Σάββατο απόγευμα πληροφορούμαι τηλεφωνικώς τον θάνατο της Κατίνας. Αιφνιδιάζομαι. Δεν είχα ιδέα ότι ήταν άρρωστη. Μέχρι προχθές εκεί. Άντε να έλειψε δυο Κυριακές, μία έλειψα κι εγώ, άντε τρεις όλες κι όλες. Μη στεναχωριέσαι, μου λέει ο συνομιλητής μου, ξεκουράστηκε. «Δεν ήταν κουρασμένη η Κατίνα», απαντώ. «Η Κατίνα μάς ξεκούραζεσαι όλους. Πες μου τίποτα άλλο για παρηγοριά.» Εχω θυμώσει. Δεν ξέρω τι λέω. Δε γίνεται να πέθανε. Πάσχα χωρίς την Κατίνα δε γίνεται. Δεν θα είναι Πάσχα... ήμαρτον Κύριε...
Ήταν Μεγάλη Παρασεκυή πριν τρία τέσσερα χρόνια. Μετά την περιφορά του Επιταφίου και το τέλος της Ακολουθίας, της ευχήθηκα βγαίνοντας από τον ναό του αγίου Νικολάου Ορφανού, καλό κουράγιο. «Τι κουράγιο, καλέ; Τώρα κουράγιο; Πέθανε; Θα αναστηθεί! Πάει τέλειωσε! Καληνύχτα...»
Ξέρεις τι θέλω; ρωτώ τον συνομιλητή μου στο τηλέφωνο. Όταν θα έρθει μωρέ ο Χάρος να έχω δυο δευτερόλεπτα χρόνο για να του το πω κατάμουτρα: είσαι ό,τι πιο αχώνευτο γνώρισα στη ζωή μου. Και μετά να προσθέσω: άντε, τέλειωνε τώρα γιατί έχουμε και δουλειές, να πάμε παρακάτω.
Πριν λίγα χρόνια αντιλήφθηκα λίγες μέρες πριν το Πάσχα, να μουρμουρίζει η Κατίνα με δυο τρεις άλλες γυναίκες. Άθελά μου το αφτί μου πήρε πως ετοιμάζονται να πάνε την επομένη να καθαρίσουν τον ναό. Πλησίασα και τη ρώτησα αν μπορώ να πάω κι εγώ. Έλα και βλέπουμε, απάντησε κοφτά όπως πάντα. Πήγα και η χαρά ήταν μεγάλη. Στο τέλος πριν φύγω μου είπε: εγώ δεν παίρνω όποια κι όποια στη δουλειά. Εσύ είσαι καλή, να ξανάρθεις. Έτσι από τότε μέχρι και πέρσι, πήγαινα.
Μικρή το δέμας, ασημένιο μαλλί σχεδόν καρφάκια, συνήθως αγέλαστη, βλέμμα ίσιο που σε κάρφωνε και σου διαπερνούσε το μεδούλι. Η καρέκλα της δίπλα στο παγκάρι με τα κεριά. Μια κολώνα δίπλα στις κολώνες του ναού. Τρεις τέσσερις γυναίκες άνοιξαν μετά από χρόνια και κράτησαν αυτήν την εκκλησία. Η κυρά Μέλπω συγχωρέθηκε πριν λίγα χρόνια. Η κυρά Όλγα χήρεψε και αποτραβήχτηκε στη μοναξιά της. Η κυρά Κατίνα με τη φιλενάδα της τη Φ. είχαν μείνει. Τώρα η Φ. μόνη της και ευτυχώς ακόμη νέα και πάντα ωραία.
Θύμωσα που πέθανε η Κατίνα. Και θύμωσα περισσότερο που δεν το έμαθα εγκαίρως να πάω στην κηδεία της. Το μόνο πράγμα που δε θέλω να χάνω είναι οι κηδείες. Τα άλλα όλα αν τα χάσω δε με πειράζει. Όχι όμως τις κηδείες.
Σάββατο βράδυ έψησα ένα καταϊφι. Να το πάω την Κυριακή στην εκκλησία, έτσι για την ψυχή της. Θα μου πεις γιατί. Θα σου πω, γιατί έτσι. Βαριά η καρδιά μου. Πώς να δω τη φιλενάδα της; Πώς να δω άδεια την καρέκλα της; Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα Κυριακή πρωί. Η φιλενάδα της γύρισε το κεφάλι, με είδε και το χαμήλωσε ευθύς. Άναψα τα κεράκια μου, προσκύνησα τις εικόνες και έσκυψα να την αγκαλιάσω. Ξέσπασε εκείνη, ξέσπασα κι εγώ. Σηκώθηκε από την καρέκλα της Κατίνας η Σ. που σε όλα βοηθάει κι ας είναι νέα, λέγοντάς μου: κάτσε εδώ να είσαι κοντά της.
Κοντά σε ποια; αναρωτήθηκα ενδόμυχα, στην Φ. ή στην Κατίνα; Χάρηκα όμως λίγο που κάθησα εκεί. Θα είναι κανά δυο χρόνια που άλλαξα θέση στον ναό και ενώ καθόμουν για χρόνια μπροστά, άρχισα να κάθομαι πίσω δίπλα της. Ήθελα να είμαι κοντά της. Θαρρείς και ήξερα πως θα μου φύγει γρήγορα. Αλλά δεν το ήξερα. Δεν μου είχε περάσει ποτέ απ’ το νου. Μια Κυριακή γύρισα να κοιτάξω πίσω μου που είναι το παράθυρο που βλέπει στον κήπο. Για πρώτη φορά παρατήρησα τις δυο φορητές εικόνες που ακουμπούν στα ντουβάρια εκατέρωθεν του παραθύρου. Η μια ήταν του Μεγάλου Βασιλείου και η άλλη του Αγίου Πορφυρίου. Γέλασα. Άντε τώρα να πεις τι με ήλκυε σε εκείνη τη θέση. Από τότε όμως που καθόμουν κοντά στην Κατίνα, δυο τρεις φορές κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, μου έλεγε να καθαρίσω τις εικόνες στα προσκυνητάρια. Στην αρχή μου το έλεγε, μετά απλώς μου έριχνε ένα βλέμμα. Κι εγώ χαιρόμουν που με διάλεγε η Κατίνα γι’ αυτή τη δουλειά. Γιατί η Κατίνα δεν έλεγε πολλά, ήταν αυστηρή, ήταν της τάξης και δεν την ενδιέφερε καθόλου αν θα είναι ή όχι αρεστή. Ήταν άτεγκτη. Ποτέ δεν την άκουσα να γκρινιάζει, ποτέ να παραπονείται κι ας είχε πρόβλημα το πόδι της και πλέον στηριζόταν σε μπαστούνι. Δε σου περνούσε από το νου πως αυτή η γυναίκα ήταν γριά, πως είχε πατήσει τα ογδόντα δύο. Βαριά βαριά θα την έκανες εβδομήντα.
Η Κατίνα ήταν μια γνήσια δασκάλα της ζωής. Έλεγε σε μια μικρούλα που είχε αναλάβει υπό την προστασία της, όταν της έδινε αφορμή: δε θα σχολιάζεις άνθρωπο που δεν είναι παρών, δε θα σε νοιάζει πού πήγε και τι έκανε ο άλλος κι ούτε θα ρωτάς να μάθεις, όταν σου δίνουν κάτι θα το παίρνεις, θα ευχαριστείς κι άμα δε σ’ αρέσει μετά αν θες να το πετάς, αλλά δε θα τον προσβάλλεις.
Μου είπαν πως είχε ξεκινήσει τελευταία αιμοκάθαρση, της έβαλαν πεταλούδα, μολύνθηκε η πεταλούδα, ανακοπή, επαναφορά, ανακοπή. Τέλος. Τέλος στο άψε σβήσε. Όπως της ταίριαζε, όπως ήταν ο χαρακτήρας της κοφτό και σταράτος, όπως επιθυμούσε για να μη βαρύνει και να μην ταλαιπωρήσει κανέναν. Γιατί η Κατίνα ήταν φτιαγμένη να φροντίζει τους άλλους, τους κουρασμένους και πεφορτισμένους, όχι να την φροντίζουν οι άλλοι.
Με το που σταματήσαμε το κλάμα με τη Φ. έγινε η Μικρή Είσοδος. Ότε κατήλθες προς τον θάνατον... Ούτε παραγγελιά να το είχαμε. Τα λόγια του αγίου Πορφυρίου με χτυπούν στην πλάτη έτσι όπως τον έχω πίσω μου: να αγαπάεις και να πονάεις. Και παρηγοριέμαι μια στάλα. Νιώθω πως τουλάχιστον λίγο αγαπώ και λίγο πονώ. Είναι αρκετό προς το παρόν.
Τώρα όμως έχω μπροστά μου το σοβαρότερο. Όσο μεγαλώνω πρέπει να γίνομαι σαν τη φίλη μου. Δεν μπορώ να κάνω την ανίξερη. Έχω ευθύνη. Η καρέκλα δεν μπορεί να μείνει άδεια. Οι εικόνες πρέπει να καθάριζονται χωρίς να μου το λέει, όπως και ο ναός δίχως τη δική της πρόσκληση. Και αφού πέθανε, η ίδια μου το είπε, θα αναστηθεί. Τι κουράγιο; Τώρα κουράγιο; Θα αναστηθεί κι αυτή όπως όλοι, όπως κι εμέις όταν θα φύγουμε από τούτον τον πανέμορφο και άλλο τόσο μάταιο κόσμο. Αναπαυμένη να είσαι, αγαπημένη μου φίλη. Είμαι βέβαιη πως ο ίδιος ο άγιος Νικόλαος σε μετέφερε χωρίς να ζητήσει μεταφορικά. Ούτε ο ίδιος τα είχε ποτέ ανάγκη, αλλά κι εσύ τα ξεπλήρωσες με το παραπάνω όλη σου τη ζωή... κι αν γίνεται κράτα και καμιά καρέκλα άδεια κοντά σου...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια