ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Κυρία Νευροκοπλή έχετε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. Πως έχει επιδράσει στη ψυχοσύνθεσή σας η θάλασσα του Θερμαϊκού και ο Βαρδάρης;
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΕΥΡΟΚΟΠΛΗ: Η αλήθεια είναι ότι γεννήθηκα στην Πρώτη Σερρών, αλλά λίγο μετά τη γέννησή μου η οικογένειά μου ήρθε στην Θεσσαλονίκη όπου και μεγάλωσα.
Ο τόπος στον οποίο γεννιέται κάποιος, όπως και η εποχή μέσα στην οποία αναπτύσσεται, τον καθορίζουν.
Η μεγάλη και ευρύχωρη θάλασσα σου χαρίζει το αίσθημα της απεραντοσύνης και της γενναιοδωρίας, ο ορίζοντάς της σου υπενθυμίζει την ένωση της γης με τον ουρανό, και η αδιάκοπη κίνησή της, το ρευστό και ευμετάβολο των ανθρωπίνων πραγμάτων. Η θάλασσα του Θερμαϊκού επιπλέον έχει φόντο τον Όλυμπο, την κατοικία των αρχαίων θεών. Μοιάζει να ψιθυρίζει πως δεν αρκεί το ταξίδι για το ταξίδι. Το ταξίδι έχει νόημα όταν η πυξίδα σου δείχνει τον τελικό προορισμό, την ουράνια Ιθάκη που άφησες κάποτε πίσω σου και στην οποία θα επιστρέψεις.
Ο Βαρδάρης είναι ο Βυζαντινός Αξιώτης, γνωστός από το 700 μ.Χ. Σφοδρός ξηρός βόρειος ή βορειοδυτικός άνεμος που κατεβαίνει από τα υψίπεδα των Σκοπιών, διαπερνά το Πάϊκο και το Μπέλλες και ακολούθως κατά μήκος τον Αξιό ποταμό για να εισβάλλει στην πόλη ξεπερνώντας συχνά τα οχτώ μποφόρ. Φυσά 40-50 μέρες τον χρόνο. Τους θερινούς μήνες καθαρίζει την ατμόσφαιρα και της χαρίζει διαύγεια, τους χειμερινούς παγώνει την πόλη και μπορεί να κατεβάσει μέχρι και δέκα βαθμούς τη θερμοκρασία και φτάνοντας στον Θερμαϊκό εξασθενίζει… Ο Βαρδάρης σκορπάει τα νέφη κι αυτό δεν μπορεί παρά να επιδρά και στην ψυχή του καθημερινού ανθρώπου των παθών, αλλά και στον πολυτάραχο νου που βρίθει «λογισμών αμφιβόλων»…
Ε, άμα καθαρίσεις τοιουτοτρόπως, μπορείς να βάλεις πλώρη και για το ταξίδι που σε περιμένει…
Να μην αφήσουμε όμως παραπονεμένους τους άγνωστους αέρηδες. Έχουμε και τον Χορτιάτη, τον ανατολικό άνεμο που κατεβαίνει από τον ομώνυμο ορεινό όγκο και έχει την ίδια ή και μεγαλύτερη σφοδρότητα από τον Βαρδάρη τον νεφοδιαλυτή, με ακριβώς αντίθετη ενέργεια. Ο Χορτιάτης είναι ο νεφοποιός. Και επίσης έχουμε και τις θαλασσινές Αύρες, που έρχονται από τη θάλασσα προς την ξηρά τις απογευματινές καλοκαιρινές ώρες που μας δροσίζουν, ενώ τις νυχτερινές, κατευθύνονται από την ξηρά προς τη θάλασσα.
Η θάλασσα και ο αέρας είναι τα ιδανικά εκείνα στοιχεία που μπορούν να σμιλέψουν μια ψυχή εύπλαστη κι έναν ευφάνταστο νου. Εκπαιδεύεσαι διαρκώς πόσο θα τους παραδίνεσαι και πόσο θα τους αντιστέκεσαι… Για μένα είναι ένα διαρκές σχολείο ποίησης και μεταφυσικής…
Μ.Γ.: Έχετε σπουδάσει στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, στο Τμήμα Θεάτρου της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης και ασχολείστε με τη συγγραφή. Πόσο αλληλένδετα είναι αυτά μεταξύ τους;
Β.Ν.: Τα πάντα μπορούν να αποβούν αλληλένδετα, όταν η καρδιά και ο νους σου αποζητούν την ενότητα του σύμπαντος κόσμου, όπως δέεται η εκκλησία μας. Στην πρώτη σχολή με οδήγησε η αγάπη μου για τα παιδιά, στη δεύτερη η ανάγκη της έκφρασης. Οι δυο μαζί, καρποφόρησαν τα παραμύθια.
Μ.Γ.: Έχετε γράψει πολλά βιβλία. Με ποιο είδος συγγραφής ασχολείστε κυρίως;
Β.Ν.: Με ενδιαφέρει ο παραμυθητικός λόγος και σαν αναγνώστρια και σαν συγγραφέα και για οποιοδήποτε λογοτεχνικό είδος κι αν μιλούμε. Εγώ επικεντρώθηκα στο ποιητικό παραμύθι χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιώ. Για μένα, η λογοτεχνία, όπως και κάθε τέχνη, έχει νόημα και λόγω ύπαρξης μόνο όταν θεραπεύει τις πληγές μας, μας ξεκουράζει, μας ταξιδεύει, μας χαϊδεύει, μας χαριτώνει, μας παρηγορεί.
Κάθε λέξη που δεν ειπώνεται προφορικά, που αποκόβεται δηλαδή από το φως του προσώπου που την εκφέρει, και γράφεται, είναι σαν μια λέξη που θάβεται στο λευκό χάρτινο μνήμα.
Εκεί είναι όλο το στοίχημα. Μπορείς να κρύψεις μέσα στο μνήμα αυτό το φως της κάθε λέξης; Αν μπορείς, τότε υπάρχουν σοβαρές ελπίδες το φως να ξεπηδήσει από τον τάφο και να αναστηθεί στο βλέμμα και στην καρδιά του αναγνώστη.
Μ.Γ.: Έχετε τιμηθεί με ελληνικές και διεθνείς διακρίσεις για τα βιβλία σας. Πως εισπράξατε αυτές τις διακρίσεις;
Β.Ν.: Όπως ένα παιδί που βάζει όλα του τα δυνατά να ανταποκριθεί στο σχολείο και κάποτε παίρνει δέκα με τόνο. Χαίρεται πολύ και μετά προσπαθεί ακόμα περισσότερο για να ξαναζήσει τη χαρά, μέχρι να καταλάβει ότι η χαρά είναι η ίδια η προσπάθεια και να μην το ενδιαφέρει πλέον αν αυτή επιβραβεύεται ή όχι.
Μ.Γ.: «Το παραμύθι της μουσικής» ανέβηκε ως μουσικοθεατρική παράσταση σε μεγάλες σκηνές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ποια ήταν τα συναισθήματά σας με αυτή την καταξίωση;
Β.Ν.: Η καταξίωση έχει να κάνει με όσους φεύγουν από τη ζωή και τα έργα τους ζουν και βασιλεύουν στους αιώνες. Αυτοί είναι οι καταξιωμένοι. Οι ζώντες δοκιμαζόμαστε με ό,τι κάνουμε. Μια δοκιμασία που αποβαίνει επιτυχής μπορεί την επόμενη στιγμή να την καταστρέψει μια επόμενη ανεπιτυχής. Αλλοίμονο αν πέσουμε στην οίηση και πιστέψουμε ότι τα καταφέραμε. Δεν έχουμε καμία ελπίδα μετά να κάνουμε κάτι καλό, δηλαδή κάτι που να βοηθάει τους ανθρώπους.
Θυμάμαι την πρώτη μας παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης. Χιλιάδες παιδιά χειροκροτούσαν κατενθουσιασμένα. Ένιωσα να τρέμουν τα πόδια μου. Τότε κατάλαβα πως πρέπει να ξεχάσω αμέσως την επιτυχία και να αρχίσω κάτι καινούργιο για το οποίο δεν θα είχα καμία βεβαιότητα. Μετά την παράσταση πήγα στο σούπερ μάρκετ και ψώνισα για να μαγειρέψω. Ήταν τόσο ανακουφιστικό που εκεί κανείς δεν με ήξερε και κανείς δε με χειροκροτούσε! Και η ακόλουθη καθημερινή άσκηση των πραγμάτων της ταπεινής καθημερινότητας είναι μια σωτήρια δικλείδα ασφαλείας.
Με το συγκεκριμένο παραμύθι όμως έχω ζήσει αληθινά σπουδαίες και αλησμόνητες εμπειρίες. Για παράδειγμα ένα τυφλό κοριτσάκι τόσο πολύ επηρεάστηκε από την πρωταγωνίστρια της ιστορίας που είναι κι αυτή τυφλή, που άρχισε την επόμενη μέρα να ασχολείται με τη μουσική και σήμερα, κοπέλα πια, είναι μια εξαιρετική μουσικός! Και μόνο για αυτό το παιδί, άξιζε να γραφτεί αυτό το παραμύθι…
Μ.Γ.: κυκλοφόρησε το εφηβικό βιβλίο σας «Ο μικρός μονομάχος» που έλαβε και το βραβεό της εφηβικής λογοτεχνίας από το ελληνικό τμήμα της ΙΒΒΥ. Ποιος είναι ο μικρός μονομάχος και τι είδους είναι η μονομαχία του;
Β.Ν.: Είναι ένα σημερινό νεαρό αγόρι που αντικρίζει αίφνης τα σκοτάδια του. Αυτά που το περιβάλλουν και αυτά που εισχώρησαν μέσα του και στα οποία παραδόθηκε. Έρχεται όμως η στιγμή που αποφασίζει να μονομαχήσει με την θλίψη, την δειλία, την αβουλία, την αδιαφορία, την εσωστρέφεια και την παραίτηση που το χαρακτηρίζουν. Μια παρατεταμένη διακοπή ρεύματος μαζί με τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα θα το οδηγήσουν στο ξέφωτο της αληθινής ζωής…
Μ.Γ.: «Δυο είναι οι κόσμοι του ήρωά σας Αργύρη. Ο κόσμος του σχολείου και ο ηλεκτρονικός. Στον πρώτο ασφυκτιά, στον δεύτερο απελευθερώνεται» αναφέρετε στο οπισθόφυλλο. Δεδομένου ότι πολλά σημερινά παιδιά ανταποκρίνονται στο πρότυπο του Αργύρη, που οφείλεται η ασφυξία του σχολείου και τι είδους είναι η απελευθέρωση στο διαδίκτυο;
Β.Ν.: Το ζήτημα είναι σύνθετο και εξαρτάται και από την ψυχοσύνθεση του κάθε παιδιού. Το σχολείο, όποιο κι αν είναι, αποτελεί μια άσκηση υπακοής σε ένα πρόγραμμα, κάποιον δάσκαλο, μια επίδοση. Αν δεν έχεις μάθει την υπακοή από το σπίτι σου, είναι πολύ δύσκολο να ανταποκριθείς στις απαιτήσεις του σχολείου -που συχνά είναι και υπερβολικά πολλές- και να μην ασφυκτιάς. Απ’ την άλλη, το σχολείο είναι φτιαγμένο για κάποια παιδιά, όχι για όλα, και επίσης έχει μείνει και λίγο πίσω, δεν έχει προσαρμοστεί σε μια εποχή που τρέχει ιλιγγιωδώς, αλλά και δεν έχει κρατήσει και κάποιες στέρεες βάσεις του παρελθόντος που έδιναν έδαφος στην ψυχή του παιδιού. Το σημερινό αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου είναι πολύ λιγότερο ανθρωπιστικό και πνευματικό απ’ ό,τι παλιότερα, αλλά και πολύ λιγότερο ελκυστικό από τον ευφάνταστο κόσμο του Διαδικτύου. Το μεγάλο όμως ατού του παραμένουν οι άνθρωποι. Αρκεί ένας εμπνευσμένος εκπαιδευτικός για να εμπνεύσει ένα παιδί, και ευτυχώς έχουμε αρκετούς τέτοιους.
Ο ήρωας της ιστορίας μας είναι ένα παιδί με πολλά προβλήματα και εσωστρεφές χαρακτήρα. Φυσικό είναι να καταφεύγει στο διαδίκτυο όπου δεν υπάρχουν ορατοί περιορισμοί και έλεγχος. Ο ιντερνετικός κόσμος σου δίνει μια ψευδαίσθηση ελευθερίας ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, όποτε το θέλεις. Πόσοι γονείς είναι παρόντες όταν τους χρειάζεται ένα παιδί; Το διαδίκτυο όμως είναι πάντα παρών. Καλύπτει ανάγκες που εμείς ως γονείς αφήσαμε ακάλυπτες.
Μ.Γ.: Μια παρατεταμένη διακοπή ρεύματος βγάζει τον Αργύρη κι από τους δυο κόσμους του. Ποιες είναι οι πρώτες σκέψεις και τα συναισθήματά του;
Β.Ν.: Είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματα που θα είχαμε λίγο πολύ όλοι μας σε μια αντίστοιχη περίπτωση. Αισθάνεται ότι ο κόσμος καταρρέει, ότι δεν έχει τι να κάνει, ότι όλα χάνονται σαν να σβήνει ο ήλιος.
Μ.Γ.: Τι προκαλεί στα παιδιά και τους εφήβους η απόλυτη αφοσίωση στο διαδίκτυο;
Β.Ν.: Αυτά τα αναλύουν καλύτερα οι επιστήμονες. Μιλούν για κατάθλιψη, περιθωριοποίηση, αντικοινωνικότητα και άλλα… μα και πάλι όλα αυτά είναι σχετικά. Εξαρτώνται από το τι κουβαλά και τι είναι το κάθε παιδί.
Μ.Γ.: «Εγώ πόσο καιρό έχω να φιλήσω το τόσο όμορφο και θλιμμένο πρόσωπό της;» αναρωτιέται ο Αργύρης για τη μητέρα του. Τι είναι αυτό που συνειδητοποιεί;
Β.Ν.: Συνειδητοποιεί αυτό που καμιά φορά συνειδητοποιούμε κι εμείς -και μακάρι να το συνειδητοποιούμε πριν είναι αργά. Ότι μοιράζουμε όλη μας την αγάπη έξω από το στενό οικογενειακό μας περιβάλλον, σε καινούργιες σχέσεις που εξάπτουν το ενδιαφέρον και την προσοχή μας και λησμονούμε τους δικούς μας ανθρώπους. Μπορεί να φύγουν από τη ζωή και ξαφνικά να θυμηθούμε πως δεν τους είπαμε μια φορά πόσο τους αγαπούσαμε. Ο άνθρωπος όμως αναμετριέται πρώτα απ’ όλα μέσα στην οικογένεια, και μετά έξω απ’ αυτήν. Έχω συναντήσει ανθρώπους να πάσχουν και αγωνίζονται για μακρινούς λαούς που υποφέρουν και δε δίνουν ένα ποτήρι νερό στον άνθρωπό τους… Να αγαπάς από μακριά είναι πολύ ευκολότερο και πολύ πιο ανώδυνο, από το να συνθλίβεται ο εγωισμός σου απ’ αυτόν που έχεις δίπλα σου…
Μ.Γ.: «Γιατί δεν έμεινα λίγο κοντά της; τι φοβάμαι;» αναρωτιέται λίγο αργότερα. Τα παιδιά που είναι κολλημένα στο διαδίκτυο χαλαρώνουν τις σχέσεις με τους γονείς και γενικότερα με τον κοινωνικό περίγυρο;
Β.Ν.: Δεν είναι ζήτημα Διαδικτύου η χαλάρωση των σχέσεων και εξάλλου, μια σχέση δεν χαλαρώνει μονομερώς, αλλά και από τα δύο μέρη. Η καθημερινότητα πολύ εύκολα μετατρέπεται σε ρουτίνα και μέσα στη ρουτίνα μοιάζει να νεκρώνουν οι σχέσεις ή να θεωρούνται δεδομένες. Ωστόσο, κάθε σχέση παραμένει στο μεγαλύτερο κομμάτι της ένα μυστήριο. Δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται. Η σχέση δεν φαίνεται ούτε και φανερώνεται ολόκληρη στα λόγια ή στα έργα. Μπορεί να υπάρχει αρραγής στη σιωπή και την ακινησία. Οι σχέσεις των ζευγαριών, των γονιών με τα παιδιά τους και των αδερφών μεταξύ τους αποκαλύπτονται κυρίως όταν προκύπτουν δυσκολίες. Εκεί καταλαβαίνεις αν όντως υπάρχει ή δεν υπάρχει σχέση. Και η σχέση είναι σαν ένα λουλούδι. Θέλει την τακτική φροντίδα του. Αν το παραμελήσεις, θα μαραθεί ή θα ξεραθεί εντελώς. Η σύγχρονη ζωή οδηγεί συχνά από νωρίς κάθε μέλος της οικογένειας και σε μια διαφορετική κατεύθυνση -τουλάχιστον μία. Έχουμε ανάγκη τον κοινό τόπο συνάντησης των μελών της οικογένειας, όπως το κοινό τραπέζι, την κοινή βόλτα, τις διακοπές, τον εκκλησιασμό. Να κοινωνούμε την κοινή αναφορά μας…
Μ.Γ.: «Ίσως και να μην είχαν πει ποτέ κάτι άλλο εκτός από εκείνα που περιστρέφονταν γύρω από τον ηλεκτρονικό μας κόσμο» σκέφτεται ο Αργύρης για τον ίδιο και τους φίλους του που είναι και συμμαθητές του. Τι είδους φιλία τους συνέδεε;
Β.Ν.: Μια σύγχρονη φιλία. Δεν είναι παράξενο, απλώς εμείς έχουμε μεγαλώσει σε άλλον κόσμο και δεν το κατανοούμε. Φιλία είναι κι αυτό, ή τουλάχιστον σπέρμα φιλίας που σε κατάλληλες συνθήκες μπορεί να ευδοκιμήσει και μια φιλία βαθιά. Και μόνο το γεγονός ότι ο ήρωας μπαίνει στον κόπο να αναρωτηθεί, είναι σημαντικό.
Μ.Γ.: «Αλλά ο χρόνος; Τι τον κάνεις τόσο χρόνο;» αναρωτιέται και πάλι ο Αργύρης όταν λόγω της κατάστασης κλείνουν και τα σχολεία. Ο εγκλωβισμός στο διαδίκτυο στερεί την αξία του χρόνου;
Β.Ν.: Ο χρόνος από μόνος του δεν έχει κάποια αξία. Ο άνθρωπος του δίνει αξία. Ο εγκλωβισμός στον ιντερνετικό κόσμο μάς στερεί τον κενό χρόνο, όπως και κάθε τι που μας παγιδεύει, αφοπλίζοντας την δημιουργικότητά μας. Μήπως δεν το ξέρουμε κι εμείς από το κενό που προκύπτει όταν δεν δουλεύει η τηλεόραση; Τρομοκρατούμαστε γιατί τη ζωή μας τη γεμίζει η ζωή των άλλων και όχι το δικό μας έργο και οι άνθρωποί μας. Σε μια ζωή που πλημμυρίζει από νόημα, δημιουργικότητα και προσφορά, όταν εμφανιστεί το κενό καταλαβαίνουμε πόσο σπουδαίο είναι. Να μείνεις για λίγο κάπου καθισμένος χωρίς να κάνεις απολύτως τίποτα. Μέσα σ’ αυτό το κενό μπορείς να καθρεφτιστείς, να δεις τα μέσα σου, να προσευχηθείς, να ειρηνεύσεις. Να καθαρίσει ο νους σου και να τα δεις όλα καθαρά…
Μ.Γ.: Ποιες αξίες ανακαλύπτει ο Αργύρης με το γεγονός της παρατεταμένης διακοπής ρεύματος και νερού;
Β.Ν.: Ο πρωταγωνιστής μας ανακαλύπτει κυρίως την χαρά της ευθύνης του εαυτού του και της προσφοράς στον άλλον. Ανακαλύπτει το πρόσωπό του, ανακαλεί το παρελθόν που έχει απωθήσει, ώσπου να αποδεχθεί με ευγνωμοσύνη το πολύτιμο και ανεπανάληπτο δώρο της ζωής.
Μ.Γ.: «…η τεχνολογία λειτούργησε μια χαρά ως ναρκωτικό» αναφέρει ο Αργύρης για το κινητό που του αγόρασε η μητέρα του μετά τον χωρισμό των γονιών του. Ποια είναι η ευθύνη των γονιών για την αφοσίωση των παιδιών στον ηλεκτρονικό κόσμο;
Β.Ν.: Εδώ το κείμενο επικεντρώνει στη «συνήθεια» των χωρισμένων γονιών να μπουκώνουν με υλικά αγαθά τα παιδιά τους λόγω των ενοχικών συμπλεγμάτων που τους διακατέχουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο ζητούν απ’ τα παιδιά τους άφεση αμαρτιών. Την άφεση όμως δεν την παίρνεις έτσι. Η άφεση είναι πνευματικό δώρο που δεν έχει να κάνει με τις ενοχές και την εξαργύρωσή τους σε υλικά υποκατάστατα, αλλά με τη μετάνοια, τη μεταστροφή του νοός. Αλλιώς, όχι μόνο την άφεση δεν κερδίζουν, αλλά δίνουν και το έναυσμα για την αρχή ενός φαύλου κύκλου εκμετάλλευσης από τα παιδιά τους που δεν έχει τέλος.
Μ.Γ.: «Να είναι καλά η τεχνολογία. Μέσα στον διασκεδαστικό της κόσμο, όλα ήταν ευχάριστα και ανώδυνα» σκέφτεται σε κάποιο άλλο σημείο του βιβλίου. Τα παιδιά «κλείνονται» στον ηλεκτρονικό κόσμο για ν΄ αποφύγουν τον πραγματικό;
Β.Ν.: Θα αλλάξω για μια ακόμη φορά το υποκείμενο της ευθύνης. Δεν είναι τα παιδιά που κλείνονται, εμείς είμαστε που τα σπρώχνουμε να κλειστούν. Εμείς δεν τα πείσαμε για την ομορφιά του κόσμου και της ζωής. Δεν τους έπεισε το παράδειγμά μας. Αν τα είχαμε πείσει και αν ήμασταν εμείς αξιοθαύμαστοι, τα παιδιά θα ακολουθούσαν το παράδειγμά μας και θα έδιναν και στην τεχνολογία τη θέση που της αξίζει, γιατί μία θέση της αξίζει όπως και να ’χει, όχι όμως αυτή του υποκατάστατου της πραγματικής ζωής. Βεβαίως είναι και η εποχή που τα καθοδηγεί, δεν ευθυνόμαστε μόνον εμείς. Και η εποχή επέτρεψε να εισβάλλουν στη ζωή μας πρότυπα που ο χρόνος δεν τα έχει επαληθεύσει…
Μ.Γ.: «Η μελαγχολία και η κατάθλιψη είναι αξόδευτη αγάπη» όπως είπε στον Αργύρη ο Γεράσιμος;
Β.Ν.: Το πιστεύω, αλλά δεν είναι δική μου κουβέντα αυτή. Είναι λόγος σοφού γέροντος ιερέως που έχει δει απείρως περισσότερα από μένα και είναι σε θέση να κάνει μια τέτοια εκτίμηση και να την επαληθεύσει.
Μ.Γ.: «Αλλάζει ο άνθρωπος όταν αλλάξουν οι συνθήκες» όπως αναρωτιέται ο Αργύρης;
Β.Ν.: Αναρωτιέται ο ήρωας, αναρωτιέμαι κι εγώ…
Ο άνθρωπος είναι ένα άπιαστο, ακαταχώρητο, πολυποίκιλο, φανερό αλλά και απόκρυφο σύμπαν. Δεν έχει ένα, δύο, πέντε δέκα χαρακτηριστικά. Πόσες φορές δεν μας εκπλήσσει ο ίδιος ο εαυτός μας, άλλοτε ευχάριστα κι άλλοτε δυσάρεστα; Όλα είναι μέσα μας, είτε εκφρασμένα, είτε εν σπέρματι, είτε εν δυνάμει. Τα πάντα. Στις δυσκολίες αποκαλύπτεται τι κυριαρχεί σ’ έναν άνθρωπο. Και μπορεί στην αρχή να τα χάσει και μετά να τα βρει, αλλά και το αντίθετο. Νομίζω πως δεν αλλάζουν οι συνθήκες έναν άνθρωπο, τον φανερώνουν. Και πάλι δεν ξέρω, δεν είμαι ψυχολόγος.
Μ.Γ.: Το βιβλίο σας απευθύνεται σε εφήβους αλλά πιστεύω πως πρέπει να διαβαστεί κυρίως από τους γονείς προκειμένου ν΄ αντιληφθούν τι είναι αυτό που οδηγεί τους εφήβους στον εγκλωβισμό τους στο διαδίκτυο. Ποια είναι τα μηνύματα που παίρνετε από τους αναγνώστες;
Β.Ν.: Αυτό μου το έχουν ξαναπεί. Από κάποιους ενήλικες εισπράττω μια συγκίνηση. Το πρόβλημα με τους ενήλικες είναι ότι συνήθως έχουμε μια ιδανική εικόνα για τον εαυτό μας, είμαστε σίγουροι, δεν αμφιβάλλουμε και δεν αναρωτιόμαστε για τον εαυτό μας, και ό,τι αρνητικό συνειδητοποιούμε αφορά στους άλλους. Ένας τέτοιος ενήλικας αν διαβάσει το βιβλίο, δεν θα κερδίσει τίποτα για τον εαυτό του. Για να είσαι έτοιμος να συντριβείς, να δεις τα λάθη σου, να ακούσεις τον άλλον, προϋποτίθεται ότι δεν είσαι συμπαγής σαν μπετόν αρμέ… Ότι έχεις κάποια κενά ώστε να μπορεί να τρυπώσει μέσα στην καρδιά σου ο αέρας και το φως…
Μ.Γ.: Σας ευχαριστώ πολύ για την παραχώρηση της συνέντευξης και σας εύχομαι καλοτάξιδο το βιβλίο σας.
Β.Ν.: Κι εγώ σας ευχαριστώ θερμά για την τόσο όμορφη και αναλυτική συνέντευξη που μου απευθύνατε. Καλή συνέχεια στο έργο σας!
*Το βιβλίο «Ο μικρός μονομάχος» της Βασιλικής Νευροκοπλή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Α.Α.ΛΙΒΑΝΗ
https://now24.gr/basiliki-neurokoplio-internetikos-kosmos-sou-dinei-mia-pseudaisthisi-eleutherias/?fbclid=IwAR3JwtleOj6Cq10gSYBUXwpCZhR-qbFiryKlR809-hm0bGbl8BnNxEYQ0Z8