Labels

Friday, October 29, 2010

H πλανόδια Πόλη


Αν οι πόλεις είναι για να τις περπατάς, υπάρχουν ωστόσο τμήματα πόλεων που περπατούν σαν να αποτελούν τα πόδια που κουβαλούν, στηρίζουν και οδηγούν τον κορμό κάθε ακίνητης πόλης. Περνούν από μπροστά σου χιλιόμετρα ταινίας ευφάνταστου σκηνοθέτη.

Τότε, εσύ ο πλανήτης και πλάνητας ταξιδευτής
υποχρεούσαι να σταθμεύσεις ώστε να δεις την πλανόδια πόλη να διαβαίνει. Οι αιώνες της προηγούνται της χάρης σου.

Θα μείνω εδώ, λοιπόν, σ’ αυτό το σκοτεινό, βρώμικο στενοσόκακο να δω τις αναρίθμητες παραλλαγές του φευγαλέου προσώπου της πλανόδιας Πόλης. Το σώμα της να περιδιαβαίνει
ντυμένο τα κουρέλια της αυταρχικής ανέχειας.

Εικοσιπέντε χρόνια τώρα, γεύομαι με όλες τις αχόρταγες αισθήσεις μου την Κωνσταντινούπολη. Ψηλαφώ τα κάλλη της με τον διακαή πόθο του ερωτοχτυπημένου που του άρπαξαν την ερωμένη προτού τη χαρεί στη νυφική παστάδα. Ήρθε η ώρα να σηκώσω τα ακριβά φουστάνια της. Να γνωρίσω τα σκέλια της, και να εκπλαγώ από το πόσο αλλιώτικα είναι από το υπόλοιπο θαλερό της σώμα που χαιρόμουν τόσα χρονιά ωσάν να επρόκειτο για σώμα ενός ουρί του παραδείσου.

Χαρτογραφώ τη Βυζαντινή Πόλη: Eminönü, Gülhane, Sultanahmet, Kapalı Çarşı, Aksaray.

Καμιά αστραφτερή οδός σαν την οδό του Πέραν,
την Istiklal Caddesi με τα φωταγωγημένα διεθνή εμπορικά και τις λαχταριστές τουρκάλες με τα πορτοφόλια ασφυκτικά γεμάτα πιστωτικές του πλούτου και της απληστίας του. Το μάτι δε φτάνει το Βόσπορο να λησμονήσει τις βιοτικές του μέριμνες σεργιανόντας βαρκούλα στα ταξιδιάρικα νερά του. Το στομάχι δε χαίρεται γαστρονομικές γεύσεις, το κορμί χλιδάτα ξενοδοχεία. Ασκεπείς γυναίκες και επώνυμα ρούχα δύσκολα θα απαντήσεις μέσα σ’ αυτά τα στενά που σηκώνουν άχρι θανάτου αγόγγυστα τον καλπασμό των αιώνων.

Η πλανόδια Πόλη περνά και ξαναπερνά μπροστά από τα μάτια μου διασχίζοντας αθέλητα το τούνελ της ψυχής μου. Μετακινείται ακατάπαυστα φορτωμένη στις πλάτες το φτηνό της εμπόρευμα, τον μεγάλο αγώνα της για το ελάχιστο: ενοίκιο, γκάζι, νερό και ψωμί.

Απ’ τα λιπόσαρκα χέρια της περνούν αστραπιαία δέματα βαριά, τάβλες φορτωμένες μέχρι εκεί απάνω μικροπράγματα, δίτροχα, τρίτροχα καρότσια με στοιβαγμένα τόπια κουρτίνες, κουβάδες και σκούπες, ρόδες αυτοκινήτων, κάρβουνα, ξηρούς καρπούς, μύδια αχνιστά, πορτοκάλια και μήλα, κάστανα…

Η πλανόδια Πόλη διανύει πολλά χιλιόμετρα για να πουλήσει ένα μπουφάν, ένα κομπολόι, δυο κυκλάμινα, ένα ζευγάρι κάλτσες. Σε κοιτά ίσια στα μάτια, σου κάνει παζάρια ανελέητα, ακάθεκτη συνεχίζει το δρόμο της. Δεν επιτρέπει στον εαυτό της την απογοήτευση, την παραίτηση, τη μελαγχολία, αισθήματα αβάσταχτα αμαρτωλά για την αγνή καρδιά της, ανεπίτρεπτα πολυτελή μετάξια για το κακοφτιαγμένο σαρκίο της. Διακατέχεται από πείσμα, θάρρος, μια γενναιότητα που αγγίζει τον ηρωισμό.

Δεν χαριεντίζεται στο δρόμο, δεν φλερτάρει στα φιλήδονα βλέμματα, δε φλυαρεί στα συναπαντήματα, δε σπαταλά τον χρόνο της σε αδιέξοδες φιλοσοφικές αναζητήσεις. Δεν προλαβαίνει να σκεφτεί το αδιέξοδο. Το γνωρίζει, το βιώνει, το παλεύει. Συχνά το νικά.

Αν κουραστεί, στρώνει κατάχαμα την πραμάτεια της στο τρύπιο υφαντό του χρόνου. Τη διαλαλεί με φωνή που αναβλύζει κρυστάλλινο αγίασμα απ’ τα σπλάχνα της ανάγκης.

Ολιγοπίστησα σε Θεό και άνθρωπο.
Περηφανεύθηκα και κατακρημνίστηκα.
«Εγώ δε εταπεινώθην σφόδρα».



Καταιγίδα άγρια ξεσπά. Μέσα απ’ τα τρύπια παπούτσια γλιστρά ύπουλα σαν αμφιβολία το νερό στα ξυλιασμένα πόδια της πλανόδιας Πόλης. Η πραμάτεια της βρέχεται. Μούσκεψε του χρόνου το υφαντό. Η πενιχρή περιουσία της απειλείται να καταστραφεί.

Η Βυζαντινή κόρη πετάγεται μ’ ένα πήδο ορθή. Με κινήσεις επιδέξιες, από αιώνες τώρα αθλοφόρος σαλτιμπάγκος της ζωής και κλόουν του θανάτου, φορτώνεται ακόμα μια φορά στην καμπούρα της του καιρού τα γυρίσματα, της μοίρας τα γραμμένα. Προχωρά με βήμα ταχύ. Αγκαλιασμένη τη νύχτα μπαίνει στο εφήμερο σπίτι της. Απλώνει το εμπόρευμα στο πάτωμα να στεγνώσει, τα παπούτσια στη σκάλα, τα ρούχα στην καρέκλα, τη λογική στο συρματόσχοινο της μπουγάδας. Γλυκαίνει τη λύπη μ’ ένα κύβο ζάχαρη στο τσάι,
δόξα τω Θεώ, τον Αλλάχ… κι αύριο μέρα είναι…

Δε θα ονειρευτεί παλάτια στον ύπνο της η πλανόδια Πόλη, μήτε Ευρώπες και Αμερικές. Θα ονειρευτεί πως αύριο όλα θα είναι πάλι στεγνά. Πως θα μπορέσει να αγοράσει το γάλα, το φάρμακο, το τσιγάρο. Κι αυτά τα τόσο ταπεινά όνειρα δεν είναι διόλου καμωμένα από ευτελή υλικά. Τουναντίον. Είναι από φωτιά που καίει τα σπλάχνα της. Αυτή είναι που φωτίζει τη νύχτα.

Στα μυωπικά μου μάτια η φωτιά της μοιάζει μικρή φλόγα στο καντήλι της καρδιάς μου που απανθρακώνει εξολοκλήρου την ολιγοπιστία μου,
την υπερηφάνεια μου και την αχαριστία μου όλη.

Πάλι με σπλαχνίστηκε ο Μεγαλοδύναμος.
Με δέχτηκε στην αγκαλιά Του παιδί άσωτο,
παιδί αδύναμο, άμυαλο παιδί…

Μόνον ευχές επιτρέπει η φλόγα ετούτη γύρω της.
Οι ευχές προς τα εικονίσματα των αγίων χαμάληδων, των αγίων αχθοφόρων, των αγίων μικροπωλητών… όπως υπέρ πενθούντων, ασθενούντων, αιχμαλώτων, καμνόντων, οδοιπορούντων…

Αίφνης φωτίζεται ο θολωμένος νους μου… οδοιπορούντων…
Μα εκτός από τους ταξιδιώτες σαν κι εμένα, είναι δυνατόν η ευχή αυτή να μην υπαινίσσεται την πλανόδια Πόλη με όλους τους φτωχούς εργάτες της που αγόγγυστα προχωρούν ταξιδεύοντας το σώμα της όλο στο διηνεκές του φωτός;


Friday, October 22, 2010

Έξι επί εφτά




Mέσα σ’ αυτό το μικρό πολύχρωμο δωμάτιο, έξι επί εφτά όλο κι όλο, πλήθος θηλυκά. Ένα λεχούδι που πρωταντικρίζει το φως του κόσμου έκπληκτο. Ένα δίχρονο τόσο χοντρουλό που τα πόδια του στραβώνουν κάτω απ’ το βάρος του και καταβροχθίζει μαλλί της γριάς. Ένα πεντάχρονο που ξέφυγε στο ύψος και προσπαθεί να χωρέσει τα πόδια του κάτω απ’ το θρανίο. Ένα εξάχρονο ζωγραφίζει θαυμαστά τον Κολοκοτρώνη με μολύβι. Ένα οκτάχρονο χάνεται μέσα στο πλήθος και το όνομά του ακούγεται από τα μεγάφωνα της αστυνομίας. Ένα δεκάχρονο όλο ζωή τρώει ξύλο από τη βέργα του δασκάλου ώσπου την καταπίνει ολόκληρη. Ένα εντεκάχρονο βαρά την εξώπορτα και φεύγει που το μάλωσαν άδικα. Θα γυρίσει γρήγορα. Αλλά θα ξαναφύγει. Η φυγή είναι ένα με την ατίθαση φύση του. Ένα δωδεκάχρονο παίρνει το πρώτο του φιλί κι ύστερα το πρώτο πατρικό χαστούκι. Μελαγχολικό το δεκατετράχρονο δεν το χωρά ο τόπος. Μεθυσμένο ένα δεκαεξάχρονο ερωτευμένο με δυο αγόρια. Μπορεί και με περισσότερα. Οργισμένο ένα δεκαοχτάχρονο αναζητά τον εαυτό του στα χάδια των άλλων. Μια εικοσιδυάχρονη μανούλα απορεί τι να το κάνει το παιδί. Μια εικοσιτετράχρονη πλάι της αποκτά το δεύτερο παιδί της κι ακόμα αναρωτιέται μήπως προτιμά η ίδια να θηλάσει τη μαμά της. Μια παθιασμένη εικοσιπεντάχρονη θεατρίνα, μια εικοσιεφτάχρονη Πηνελόπη υποταγμένη στη μοίρα της, εικοσιοχτάχρονη άρρωστη στον καναπέ κοιτάζει σα χαμένη την αρρώστια της, τριαντάχρονη ποιήτρια διαβάζει τις αρνητικές επιστολές των εκδοτών, τριανταεφτάχρονη τραγουδίστρια σα νεράιδα στο παλκο, τριανταεννιάχρονη που γράφει μανιωδώς  παραμύθια γυρεύοντας να γραπώσει μέσα τους το θαύμα και μια σαρανταδυάχρονη στέκει στην μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου, του μικρού πολύχρωμου δωματίου και κοιτά.

Κοιτά όλα αυτά τα κορίτσια και όλες αυτές τις γυναίκες που μοιάζουν κορίτσια. Τις κοιτά κατάματα. Ίσως για πρώτη φορά αναγνωρίζει όλα τα πρόσωπα και τα κατανοεί. Τα αποδέχεται όλα. Χοντρά, αδύνατα, άσχημα, όμορφα, γελαστά, μελαγχολικά, μα όλα κατά παράδοξο τρόπο οπωσδήποτε ερωτευμένα.

 Ένα δωμάτιο γεμάτο κάθε ηλικίας θηλυκά με ένα τουλάχιστον αρσενικό στο νου και στην καρδιά τους. Ένα δωμάτιο φουστάνια, κολιέ, βραχιόλια, βαφτικά, καπέλα, ίσια παπουτσάκια και γόβες. Ένα δωμάτιο γεμάτο χρώματα από το πιο απαλό ροζ μέχρι το πιο βαθύ τυρκουάζ. Τοίχοι γραμμένοι  στίχους, όνειρα, παραμύθια. Σκιές που όλες αυτές οι κόρες κάθε ηλικίας  σύσσωμες τις διώχνουν έξω από τα πολλά και μεγάλα παράθυρα. Κόρες μικρές και μεγάλες, αμαρτωλές και αγίες, μικρές και μεγάλες ψυχές σ’ ένα δωμάτιο μόνον έξι επί εφτά.

Χαμογελά η σαρανταδυάχρονη γυναίκα με το παιδικό πρόσωπο. Κλέινει αθόρυβα την πόρτα και κατεβαίνει στην κουζίνα να μαγειρέψει για όλο αυτό το πλήθος και όσους το πλήθος αγαπά. Θα βάλει αλάτι και ζάχαρη στο φαγητό. Πάντα αλάτι και ζάχαρη. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό τής κάθε συνταγής της χρόνια τώρα. Για να γλυκαίνονται τα μικρά  κορίτσια, ν’ αντέχουν στα βάσανα οι μεγάλες γυναίκες, μα κυρίως για να μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν αδιακρίτως όλες τους όλες τις ηλικίες σαν παιχνίδι κι έτσι να μην χάνουν ποτέ την πρώτη τους αθωότητα. Αλάτι και ζάχαρη.  Κόρες  μου… ώρα για φαγητό! Για κοπιάστε!


Saturday, October 9, 2010

Πρόσκληση για την παρουσίαση του βραβευμένου δίσκου από την Γαλλική Ραδιοφωνία του Εν Χορδαίς




To Γαλλικό Ισνστιτούτο Αθηνών
και ο Πολιτιστικός Οργανισμός “Εν Χορδαίς”
σας προσκαλούν

την Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010, στις 20.00
στο Auditorium του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών

στην παρουσίαση του δίσκου
En Cordais Musique d’ Asie Mineure et de Constantinople
Μια παραγωγή του Radio France-Ocora

Oμιλητές:
-       Sami Sadak, κοινωνιολόγος-μουσικολόγος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Aix – En Provence
-       Κυριάκος Καλαϊτζίδης, καλιτεχνικός διευθυντής του “Εν Χορδαίς”

Το μουσικό σχήμα “Εν Χορδαίς”:
Κυριάκος Πετράς, βιολί
Κυριάκος Καλαϊτζίδης, ούτι
Δρόσος Κουτσοκώστας, τραγούδι
Άλκης Ζοπόγλου, κανονάκι
Πέτρος Παπαγεωργίου, τουμπελέκι, μπεντίρ
θα ερμηνεύσει αντιπροσωπευτικά κομμάτια.

Μετά την εκδήλωση θα προσφερθεί κρασί με την ευγενική χορηγία του κτήματος Γεροβασιλείου.

Η ηχογράφηση του δίσκου έγινε στο Theatre de la Ville του Παρισιού, στα πλαίσια της βράβευσης του μουσικού σχήματος “Εν Χορδαίς”,με το Prix France Musique des Musiques du Monde 2008.



Thursday, October 7, 2010

Το μικρό πουλί


Το μικρό πουλί

δεν μπορεί να σηκώσει
βάρος στην καρδιά του

Κινδυνεύει να μεταμορφωθεί
σε άνθρωπο