365 ATHENS
Tarta & Death Vallee
"Τι κοιτάς ρε; Ναι, εμείς είμαστε.
Τα ελαττωματικά γρανάζια του κόσμου σου.
Τα πρωινά κάνουμε ότι δουλεύουμε πλάι σου και τις νύχτες.... σαμποτάζ.
Αν μας δεις, κάνε λίγο το μαλάκα.
Σου ευχόμαστε ολόψυχα μια μέρα να χαλάσεις κι εσύ."
Με αυτές τις λίγες λέξεις ως εισαγωγή, ξεκινά το βιβλίο του Tarta που όσο κι αν το αναζήτησετε, δεν πρόκειται να το βρείτε. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό δείγμα
της συνέπειας ενός νέου παιδιού που υπογράφει τα γκράφιτι που φτιάχνει τις νύχτες με ψευδώνυμο σε τοίχους που το όνομά τους έχει πλέον ξεχαστεί. Το βιβλίο δεν έχει στο εξώφηλλο τίτλο, δεν έχει όνομα συγγραφέα, ούτε και εκδότη. Τα ονόματα του συγγραφέα και του φωτογράφου των φωτογραφιών που συνοδεύουν κάθε κείμενο, αλλά και το κεντρικό σώμα του βιβλίου, βρίσκονται κάτω από αυτή τη μικρή εισαγωγή-μότο.
Αναρωτιέμαι πόση συνείδηση έχει το παλικάρι αυτό για τη φλέβα που κουβαλά, την εμποτισμένη με το ιδιόμορφο χάρισμα του εσωτερικού μονολόγου που διαμόρφωσε την λογοτεχνική σχολή της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι βέβαια τυχαίο πως προέρχεται απ΄αυτήν την πόλη. Το βλέμμα μέσα από το οποίο κοιτάζει και βλέπει την πρωτεύουσα δεν είναι άμοιρο ενός Γιώργου Ιωάννου και Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Μάλλον είναι πολύ συγγενές, με την διαφορά πως διατυπώνεται στη γλώσσα των νέων της εποχής. Των νέων που επιλέγουν συνειδητά να ζουν στο περιθώριο αηδιασμένοι από την υποκουλτούρα της μασκαρεμένης αστικής ζωής και του πλέον απολίτιστου πολιτισμού μας. Των νέων που γνωρίζουν καλά τη γλώσσα τους, την ιστορία τους, την καρδιά τους που κουβαλά το ήθος των λίγων εκείνων ανθρώπων που δεν πουλάνε την ψυχή τους στον διάολο του ΕΓΩ.
Γλώσσα στον ξέφρενο ρυθμό μιας ακραίας ζωής που ακροβατεί στο περιθώριο -σ' αυτό το περιθώριο που ακόμα κι αυτό κάποιους άλλους πολύ τους βολεύει. Καυτηριασμός και χιούμορ, ευαισθησία και στοχαστική ματιά που δεν αρκείται στα φαινόμενα ούτε στην αυταρέσεκεια. Αυτοανατρέπεται και αυτοαμφισβητείται διαρκώς. Πληγώνεται, καίγεται, γίνεται στάχτη κα ιξεκινά απ' την αρχή.
Ελπίζοντας πως αυτό το βιβλίο δε θα βγει ποτέ στο εμπόριο για να καταναλωθεί από την αναγνωστική μάζα, την αποδεδειγμένα ικανή με μεγάλη συγκίνηση να το διαστρεβλώσει ώστε να καταφέρει να το εξομοιώσει με τον εαυτό της, μπαίνω στον κόπο να αντιγράψω ένα από τα εφτά μικρά αφηγηματικά διαμάντια αυτής της νέας λογοτεχνικής στόφας. Κείμενα σαν κι αυτό, τα διαβάζεις για να τα ξεχάσεις αμέσως μετά. Θέλεις δε θέλεις, θα τρυπώσουν μέσα σου σαν ακαριαία αχτίδα φωτός στο απόλυτο σκοτάδι σου. Τις εύκολες ώρες της ζωής σου θα ξυπνούν εφιάλτες και τις δύσκολες θα πολλαπλασιάζονται για να σε κρατήσουν όρθιο.
Να σημειώσω πως το βιβλίο συμπεριλαμβάνει ασπρόμαυρες φωτογρφίες της Αθήνας του Death Vallee και από την ανάποδη είναι γραμμένο στα αγγλικά.
"ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟΝ
Το Μεταξουργείο σήμερα, κρύβει μέσα στα στενά του όλες τις αμαρτίες της πόλης. Στη σκιά του, διαφορετικοί μικρόκοσμοι διασταυρώνονται, συνθέτοντας μια πιο σκληρή και άρρωστη Αθήνα.
Καθώς κατηφορίζεις από την πλατεία Κουμουνδούρου, από κει που ενώνεται η καρδιά της πρωτεύουσας με τα μαυρισμένα της πνευμόνια, συναντάς τα πρώτα μαγαζιά της "chiná town". Λίγα και διάσπαρτα στην αρχή και έπειτα πιο πολλά, ενωμένα μεταξύ τυος. Οι Κινέζοι, μαθημένοι να δουλεύουν ασταμάτητα, δεν ασχολούνται μαζί σου. Συνέχισε το δρόμο σου, δε θα αργήσεις να καταλάβεις τι συμβαίνει, και καλύτερα κράτα το βλέμμα χαμηλά. Η λευκή βελόνα, ακουμπισμένη στο μαρμάρινο πλατύσκαλο κάποιου νεοκλασικού, στάζει ακόμα ιδρώτα και αίμα στον πεζόδρομο. Ζωναντοί-νεκροί στέκονται ολόγυρα. Ο πόνος διάχυτος και μυρωδιά του κάτουρου και της αργής σήψης σου φράζει τα ρουθούνια.
Μια ανάσα πιο πέρα, συνειδητοποιείς ότι τα φώτα της πόλης εδώ είναι κόκκινα μέρα-νύχτα. Φάροι λαγνείας και φτηνού έρωτα. Δειλή η μοναξιά, παίρνει μορφές ανθρώπων, αλλάζει γρήγορα πρόσωπα, πληρώνεται και κάνει κρεβάτι. Εδώ ο πόνος, η εγκατάλειψη και η μυρουδιά του παράνομου έρωτα, συνθέτουν ένα απαγορευμένο φόντο που μαγνητίζει.
Την ίδια στιγμή, τα μπαρ και τα καφενεία της περιοχής γεμίζουν νωρίς το απόγευμα και τα Σαββατοκύριακα μάλιστα, αδειάζουν πρωί. Οξύμωρο το σχήμα που δημιουργεί η ξέγνοιαστη διασκέδαση καθώς κυκλώνει όλη την αστική σαπίλα. Μου τράβηξε την προσοχή αρκετές φορές.
Θυμάμαι μια Παρασκευή απόγευμα μαζί με δυο φίλους, είχαμε προχωρήσει προς τα εδώ. Ψάχναμε κάποιον καθαρό τοίχο για να βάψουμε. Μας πήρε αρκετή ώρα, τα πάνα εδώ είναι βαμμένα. Λογικό, αφου πλέον το γκράφιτι έχει μετατραπεί σε πολύχρωμο "trend" που προσελκύει τον κόσμο και δεν ενοχλεί σχεδόν κανέναν.
Στην κόκκινη πλευρά του Μεταξουργείου όμως έχει πάντα χώρο. Οι νταβάδες της περιοχής δεν καταλαβαίνουν απ' αυτά. Εμείς βέβαια, αφού βρήκαμε έναν χώρο αρκετά μεγάλο, στην πρόσοψη ενός από τα σπίτια αυτά, αποφασίσαμε να ζητήσουμε άδεια, για να μην έχουμε θέμα. Αμήχανοι και μαγκωμένοι, περάσαμε το κατώφλι. Τα δυνατά βογκητά μέσα από το μικρό δωμάτιο μας θύμιζαν πού είμαστε.
- Καθίστε, τώρα θα έρθει η κοπέλα, είπε καλωσορίζοντάς μας η Μαντάμ.
- Όχι, όχι, περίμενε! της λέω κόβοντάς την. Είμαστε τα παιδιά από το γκράφιτι, της λέω. Θέλουμε να σας ζωγραφίσουμε τους τοίχους!
Με κοίταξε παραξενεμένη. Η κοπέλα μέσα συνέχιζε να βογκά και εγώ άρχισα να αναρωτιέμαι τι σκατά κάνω εδώ μέσα. Τις σκέψεις μου σταμάτησε η γεμάτη χαρά φωνή της Μαντάμ.
- Ναι, ναι, μπράβο άντρα μου! Κάντο λίγκο πιο όμορφο και βάλε λίγκο χρώμα που το βλέπω και πιάνεται η ψυχή μου.
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω, ένας αηδιαστικός τύπος, γύρω στα πενήντα, σχεδόν χοντρός, βρωμοκοπώντας κολόνια και ξινή ρετσίνα, μπήκε μέσα, σχεδόν τρεκλίζοντας και άρχισε με δυνατή φωνή να ζητά την "Κατερίνα". Αηδιασμένος πήρα τους άλλους και βγήκαμε έξω.
Συζητήσαμε λίγο τα διαδικαστικά, πού, πώς, τι, και απλώσαμε τα χρώματά μας στο πεζοδρόμιο. Δε βιαζόμασταν. Όσο πέρναγε η ώρα και έπαιρνε να νυχτώνει, όλο και περισσότεροι περαστικοί πελάτες της ηδονής περνούσαν από δίπλα μας. Έμπαιναν, έβγαιναν. Λες και γνωριζόντουσαν όλοι μεταξύ τους. Σταματούσαν και κουβέντιαζαν. Τους τραβήξαμε την προσοχή και μας χάζευαν, τραβούσαν φωτογραφίες, λέγανε μόνο μαλακίες και τέλος έφευγαν. Η Μαντάμ έβγαινε συχνά να δει το έργο.
- Μπράβο άντρα μου! φωνάζει. Κάνε μόνο και μια καρδιά κόκκινη, ζουμερή, να τη βλέπω να χαίρομαι.
Γελάω και φτιάχνω μια καρδιά. Λίγο αργότερα είχαμε τελειώσει. Την βλέπω, μπαίνει μέσα και βγαίνει αμέσως. Μου βάζει τρία πενηντάρικα στην τσέπη.
- ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΕΓΙΝΕ ΑΝΤΡΑ ΜΟΥ! Θα έρχονται όλοι στο δικό μου να γαμάνε. Ευχαριστώ άντρα μου! ΣΚΑΤΑ! Η καλή μου διάθεση πήγε περίπατο. Μαζέψαμε τα πράγματά μας και κάναμε να φύγουμε.
- Στάσου, στάσου άντρα μου. Ελάτε μέσα να δείτε τα κορίτσια. Κερνάει το κατάστημα! Αρνηθήκαμε δυο, τρεις φορές, και στο τέλος μας άφησε να φύγουμε. Με σκυμμένα τα κεφάλια πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Οι τελευταίες της κουβέντες και τα 150 ευρώ στην τσέπη που τις επιβεβαίωναν, μας γέμισαν ενοχές. Για κανά δυο μέρες, κάθε φορά που έβγαζα να πληρώσω κάτι με αυτά τα λεφτά, ξενέρωνα.
Το καθημερινό πάντρεμα της φιλοχρήματης ανθρώπινης σάρκας με το φθηνό θάνατο και τους αδιάφορους καλεσμένους να γιορτάζουν χωρίς να ξέρουν γιατί, με κάνει συχνά να σκέπτομαι πως η Αθήνα δείχνει ομορφότερη όταν την κοιτάς από μακριά."
Αντιγράφω και την τελευταία σελίδα του βιβλίου 365 ATHENS
Αντί επιλόγου
ΑΘΗΝΑ...
...εκεί που ο καθένας προσπαθεί με οποιονδήποτε τρόπο να κάνει αισθητή την παρουσία του, έστω και μέσα από την ανυπαρξία του.
365 ATHENS
Tarta & Death Vallee
Εξώφυλλο
No comments:
Post a Comment
Σχόλια