Labels

Thursday, October 30, 2014

Άξιον εστί - Οδυσσέα Ελύτη (αντιγραφή Αθανάσιος Γιάννης)





Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη το αντέγραψα γράμμα-γράμμα το 1996 με ένα δάκτυλο αφού δεν ήξερα γραφομηχανή. Το διοχέτευσα (ανώνυμα) στο Ιντερνετ λίγο μετά τον θάνατο του μεγάλου μας ποιητή. Ήταν απότιση ενός μικρου φόρου τιμής σ’ αυτόν και μια συμβολή στην προσπάθεια να μπορούν οι Έλληνες ανά την υφήλιο να διαβάσουν ελληνικά κείμενα ποιότητας.

Το 1996 δεν είχα την δυνατότητα να χρησιμοποιήσω τόνους και γι αυτό ζητώ κατανόηση. Για προσωπικούς λόγους αφήνω το κείμενο στην αρχική του μορφή. Εν τω μεταξύ το ποίημα αυτό κυκλοφόρησε σε διάφορες μορφές, σε πολλές άλλες ιστοσελίδες οπότε αποφάσισα να το καταχωρήσω και εγώ στην δική μου.
Τέλος, μιας κι ο Ελύτης ποτέ δεν υπομνηματίζει τα ποιήματά του, προσπάθησα ανατρέχοντας σε διάφορες άλλες πηγές να ρίξω λίγο φως σε ορισμένα ονόματα, λέξεις, αναγράμματα κλπ. που αναφέρονται στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ελπίζοντας έτσι να βοηθήσω τον αναγνώστη.
Αθανάσιος Γιάννης Βόννη 1997, Λειψία 2010

Υ.Γ. Είμαι ερασιτέχνης , όχι σοφός αλλά φιλό-σοφος. Και „ιητρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος
άλλων„...


Ο Ελύτης μιλάει για το Άξιον Εστί
(το αντέγραψα απο μια συνέντευξη του ποιητή στην ΕΡΤ)
Έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση μού  ́δωσε το δεύτερο εύρημα, να δώσω δηλαδή σ ́ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί.


Πλεονακις επολεμησαν με εκ νεοτητος μου, και γαρ ουκ ηδυνηθησαν μοι1. Ψαλμος ΡΚΗ


Η ΓΕΝΕΣΙΣ

Στην αρχη το φως και η ωρα η πρωτη που τα χειλη ακομη στον πηλο δοκιμαζουν τα πραγματα του κοσμου Αιμα πρασινο και βολβοι στη γη χρυσοι Πανωραια στον υπνο της απλωσε και η θαλασσα γαζες αιθερος τις αλευκαντες
κατω απο τις χαρουπιες και τους μεγαλους ορθιους φοινηκες Εκει μονος αντικρισα τον κοσμο κλαιγοντας γοερα
Η ψυχη μου ζητουσε Σηματωρο και Κηρυκα Ειδα τοτε θυμαμαι τις τρεις Μαυρες Γυναικες2. vα σηκωνουν τα χερια κατα την Ανατολη Χρυσωμενη τη ραχη τους και το νεφος που αφηναν λιγο-λιγο σβηνοντας
δεξια Και φυτα σχηματων αλλων Ηταν ο ηλιος με τον αξονα του μεσα μου πολυαχτιδος ολος που καλουσε Και αυτος αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν Ο ακομη χλωρος μες τη φωτια Ο ακοπος απ' τον ουρανο Ενιωσα ηρθε κι εσκυψε πανω απο το λικνο μου ιδια η μνημη γιναμενη παρον τη φωνη πηρε των δεντρων, των κυματων: "Εντολη σου, ειπε, αυτος ο κοσμος και γραμμενος μες τα σπλαχνα σου ειναι Διαβασε και προσπαθησε και πολεμησε" ειπε "Ο καθεις και τα οπλα του" ειπε Και τα χερια του απλωσε οπως κανει νεος δοκιμος Θεος για να πλασει μαζι αλγηδονα3 και ευφροσυνη. Πρωτα συρθηκαν με δυναμη και ψηλα πανω απο τα μπεντενια ξεκαρφωθηκαν πεφτοντας οι Εφτα Μπαλταδεςκατα πως η καταιγιδα στο σημειο μηδεν οπου ευωδιαζει απ' αρχης παλι ενα πουλι καθαρο παλιννοστουσε το αιμα και τα τερατα επαιρναν την οψη του ανθρωπου Τοσο ευλογο το Ακατανοητο Υστερα και οι ανεμοι ολης της φαμιλιας μου εφτασαν τ' αγορια με τα φουσκωμενα μαγουλα και τις πρασινες ουρες ομοια Γοργονες και οι αλλοι γεροντες γνωριμοι παλαιοι οστρακοδερμοι γενειοφοροι Και το νεφος εχωρισαν στα δυο Και αυτο παλι στα τεσσερα και το λιγο που απομεινε φυσηξαν στο Βορρα Με πλατυ πατησε ποδι στα νερα και αγερωχος ο μεγας Κούλες4 Η γραμμη του οριζοντα ελαμψε ορατη και πυκνη και αδιαπεραστη
ΑΥΤΟΣ ο πρωτος υμνος
ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν Ο ακομη χλωρος μες τη φωτια Ο Αχειροποιητος με το δαχτυλο εσυρε τις μακρινες γραμμες
ανεβαινοντας καποτε ψηλα με οξυτητα και φορες πιο χαμηλα οι καμπυλες απαλες μια μεσα στην αλλη στεριες μεγαλες που ενιωσα να μυριζουνε χωμα οπως η νοηση Τοσο ηταν αληθεια που πιστα μ' ακολουθησε το χωμα εγινε σε μεριες κρυφες πιο κοκκινο και αλλου με πολλες μικρες πευκοβελονες
Υστερα πιο νωχελικα οι λοφοι οι κατωφερειες αλλοτε και το χερι αργο σε αναπαυση τα λαγκαδια οι καμποι κι αξαφνα παλι βραχοι αγριοι και γυμνοι δυνατες πολυ παρορμησεις Μια στιγμη που εσταθηκε να στοχαστει κατι δυσκολο ή κατι το υψηλο: ο Ολυμπος, ο Ταϋγετος "Κατι που να σου σταθει βοηθος και αφου πεθανεις" ειπε Και στις πετρες μεσα τραβηξε κλωστες κι απ' τα σπλαχνα της γης ανεβασε σχιστολιθο ενα γυρο σ' ολη την πλαγια τα πλατια στερεωσε σκαλοπατια Εκει μονος απιθωσε κρηνες5 λευκες μαρμαρινες μυλους ανεμων τρουλους ροδινους μικρους και ψηλους διατρητους περιστεριωνες Αρετη6 με τις τεσσερις ορθες γωνιες Κι επειδη συλλοστηκεν ωραια που ειναι στην αγκαλια ο ενας του αλλου γεμισαν ερωτα οι μεγαλες γουρνες αγαθα σκυψανε τα ζωα μοσκαρια και αγελαδες σα να μη ητανε στον κοσμο πειρασμος κανενας και να μη ειχαν γινει ακομη τα μαχαιρια "Η ειρηνη θελει δυναμη να την αντεξεις" ειπε και στροφη γυρω του κανοντας μ' ανοιχτες παλαμες εσπειρε φλομους κροκους καμπανουλες ολων των ειδων της γης τ' αστερια τρυπημενα στο ενα φυλλο τους για σημειο καταγωγης και υπεροχή και δυναμη
Α ΥΤΟΣ ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας!


Tuesday, October 28, 2014

"Η Παναγιά της Νίκης", του Γιάννη Τσαρούχη





Τις τελευταίες μέρες του πολέμου της Αλβανίας, στο χωριό Κούτσι, την ώρα που παίρναμε συσσίτιο στα σκοτεινά ακούσαμε το εξής νέο:Η Παναγία παρουσιάστηκε σ' έναν ανθυπασπιστή και αυτός την εξέλαβε για Αλβανίδα, προφανώς κατάσκοπο, και πήγε να την πυροβολήσει με το ρεβόλβερ του. Αυτή σήκωσε την παλάμη της να τον σταματήσει και τού είπε: “Μη χτυπάς. Ένα έχω να σου πω: τη Λαμπρή θα είσαστε στα σπίτια σας”. 
Αμέσως δόθηκε διαταγή να χτιστεί εκκλησία στο μέρος που παρουσιάστηκε η Παναγία, ή μάλλον να επισκευαστεί ένας γκρεμισμένος μύλος. Οι μύλοι όλοι στην Αλβανία είναι τετράγωνα κτίρια για καλαμπόκι. Μου πρότεινε ο διοικητής να κάνω τοιχογραφίες, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Το μέρος αυτό εβάλλετο πολύ από τους Ιταλούς και εφοβόμουν. Δέχτηκα όμως να κάνω τέσσερις εικόνες για το τέμπλο, αν βρουν τέσσερις σανίδες. Μπογιές είχε μαζί του ο λοχαγός μου, ο μακαρίτης Γεωργόπουλος, με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να κάνω σκηνές από μάχες. Αυτές οι μπογιές εχρησίμευσαν στην αρχή του πολέμου για να καμουφλαριστούν τα νίκελ του αυτοκινήτου του διοικητού. Κι αργότερα, για να κάνω μερικά πορτραίτα του λοχαγού αυτού, που ήταν φιλότεχνος και βιβλιόφιλος. Ύστερα από πολλές έρευνες βρέθηκε ένα καπάκι από κιβώτιο. Εκεί πάνωζωγράφισα την “Παναγία της Νίκης”, έχοντας ως πρότυπο μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια. Όταν τελείωσε, την εθαύμασαν όλοι οι στρατιώτες, και ένας λοχαγός με παζάρευε να του κάνω μια ίδια για την Κέρκυρα. Ο διοικητής του τάγματος έμενε μακριά από τα σπίτια που μέναμε εμείς, σε μια σκηνή καμουφλαρισμένη με κούμαρα. Ήταν μακριά η σκηνή του και έστειλε έναν μοτοσυκλετιστή, εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε. Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσυκλέτας. 
Καθώς πηγαίναμε στο διοικητή, έφραξαν σχεδόν το δρόμο στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί και είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. Ήδη, το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας. Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός. Δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη σε ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα, εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. “Βρε συνάδελφε”, μου είπε ένας, “βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;” “Όχι, φίλε”, του απάντησα, “αλλά είμαι στρατιώτης και υπακούω στις διαταγές των ανωτέρων”. Όταν με είδε ο διοικητής με γένια και κακοτυλιγμένες γκέτες, μου είπε: “Έλληνας στρατιώτης είσαι εσύ ή Βούλγαρος αιχμάλωτος; Για να δούμε την εικόνα. Την έχεις κάνει άγρια την Παναγία, σαν Αρβανίτισσα. Και ο Χριστός είναι κι αυτός αγριωπός”.
Για να τον θαμπώσω τού είπα κάτι από τους Ψαλμούς του Δαβίδ:“Ευλογητός ει Κύριε ο διδάσκων τας χείρας μου εις πόλεμον, τους δακτύλους μου εις παράταξιν”. “Βλέπω είσαι και θεοφοβούμενος”, μου απάντησε. Φώναξε τον κουρέα να με ξουρίσει και ένας στρατιώτης με βοήθησε να τυλίξω καλά τις γκέτες μου. Αισθανόμουνα σαν ηθοποιός του κινηματογράφου που τον ετοιμάζουν για γύρισμα. Και ο διοικητής είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να μου βγάλει μια φωτογραφία με την εικόνα μαζί. “Τώρα που είναι αξιοπρεπής Έλληνας στρατιώτης”.
Όταν γύρισα μετά τον πόλεμο στην Αθήνα, μου παραδώσανε αυτή τη φωτογραφία και την έχω ακόμα. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της. Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και δεξιά τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουν το μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία. Την άλλη μέρα φύγαμε για τα Γιάννενα. Πάνω σ' ένα φορτηγό ήμαστε στριμωγμένοι και μερικοί τραγουδούσαν το “Έχε γεια καημένε κόσμε” και κανένα ταγκό της Βέμπο. Μερικοί απληροφόρητοι νόμιζαν ότι πανηγυρίζουμε και μας ρωτούσαν: “Επεσε το Τεπελένι;” Πριν φύγουμε ένας χωροφύλακας πήγε και παρέλαβε την εικόνα να την πάει στην εκκλησία που είχε ήδη χτιστεί. Ένας στρατιώτης που τον ήξερε μου είπε: “Αυτός δεν θα την πάει στην εκκλησία, θα την πάει στο σπίτι του να τη δώσει της μάνας του. Είναι πολύ θρήσκα κι αυτός ο ίδιος ανήκει σε θρησκευτική οργάνωση”. Δεν έμαθα ποτέ πού βρίσκεται αυτή η εικόνα. Άργε στο Κούτσι με τα δαντικά τοπία; Ή στο σπίτι του χωροφύλακα; Αγνοώ τελείως.

Μαρτυρία Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος πολέμησε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο του '40.
Από το βιβλίο Μαρτυρίες '40-'41, Κ. Χατζηπατέρα – Μ. Φαφαλιού.
Το ίδιο και στο κείμενο της Μαρίας Καραβία Ο Τσαρούχης με το χακί του '40 (τόμος -αφιέρωμα στον Γ. Τσαρούχη Ωσεί μύρα). 




http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2010/10/blog-post_28.html

Saturday, October 25, 2014

Ο μονόλογος της βροχής



Ξέσπασε ο ουρανός
Προσηλώθηκα ν' ακούσω
της βροχής τον μονόλογο
-μακρύς, ακατάπαυστος, ορμητικός
Όλο το καλοκαίρι μάζευε θλίψεις
μα σιωπουσε, υπέμενε καρτερικά
μέχρι το τέλος του Οκτώβρη
Μια μέρα πριν του άη Δημήτρη
δεν άντεξε άλλο, ξέσπασε

Τα ίδια και τα ίδια έλεγε η βροχή
τα πάθια των ανθρώπων ιστορούσε
κι έκλαιγε, όλη νύχτα έκλαιγε
εγώ την άκουγα, όλη τη νύχτα άκουγα

Ώσπου, λίγο πριν τη χαραυγή
άρχισε να μερεύει, να κουρνιάζει
μες στην απαντοχή της ακοής μου
να μαλακώνει και να συγχωρεί

Ακόμα και ο ουρανός
αποζητά κάποιον να τον ακούει
Είναι αρκετό ένα προσηλωμένο αφτί
για να περάσει η μπόρα
και να 'ρθει η πολυπόθητη γαλήνη





Monday, October 20, 2014

Το χρονικό του νέου βιβλίου "Ο Καλλίστρατος και η Πολιτεία των Αηδονιών" - Καλή βδομάδα!



Έφττασε ο καιρός να μπει στο τυπογραφείο και το τρίτο βιβλίο της σειράς "Οι ιστορίες του Καλλίστρατου" που πριν από τρία χρόνια ξεκινήσαμε με τις εκδόσεις της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας. Αν όλα πάνε καλά θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία την πρώτη βδομάδα του Νοέμβρη.

Κάθε ανθρώπινο έργο είναι προϊόν μιας σχέσης. Σχέσης με τον εσωτερικό του εαυτό και τον κόσμο, τη γη και τον ουρανό, τα υλικά και τα άυλα. Και πάντα κάτι παραπάνω από όλα αυτά. Κάθε έργο είναι πρώτα απ' όλα μια δωρεά του Θεού στον άνθρωπο, είτε το ξέρει είτε όχι. Η στιγμή της έμπνευσης είναι του Θεού, το τι την κάνει κάποιος, πώς την δέχεται, πώς την επεξεργάζεται και μέχρι πού είναι διατεθειμένος να προχωρήσει, έχουν σχέση μ' αυτό που είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και την επιμονή και υπομονή του να εργαστεί, ώστε η δωρεά να πάρει σάρκα και οστά όσο το δυνατόν πιο ακέραια, πιο ατόφια, πιο γνήσια και απαλλαγμένη από τα εμπόδια που εκ φύσεως κουβαλά κάθε άνθρωπος.

Αυτή η σειρά που ανέλαβε να παρουσιάζει παραμύθια γραμμένα πάνω στις ευαγγελικές παραβολές, εκτός από εντελώς πρωτότυπη, είναι και πολύ δύσκολη ως εγχείρημα που θέλει παράλληλα να ταυτίζεαι με την ευαγγελική αλήθεια και να μην την προδίδει. 
Απ' την άλλη μεριά, η επιλογή των παραβολών οφείλει να αφορμάται από τη συμβολικότητά τους, ώστε πάνω τους να πλάθεται μια ιστορία σαν παραμύθι που αφηγείται ο Καλλιστρατος. Σε ποια παραβολή, λοιπόν, στηρίζεται το τρίτο μας βιβλίο;
Δεν είναι από τις πολύ γνωστές, αλλά ειναι απ' αυτές που μέσα στην ιστορία του κόσμου έγιναν παροιμίες, τραγούδια και μασάλιλα, από τότε που ειπώθηκε μέχρι και σήμερα. Αυτό αποδεικνύει τη μεγάλη της αλήεια και αιώνια ισχύ της. Θα μπορούσε να ονομάζεται "η παραβολή της έμπρακτης αγάπης". 
"Όποιος ακούει τα λόγια μου και τα εφαρμόζει", είπε ο Χριστός, "μοιάζει μ' αυτόν που έχτισε το σπίτι του πάνω στο βράχο κι έτσι όταν ήρθαν καταιγίδες και τα νερά όρμησαν πάνω στο σπίτι, αυτό δεν έπαθε τίποτα γιατί θεμελιώθηκε πάνω στο βράχο. Όποιος όμως ακούει τα λόγια μου, αλλά δεν τα εφαρμόζει, μοιάζει μ' αυτόν που έχτισε το σπίτι του πάνω στο χώμα χωρίς γερά θεμέλια κι έτσι όταν φούσκωσαν τα νερά των ποταμών κι έπεσαν πάνω στο σπίτι, αυτό έπαθε μεγάλη ζημιά."
Όταν τη διάβασα, μήνες πριν, τη βρήκα ιδανική για να χτιστεί πάνω της ένα παραμύθι. Κάποια στιγμή όμως αναρωτήθηκα αυτό που θα αναρωτιόνταν και όλοι όσοι μετά άνοιγαν το βιβλίο: Ποια είναι τα λόγια του Κυρίου; Αναζητώντας το σημείο στο οποίο ειπωνεται από τον Χριστό αυτή η παραβολή, είδα πως αποτελεί τον επίλογο της Επί του Όρους Ομιλίας. Αυτή ήταν μια δύσκολη στιγμή για μένα. Τι έπρεπε να κάνω; Να συνεχίσω ή να τα παρατήσω; Και βέβαια, μου ήρθε να τα παρατήσω. Πώς μπορούσα να χειριστώ αυτό το απαράμιλλο μνημείο λόγου μέσα σ' ένα παραμύθι; Μια ευτυχής συγκυρία μ' έκανε να μην τα παρατήσω. Την ίδια ακριβώς παραβολή είχαν στο νου τους και οι εκδότες. Το θεώρησα σημάδι. Έτσι, αποφάσισα να καταβάλλω όλες μου τις προσπάθειες μέχρι το τέλος. Αν δεν εβγαινε κάτι, θα διάλεγα κάποια άλλη παραβολή. Όλο το καλοκαίρι διάβαζα ό,τι σχετικό έβρισκα κι έκανα διάφορα σχεδίασματα. Όλα έφταναν μέχρι ενός σημείου και μετά "κολλούσα". Ο στόχος που είχα βάλει ήταν πολύ πάνω απ' τα μέτρα μου: όλη η Επί του Όρους Ομιλία έπρεπε να περάσει μέσα στο καθεαυτό παραμύθι, χωρίς να φαίνεται, χωρίς να ειπώνεται πουθενά, μέσα και κάτω από τις λέξεις που θα διαμόρφωναν την πλοκή...

Κι έτσι, τον Αύγουστο έφτασα στην Κρήτη για μαι ακόμη φορά και στο εξοχικό των φίλων μας, στο οποίο γράφτηκαν και τα δύο προηγούμενα βιβλία αυτής της σειράς. Τα χρονικά περιθώρια που είχα για ένα βιβλίο που έπρεπε να κυκλοφορήσει πριν τα Χριστούγεννα στένευαν κι εγώ δεν είχα καταφέρει να κάνω τίποτα. Πατώντας όμως στα Ζερβιανά, στο σπίτι του συγχωρεμένου παπα Αριστείδη και του γιου του Αντωνη που 'χει γυναίκα του τη γλυκύτατη Βαγγελιώ, ένιωσα πως μόνο εκεί μπορεί να γραφτεί. Αν δεν γραφόταν εκεί δε θα γραφόταν πουθενά. 
Το μικρό εκκλησάκι του αγίου Αριστείδη ήταν πάντα στην αυλή, μικρό, ταπεινό, με αναμμένο το καντήλι του μέρα νύχτα. Το μόνο που μου έμενε ήταν να ζητήσω τη βοήθεια του αγίου, που ήαν από τους πρώτους απολογητές της αρχαίας εκκλησίας. Ήξερε καλά τι θα πει "γράφω", θα με καταλάβαινε.  Και αυτό έκανα. Ο στοργικός άγιος με σπλαχνίστηκε. Βγαίνοντας από το μικρό ναϊσκο του κάθησα στον υπολογιστή κι έγραψα σχεδόν όλο το παραμύθι μια κι έξω, χωρίς να έχω τίποτα στο μυαλό μου, δίχως να ξέρω τι γράφω. Μόνο το φινάλε έμενε.

Έτσι γράφτηκε αυτό το παραμύθι, που απορούν όλοι τι σχέση μπορεί να έχει με τ' αηδόνια. Φαίνεται πως τ' αηδόνια εισχώρησαν κρυφίως ήδη απ' τις Πλάτρες, στις οποίες ήμουν πριν την Κρήτη.  Την επόμενη μέρα γράφτηκε και το φινάλε και δικαιώθηκαν και τ' αηδόνια με τρόπο μυστικό και ας μου επιτραπεί να το πω, ουράνιο. Το παραμύθι , λοιπόν, είναι χάρισμα του αγίου Αριστείδη και τον ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά. Είναι όμως και των αγίων που γιόρταζαν τις ημέρες εκείνες, και τα ονόματά τους αποτέλεσαν τα ονόματα των ηρώων του παραμυθιού, του Καλλίνικου και του Ευδόκιμου, -ο τρίτος είναι ο Αριστείδης- , που με τη σειρά τους συνέτρεξαν πρόθυμα στην προσπάθειά μου. Τους ευχαριστώ κι αυτούς θερμά.

Από κει και πέρα μέχρι και σήμερα εγώ είχα να κάνω μόνο τις διορθώσεις πάλι και πάλι, διορθώσεις ανελέητες και εξαντλητικές, μέχρι να φτάσω σήμερα να πω, ως εδώ. Τέλος.
Η Αθηνά Ρομπιέ τελείωσε επίσης σήμερα την πανέμορφη εικονογράφησή της. Με το καλό να το στήσουμε μέσα στην εβδομάδα αυτή στο τυπογραφείο και τις πρώτες μέρες να παραδοθεί στο φως "Η Πολιτεία των Αηδονιών" με τις ευχές των αγίων και όλων όσων νοιάζονται γι' αυτό. 
Τέλος και τω Θεώ δόξα!





Των αγίων Αρτεμίου, Γερασίμου και Ματρώνης της Χιοπολίτιδος.

Sunday, October 19, 2014

Κυριακή Γ΄ Λουκά


(Λουκ. 7,11-16)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς
11. εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.
12. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.
13. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε.
14. καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.
15. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.
16. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

 



Wednesday, October 15, 2014

Η υπόσχεση του φθινοπώρου









Τα λουλούδια
έχουν μία εποχή ανθοφορίας
Τις άλλες τρεις αποζητούν 
τη σιωπή της αποσύνθεσης 
σ' αθέατα χώματα
Έτσι ξαποσταίνουν
 από τον θαυμασμό 
των θεατών της άνοιξης
Την πυρωμένη λάμψη τους

Η απόσυρση στο παρασκήνιο της ζωής
κυοφορεί την καινούρια παράσταση


Monday, October 13, 2014

Χάι κου της Πόλης - Μονή της Χώρας - Καλή βδομάδα!


1. Ψηφιδωτές μορφές
μεταποιούν το χρόνο
σε φως στοργικό




2. Σε χρυσούς τρούλους
αστραπόμορφοι άγιοι
δίνουν το παρόν



3. Ικετευτική
δέηση ψηφιδωτή
φθαρμένου τοίχου

Sunday, October 12, 2014

Κυριακή Δ΄ Λουκά



(Λουκ. 8,5-15)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην·

5. ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν 

ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ 

κατέφαγεν αὐτό·

6. καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα·

7. καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι 

ἀπέπνιξαν αὐτό·

8. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν 

ἑκατονταπλασίονα.

9. Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη.

10. ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ 

λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν.

11. Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ·

12. οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει 

τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν.

13. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ 

οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ 

ἀφίστανται.

14. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν 

καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ 

τελεσφοροῦσι.

15. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ 

ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. [Ταῦτα λέγων 

ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω][5].








Friday, October 10, 2014

Νανούρισμα δίχως μουσική




Απ’ το φως πώς ήρθες φως μου
κι έγινε όλο το εντός μου
ατλαζένιος ουρανός

Να ’ναι η τύχη σου μεγάλη
Ομορφιά να μην είναι άλλη
Καλοσύνη ποταμός

Να ’ναι η αγάπη σου ασημένια
Τα όνειρά σου μεταξένια
Και ο νους σου φωτεινός

Να ’χεις χρόνια σου τ’ αστέρια
και στα πάλευκά σου χέρια
να χαίδεύεται ο Θεός


Tuesday, October 7, 2014

Το χρυσό κουτί - Ράινερ Μαρία Ρίλκε



Ήταν άνοιξη. Ο ήλιος χαμογελούσε χαρωπά σ' ένα βαθυγάλαζο διάφανο ουρανό, αλλά το φως του αραιά και πού έφτανε ως τον ημιώροφο του σπιτιού στο στενό παραδρόμι. Και αν καμιά φορά η λάμψη μιας αχτίνας τρύπωνε μέσα απ' τα μικρά τζάμια στην ταπεινή κάμαρη ρίχνοντας φωτεινούς κύκλους πάνω στο σοβά του αντικρυνού τοίχου, έφτανε ως εκεί από δεύτερο χέρι, σταλμένη από ένα παράθυρο του μπροστινού κτιριου. Ο μικρός που έπαιζε ολημερίς μπρος στο παράθυρο του ημιωρόφου χαιρόταν με το ζωηρό πηγαινέλα των φωτεινών λεκέδων που σπαρτάριζαν πάνω στον τοίχο και προσπαθώντας με πηδήματα να τις αδράξει γελούσε τόσο πρόσχαρα, που ο απόηχος του γέλιου του κατόρθωνε να μαλακώσει το λυπημένο πρόσωπο της μητέρας του.

Έμεινε χήρα σχεδόν εδώ και ένα χρόνο. Με το θανατο του ακριβού της συζύγου, χάθηκαν και οι περιορισμένες ανέσεις που εκείνος εξασφάλιζε για την οικογένεια δουλεύοντας σκληρά. Αναγκάστηκε ν' ανταλλάξει ένα ευρύχωρο διαμέρισμα μ' αυτήν την κάμαρη και ν' αυξήσει τις λιγοστές της οικονομίες με τον κόπο των ίδιων της των χεριών, έτσι που να μην αναγκαστούν να στερηθούν τα απαραίτητα, αυτή και προπάντων ο πεντάχρονος γιος της, ο Willy. Δεν ήταν καθόλου περιεργο που αυτο το παιδί απόμεινε η μόνη της παρηγοριά.

Σήκωσε τα κουρασμένα απ' το ράψιμο μάτια της και κοίταξε στοργικά τον μικρό που ακουμπισμένος πάνω στο παράθυρο στήριζε το δροσερό μουτράκι του πάνω στις παχουλές γροθίτσες.

Τώρα όμως δεν ήταν το παιχνίδισμα του ήλιου που είχε τραβήξει την προσοχή του τόσο, ώστε να παρατήσει και το αλογάκι του αναποδογυρισμένο πάνω στο περβάζι. Σήμερα, εκεί απέναντι, συνέβαινε κάτι ασυνήθιστο. Πρόσφατα, στο αντικρυνό κτίριο είχε αδειάσει ένα μαγαζί όταν ένας έμπορος υφασμάτων αποφάσισε να μετακομίσει. Οι νέοι ένοικοι βάλθηκαν να το καθαρίζουν και να το γυαλιζουν. Ξεκόλλησαν μέχρι και τα μεγάλα παραθυρόφυλλα που προστάτευαν τη βιτρίνα τις νύχτες και τις Κυριακές, τα πέρασαν  ένα κιτρινωπο βερνίκι και τέλος τα έβαψαν μ' ένα ωραίο ζωηρό μαύρο χρώμα. Αν όλα αυτά είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον του willy, σήμερα ο ενθουσιασμός του δεν ειχε όρια. Στο βάθος, πίσω απ' τις αστραφτερές βιτρίνες, ξεπρόβαλλαν επίχρυσες και επάργυρες κάσες, ρηχές, κάθε μεγέθους, όλες με έξι γωνίες. Κι όταν σε μια από τις βιτρίνες οι άνθρωποι στερέωσαν μια μικρή ολόχρυση κάσα στολισμένη με δύο υπέροχα γονατιστά αγγελάκια, ο μικρός, μη μπορώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό του ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
"Μαμά, μαμά, έλα να δεις! Τι είναι αυτό το μικρό ωραίο κουτί  μ' εκείνα τ' αγγελάκια;"
Τον παραξένεψε που η μητέρα του, καθώς σηκώθηκε και αντίκρυσε τις λεεπτοκαμωμένες γυαλιστερές κάσες, δε γέλασε καθόλου.
Αντίθετα, κάτω απ' τα αναψοκοκκινισμένα βλέφαρά της κύλησε ένα δάκρυ.
"Τι είναι αυτό;" ξανάπε δειλά το παιδί με ξέπνοη φωνή.
"Κοίτα, Willy" είπε σοβαρή η μητέρα του σκουπίζοντας αργά τα μάτια της μ' ένα μαντήλι, "εκεί μέσα, σ' αυτές τις κάσες βάζει ο κόσμος τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, που ο καλός Θεός παίρνει από τη γη ξανά κοντά του".
"Εκεί μέσα;" ψιθύρισε το αγόρι συνεχίζοντας να κοιτάει αχόρταγα τη βιτρίνα.
"Ναι", συνέχισε η μητέρα του "και τον μπαμπά μέσα σε μια τέτοια κάσα τον..."
"Αλλά", την διέκοψε ο μικρός που οι σκέψεις του ήταν γαντζωμένες ακόμη στην πρώτη της απόκριση, "Γιατί ο καλός Θεός παίρνει κοντά του και τους μικρούς; Πρέπει να ειναι στ' αλήθεια καλοί άμα καταλήγουνε τόσο γρήγορα μέσα σ' αυτό το όμορφο κουτί και μετά μπορουν στον ουρανό να γίνουν αμέσως αγγελάκια! Έτσι δεν είναι;"
Η μητέρα συγκινημένη αγκάλιασε το γιο της με στοργή.
Γονάτισε και μ' ένα μεγάλο φιλί σφράγισε τα δροσερά του χείλη. Ο μικρός δεν ξαναρώτησε τίποτα.  Γύρισε πάλι κατά το παράθυρο και βάλθηκε να κοιτάζει τις μεγάλες βιτρίνες. Στο μουτράκι του έλαμπε ένα χαμόγελο ευτυχίας.
Η μητέρα είχε γυρίσει στη θέση της και δούλευε σκυφτή.
Κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια.
Πάνω στα χλωμά της μάγουλα έτρεχαν δάκρυα.
Άφησε το υφασμα να πέσει, ένωσε τα χέρια της και σιγανά, με τρεμάμενη φωνή παρακάλεσε: "Θεέ μου, μη μου τον πάρεις!"

***

Μια σκοτεινή νύχτα του Σεπτέμβρη δίχως αστέρια.
Οι κάμαρες του ημιωρόφου ηταν σιωπηλές. Ακουγόταν μόνο ο χτύπος του ρολογιού στον τοίχο και το βογγητό του παιδιού, που μόλις ξύπνησε από τον πυρετό και σάλευε στο μικρό κρεβάτι.  Η μητέρα έσκυψε πάνω του. Το κόκκινο κουρασμένο φως της λάμπας για τη νύχτα τρεμόπαιξε πάνω στο εξαντλημένο του πρόσωπο: "Willy, παιδάκι μου, καρδιά μου... θέλεις κάτι;" Μονάχα ασύνδετοι, ασυνάρτητοι ήχοι. "Πονάς;" Καμιά απάντηση.

"Θεέ μου, Θεέ μου, πώς μπόρεσε να συμβεί!" Γρήγορα και μπερδεμένα παιρνούν όλα μέσα από τις αναμνήσεις της βασανισμένης γυναίκας. Ναι, εκείνη τη νύχτα! Μόλις είχε τελειώσει το παιχνίδι. Ούτε μια βδομάδα δεν έχει περάσει. Πώς έκαιγε! "Είναι και η υγρασία του φθινοπώρου" λέει ο γιατρός. Και τώρα, τώρα πια... δε δίνει καμιά ελπίδα. "Μόνο αν η ανθεκτική του κράση"... δεν καταλαβαίνει τίποτα. Φώναξε;

"Μαμά!" ακούστηκε η ξεψυχισμένη φωνή του παιδιού.
"Τι ειναι μωρό μου;"
"Ήταν ωραία, ήταν ωραία" ψέλλισε το παιδί καθώς ανασηκωνόταν με δυσκολία κι ακουμπούσε το φλογισμένο από τον πυρετό προσωπάκι του πάνω στο μπράτσο της.

"Ο καλός Θεός στον ουρανό μου είπε να πάω κοντά του. Μπορώ μανούλα; Μ' αφήνεις;... Σε παρακαλώ" κι έδεσε ικετευτικά τα καυτά του χεράκια.

Ο πυρετός του ανέβηκε ξανά. Έγειρε πίσω. Η δύστυχη μητέρα τον σκέπασε προσεχτικά. Ύστερα, νικημένη απ' την οδύνη, σωριάστηκε στα γόνατα, γάντζωσε τα τρεμάμενα χέρια της στην άκρη του μικρού σιδερένιου κρεβατιού κι άρχισε να προσεύχεται σιγανά... με λόγια χαμένα, ασύνδετα.

Το ρολόι σήμανε οχτώ. Απ' το παράθυρο έμπαινε το ασθενικο φως του φθινοπωρινου πρωινού. Οι σανίδες του πατώματος μοιάζανε γκρίζες και τα έπιπλα έριχναν βαριες μαύρες σκιές. Η γυνάικα σηκώθηκε, κάθισε πάλι στην άκρη του κρεβατιού και στύλωσε το βλέμμα της στο κενό με μάτια φλογισμένα χωρίς δάκρυα. Ο μικρός κοιμότανε τώρα πιο ήσυχα. Αλλά η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη, το μέτωπο και τα μάγουλά του πύρωσαν. Η μητέρα ακούμπησε απαλά το χέρι της πάνω στις αχτένιστες ξανθές μπούκλες κι απόμεινε σιωπηλή. Μόνο όταν ακουγόταν στις σκάλες πολύ δυνατές φωνές ή το ξαφνικό χτύπημα μιας πόρτας πεταγόταν αλαφιασμένη.

"Μπαμπά, μπαμπά" φώναξε σε μια στιγμή το παιδί αλλάζοντας πλευρό. Η χήρα αναπήδησε. Μα ο Willy ησύχασε πάλι. Κάτω στο δρόμο πέρασε μια άμαξα. Ο θόρυβος έσβηνε αργά. Από το πλατύσκαλο της εισόδου ακουγόταν το σούρσιμο μιας σκούπας.

"Θεούλη μου, καλέ μου Θεούλη, σε παρακαλώ!" στέναξε το παιδί. "Ήμουνα... ήμουνα καλό παιδί... Μπορείς να ρωτήσεις και τη μαμά!"

Η μητέρα ένωσε τα χέρια της που έτρεμαν. Ο Willy άνοιξε αργά τα μάτια. Κοιταξε γύρω του με έκπληξη.
"Μαμά, πήγα στον ουρανο" ψιθύρισε το παιδί "στον ουρανό" αλήθεια σου λέω". Μετά είπε ζωηρά:
"Αλήθεια, θα βάλεις κι εμένα σ' αυτό το ωραίο χρυσό κουτί μαμά; Ξέρεις, εκείνο εκεί κάτω". Χαμογέλασε χαρούμενα: "Εκείνο με τα δυο αγγελάκια". Η μητέρα ξέσπασε σε λυγμούς. "Σ' εκείνο, μου το υπόσχεσαι;..." Η χήρα τρομοκρατημένη έσφιξε τα δυο χεράκια του αγαπημένου της. "Θεέ μου, Θεέ μου" ικέτεψε. Τίποτε άλλο δεν μπορούσε να πει. Τότε ένιωσε μια παγωμένη ανατριχίλα να διαπερνάει τα χέρια του μικρού... ένα σκίρτημα... κι έσκουξε.

Από τα μάγουλα του μικρού η φλόγα του πυρετου είχε σβήσει. Τα χείλη σάλεψαν λιγο ακόμη... ύστερα όλα κέρωσαν.
Εκείνη κάρφωσε το βλέμμα της πάνω στο σωματάκι του παιδιού, που έβγαζε, θαρρείς, μια παγωμένη πάχνη.
Τύλιξε τα μικρά του μέλη και τα 'σφιξε πάνω της. Μάταια!
Μονάχα το χαμόγελο είχε μείνει πάνω στα ξυλιασένα χείλη του μικρού νεκρού... εκείνο το χαμόγελο της ευτυχίας.

... Κι ο άχρωμος φθινοπωρινός ήλιος έχυνε την αδύναμη λάμψη του πάνω στα φέρετρα, και σε κείνο το μικρό, το χρυσό, το όμορφο. Η μεγάλη κρυστάλλινη τζαμαρία αντανακλούσε τις αχτίδες στην κάμαρη του ημιωρόφου και το ξεθωριασμένο τους φως τρεμόπαιξε δειλά πάνω στο χλωμό πρόσωπο του φτωχού Willy... ώσπου το κατάπιε η λευκή επιφάνεια του αντικρυνού τοίχου.

1894

Το χρυσό κουτί (και άλλα διηγήματα), Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Μτφ. Παναγιώτης Α. Υφαντής, Αρμός, 1999
.......................................................................................................


Δύο σημειώματα της αντιγραφέως.

1.Πάει λίγος καιρός που ο φίλος μας Αλέξανδρος Κοσματόπουλος  αποφάσισε να αποχωριστεί και να δωρίσει όλη του τη βιβλιοθήκη. Θα πήγαινε σε σίγουρα και καλά χέρια και σε τόπο που πολλοί θα έχουν τη δυνατότητα να επισκεφτούν. Μόλις το ακούσαμε σπεύσαμε να διαλέξουμε ό,τι πιθανόν θα μας ενδιέφερε. Ανάμεσα στα βιβλία που πήρα ήταν κι αυτή η συλλογή διηγημάτων του Ρίλκε. Τον ευχαριστώ απ' τα βάθη της καρδιάς μου.

2. Όταν διαβάζω Ρίλκε, διαβάζω τα σπλάχνα μου. Κι όταν τελειώνω ένα του διήγημα, λέω στον Θεό: "Σ' ευχαριστώ που έφτιαξες αυτόν τον άνθρωπο". Ύστερα ζητάω την ευχή του ποιητή της τρυφερότητας. Είναι ίσως παράξενο που δεν παρακαλώ για την ανάπαυσή του, μα το βρίσκω άσκοπο. Πώς να μην είναι αναπαυμένος ένας άνθρωπος που ακόμα και μετά θάνατον αναπαύει τους άλλους; Γίνεται; Νομίζω πως όχι...






















Monday, October 6, 2014

Καλή βδομάδα!




Χάι κου της Πόλης - Πίτες



1. Πλάθονται πίτες
με χιονάτο αλεύρι
της ταπείνωσης



2. Τρεις τάβλες χάμω
και τρεις θεές επάνω τους
ανοίγουν φύλλο



3. Θέλει τον πλάστη
το ζυμάρι για φύλλο
νόστιμης πίτας