κουβέντες.

Αυτή ήταν η πιο δική μου ώρα: η θάλασσα μπροστά μου, η πετονιά στα χέρια μου και η σκέψη μου στην Ελισώ. Όσα ακόμα δεν μπορούσα να της πω τα έλεγα στη θάλασσα. Σηκωνόμουν όρθιος πάνω στη βάρκα και πρόσταζα τον άνεμο να πάρει τα λόγια μου και να της τα ψιθυρίσει στ’ αφτί. Να μην ακούσει άλλος κανείς. Έτσι με είχε συμβουλέψει ο παππούς να κάνω για να μην στεναχωριέμαι που δεν μπορώ όλα να της τα πω ή να τα γράψω. Και ο παππούς ήξερε. Στον παππού τα έλεγα όλα. Μόνο σ’ αυτόν. Τρεις θυγατέρες είχε η μάνα μου. Ήταν αρκετές για να την βοηθούν στο σπίτι, να της κρατούν παρέα, να λένε τα δικά τους. Εμείς ήμασταν άντρες. Με τον πατέρα μου όλη μέρα στο περιβόλι ή για δουλειές στην αγορά, ήταν άλλο. Κι αν αργούσα να πάω στη θάλασσα γιατί ο καιρός δε βοηθούσε, τότε, τα έλεγα στην πορτοκαλιά μου. Μέσα στο μεγάλο περιβόλι μας είχα μια πορτοκαλιά που ήταν όλη δική μου. Μπορεί όλα τα δέντρα να τα φρόντιζα κι όλα να τα αγαπούσα, αλλά κανένα δεν ήταν σαν την πορτοκαλιά μου. Καμιά φορά σκεφτόμουν πώς αν ποτέ συναντιόταν η θάλασσα με την πορτοκαλιά, οι δυο μαζί θα μπορούσαν να διηγηθούν όλη την ιστορία της παιδικής Καμπούσικης ζωής μου σε κάποιον που νιώθει τη γλώσσα των δέντρων και του νερού.


Η Καμπούσικη ζωή ήταν μια ζωή απλή και ήσυχη. Όλα κυλούσαν αργά σαν το νερό που πότιζε το καλοκαίρι τα περιβόλια. Σα λάδι κυλούσαν. Όλα είχαν τη θέση τους, την αξία τους, τη σημασία τους. Σπάνιζαν οι θόρυβοι από αυτοκίνητα όπως του πατέρα μου κι ακόμα θυμάμαι πως όταν περνούσε ένα κάρο βγαίναμε τα παιδιά στο δρόμο και τρέχαμε ξοπίσω του να χαιρετίσουμε τον καροτσέρη, που το οδηγούσε όρθιος φορώντας ένα μαντήλι δεμένο στο κεφάλι. Στα μάτια μας ήταν θεός.


Η Ελισώ ζούσε στη Χώρα. Εκείνη πήγαινε στο Θηλέων, εγώ στην Εμπορική Σχολή. Ο πατέρας της ήταν ένας απ’ τους τρεις φαρμακοποιούς της Χίου κι αυτό ήταν που εξηγούσε τον αλλιώτικο αέρα της κόρης του, τόσο διαφορετικό απ’ των άλλων κοριτσιών, καθώς και τις ελευθερίες που απολάμβανε που για τις περισσότερες Χιώτικες οικογένειες τότε ήταν αδιανόητες. Ο γιος του, ο Γιώργης, δεν πρόλαβε να γνωρίσει τη μάνα του. Πέθανε πάνω στη γέννα. Από τότε τα παιδιά τα ανέλαβε η οικονόμος ή «νταντά» όπως τη φώναζαν τα δυο αδέρφια, η κυρα-Φωτούλα. Αυτή ορμήνευε σα μάνα την Ελισώ, αυτή κρατούσε σφραγισμένα τα μυστικά της, αυτή τη δικαιολογούσε όταν έλειπε την ώρα που ο φαρμακοποιός επέστρεφε σπίτι και γύρευε τη θυγατέρα του. Ονειρευόταν να δώσει στην κόρη του άντρα επιστήμονα. Να ζήσει άνετη και πλούσια ζωή. Ποτέ δεν σκέφτηκε ενός ψαρά το γιο, ούτε περιβολάρη.

Το σπίτι τους ήτανε στην Απλωταριά: τον δρόμο που πήρε το όνομά του επειδή εκεί άπλωναν οι έμποροι και οι βιοτέχνες πήλινα σκεύη και μεταξωτά υφάσματα για να στεγνώσουν και στη συνέχεια να τα πουλήσουν. Έτσι έγινε ένας δρόμος καθαρά εμπορικός γεμάτος από καταστήματα υφασμάτων, νεωτερισμών κλπ.
Εκεί περνούσε η Ελισώ τον χειμώνα χαζεύοντας συνήθως απ’ το παράθυρό της το δρόμο, την κίνηση των εμπορικών και τους διαβάτες. Εκεί κλώθονταν η ζωή της, όχι γιατί δεν θα μπορούσε να βγει έξω και να κάνει ό, τι θέλει, μα γιατί ο θάνατος της μητέρας της την είχε αλλάξει μεγαλώνοντάς την απότομα. Οι παρέες με τις συνομήλικες δεν της άρεσαν πια, προτιμούσε να μένει στο σπίτι, να διαβάζει, να κεντά, να πλέκει πλεξούδες τα μακριά μαλλιά της και να κοιτά τη ζωή κάτω απ’ το παράθυρό της να περνά. Έτσι κυλούσαν οι μέρες και οι νύχτες της οι σιωπηλές μέχρι ν’ αγαπηθούμε. Έτσι κυλούσαν και αφότου αγαπηθήκαμε με τη διαφορά πως κάτω στο δρόμο εκτός από τους διαβάτες έβλεπε τους δυο μας να περπατάμε αγκαλιασμένοι κι αυτό ήταν αρκετό για να την κάνει να χαμογελά.