Labels

Wednesday, July 13, 2022

Αποχαιρετώντας τον Απόστολο Καρούλια (1/04/1937 - 9/07/2022)


Κάποιοι άνθρωποι ανάμεσά μας είναι σχεδόν αόρατοι. Τόσο λεπτεπίλεπτοι και διακριτικοί, τόσο αθόρυβοι μέσα στην πολύβουη και πολυτάραχη ζωή μας σαν να κάνουν τα πάντα για να μην ταράξουν τον αέρα, να μην προσβάλλουν το φως, να μην τραυματίσουν το Κάλλος της ζωής. Αυτοί είναι τα πιο ευγενικά και γνήσια παιδιά της ζωής. Αν τους τύχεις στο διάβα σου κι αν σταθείς τυχερός και τους γνωρίσεις λίγο, εκπλήσσεσαι από το πέλαγος της ομορφιάς που κουβαλούν στα σπλάχνα τους. Ένας τέτοιος σπάνιος άνθρωπος υπήρξε ο Απόστολος Καρούλιας. 

Ο Απόστολος στη συνέχεια σπουδάζει Μετεωρολογία και φεύγει λίγο πριν το 1970 στο Παρίσι όπου και θα κάνει το διδακτορικό του πάνω στην επιστήμη που αγαπά. Εκεί θα γνωρίσει τον συνταγματολόγο Δήμο Τσούρκα ο οποίος κάνει επίσης το διδακτορικό του εκεί και μέλλει να γίνει ένας από τους στενότερους φίλους του. Εκεί όμως γνωρίζει και την οικογένεια του Ουσπένσκι με τους οποίους συνδέεται στενά, όπως και τον π. Συμεών de la Jara (από το Περού). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και στη γενέθλια πόλη του Θεσσαλονίκη λίγο πριν το 1974 του προτείνουν θέση στο Πανεπιστήμιο την οποία και αναλαμβάνει, αλλά μετά από λίγο καιρό παραιτείται. Προσλαμβάνεται στην «Ξυλοπάν» από τον Ανδρέα και τη σύζυγό του Έφη Μαρκεσίνη που έχουν δημιουργήσει μια εταιρεία επεξεργασίας συγκολλητικών ουσιών φιλικών προς το περιβάλλον για ξυλοσανίδες. Ο Απόστολος μεταμορφώνει το εργαστήρι σε μικρό παράδεισο βάζοντας την προσωπική σφραγίδα της υψηλής αισθητικής του, πράγμα που οδηγεί σε μία ακόμα στενή φιλία με το ζευγάρι των χημικών που θα κρατήσει για όλη του τη ζωή. Όταν φεύγει από κει, προσλαμβάνεται και εργασιακά αγκυροβολεί πλέον οριστικά στην Ελληνική Εταιρεία Σλαβικών Μελετών όπου διευθύνει ο Ταχιάος. Άλλη μια δυνατή φιλία γεννιέται εκεί ανάμεσα στους δύο άντρες, καθώς ο Απόστολος αναλαμβάνει τη γραμματειακή υποστήριξη του Ιδρύματος μιας και γνωρίζει άπταιστα αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά. Από κει θα συνταξιοδοτηθεί. 

 

Οι φιλίες του στο διάβα της ζωής του δεν ήταν τυχαίες ούτε ευκαιριακές. Η φιλία για τον Απόστολο ήταν ιερή. Συνδέεται στενά με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τον Κάρολο Τσίζεκ. Συχνά κάνουν μεγάλες εκδρομές μαζί στις εξοχές τις οποίες με νοσταλγία θα μας περιγράφει χρόνια μετά αφότου οι σπουδαίοι αυτοί άνθρωποι έχουν φύγει απ’ τη ζωή. Η παρέα αυτή συνήθιζε να περπατάει, να συζητά, να κάθεται στα χορτάρια, να μαζεύει αγριολούλουδα και να φτιάχνει ανθοδέσμες από άνθη του αγρού. Ο Απόστολος γνώριζε όλα τα δέντρα και τα φυτά με το λατινικό τους όνομα, την προέλευσή τους και πώς αναπτύσσονται. 


Η αισθητική για τον Απόστολο ήταν σχεδόν προϋπόθεση της ύπαρξης. Ο ίδιος ήταν πάντα κοκέτης, αλλά και τις γυναίκες ήθελε να τις βλέπει να φορούν φορέματα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη σχολιάσει αρνητικά μια γυναίκα με παντελόνι, πρόχειρα ντυμένη ή αχτένιστη. Μια τέτοια εικόνα τον έθλιβε βαθιά και ενίοτε τον εξόργιζε.  Ήταν εραστής του ωραίου σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, από τα πιο μικρά και ασήμαντα πράγματα μέχρι τα πιο μεγάλα και σημαντικά. Η ασχήμια τον πονούσε. Ακόμα και στο πακέτο των τσιγάρων του έβαζε πάντα μικρά πολύχρωμα χαρτάκια για να μη βλέπει τις άσχημες φωτογραφίες που από ένα σημείο και μετά είχαν, ενώ το βιβλίο που κάθε φορά διάβαζε το έντυνε με χάρτινο κάλυμμα που επιμελώς έκοβε για να μη φθείρεται το εξώφυλλο. Διψούσε την ομορφιά, λάτρευε την τάξη, ζούσε με σταθερό πρόγραμμα που ποτέ δεν παραβίαζε. Μα πάνω απ’ όλα ήταν εραστής της τέχνης και της λογοτεχνίας. Νομίζω πως δεν τον συνάντησα ποτέ εδώ και είκοσι πέντε τουλάχιστον χρόνια που συνδεόμασταν χωρίς να έχει μαζί του τουλάχιστον ένα βιβλίο. Πολλές φορές δε είχε δύο ή τρία, όλα με δικό του εξώφυλλο. Ήταν μεθυσμένος με την ανάγνωση, σχεδόν εξαρτημένος, ξόδευε σχεδόν όλα του τα λίγα χρήματα στην αγορά βιβλίων. Ακόμα κι όταν ερχόταν στο σπίτι μας μαζί με τα γλυκά ή το δώρο που έφερνε είχε και το βιβλίο που διάβαζε και πάντα πρώτα ερευνούσε εξονυχιστικά τη βιβλιοθήκη ή τα βιβλία που ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι του σαλονιού και μετά μας μιλούσε. Ήταν συνδρομητής σε διάφορα περιοδικά ανά τον κόσμο και ήξερε ανά πάσα στιγμή τι συμβαίνει σε Ευρώπη, Αμερική και Ρωσία από παραστάσεις, εκθέσεις, εκδόσεις, επιστήμες κά. Διάβαζε στο πρωτότυπο τα ξένα λογοτεχνικά βιβλία και είχε το σπάνιο χάρισμα να θυμάται αναρίθμητους τίτλους, ονόματα συγγραφέων αλλά και το περιεχόμενο του κάθε βιβλίου, μέχρι και τους τίτλους των διηγημάτων που περιείχαν. 


Τα τελευταία χρόνια οι φίλοι του συγκεντρωνόμασταν τις Κυριακές στο καφέ «Λουτρό» ή και σε άλλα παρακείμενα καφέ της Αριστοτέλους. Ο Απόστολος είχε επίσης το μεγάλο χάρισμα να ενώνει τους ανθρώπους. Ποθούσε οι φίλοι του να γίνουν και φίλοι μεταξύ τους. Και στο μεγαλύτερο βαθμό το κατάφερνε. Έτσι γνωρίσαμε πριν χρόνια έναν ακόμη στενό του φίλο, τον Μάρκελλο Πιράρ που τον υπεραγαπούσε, έτσι σ’ αυτές τις συναθροίσεις και τον φοιτητή του Γιώργο, τον Γρηγόριο Ζιάκα και την κόρη του Αγγελική, τον γιατρό Κανονίδη κά. Ήταν χαρακτηριστικό πως ευρισκόμενος ανάμεσα στην μεγάλη του παρέα ο Απόστολος δε μιλούσε ποτέ, παρά μόνο άκουγε προσεχτικά τους άλλους. Μιλούσε μόνο όταν τον συναντούσες κατ’ ιδίαν και μόνο τότε ξεδιπλωνόταν ο απέραντος θησαυρός που κουβαλούσε. 



Ζούσε μόνος, ολομόναχος με τα βιβλία του, τα φυτά του και τα έργα τέχνης και όλα είχαν τη θέση τους. Σπάνια έβλεπε καμιά ταινία στην τηλεόραση και συνήθως αυτή ήταν από τις περιπέτειες του Ηρακλή Πουαρώ,  -πράγμα διόλου τυχαίο αν λάβουμε υπόψιν μας την αισθητική της εποχής αυτής της σειράς. 

Το σπίτι του ήταν μια απέραντη βιβλιοθήκη και ένα μουσείο κεραμικών, τα περισσότερα της κεραμίστριας φίλης του Αλεξάνδρας, αλλά  και κάθε είδους μικρών αντικειμένων αξίας που αγόραζε από τα παλιατζίδικα. Τα αγόραζε και μετά τα δώριζε στους φίλους του. Ήταν ένας εξαιρετικός εκτιμητής της αξίας των πραγμάτων. 
  • Τον έθλιβε ιδιαίτερα όταν σ’ αυτά τα μαγαζιά έβρισκε πακέτα από αλληλογραφίες ενός τεθνεώτος που έδωσαν οι συγγενείς του. Δεν ήθελε η δική του αλληλογραφία να «καταντήσει» έτσι. Έτσι, μια νύχτα ήρθε στο σπίτι μας και μας παρακάλεσε να ανάψουμε το τζάκι για να κάψει όλη την αλληλογραφία του. Του κάναμε βέβαια το χατίρι, αλλά δε φανταστήκαμε τι γράμματα θα κατάπιναν οι φλόγες. Κάποια τα έριχνε στις φλόγες δίχως να πει τίποτα γι’ αυτά, για κάποια όμως ονομάτιζε τον αποστολέα τους. Το μόνο που προλάβαμε - και για καλή μας τύχη μας το χάρισε- ήταν η περίφημη επιστολή του Κόντογλου που δημοσιεύουμε εδώ.



  • Σύχναζε στην Παναγία Χαλκέων. Αγάπησε τους ιερείς και τους μοναχούς και τον διακατείχε μια ξεχωριστή ευλάβεια για το ράσο αλλά και για κάθε πονεμένο άνθρωπο. Τον πίκραινε πολύ η στενοκεφαλιά και η ασπλαχνία κάποιων που προσποιούνται τους χριστιανούς και έχουν καρδιά πιο σκληρή κι από την πέτρα. Ήταν βαθιά ευγνώμων στον Χριστό, αλλά και στους ανθρώπους. Το μόνο που ζητούσε ήταν να ζήσει άλλη μια άνοιξη που ήταν η αγαπημένη του εποχή. Φιλάσθενος σε όλη του τη ζωή, αφότου συγχωρέθηκε η λατρεμένη του αδελφή πήρε την κάτω βόλτα. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε να έρχεται με το μπαστουνάκι του στις κυριακάτικες συναθροίσεις μας. Τα τελευταία χρόνια απέκτησε για συντροφιά κι έναν γάτο, τον Τσουτσούρη, που τον αγάπησε πολύ και ήθελε να μιλά γι’ αυτόν. Ένας από τους πιο πρόσφατους φίλους του, ο Δημήτρης Σκλαβενίτης και η γυναίκα του Αθανασία έμελλε να γίνουν σαν παιδιά του και να τον φροντίσουν ιδιαίτερα. 


    Θα έχει πάνω κάτω δυο μήνες που εξασθένησε πολύ και δυσκολευόταν να φάει. Κανείς δεν ήξερε τι έχει. Τον επισκεπτόμασταν στο σπίτι του γιατί δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει. Μια μέρα μας παρακάλεσε να τον πάρουμε και να πάμε στην φίλη του και φίλη μας Έφη, αλλά ενώ το κανονίσαμε, ο γιατρός του συμβούλεψε να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Εμείς πήγαμε στην Έφη, αλλά εκείνος δεν μπόρεσε να έρθει κι αυτό του κόστισε πολύ. Δυο μέρες πριν εισαχθεί στο Ιπποκράτειο, την πρώτη φορά, πήγα να τον δω και του χάρισα την Οδύσσεια που γνώριζα πως την περίμενε πώς και πώς. Δεν μπορούσε ούτε να τη σηκώσει στα αδύναμα χεράκια του, αλλά δε θα ξεχάσω τη λάμψη στο πρόσωπό του. Να είναι καλά και η κυρία Χριστίνα που τον φρόντιζε και τον αγάπησε σαν πατέρα της. Βγήκε από το Ιπποκράτειο αλλά ξαναέγινε εισαγωγή λίγο μετά και εκεί τον φρόντισε ο στενός του φίλος και καρδιολόγος Γιάννης Κανονίδης από τον οποίο και πληροφορηθήκαμε δέκα μέρες πριν πως είχε όγκο στον εγκέφαλο. Ο όγκος διάλεξε έναν τέτοιο αξεπέραστο νου… Δεν του το είπε κανείς. Του έδωσαν ζωή δυο τρεις μήνες. Μα όποιος τον ήξερε μπορούσε εύκολα να υποθέσει πως ένας τόσο αξιοπρεπής άνθρωπος κάτι τέτοιο δεν θα το άντεχε για πάνω από λίγες ώρες ή μέρες. Στο νοσοκομείο κοιμόταν τις περισσότερες ώρες και ευτυχώς δεν πονούσε. Όταν ξύπνησε όμως και είδε πως του έχουν βάλει σωληνάκια για να λαμβάνει τροφή, τα έβγαλε λέγοντας πως δεν τα χρειάζεται αυτά και πως μπορεί να τρώει μόνος του. Επέστρεψε στο σπιτάκι του, δυο μέρες μετά δεν μπόρεσε να φάει το πρωινό του και το απόγευμα του Σαββάτου έφυγε... Η κυρία Χριστίνα μου είπε πως το μόνο βιβλίο που είχε στο τραπεζάκι δίπλα του ήταν η Οδύσσεια κι ήταν αυτό που οι καλοί του φίλοι πότε πότε του διάβαζαν τις τελευταίες του μέρες...Κι έτσι έφυγε ο αγαπημένος μας Απόστολος ήσυχα και αθόρυβα όπως έζησε, αξιοπρεπώς όπως ήθελε και σαν ψέματα όπως ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο...
  • Ας τον αναπαύει ο Κύριός μας που τόσο Τον αγάπησε κι ας έχουμε όλοι την ευχούλα του… 

     


  •  

    Tuesday, July 12, 2022

    ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη - (απο Μπαμπη)

    Του π. Ανανία Κουστένη

    Ὁ Γέροντας Παΐσιος, παιδάκι μικρό, ποὺ μόλις ἄρχισε νὰ διαβάζει, καθὼς ἔμαθε τὰ πρῶτα του γράμματα διάβαζε κάθε μέρα καὶ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια! Τὸ Τετραβάγγελο. Ποῦ εὕρισκε χρόνο; Πότε προλάβαινε; Πῶς μποροῦσε; Πῶς τὸ ἔκανε; Κι ὅμως γινότανε καὶ συνέβαινε. Γιατὶ μέσα ἀπ’ τὰ Εὐαγγέλια μᾶς μιλάει ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός! Βλέπουμε τὸν Βίο καὶ τὴν Πολιτεία Του, τὴ διδασκαλία Του τὴν οὐράνια καὶ σωστική, τὰ Ἄχραντα Πάθη, τὴν Ἁγία Του Ἀνάσταση καὶ τὴν τρισένδοξη Ἀνάληψή Του, ποὺ ἀποθέωσε τὸν ἄνθρωπο μ’ ἐκείνη. Τὸν ἀνέβασε στὸν οὐρανό. Καὶ τὸν ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. 

    Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «Ἡ χειρότερη ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀχαριστία. Κι ὁ χειρότερος ἄνθρωπος εἶν’ ὁ ἀχάριστος». Ὁ ἀχάριστος στὸν Θεό, τὸν πανευεργέτη του! Ὁ ἀχάριστος στὴν Παναγίτσα, τὴν μετὰ Θεὸν Θεόν. Ἀχάριστοι στοὺς Ἁγίους. Ἀχάριστοι σ’ ὅλους τοὺς εὐεργέτες. Ἀχάριστοι καὶ στὴν Κτίση καὶ τὴ Δημιουργία, τὴν ὁποίαν ἔφτειαξε ὁ Θεός! Καὶ ἀποτελεῖ τὸ περιβάλλον μας καὶ μᾶς ἔχει καὶ μᾶς φροντίζει καὶ μ’ αὐτήν. Καὶ μᾶς διακονεῖ ἡ Δημιουργία. Μᾶς ὑπηρετοῦν ὅλα, τὰ ἔμψυχα καὶ τὰ ἄψυχα καὶ πᾶσα πνοὴ καὶ κτίσις. Καὶ θά ’πρεπε, θά ’πρεπε ἡ ψυχή μας κι ἡ καρδιά μας νὰ βγάνει εὐγνωμοσύνη, νὰ βγάνει εὐχαριστία, νὰ βγάνει Δοξολογία. 

    Ὁ Γέροντας Παΐσιος, ἀκόμη καὶ στὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, ποὺ πονοῦσε ἀφόρητα καὶ ἀβάσταχτα γιὰ ἄνθρωπο, ἀπ’ τὸν καρκῖνο ποὺ εἶχε, ἀντὶ νὰ οὐρλιάζει ἀπὸ τοὺς πόνους, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι, ἐκεῖνος τί ἔκανε; Ἔκανε τοὺς πόνους του ὕμνο τῆς Ἐκκλησίας. Δοξολογίας ὕμνο καὶ Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ δεήσεως καὶ ἱκεσίας. Μεταποιοῦσε, λοιπόν, τὸν μεγάλο του πόνο σὲ μεγάλη ἀνύμνηση. 

    Στὸν πατέρα Παΐσιο πήγαιναν τὰ ἄγρια ζῶα καὶ ἡμέρωναν. Τ’ ἀγαποῦσε. Τὸ αἰσθανόντουσαν. Τὴν ἀγάπη τὴν αἰσθάνονται τὰ πάντα. Οἱ ἄνθρωποι, τὰ ἄψυχα καὶ τὰ ἔμψυχα, πλὴν δαιμόνων. Οἱ ὁποῖοι, βέβαια, τὴν αἰσθάνονται, ἀλλὰ τοὺς καίει. Πήγαιναν, λοιπόν, στὸν Γέροντα καὶ ἡμέρωναν. Τοῦ ’καναν συντροφιά. Τοῦ κράταγαν παρέα. Τὰ τάϊζε ἐκεῖνος. Κι ὅταν ἦταν ἄρρωστος καὶ δὲν μποροῦσε, κι αὐτὸ γινότανε συχνά, ἔφερε μεγάλο σταυρό, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἄφηνε τὸν ἀγῶνα του, καθόντουσαν κι ἐκεῖνα καὶ τοῦ κάναν συμπαράσταση. Δὲν τρώγανε μέρες. Ἦσαν ἀπὸ κοντά. Τὸν κοίταζαν μὲ στοργὴ καὶ μὲ πόνο. Τί εἶν’ αὐτό; Αὐτὸ εἶναι ἁγιασμός! Αὐτὸ εἶναι Ὀρθοδοξία! Αὐτὸ εἶναι Παράδεισος! Αὐτὸ εἶναι ἐν Χριστῷ βιοτή!

    Καὶ ὅταν προσευχόμεθα, μὲ κόπο καὶ δυσκολία, καὶ μάλιστα σὲ ὧρες Γολγοθαϊκὲς δικές μας, ὁ Κύριος, ὅπως προεῖπα, μᾶς δίνει Χάρη. Τόση Χάρη, ποὺ ἂν Τοῦ ποῦμε γιὰ κάποιον πό ’χει ἀνάγκη ἢ γιὰ κάτι ποὺ γίνεται νὰ βοηθήσει, ὁ Κύριος τὸ κάνει! Τὸ κάνει ἀμέσως! Σοῦ λέει, «Ὁ ἄνθρωπός Μου πονάει, κλαίει, προσεύχεται, παρακαλεῖ, ἀντέχει καὶ βαστάει, κάνει τὸν ἀγῶνα του, Ἐγώ, λοιπόν, νὰ μὴν τὸν ἀκούσω;»

    Καὶ κάποτε, ποὺ πῆγε κι ἕνας πατέρας πολυπικραμένος, ἐκεῖ στὸ κελλάκι τοῦ Γέροντα, στὴν Παναγούδα, —Παναγούδα θὰ πεῖ Παναγίτσα, εἶναι τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου— καὶ τοῦ ἔλεγε μὲ παράπονο τὰ βάσανα τὰ δικά του καὶ τῆς φαμελιᾶς του, ὁ Γέροντας σηκώνεται ἀπάνω καὶ τοῦ λέγει: «Ἄκου νὰ σοῦ πῶ, ρὲ παιδί, ὁ Θεὸς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ μᾶς ἀκούει. Κι εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ μᾶς κάνει αὐτὸ ποὺ Τοῦ λέμε. Γιατί; Γιατὶ Αὐτὸς μᾶς ἔφτειαξε. Ἐσὺ πού ’σαι πατέρας καὶ ἔκανες παιδιά, εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ τὰ μεγαλώσεις, νὰ τὰ προστατεύσεις, νὰ τὰ ἀποκαταστήσεις καὶ πάλι νά ’χεις τὴν ἔγνοια τους καὶ τὴ φροντίδα τους, μέχρι τὴν τελευταία ὥρα». 

    Καὶ κάποτε, ποὺ ὁ Γέροντας πῆγε στὴν Παναγούδα, στὴν Παναγίτσα, παρουσιάζεται ἡ Παναγιὰ καὶ τοῦ λέγει, γιατὶ πήγαινε ἀμέτρητος κόσμος νὰ τὸν δεῖ, ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη. Κι εὐτυχῶς ποὺ πᾶνε μόνο ἄντρες ἐκεῖ. Γιατί, ἂν πήγαιναν καὶ οἱ γυναῖκες, δὲν θ’ ἄντεχε ὁ παππούλης. Ἀλλὰ τί ἔκανε, ὅμως, ὁ παππούλης; Ἀφοῦ δὲν πήγαιναν οἱ γυναῖκες, ἔβγαινε αὐτὸς ἔξω, στὴ Σουρωτὴ καὶ ὁπουδήποτε, ἀκόμη καὶ στὴ μακρινὴ Αὐστραλία καὶ στὸ Ὄρος Σινᾶ καὶ παντοῦ, καὶ τοὺς ἔβρισκε. Καὶ ἂν κάποιοι ἦταν κατάκοιτοι καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ μετακινηθοῦν, πήγαινε πάλι ὁ Γέροντας. Καὶ τοὺς ἔβρισκε ὅλους. Αὐτὸ εἶναι ἀστεῖο, ἀλλὰ καὶ σοβαρὸ μαζί.

    Ἐκεῖ στὴν Παναγούδα, λοιπόν, ποὺ παρακαλοῦσε ὁ Γέροντας καὶ διέμενε, παρουσιάζεται μιὰ μέρα ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἡ ἀγαπημένη μανούλα του. Ἡ γλυκειά του Παναγία, ποὺ τὴν εἶχε ἀνάσα καὶ ἀναπνοὴ καὶ προστάτη καὶ παρηγοριὰ καὶ τὰ πάντα. Καὶ μὲ τ’ ὄνομά της παρέδωσε σὰν σήμερα τὴν ψυχούλα του, τὴν ἡρωϊκὴ καὶ γενναία, στὸν ἔσπλαχνο Χριστὸ καὶ στὴ Χάρη τῆς Κυρᾶς τῆς Παναγιᾶς μας. Τοῦ παρουσιάστηκε, λοιπόν, ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ τοῦ λέει. —Φανερὰ τοῦ παρουσιάστηκε. Φανερά! Ἦταν κεκαθαρμένος. Καὶ μποροῦσε νὰ βλέπει τὰ Θεῖα.— Καὶ τοῦ λέει: «Ἐγὼ φυλάω τὰ σύνορα τῆς χώρας σας…» ―Τ’ ἀκοῦτε αὐτό; Ποιός μᾶς φυλάει καὶ δὲν μᾶς χάλασαν τελείως; Μᾶς ἔχουν χαλάσει ἀρκετά. ― «Ἐγὼ φυλάω τὰ σύνορα τῆς χώρας σας, κι ἐσὺ θέλω νὰ φροντίζεις τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους.»
    Ἦταν ἐντολὴ τῆς Παναγιᾶς αὐτό! «Μά, Παναγία μου, ἐγὼ ἦλθα ἐδῶ γιὰ ν’ ἀσκητέψω. Γιὰ ν’ ἀφοσιωθῶ στὴ λατρεία καὶ τό ’να καὶ τ’ ἄλλο.» Κι Ἐκείνη τοῦ λέει, «Ὅ,τι σοῦ λέω ἐγὼ ν’ ἀκοῦς.» Μάλιστα! Ἐκείνη φυλάει τὰ σύνορά μας κι ὁ Γέροντας φρόντιζε καὶ φροντίζει… —Ἂς ἐκοιμήθη. Δὲν ἀπέστη ἀφ’ ἡμῶν. Δὲν ἔφυγε ἀπὸ κοντά μας…— Κι ὁ Γέροντας φροντίζει τοὺς πονεμένους καὶ τοὺς δυσκολεμένους. 

    Ἄλλωστε, ἀπὸ παιδάκι, ἀπὸ 40 ἡμερῶν βρέφος, εἶχε μπεῖ στὴν περιπέτεια. Στὸν πόνο, στὴν ξενιτειὰ καὶ στὰ βάσανα. Τὸ ἐπώνυμό του Ἐζνεπίδης σημαίνει ξένος. Ἀπὸ ἄλλη χώρα. Κι ἦταν ξένος στὰ ξένα ὁ Γέροντας. Καὶ συνάμα δὲν ἦταν ἀποξενωμένος ἀπὸ κανέναν κι ἀπὸ παντοῦ. Φρόντιζε μὲ τόση ἀγάπη. Καὶ πρόσφερε τόση στοργή. Καὶ ἤτανε καὶ μὲ χιοῦμορ πανέξυπνο, εὐφυές, ἀλλὰ καὶ ὁδηγητικὸ καὶ ὠφέλιμο.

    Πῆγε, κάποτε, ἕνας στὸ κελλάκι του στὴν Παναγούδα, ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ ἀνακαλύπτει ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὸ εἶχε χόμπυ. Πάει, λοιπόν, στὸν Γέροντα, καὶ τοῦ λέει: «Τί ἀρχαῖα ἔχετε ἐσεῖς ἐδῶ στὸ κελλάκι σας;» Κι ὁ Γέροντας ἀνοίγει καὶ τοῦ δείχνει ἕνα τοῖχο, πού ’τανε πεπαλαιωμένος καὶ σὲ κακὴ σχεδὸν κατάσταση. «Τὰ βλέπετε αὐτά, κύριε;» τοῦ λέει. «Ναί». «Εἶναι τὰ τείχη τοῦ Ναβουχοδονόσορα». Καταλαβαίνετε. Κι ὁ ἄλλος πῆγε ἀδιάφορος, ἀκόμη καὶ ἀδιάφοροι πήγαιναν κοντά του, τέτοια ἀγάπη εἶχε. Τοῦ λέει: «Τί κάνετε ἐσεῖς δῶ πέρα;» «Φυλάω τὰ μυρμήγκια νὰ μὴν τσακώνονται!» Βέβαια! «Φυλάω τὰ μυρμήγκια νὰ μὴν τσακώνονται!» Καὶ πολλὰ τέτοια.

    Καὶ πῆγαν καὶ μιὰ ὁμάδα ἱεροσπουδαστῶν ἀπὸ τὴν Ἀθωνιάδα καὶ τὸν ρώτησαν ἂν θὰ πάρουμε τὴν Πόλη. Καὶ τοὺς εἶπε, «Θὰ τὴν πάρουμε! Θὰ τὴν πάρουμε! Κι ἐσεῖς θὰ τὸ δεῖτε.» Τό ’μαθε καὶ κάποιος γνωστός του, ἐκτὸς Ἁγίου Ὄρους, καὶ πῆγε νὰ τὸν ρωτήσει. «Πότε θὰ γίνει, Γέροντα, αὐτό; Θὰ τὸ δοῦμε κι ἐμεῖς;» «Ἐγὼ κι ἐσύ, Κώστα, θά ’χουμε πάει γιὰ τὴν Ἄνω Πόλη τότε. Οἱ μικροὶ θὰ τὸ δοῦνε.»

    Βλέπετε ὁ Χριστὸς φροντίζει τὴν πατρίδα μας! Κι ἂς μαίνονται ὅλοι κι ἂς ὠρύονται ὅλοι κι ἂς θέλουν ὅλοι νὰ μᾶς καταστρέψουν! Φυλάει. Φυλάει ὁ Κύριος. Φυλάει ἡ Παναγιά. Φυλᾶνε οἱ Ἅγιοι. Ὁ Γέροντας, μετὰ τὴν ὁσία κοίμησή του, ἐμφανίζεται πολλὲς φορές. Θαυματουργεῖ περισσότερες. Καὶ προστατεύει καὶ σώζει πλεῖστες. Καὶ τί δείχνει αὐτό; Ὅτι ὅποιος πάει μὲ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται ἔνθεος, τότε γίνεται μεγάλος. Εἶν’ «ὁ ποιήσας καὶ διδάξας», ποὺ θ’ ἀκούσουμε μεθαύριο στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς. Ἐνῷ, ὅποιος ἀφήνει τὸν Κύριο, γίνεται δυστυχής. Παράδειγμα οἱ δαίμονες.

    Εἶχε προσευχηθεῖ, κάποια φορά, ὁ Γέροντας καὶ γιὰ τοὺς δαίμονες, γιατὶ πολὺ τοὺς λυπότανε. Καὶ τοῦ ἀπάντησε ὁ Οὐρανός: «Μὴν κουράζεσαι τζάμπα, Παΐσιε. Αὐτοὶ δὲν θέλουν ν’ ἀλλάξουν. Ὁ Θεὸς τοὺς ἀγαπᾶ καὶ περιμένει τὴ μετάνοιά τους, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν θέλουν ν’ ἀλλάξουν!» Δὲν ὑπάρχει χειρότερο ἀπ’ αὐτό. Ὅταν ἀφήσει κανεὶς τὸν Θεό, δυσκολεύεται πολύ. Ἀλλὰ καὶ δὲν πρέπει καὶ μὲ τὸ ζόρι νὰ καθόμαστε κοντὰ στὸν Θεό.

    Ὁ Γέροντας μάλωνε τοὺς πνευματικοὺς καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ὁδηγητές, γιατὶ πολλὲς φορὲς ζόριζαν τὰ τέκνα τους καὶ γιὰ τὴν Ἐξομολόγηση καὶ γιὰ τὴ νηστεία, γιὰ τό ’να καὶ γιὰ τ’ ἄλλο. Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Ὄχι ἔτσι, βρέ. Ὄχι ἔτσι, βρέ! Μὲ ἀρχοντιά! Μὲ ἀγάπη! Μὲ γλυκύτητα! Μὲ ὑπομονή! Μὲ λεβεντιά! Καὶ μὲ αὐστηρότητα, ἂν χρειαστεῖ, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἔτσι ἀρχοντικὴ καὶ αὐτὴ ἀκόμα! Ἂν χρειαστεῖ. Κι ὅποιος φέρεται», ἔλεγε πάλι ὁ Γέροντας, «ὅποιος φέρεται ἀρχοντικὰ στὸν συνάνθρωπο, αὐτὸς μοιάζει τοῦ Χριστοῦ!» Καὶ τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, βέβαια. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Ἄρχοντας! Καὶ φέρεται ἀρχοντικὰ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ σ’ ὅλη τὴν πλάση. Καὶ σὲ κάθε πνοή.

    Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,
    Ἀπόσπασμα ἀπὸ ὁμιλία ποὺ ἔγινε στὶς https://aerapatera.wordpress.com/2022/07/11/%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%83-%cf%80%ce%b1%cf%8a%cf%83%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%bf-%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%81%ce%b5%ce%b9%cf%84%ce%b7%cf%83-%ce%b1%cf%80%ce%bf-%ce%bc%cf%80%ce%b1%ce%bc%cf%80%ce%b7/

    Monday, July 11, 2022

    Τί είναι ο άνθρωπος;

    Τί είναι ο άνθρωπος;

    Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής λέει ότι ο άνθρωπος είναι «το όλον αυτού» και σπεύδει να εξηγήσει πώς εννοεί αυτή τη φράση.

    Ο άνθρωπος δεν είναι η ψυχή του, όπως έλεγε η μεγάλη φιλοσοφική ελληνική παράδοση. Δεν είναι ούτε μόνο το σώμα του. Επίσης, δεν είναι μόνο το άθροισμα αυτών των δύο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ένα εκπληκτικό νέο στοιχείο, που ουσιαστικά αποτελεί το άνοιγμα στη νέα εποχή.

    Τί σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι το άθροισμά του; Αν πάρουμε ένα συ­γκεκριμένο άνθρωπο, λέει ο άγιος Μά­ξιμος, και του κάνουμε όλες τις ψυχο­λογικές, ας πούμε, διερευνήσεις, στη συνέχεια τις βιολογικές, τις οικονομικο-κοινωνιολογικές και όποιες άλλες, τελι­κά όταν τα προσθέσουμε όλα αυτά, αυτό που θα πάρουμε δεν είναι ο συγκεκριμέ­νος άνθρωπος. Για να μιλήσουμε με πιο απλά λόγια, σύμφωνα με τον άγιο Μά­ξιμο, ο άνθρωπος δεν είναι μόνο τα δε­δομένα της φύσεως που τον αποτελούν, αλλά είναι και αυτό που ο ίδιος θέλει, επιθυμεί, σχεδιάζει, προβάλλει, σχετικά με τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι η αυτοσκηνοθεσία του. Είναι η αυτοσκηνοθεσία ενός όλου, είναι μία εκδοχή του όλου. Είναι μια εκδοχή του κοσμικού και του θείου μαζί. Είναι μια ιδιαίτερη λάμψη ετερότητας την οποία ο ίδιος ο άνθρωπος φτιάχνει μέσα στο μέλλον του. Ο άνθρωπος δεν είναι αυτό που φαίνε­ται. Είναι αυτό που γίνεται.

    Έτσι, εισάγεται για πρώτη φορά η ελευθερία μέσα στην ανθρώπινη οντο­λογία. Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα δεδομένο «είναι» στον εαυτό του, ένα δεδομένο σώμα, μια δεδομένη ψυχή. Είναι επίσης και εξίσου και απολύτως και πολύ περισσότερο, μια ελευθερία να φτιάξει τον εαυτό του. Είναι ένας εαυτός, ο οποίος επέρχεται, ο οποίος έρχεται από το μέλλον, ο οποίος γίνεται. Και πώς γίνεται αυτός ο εαυτός; Γίνεται σε ελεύθερη απόκριση, ως ανθρώπινος λόγος, ο οποίος απαντά στον θείο άκτιστο Λόγο, που δημιουργεί τον άνθρωπο. Είναι, δηλαδή, αποτέλεσμα ενός διαλόγου, μας διαλογικής αμοιβαιότητας μεταξύ Θεού και ανθρώπου.

     π. Νικόλαος Λουδοβίκος


    * Μας το έστειλε ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου