Labels

Monday, February 17, 2014

Μέγας Βασίλειος (Γρίτο Μέρος) - Η αποκατάσταση της αδικίας της χήρας




Μία χήρα γυναίκα που ο άρχοντας της Καισάρειας την αδίκησε στα χρήματα, πήγε στον Άγιο να τον παρακαλέσει να του γράψει επιστολή, οπότε ο άγιος έγραψε τα ακόλουθα: “Αυτή η γυναίκα που σου φέρνει το γράμμα μου πιστεύοντας ότι με αγαπάς και δέχεσαι το λόγο μου με παρακάλεσε να σου γράψω να μην την πειράζεις. Αν λοιπόν αυτό είναι αλήθεια δείξ’ το με έργο.” Αφού τα έγραψε αυτά ο Άγιος έδωσε το γράμμα στη γυναίκα κι εκείνη το παρέδωσε στον άρχοντα. Ο άρχοντας αοφύ το διάβασε απάντησε στον Άγιο: “Για την αγάπη σου πάτερ θέλησα να τη συμπαθήσω, αλλά δεν μπόρεσα, διότι χρωστά αυθεντικά χρήματα”. Απάντησε σ’ αυτόν ο Άγιος: “Αν μεν, όπως λες, θέλησες να τη συμπαθήσεις και δε μπόρεσες, το πράγμα έχει καλώς. Αν δεν μπόρεσες και δε θέλησες, να σε φέρει κι εσένα ο Θεός στην τάξη όσων παρακαλούν, ώστε όταν βρεθείς σε ανάγκη να σε συμπαθήσουν να μη μπορέσουν”. Αυτά έγραψε ο Άγιος και τα λόγια του αποδείχθηκαν προφητικά. Γιατί δεν πέρασαν πολλές μέρες και τόσο πολύ οργίσθηκε ο βασιλιάς εναντίον του άρχοντα αυτού, ώστε τον συνέλαβαν ο απεστελμένοι του και αλυσοδεμένο τον οδήγησαν από πόλη σε πόλη κι από χώρα σε χώρα για να πληρώσει για τις αδικίες που είχε κάνει.

Βλέποντας τότε ο δύστυχος ότι επαληθεύθηκε η πρόρρηση του Αγίου τον παρακάλεσε να δεηθεί στον Θεό να τον λυπηθεί ο βασιλιάς. Ο Άγιος τότε, ως συμπαθής και Χριστομίμητος, μόνο με την ευχή ηρέμησε την καρδιά του βασιλιά. Έξι μέρες μετά αφότου παρακάλεσε εκείνος τον Άγιο, ήλθαν γράμματα βασιλικά που τον ελευθέρωναν απ’ την καταδίκη. Παθαίνοντας αυτό ο άρχοντας και βλέποντας, αλλά και γνωρίζοντας από πού ήρθε η τόση καλοσύνη, απέδωσε στη γυνάκα που αδίκησε διπλάσια απ’ αυτά που την είχε αδικήσει. Τον δε Άγιο ευχαρίστησε για την δέηση.



Το κείμενο αποτελεί μία προσπάθειας απόδοσης του κατά πλάτους βίου του Αγίου Βασιλείου στην Νέα Ελληνική  από το πρωτότυπο, όπως αυτό το συναντούμε στο βιβλίο "Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας" του Ματθαίου Λαγγή, Επισκόπου Οινόης.


Όταν έρχεται η Άνοιξη - Καλή βδομάδα!




Όταν βλέπω την Άνοιξη να προβάλλει στο χειμωνιάτικο ορίζοντα αρχίζω να τ’ ανοίγω όλα.
Ανοίγω τις πόρτες, ανοίγω τις ντουλάπες, τα σεντούκια, τα παράθυρα. Ανοίγω τρύπες στο χώμα, στα σύννεφα, στη νύχτα. Βρύσες, φώτα, συρτάρια. Βιβλία, γράμματα, κιτάπια παλιά. Ανοίγω το παρελθόν μου, το παρόν και το μέλλον μου. Τα μάτια, τ’ αφτιά, το στόμα και κυρίως τη μύτη. Ανοίγω τα χέρια διάπλατα. Την καρδιά μου ανοίγω. Το μυαλό μου. Κι αρχίζω τη δουλειά.

Αερίζω το σπίτι, τα ντουλάπια, τα σεντούκια. Φυτεύω λουλούδια στο χώμα, στα σύννεφα όνειρα, στη νύχτα το φως. Ξεπλένω στα τρεχούμενα νερά όλες τις βρωμιές του χειμώνα, βγάζω έξω τα ρούχα απ’ τα συρτάρια, ν’ ανασάνουν. Τινάζω τις σελίδες των βιβλίων να ξεμουδιάσουν, ξεσκονίζω τα λησμονημένα γράμματα, ισιώνω τα τσακισμένα κιτάπια. Τα βλέφαρά μου τεντώνονται, στήνω αφτί ν’ ακούσω την ανάλαφρη περπατησια τής πιο ερωτικής εποχής του χρόνου, χάσκω μ’ ανοιχτό το στόμα στη θέα της, ασφρίζομαι την ανάσα της. Υψώνω τα χέρια στο σπλαχνικό ουρανό να τον ευχαριστήσω που γι’ ακόμη ένα χρόνο ζω τον ερχομό της. Η καρδιά μου ανοίγει διάπλατα να γεμίσει απ’ το οξυγόνο της ομορφιάς της. Το μυαλό μου ξυπνά καθώς αμέτρητες πεταλούδες, καρδερίνες κι αηδόνια τρυπώνουν στη φωλιά του και την κεντούν χρώματα και κελαηδίσματα.

Όταν έρχεται η Άνοιξη ανοίγω όλο το είναι μου. Να περάσει μέσα μου ακέραιη. Να μη σκοντάψει πουθενά. Να με τρυγήσει, να με φιλήσει, να με χαϊδέψει, να με πατήσει. Χαλί γίνομαι για το χατίρι της. Πάνω μου να κοιμηθεί. Να ονειρευτεί. Ποτέ να μη ξυπνήσει. Μέχρι το Πάσχα. Τότε που θα τρίξουν οι πλάκες του θανάτου κι η έμορφη ομορφότερη από ποτέ θα σηκωθεί και θ’ αρχίσει το χορό κρατώντας με από το χέρι σφιχτά, σφιχτά, σφιχτά...


Δημοσιεύτηκε στο:


Sunday, February 16, 2014

Εγώ η άσωτη, η αδερφή της και η μάνα τους





Λογίζονται τυχεροί όσοι γνωρίζουν πως είναι άσωτοι ή πως είναι τα μεγάλα τους αδέρφια, ακόμα κι αν είναι οι γονείς τους κι η καρδιά τους μέρα νύχτα σιγοκαίει περιμένοντας την επιστροφή του ενός και την καταλλαγή του άλλου. Για σκέψου να είσαι και τα τρία όπως εγώ; Και μάλιστα ταυτόχρονα. Είμαι και άσωτη, είμαι και η μεγάλη του αδερφή και είμαι κι η μάνα τους που τα περιμένω πώς και πώς να γυρίσουν επιτέλους στο σπίτι.

Ασώτεψα μια ζωή ολόκληρη. Δαπάνησα τα χαρίσματα, ξόδεψα τα συναισθήματα, χάλασα τα όνειρα, ρήμαξα το είναι μου. Πίστεψα σε λάθος ανθρώπους, δόθηκα σε πρόσκαιρες αγάπες, ήλπισα σε ατέλειωτους ψεύτικους θεούς. Αμέτρητες φορές διέσχισα τον Άδη των παθών. Άλλες τόσες ζητιάνεψα ξυλοκέρατα προσοχής, φροντίδας, ένα βλέμμα, μια αγκαλιά, έναν λόγο καλό. Λιμός. Ο λιμός δεν είναι έξω, ούτε συμβαίνει τυχαία. Μέσα μου ήταν ο λιμός. Όταν πια δεν έχεις να δώσεις τίποτα, κανείς δε σου δίνει. Όταν εσύ φτωχαίνεις, όλοι και όλα φτωχαίνουν γύρω σου. Κι ακόμα αν δεν είναι έτσι πράγματι, έτσι τα βλέπεις, που κάνει το ίδιο. Νοστάλγησα το πατρικό μου σπίτι. Το σπίτι της χαράς, της αφθονίας, της αγάπης που τελειωμό δεν έχει. Πολλές φορές επέστρεψα κι άλλες τόσες έφυγα και πάλι. Αμετανόητη, υστερόβουλη, εγωπαθής, ακόμα δεν παραδόθηκα στον πατέρα μου τον λατρεμένο.

  Κι όταν επέστρεφα προτού καλά καλά παρηγορηθώ, προτού αφεθώ στα χάδια και τις θωπείες του πατέρα, γινόμουν εγώ η αδερφή της άσωτης που ήμουνα. Με τον ίδιο μου τον εαυτό κάκιωνα, τον εαυτό μου μισούσα κι επιζητούσα την τιμωρία του. Κι όσο ήμουν στο σπίτι του μπαμπά, δεν καταλάβαινα τίποτα. Εργαζόμουν τυφλά, ένιωθα δικαιωμένη, μα πίστευα πως άξιζα περισσότερα απ' την άσωτη, γιατί μισούσα την αποστασία της, για την αμαρτία της ντρεπόμουν, εγώ δεν μπορούσα να συγχωρήσω εμένα κι όλο παραπονιόμουν στον πατέρα που εκείνος συγχωρεί. Τόσο παράλογος πάντα μου φαίνονταν γιατί ήμου εγώ μικρόψυχη.

Κι ύστερα γινόμουν η μητέρα των παιδιών που ήμουνα. Του ενός άμυαλου και αυθόρμητου, του εύπιστου παιδιού, του επαναστάτη που πίστευε πως μόνο του μπορεί να τα καταφέρει όλα καλύτερα, μακριά, εκεί στα ξένα. Και του άλλου που έσκυβε το κεφάλι υπομονετικά, που δεν παρέλειπε τα καθήκοντά του και νόμιζε πως αυτή είναι μια καλή ζωή, μια ζωή συνεπής, χωρίς όμως χαρά και αγάπη, και γινόταν ανελέητο σε όποιον τράβηξε άλλους δρόμους, πήρε τα βουνά, απαίτησε και δαπάνησε τα πάντα για να φτάσει στο τελευταίο σκαλί. Και περίμενα να επιστρέψουν τα δυο παιδια που ήμουνα, στο σπίτι. Στο σπίτι της στοργής. Η αναμονή είναι μια λίμνη ακίνητη. Σ' αυτήν δε φυσά κανένας άνεμος. Τίποτα δεν κινείται. Και στο βάθος της κλαίνε τα σπλάχνα της γης μ' ένα κλάμα συνεχές, σταθερό, τόσο λυπημένο.

Εγώ ήμουν και είμαι και τα τρία πρόσωπα της παραβολής. Διχασμένη στη φύση, στις πράξεις, στις θεωρίες και μητέρα τους που εγώ τις κατασκευάζω κι ακόμα δεν μπορώ σε μία να τις ενώσω. 

Όμως τώρα πιστεύω περισσότερο κι ελπίζω λίγο παραπάνω στον Μεγάλο Πατέρα. Σ' Αυτόν που έφτιαξε για μένα τον κόσμο ολόκληρο. Τους ουρανούς και τις θάλασσες, τα ζώα, τα φυτά, τον ήλιο και το φεγγάρι. Τους αγγέλους για μένα τους έφτιαξε. Στον Χριστό ελπίζω, που δεν έπαψε ποτέ να είναι τρελά ερωτευμένος μαζί μου και να με κυνηγάει πιο ερωτευμένος κι απ' τον πιο ερωτευμένο άντρα που γνώρισα, να με πυρπολεί, να με περιμένει, να με φροντίζει ακατάπαυστα, συχνά χωρίς να το πέρνω είδηση. Κι όμως ξέρω πως αν δε με φρόντιζε και δε με λάτρευε τόσο, δε θα ζούσα σήμερα. Θα με είχαν φάει οι χοίροι ή θα είχε πετρώσει η καρδιά μου απ' τη σκληρότητα ή θα είχα λιώσει απ' την αναμονή. Όχι. Είμαι ακόμα εδώ κι όσο είμαι ακόμα εδώ σ' Αυτόν ελπίζω. Και τους χοίρους τους απεχθάνομαι κι η καριδά μου χτυπά δυαντά και η αναμονή τρέφεται απ' την σταυρική Του θυσία. Τον περιμένω να με κάνει ένα, όχι για να ενωθούν τα πολλά κομμάτια μου και να νίώσω εγώ καλύτερα, αλλά για να ενωθώ επιτέλους μαζί Του χωρίς να αποτελώ μια πληγή στο πάγκαλο σώμα Του. 
Κάνε με παιδί σου Κύριε, μόνο αυτό Σου ζητώ. Κάνε με Εσύ, γιατί εγώ τίποτα άλλο δεν μπορώ, εκτός απ' το να το θέλω. Κάνε κουράγιο καρδιά μου και να θυμάσαι πως αργά ή γρήγορα θα σ' ακούσει ο Θεός σου...






Oμιλία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην παραβολή του ασώτου υιού



[...
4. «Κάποιος άνθρωπος είχε δυό υιούς», λέγει. Ο Κύριος καλεί εδώ τον εαυτό του άνθρωπο παραβολικώς, κι' αυτό δεν έχει τίποτε το παράξενο. Διότι, αν έγινε πραγματικά άνθρωπος για τη σωτηρία μας, τι το παράδοξο να προβάλλει τον εαυτό του ως ένα άνθρωπο για την ωφέλειά μας, αυτός που είναι πάντοτε κηδεμών και της ψυχής και του σώματός μας, ως κύριος και δημιουργός και των δύο, αυτός που είναι ο μόνος που έδειξε σε μας έργα υπερβολικής αγάπης και κηδεμονίας, και πριν ακόμη εμφανισθούμε;

5. Διότι πριν από μας μάς ετοίμασε αιώνια κληρονομία βασιλείας, όπως λέγει ο ίδιος, από καταβολής κόσμου. 
Πριν από εμάς για χάρη μας έπλασε τους αγγέλους για ν' αποστέλλωνται ως διάκονοι, όπως λέγει ο Παύλος, στους μέλλοντας να κληρονομήσουν τη σωτηρία. 
Πριν από εμάς για χάρη μας άπλωσε τον ουρανό σ' όλον τον αισθητό τούτον κόσμο, σαν να έστησε κάποια κοινή και ομότιμη σκηνή σε όλους εμάς κατά την παροδική τούτη ζωή. [...]

10. «Κάποιος άνθρωπος λοιπόν», λέγει,«είχε δυό υιούς». Διότι η διαφορά της γνώμης εχώρισε σε δύο την μία φύση και η διάκρισις μεταξύ αρετής καί κακίας συνήγαγε τους πολλούς σε δύο. Κι' εμείς εξ άλλου μερικές φορές λέγομε διπλόν τον ένα κατά την υπόσταση, όταν έχει την διπλότητα του ήθους, και λέγομε επίσης τους πολλούς ένα, όταν συμφωνούν μεταξύ τους. «Προσελθών λοιπόν ο νεώτερος υιός είπε στον πατέρα»»· ευλόγως παρουσιάζεται νεώτερος· διότι προβάλλει αίτημα παιδαριώδες και γεμάτο αφροσύνη.

Και η αμαρτία δε, την οποία είχε στο νου του σχεδιάζοντας την αποστασία, είναι νεωτέρα, εφ' όσον είναι υστερογενές εύρημα της κακής προαιρέσεώς μας· η δε αρετή είναι πρωτογενής, αφού στον Θεό μεν ήταν αϊδίως, στην ψυχή μας δε εμβλήθηκε από την αρχή από τον Θεό κατά χάρη.

11. Προσήλθε δε, λέγει, ο νεώτερος υιός και είπε στον πατέρα· «δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας». Ω, ποια αφροσύνη! Δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, αλλ' απλώς είπε· και όχι μόνο αυτό, αλλ' απαιτεί το μερίδιο και ως οφειλή από εκείνον που δίδει σε όλους κατά χάριν. Δος μου το ανάλογο μέρος της περιουσίας, που μου ανήκει κατά το νόμο, την μερίδα μου σύμφωνα με το δίκαιο. Και ποιος νόμος υπάρχει και από που προέρχεται αυτό το δίκαιο, να είναι οι πατέρες οφειλέτες στα παιδιά; Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει· τα παιδιά οφείλουν στους πατέρες, όπως η ίδια η φύσις δεικνύει, αφού έλαβαν από εκείνους την ύπαρξη. Αλλ' είναι και αυτό δείγμα του νεωτερικού φρονήματος.

12. Τι κάμνει λοιπόν αυτός που βρέχει σε δικαίους και αδίκους, που ανατέλλει τον ήλιο σε πονηρούς και αγαθούς; Τους διεμοίρασε την περιουσία, λέγει. Βλέπεις ότι αυτός ο «άνθρωπος» και πατέρας είναι ανενδεής; Αλλιώς δεν θα εμοίραζε την περιουσία στους δυό μόνους ούτε σε δυο μερίδια μόνο, αλλά θα εκρατούσε και για τον εαυτό του μια τρίτη μερίδα. Αυτός όμως, ως Θεός, όπως λέγει και ο προφήτης Δαβίδ, μη έχοντας ανάγκη των αγαθών του είδους αυτού, εμοίρασε, λέγει στα δυο αυτά παιδιά μόνο την περιουσία, δηλαδή τον κόσμο όλον.
[...]

13. «Κι έπειτα από όχι πολλές ημέρες», λέγει, «αφού τα συγκέντρωσε όλα ο νεώτερος υιός, μετανάστευσε σε μακρινή χώρα». Πώς δεν μετανάστευσε αμέσως, αλλά έπειτα από όχι πολλές, δηλαδή μετά από λίγες ημέρες; Ο πονηρός υποβολεύς Διάβολος δεν υποβάλλει ταυτοχρόνως και την ιδιορρυθμία και την αμαρτία, αλλά με πανουργία υποκλέπτει βαθμιαίως την διάθεση, λέγοντάς μας ψιθυριστά· και συ ζώντας μόνος σου, χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού ούτε να προσέχεις τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς ν' αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μη απομακρύνεσαι από το αγαθό.
[...]

14. Αφού λοιπόν, λέγει, ο νεώτερος υιός απομακρύνθηκε με αυτόν τον τρόπο και απεδήμησε σε μακρινή χώρα «εκεί διεσκόρπισε την περιουσία του ζώντας ασώτως». Πώς όμως διεσκόρπισε την περιουσία του; Υπεράνω όλων ουσία και περιουσία μας είναι ο έμφυτος νους μας.
Έως ότου λοιπόν εμμένομε στους τρόπους της σωτηρίας, τον έχομε συνηγμένο στον εαυτό του και στον πρώτο και ανώτατο νου, τον Θεό· όταν όμως ανοίξωμε θύρα στα πάθη, αμέσως σκορπίζεται, περιπλανώμενος διαρκώς γύρω στα σαρκικά και τα γήινα, πρός τις πολύμορφες ηδονές και τους εμπαθείς λογισμούς γι' αυτές.
[...]
«Αφού τα εδαπάνησε όλα ο νεώτερος υιός, άρχισε να στερείται και έπεσε σε πείνα». Αλλά δεν εσκεπτόταν ακόμη να επιστρέψει, διότι ήταν άσωτος. Γι' αυτό, «επήγε και προσκολλήθηκε σ' ένα από τους πολίτες της χώρας εκείνης και εκείνος τον έστειλε στο αγρόκτημα να βόσκει χοίρους».

17. Ποιοι δε είναι οι πολίτες και πολιτάρχες της χώρας που είναι μακριά από τον Θεό; Φυσικά οι δαίμονες, από τους οποίους ο υιός του ουρανίου Πατρός κατέστη πορνοβοσκός και αρχιτελώνης και αρχιληστής και στασιάρχης. Διότι ο χοιρώδης βίος λόγω της άκρας ακαθαρσίας του υπονοεί κάθε πάθος, χοίροι δε είναι όσοι κυλίονται στον βόρβορο των παθών τούτων. Όταν εκείνος έγινε προϊστάμενος τούτων, ως πρώτος από όλους αυτούς στην ηδυπάθεια, δεν μπορούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, δηλαδή δεν ήταν δυνατό να λάβει κορεσμό της επιθυμίας του.

18. Πώς όμως δεν αρκεί η φύσις του σώματος να εξυπηρετήσει τις ορμές του ακολάστου; Ο χρυσός ή ο άργυρος, όταν περιέλθη στον φιλόχρυσο και φιλάργυρο, αυξάνει την στέρηση και όσο περισσότερος εισρεύσει, τόσο μεγαλύτερη επιθυμία προκαλεί· μόλις θ' αρκέσει σ' έναν πλεονέκτη και φίλαρχο όλος ο κόσμος, ίσως δε ούτε αυτός.

Επειδή λοιπόν αυτοί μεν είναι πολλοί, ο κόσμος δε ένας, πώς τότε θα μπορέσει κανείς από αυτούς να εύρει κόρο της επιθυμίας του; Έτσι λοιπόν και εκείνος ο αποστάτης από τον Θεό δεν μπορούσε να χορτασθεί. Διότι άλλωστε, λέγει, δεν του προσέφερε κανείς τόν κόρο. Ποιος θα του τον προσέφερε; Ο Θεός απουσίαζε, με του οποίου και τη θέα μόνο προκαλείται αβάρετος κόρος στον βλέποντα, σύμφωνα με εκείνον που είπε, «θα χορτάσω μόλις θεαθεί από εμένα η δόξα σου».
Ο Διάβολος δεν θέλει να προσφέρει κόρο των αισχρών επιθυμιών, επειδή εκ φύσεως ο κόρος στα τρεπτά πράγματα προκαλεί μεταβολή της σχέσεως προς αυτά. Ευλόγως λοιπόν κανένας δεν του έδιδε τον κόρο.

19. Μόλις πάντως κάποτε εκείνος ο αποστάτης από τον πατέρα ήλθε στα λογικά του και αντιλήφθηκε σε ποιο κατάντημα έφθασε, έκλαυσε τον εαυτό του λέγοντας· «πόσοι μισθωτοί του πατρός μου έχουν αφθονία άρτων, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα!». Ποιοι είναι οι μισθωτοί; Εκείνοι που δια των ιδρώτων της μετανοίας και της ταπεινώσεως παίρνουν σαν μισθό τη σωτηρία. Υιοί δε είναι εκείνοι που λόγω της αγάπης προς αυτόν υποτάσσονται στις εντολές του, όπως είπε και ο Κύριος, «όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου».


20. Έτσι λοιπόν ο νεώτερος υιός αφού απέπεσε από την υιοθεσία και εξέπεσε από την ιερά πατρίδα και περιέπεσε σε πείνα, αντιλαμβάνεται τη θλιβερή κατάστασή του και ταπεινώνεται και μετανοεί λέγοντας «θα σηκωθώ να υπάγω και να γονατίσω στον πατέρα μου και θα του ειπώ, πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα».
[...]
«Αμάρτησα λοιπόν», λέγει, «στον ουρανό», δηλαδή στους αγίους που ευρίσκονται στον ουρανό και είναι πολίτες του ουρανού, «και σε σένα», που κατοικείς μαζί με τους αγίους σου στους ουρανούς. «Και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζωμαι υιός σου· κάμε με σαν ένα από τους μισθωτούς σου».
Καλώς λέγει, σωφρονισμένος από την τωρινή του ταπείνωση, «κάμε με»· διότι δεν λαμβάνει κανείς από τον εαυτό του τους βαθμούς της αρετής, αν και επίσης δεν τους λαμβάνει χωρίς την προαίρεσή του. «Αφού λοιπόν εσηκώθηκε, ήλθε στον πατέρα του. Ενώ δε απείχε ακόμη πολύ».
Πώς και ήλθε και συγχρόνως απείχε πολύ, γι' αυτό και ο πατέρας του τον ευσπλαγχνίσθηκε και εξήλθε προς συνάντησή του; Ο άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προθέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό· από την κακή όμως συνήθεια και τις προλήψεις τυραννούμενος νοερώς, απέχει ακόμη πολύ από τον Θεό, και αν πρόκειται να σωθεί, χρειάζεται μεγάλη από άνω ευσπλαγχνία και βοήθεια.

21. Γι' αυτό και ο πατέρας των οικτιρμών συγκαταβαίνοντας τον προϋπάντησε, τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε, παρήγγειλε δε στους δούλους του, δηλαδή στους ιερείς, να τον ενδύσουν την πρώτη στολή, δηλαδή την υιοθεσία, την οποία και πρωτύτερα είχε φορέσει δια του αγίου βαπτίσματος, και να του βάλουν δακτυλίδι στο χέρι του, δηλαδή στο πρακτικό μέρος της ψυχής που δηλώνεται με το χέρι, να τοποθετήσουν σφραγίδα θεωρητικής αρετής, ως αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομιάς, αλλά και υποδήματα στα πόδια, θεία δηλαδή φρουρά και ασφάλεια που θα τον ενδυναμώνει να πατεί επάνω σε όφεις και σκορπιούς κι επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού.

Έπειτα παραγγέλλει να φέρουν και σφάξουν ένα σιτευτό μόσχο και να τον παραθέσουν σε τραπέζι. Ο δε μόσχος είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος εξέρχεται μεν από τα κρύφια της θεότητος και από τον θρόνο που ευρίσκεται υπεράνω του παντός και όταν εφάνηκε σαν άνθρωπος επάνω στη γη θυσιάζεται ως μόσχος για χάρη ημών των αμαρτωλών και ως σιτευτός, δηλαδή ως άρτος, παρατίθεται σε μας προς βρώσιν.

22. Κάμνει δε κοινή την μ' αυτή την ευκαιρία ευφροσύνη και ευωχία ο Θεός με τους αγίους του, αναλαμβάνοντας από άκρα φιλανθρωπία τις συνήθειές μας και λέγοντας· «έλθετε να φάγωμε κι ευφρανθούμε». Αλλά ο πρεσβύτερος υιός οργίζεται. Πρέπει να υπονοείς, παρακαλώ, πάλι τους Ιουδαίους που οργίζονται γι' αυτήν την πρόσκλησι, τους Γραμματείς και Φαρισαίους που σκανδαλίζονται, διότι ο Κύριος υποδέχεται αμαρτωλούς καί συνεσθίει με αυτούς.

Εάν δε θέλεις να εννοήσεις τούτο και επί των δικαίων, τι παράδοξο είναι, αν και ο δίκαιος αγνοεί τον ανώτερο κάθε συλλήψεως πλούτο της χρηστότητος του Θεού; Γι' αυτό και παρηγορείται από τον κοινό πατέρα και διδάσκεται τα κατάλληλα από αυτόν με τα λόγια, «εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου», μετέχοντας στην αναλλοίωτη ευφροσύνη· «έπρεπε λοιπόν να ευχαριστηθείς και να χαρείς διότι αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ανέζησε, ήταν χαμένος και ευρέθηκε».
[...]
23. Τι δε είναι αυτό για το οποίο λυπείται ο πρεσβύτερος υιός; «Ότι εμένα», λέγει, «δεν μου έδωσες ποτέ ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου, όταν δε ήλθε αυτός ο υιός σου, που κατέφαγε την περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξες τον μόσχο τον σιτευτό». Τόσο εξαίρετα είναι τα προς εμάς χαρίσματα του Θεού, ώστε και οι άγγελοι επεθύμησαν να κυττάξουν τα χαρισθέντα σ' εμάς δια της ενανθρωπήσεώς του, όπως λέγει ο κορυφαίος των αποστόλων Πέτρος.
[...]
24. Ότι δε δεν δίδει ούτε ένα κατσίκι στους δικαίους, όταν ζητούν, δηλαδή ούτε ένα αμαρτωλό, γίνεται σ' εμάς σαφές και από άλλα πολλά και ιδιαιτέρως από την οπτασία του ιερού και μακαρίου Κάρπου. Διότι αυτός όχι μόνο δεν εισακούσθηκε όταν καταράσθηκε μερικούς πονηρούς άνδρες και έλεγε ότι δεν είναι δίκαιο να ζουν άνδρες άθεοι που διαστρέφουν τους ευθείς δρόμους του Κυρίου, αλλά εδοκίμασε και την θεία αγανάκτησι και άκουσε φρικώδεις λόγους που ωδηγούσαν στην επίγνωση της αρρήτου και υπέρ νουν θείας ανοχής και έπειθαν όχι μόνο να μη καταράται, αλλά και να εύχεται υπέρ αυτών που ζουν στην πονηρία, διότι ο Θεός παρέχει σ' εκείνους ακόμη προθεσμία μετανοίας. Για να δείξει λοιπόν τούτο ο Θεός των μετανοούντων, ο εύσπλαγχνος πατήρ, και για να παραστήσει επί πλέον ότι δίδει μεγάλα καί επίφθονα δώρα στους επιστρέφοντας με μετάνοια, συνέθεσε με αυτόν τον τρόπο την παραβολή.
[...]
Εκεί θα τον εύρωμε να έχει εξέλθει από φιλανθρωπία για προϋπάντηση και να μας χαρίζει την άφεσι των αμαρτιών μας, το σύμβολο της αφθαρσίας, τον αρραβώνα της μελλοντικής κληρονομίας. Και ο άσωτος υιός άλλωστε, όπως εδιδαχθήκαμε από τον Σωτήρα, όσον καιρό ευρισκόταν στη χώρα των παθών, αν και εσκεπτόταν και έλεγε τα λόγια της μετανοίας, δεν επέτυχε τίποτε το καλό, έως ότου αφήνοντας όλα εκείνα τα έργα της αμαρτίας ήλθε τρέχοντας προς τον πατέρα κι αφού επέτυχε τα ανέλπιστα, έμεινε οπωσδήποτε στο εξής πλησίον του με ταπείνωση, σωφρονώντας, δικαιοπραγώντας καί διατηρώντας ακέραια την ανανεωμένη από τον Θεό χάρη.

26. Αυτήν τη χάρη είθε να την επιτύχωμε όλοι μας και να την διατηρήσωμε αμείωτη, ώστε και στον μέλλοντα αιώνα να συνευφρανθούμε με τον σεσωσμένο άσωτο στην άνω Ιερουσαλήμ, την μητέρα των ζώντων, την Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν Χριστώ τω Κυρίω ημών, στον οποίο πρέπει δόξα στους αιώνες. Γένοιτο. 




Ολόκληρη την ομιλια μπορείτε να διαβάσετε εδώ:

Saturday, February 15, 2014

'' Πάτερ Αγαθέ '' . Θ.Στανίτσας .

Το Παραμύθι της Μουσικής στο Lincoln Center της Ν.Υόρκης



Fairytale of the Music







Mar. 1 at 11:00 am




En Chordais and the Constantinople Ensemble: Vasiliki Nevrokolpi’s Fairytale of the Music

FREE
More Infowww.lincolncenter.org/atrium






This bilingual, multimedia version of celebrated children’s author Vasiliki Nevrokolpi’s Fairytale of the Music tells the story of a young princess who is visually impaired and seeks her true love through the sound of a variety of authentic Byzantine-style instruments and techniques. The free performance for families features live storytelling, projections, and live music by Mediterranean music ensemble En Chordais.
Major support for Meet the Artist Saturdays is provided by Betty and John Levin. Additional support is facilitated by The Honorable City Council Member, Gale Brewer. Endowment support is provided by The Walt Disney Company.




Thursday, February 13, 2014

Μέγας Βασίλειος (Μέρος δεύτερο) Πώς έγινε Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας και γιατί συνέγραψε τη Θεία Λειτουργία





Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα, ο Άγιος Βασίλειος θέλησε να πάει στα Ιεροσόλυμα, πρώτον για να προσκυνήσει τον Πανάγιο και Ζωοποιό Τάφο του Χριστού και δεύτερον για να βαφτιστεί στον Ιορδάνη ποταμό. Τον καιρό εκείνο δεν βαφτίζονταν οι χριστιανοί όταν ήταν μικρά παιδιά, αλλά όταν γίνονταν τριάντα χρονών. Αφοού πραγματοποίησε το ποθούμενο, επέστρεψε στην Αντιόχεια και εκεί χειροτονήθηκε διάκονος από τον Πατριάρχη Αντιοχείας. Λένε πως τότε έγραψε την ερμηνεία των Παροιμιών του Σολομώντα. 

Μαθαίνοντας πως ο πατέρας του αρρώστησε, θέλησε να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Καισάρεια, για να πάρει την ευχή των γονιών του. Αμέσως μόλις αναχώρησε, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον Μητροπολίτη Καισαρείας, Ευσέβειο, και του είπε: “Τούτη την ώρα έρχεται ο άξιος διάδοχος του θρόνου σου, γι’ αυτό στείλε τους άρχοντες και τους κληρικούς σου να τον προϋπαντήσουν στην πύλη της πόλεως.” Πηγαν, λοιπόν, οι άρχοντες και οι κληρικοί  να τον υποδεχθούν και με το που είδαν από μακριά  τον Άγιο να έρχεται θαύμασαν και γέμισαν αγαλλίαση. Απ' τη μια θαύμασαν για την προφητεία του αγγέλου κι απ' την άλλη  ευφράνθηκαν διότι αξιώθηκαν ν’ αποκτήσουν τέτοιο ποιμένα και λαμπρό δάσκαλο αρετής που η φήμη της   ήταν ήδη πολύ μεγάλη. Ο Άγιος μετά από λίγες ημέρες χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, επειδή όμως ήταν θέλημα Θεού να “τεθεί το φως επί την λυχνίαν, κοιμήθηκε εν Κυρίω ο Αρχιεπίσκοπος Ευσέβειος και αφού συνάχτηκαν οι Επίσκοποι της επαρχίας εκείνης, ομόφωνα χειροτόνησαν τον Άγιο Βασίλειο Αρχιερέα και Ποιμένα τους, -μάλλον να πούμε καλύτερα του κόσμου δάσκαλο. 

Αλλά ποιος μπορεί να διηγηθεί τις αρετές του Αγίου και τους κόπους που κατέβαλε, αφότου αξιώθηκε την Αρχιερωσύνη; Γιατί ήταν μεν και πριν εγκρατής, αλλά μετά η αρετή του ξεπέρασε κάθε νου και λογισμό. Τόση μόνο τροφή γευόταν όσο να διατηρείται η ψυχή στο σώμα. Σε τόσο ύπνο μετείχε ώστε να μη συγχίζεται ο νους από την πολλή αγρυπνία. Ποιος να επαινέσει επάξια τη σωφροσύνη του, την αποχή του από τις ηδονές, τη στέρηση των σαρκικών επιθυμιών; Ποιος μπορεί να εξιστορήσει τις καθημερινές μελίρρυτες διδασκαλίες του; Ο 13ος Απόστολος ήταν εκείνο τον καιρό. Διότι ο φθόγγος και η διδασκαλία του, όπως και των δώδεκα Αποστόλων, καθώς λέει ο Θείος Δαυίδ “εις πάσαν την γην εξήλθεν”. Γι’ αυτό και αξιώθηκε μεγάλες χάριτες από τον Θεό, όπως και οι Απόστολοι, και δεν έπαυε να θαυματουργεί κάθε μέρα. Εάν θελήσει κάποιος αυτά να τα διηγηθεί λεπτομερώς κάνει σαν εκείνον που προσπαθεί να μετρήσει τ’ αστέρια τ’ ουρανού ή την άμμο της θάλασσας. Ωστόσο, για να μη ζημιώσουμε όσους ακούν αυτή την διήγηση είναι σωστό να διηγηθούμε μερικά απ’ αυτά. Αφενός προς ευφημία και έπαινο του Αγίου και αφετέρου προς δοξολογία και ευχαριστία του εν Αγίοις δοξασμένου Θεού. Αλλά μη θαυμάσετε και απορήσετε όσοι γνωρίζετε γράμματα διότι δε θα διηγηθώ κι εγώ όλα όσα βρίσκονται γραμμένα στον λόγο τον οποίο λένε ότι έγραψε ο άγιος Αμφιλόχιος, Αρχιεπίσκοπος Ικονίου. Επειδή απ’ αυτά κάποια είναι ψευδή και δεν έγιναν όπως αναγράφονται, αλλά τα πρόσθεσαν αργότερα οι αιρετικοί, θα διηγηθώ μιλώντας στην αγάπης σας, μόνο όσα είναι βεβαιωμένα από αξιόπιστους συγγραφείς και πρώτα ακούστε για ποιο λόγο έγραψε τη Θεία Λειτουργία, η οποία ονομάζεται του Μεγάλου Βασιλείου και την οποία τελούν οι ιερείς μόνο δέκα φορές το χρόνο.

Μετά την Ανάσταση του Χριστού ο άγιος Ιάκωβος, ο υιός του Μνήστορος Ιωσήφ, ο λεγόμενος Αδελφόθεος, καθώς έγινε Αρχιερέας των Ιεροσολύμων, έγραψε στην εβραϊκή γλώσσα κάποιες ευχές και ικεσίες προς τον Θεό για να τις λένε οι ιερείς όταν πρόκετιαι να τελέσουν τη Θεία Μυσταγωγία που παρέδωσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στους Αποστόλους Του τη νύχτα εκείνη που έμελλε να παραδοθεί. Αυτές λοιπόν τις ευχές και την ακολουθία της Θείας Λειτουργίας τις απέδωσε στην Ελληνική, όπως τις βρίσκουμε σήμερα, ο Άγιος Κλήμης, ο μαθητής του Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος κατόπιν έγινε Πάπας Ρώμης και νομοθέτησε τη Θεία Μυσταγωγία για να την τελούν κατ’ αυτόν τον τρόπο όλοι οι χριστιανοί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πολιτεύονταν οι χριστιανοί γύρω στα 350 χρόνια. Επειδή όμως ήταν μεγάλες εκείνες οι ευχές και μακροσκελής η ακολουθία, αφενός οι ιερείς κάποιες φορές αμελούσαν και δεν λειτουργούσαν, αφετέρου και οι χριστιανοί στη λειτουργία κουράζονταν και παραπονούνταν, επειδή ήθελαν να πάνε στις εργασίες τους. Βλέποντάς τα αυτά ο Άγιος και επιθυμώντας να βρει τρόπο ν’ ανακουφιστούν από το μεγάλο κόπο οι Χριστιανοί, αλλά και για διευκόλυνση της δδαχής του, δέονταν και παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει ένα σημείο μέσω του οποίου να γνωρίσει αν είναι θέλημά Του να ολοκληρώσει αυτό που είχε βάλει σκοπό. Έτσι σκεπτόμενος και προσευχόμενος στο Θεό για πολλές μέρες με νηστείες και δάκρυα, μία νύχτα είδε θαυμστή και παράδοξη οπτασία την οποία εκείνος μεν ως καθαρός και Άγιος αξιώθηκε να δει, εγώ δε ως ανάξιος και ακάθαρτος φρίτττω ακόμη και να σας τη διηγηθώ ευλογημένοι Χριστιανοί.

Φάνηκε λοιπόν σ’ αυτόν σαν να κατέβηκε ο Χριστός μαζί με τους Αποστόλους, ω της Συγκαταβάσεώς Σου Φιλάνθρωπε Κύριε! Και κατά την Αρχιερατική τάξη τέλεσε τη Θεία Μυσταγωγία μαζί τους. Δεν έλεγε όμως ο Κύριος τις ευχές όπως είναι γραμμένες στη Λειτουργία του Αδελφοθέου Ιακώβου, αλλά τις συντόμευε με τον τροπο που τις συνέθεσε κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος. Αυτή την οπτασία βλέποντας ο Άγιος και ευχαριστώντας το Θεό που άκουσε τη δέησή του συνέγραψε τη Θεία Λειτουργία συντομότερη, όπως την ξέρουμε σήμερα. Μ’ αυτόν τον τρόπο έγινε η αποκάλυψη της Θείας Λειτουργίας στον Άγιο Βασίλειο.




Το κείμενο αποτελεί μία προσπάθειας απόδοσης του κατά πλάτους βίου του Αγίου Βασιλείου στην Νέα Ελληνική  από το πρωτότυπο, όπως αυτό το συναντούμε στο βιβλίο "Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας" του Ματθαίου Λαγγή, Επισκόπου Οινόης.

Η χαρά της ζωής




Πολλές οι χαρές της ζωής. Να ξυπνάς το πρωί, να σηκώνεσαι όρθιος, να πατάς στα πόδια σου και να σε στηρίζουν, να έχει η βρύση νερό και να μπορείς να σκύψεις για να πλυθείς και να πιεις. Να βγαίνει ο ήλιος ή να πέφτει η βροχή κι εσύ να κοιτάς τον καιρό απ’ το τζάμι ή να βγαίνεις στους δρόμους για να διασχσσεις τη θερμοκρασία της μέρας. Να δουλεύεις σ’ αυτό που αγαπάς ή ν' αγαπάς όποια δουλειά κι αν κάνεις. Να μαγειρεύεις για τον άλλο ή να τρως με λαχτάρα αυτό που ο άλλος μαγείρεψε. Να πέφτεις στο κρεβάτι για τη σιέστα του μεσημεριού ν' αναπυυθείς ή να διαβάζεις λίγες γραμμές ενός βιβλίου, να χαζεύεις μια αραχνούλα που ακροβατεί στη σαγιονάρα σου ή να μένεις άπραγος ατενίζοντας το απόλυτο κενό που είναι κατάμεστο χρώματα, υφές, διαθέσεις, προθέσες, αντιθέσεις, ενδεχόμενα, απορρίψεις, καταφάσεις. Ενώ είσαι κλινήρης ο νους σου να φλερτάρει με τα σύννεφα, ενώ είσαι άτεκνος να χαίρεσαι τα ξένα παιδιά σαν δικά σου, ενώ είσαι φτωχός να εύχεσαι για όλους τα καλύτερα. Άπειρες οι χαρές της ζωής κι άλλες τόσες οι λύπες της, που αν τους υποταχθείς και δεν τους εναντιωθείς πάλι σε χαρές μεταμορφώνονται με τον καιρό.

Υπάρχει όμως και μια χαρά που δε συγκρίνεται με καμιά άλλη. Η χαρά της συνάντησης των προσώπων. Κάθε πρόσωπο κι ένα φως. Και στη συνάντησή τους δυο ήλιοι ανταμώνουν και κοιτάζονται, συνομιλούν, μοιράζονται τα πάθη τους, τα λάθη τους, το γέλιο τους κι η ένωσή τους δίνει ανάφλεξη που φωτίζει τα πάντα. Παραδίδεσαι άοπλος στον άλλο και είσαι έτοιμος να τον δεχθείς. Του επιτρέπεις να αγγίξει το βαθύτερο είναι σου και σου επιτρέπει το ίδιο. Το χέρι του το γνωρίζεις και το αγαπάς, όπως σε γνωρίζει και σε αγαπά κι εκείνο. Τα χρόνια γίνονται στιγμές κι οι στιγμές αιώνες. Το σύμπαν ολόκληρο χωρά στο συναπάντημα των βλεμμάτων δίχως να στριμώχνεται, να τραυματίζει, να προδίδει. Η συνάντηση των προσώπων είναι ο κόσμος ολόκληρος, είναι ο ίδιος ο σαρκωμένος Θεός. Η σκάλα που ενώνει ουρανό και γη. Η ανάσταση της χαράς. Η επίσκεψη της Χάριτος.

Monday, February 10, 2014

Ο Αβραάμ μεσολαβεί στο Θεό για τα Σόδομα


"... Οι δύο άντρες έφυγαν από εκεί και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμα μαζί με τον Αβραάμ. Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε:
Θα καταστρέψεις τους δίκαιους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν πενήντα δίκαιοι στην πόλη. Θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των πενήντα δικαίων που βρίσκονται σ’ αυτήν; Δε γίνεται να το κάνεις εσύ αυτό, να θανατώσεις δηλαδή δικαίους και αμαρτωλούς μαζί σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο Κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;
Ο Κύριος απάντησε:
Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων πενήντα δικαίους θα συγχωρήσω για χάρη τους όλόκληρη την περιοχή.
Ο Αβραάμ αποκρίθηκε:
Συγχώρεσέ με Κύριέ μου, που τολμώ να Σου μιλάω, ενώ είμαι χώμα και σκόνη. Ίσως όμως από τους πενήντα δικαίους να λείπουν πέντε. Θα καταστρέψεις εξαιτίας των πέντε όλη την πόλη;
Ο Κύριος απάντησε:
Δεν θα την καταστρέψω αν βρω εκεί σαράντα πέντε δικαίους.
Ο Αβραάμ συνέχισε:
Ίσως όμως βρεθούν εκεί μόνο σαράντα.
Ο Κύριος απάντησε:
Για χάρη των σαράντα δε θα κάνω τίποτα.
Ο Αβραάμ ξαναμίλησε:
Μη θυμώνεις Κύριέ μου, που θα σου μιλήσω πάλι. Ίσως βρεθούν εκεί τριάντα δίκαιοι.
Και ο Κύριος απάντησε:
Δε θα κάνω τίποτα αν βρω εκεί τριάντα.
Ο Αβραάμ επέμεινε.
Τώρα που άρχισα να μιλάω με τον Κύριό μου, ας πω κάτι ακόμα. Αν βρεθούν εκεί είκοσι;
Ο Κύριος απάντησε:
Δε θα καταστρέψω την πόλη για χάρη των είκοσι.
Ο Αβραάμ επανήλθε:
Μη θυμώσεις Κύριέ μου, που θα σου μιλήσω, για μια φορά ακόμα. Ίσως βρεθούν εκεί δέκα δίκαιοι.
Ο Κύριος απάντησε:
Δε θα καταστρέψω την πόλη για χάρη των δέκα.

Μόλις ο Κύριος τελείωσε τη συνομιλία του με τον Αβραάμ έφυγε κι ο Αβραάμ ξαναγύρισε στη σκηνή."
 Γέννεσις, κεφ.18, 16-33
Αντιγραφή από την εκδ. της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας 



Σημείωση:
Η εξέλιξη της ιστορίας είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο Κύριος όχι δέκα δικαίους δεν βρίσκει στα Σόδομα, αλλά ούτε πέντε. Σώζονται μόνο ο Λωτ, η γυναίκα του -που στο δρόμο γίνεται στήλη άλατος καθώς γυρνά να δει την καταστροφή κατά παράβαση της εντολής που έλαβε-, και οι δύο κόρες τους. Οι σύζυγοί τους έχουν δυσπιστήσει και δεν τις ακολουθούν.

Αντέγραψα αυτόν τον διάλογο διότι τον βρίσκω αριστουργηματικό στην αμεσόητα και εξέλιξή του. 
Το πώς απευθύνεται ο Αβραάμ στον Θεό και το πώς απαντά ο Θεός στον Αβραάμ, πώς τον ακούει, πώς ολοένα υποχωρεί και συγκατανεύει στο αίτημά του, είναι παράδειγμα αμοιβαίας αγάπης, εκτίμησης, σεβασμού και εμπιστοσύνης. Παράδειγμα σχέσης.
Απ' την άλλη μεριά ο διάλογος αυτός αποτελεί παράδειγμα ενός βασικού χαρακτηριστικού της Παλαιάς Διαθήκης στην οποία ο άνθρωπος διαλέγεται με τον Θεό. Στην Καινή Διαθήκη το σκηνικό αλλάζει ολότελα, διότι ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό με την ενανθρώπιση του Χριστού.








Καλή βδομάδα!






10/02/14
Η Οθωμανική αυτή βρύση βρίσκεται στην Ολυμπιάδος.


+Αγίου Χαραλάμπους:
http://aerapatera.wordpress.com/2014/02/10/ο-άγιος-χαράλαμπος/

Γράμμα στον Διονύσιο Σολωμό (8/03/1798-9/02/1867)




Ήταν 17 Αυγούστου του 1994 όταν αγόρασα τον εξαίσιο τόμο με τα πεζά και τα ποιήματα του εθνικού μας ποιητή σε επιμέλεια και εισαγωγές του Στυλιανού Αλεξίου. Ο τόμος μόλις είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Στιγμή. Όταν τελείωσα την ανάγνωσή του ήταν 29 Αυγούστου, δώδεκα μέρες αργότερα. Αυτό βέβαια δεν το θυμόμουν. Δεν ξέρω για ποιον λόγο σήμερα είδα πως το είχα σημειώσει στην πρώτη λευκή σελίδα. Ίσως ούτε εγώ η ίδια να το πίστευα πως μου πήρε μόνο τόσες μέρες η ανάγνωσή του. Η αναγνωστική μου βραδύτητα είναι χαρακτηριστική, κι αν τότε ήταν σε λίγο καλύτερη καάσταση, παρέμενε ωστόσο βραδύτητα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά, σαν τώρα, τι είχα πάθει μ' αυτό το βιβλίο, δηλ. με τον ίδιο τον Σολωμό. Με το που ξεκίνησα να τον διαβάζω δεν μπορούσα να σταματήσω, κυρίως δε, μου ήταν αδύνατον να τον αποχωριστώ. Έτρωγα και τον είχα δίπλα μου, κοιμόμουν και τον έπαιρνα στο προσκέφαλό μου να τον αγκαλιάζω το βράδυ, πήγαινα για δουλειές ή για ραντεβού και ο βαρύτατος τόμος ήταν αυτονόητα μαζί μου. Αν αυτό δεν το λένε παράκρουση, ίσως το λένε κεραυνοβόλο έρωτα. Όταν διάβασα και την τελευταία σελίδα, κάθησα και του έγραψα ένα γράμμα.  Ένα γράμμα από έρωτα κι ευγνωμοσύνη. Ήμουν 25 χρονών τότε, θα πρέπει ο αναγνώσης να δείξει μια επιείκεια για το νεαρόν της ηλικίας. Το θυμήθηκα σήμερα, ύστερα από άλλα 21 χρόνια, ενθυμούμενη πως σαν σήμερα αναπαύτηκε ο γλυκύτατος ποιητής μας. Εξάλλου, το βιβλίο αυτό το έχω πάντα πολύ κοντά μου από τότε. Για πολλά χρόνια το είχα πάνω απ' το κεφαλάρι του κρεβατιού, τα τελευταία αριστερά στη βιβλιοθήκη του γραφείου μου που εργάζομαι. Άπλωσα το αριστερό μου χέρι, το κατέβασα, και αποφάσισα πως σήμερα στη μνήμη του έρωτά μου, μπορώ πια να το δημοσιοποιήσω.

Γράμμα στον Διονύσιο Σολωμό
29 Αυγούστου 1994

"Σαν τον περιπαθή εραστή που δε σ' αφήνει να παραδοθείς σε ύπνο αγγελικό, έτσι με συντοφεύεις αδιαλείπτως εραστά μου, Σολωμέ. Μόνο που εσύ με συντοφεύεις ακόμη και στον ύπνο και τον μαλακώνεις, τον απαλλάσεις από τους εφιάλτες που εισέρρεαν προτού φανείς στη ζωή μου, καντήλι ακοίμητο...

Περισσότερο με συγκινεί ο αγώνας της γλώσσας που σε διέπει ακατάβλητος. Γιατί εσύ ξερεις πως δεν τη γνωρίζεις και πασχίζεις να τη γνωρίσεις και να την υποτάξεις, υποτασσόμενος πρώτα εσύ στη χάρη και στο μεγαλείο της. 
Η έσχατη ταπείνωσή σου είναι αυτή που σε οδηγεί να δουλεύεις και να σταματάς.  Να επιστρέφεις ταπεινωμένος και να ξαναδουλεύεις τα ίδια. Να ξανασταματάς γιατί την αναγνωρίζεις μεγαλύτερή σου. Δεν έχεις, όπως Θεέ μου τόσοι άλλοι αλλοίμονο, την ψευδαίσθηση της ολοκλήρωσης, της τελειότητας και αρτιότητας των γραφτών τους, της γνώσης και κατοχής της γλώσσας.

Τα ατελείωτα κομμάτια σου τα αγαπώ, γιατί είναι ό,τι πιο αρμονικό συνταίριασμα μπορεί να βρεθεί στην πρόσκαιρη ζωή που όλα μένουν όντως ατελείωτα και η τελείωσή τους δε γίνεται παρά μόνο μετά το θάνατο.
Μπήκες νέο αίμα στο αίμα μου ανακινίζοντας τον παλαιόν άνθρωπο, τον καιρό που με κατέτρωγε η ματαιότητα με συμμερίστηκες δίνοντάς μου ελπίδα, που εξέλιπεν εντός μου.

Όλος ερωτικός, όλος επιεικής στον κόσμο και αυστηρός στον εαυτό σου, θαυμάζεις, θαυμάζεις πράγματα, σώματα και ψυχές και απορείς και εξίστασαι σαν τα παιδιά που τους πρωτοφανερώνεται ο κόσμος. Και σχετίζεσαι, η σημασία δεν εξαντλείται στον εντυπωσιασμό και στη φευγαλέα λαμπρή εικόνα, μα η ζωή κρατάει και γίνεται ζωή σου. Όλα μετουσιώνονται στην ουσία σου και την πλουτίζουν καθώς τα πλουτίζεις με τη δική σου.

Κι εκεί που νιώθει ορφανό το πνεύμα του ανθρώπου στη γη, βρίσκει έναν επίγειο πατέρα κι αναπαύεται για λίγο, ακουμπά την ανάσα του στην πατρική μεγαλόπνοη ανάσα κι έτσι, να, είναι θαρρείς πιο ευκολοδιάβατος ο δρόμος για την αγκαλιά του επουράνιου Πατέρα που μας περιμένει μ' ανοιχτά χέρια.."



Αυτό λοιπόν, ήταν το γράμμα, που είχα πάντα την πεποίθηση πως το διάβασε ο αγαπημένος μου και επιπλέον το χάρηκε. 
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως οι ψυχές δεν ζουν αιώνια, όταν συμβαίνουν τέτοια πράγματα ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς; Ποιος μπορεί να μας πείσει πως οι νεκροί είναι αλλού, και όχι παρόντες; Κανείς. Το αποδεικνύουν οι δίκαιοι, οι άγιοι και οι ποιητές. Οι δικοί μας άνθρωποι.

Αιωνία η μνήμη του Διονυσίου Σολωμού,
αναπαυμένος να είναι,
και την εμπνευσμένη ευχούλα του να έχουμε 
κι εμείς και η πολύπαθη πατρίδα μας 
που ύμνησε τελειότερα απ' οποιονδήποτε.