Είναι ο πλέον στοργικός, όσο κι ένα λουλούδι
Ο Ιωάννης, της Μικράς Ασίας το παιδούδι
Που Ρώσο τον ελέγανε μιας κι η καταγωγή του
Απ' τη Ρωσία ήτανε, και όλη η αγωγή του
Ήταν βαθιά χριστιανική και όταν στο Προκόπι
Καππαδοκίας έφτασε, -άγιοι κείνοι οι τόποι-
Χίλια εφτακόσια ήτανε συν άλλοι δέκα χρόνοι
Πασάς ζητά την πίστη του να αλλάξει, μα με ρώμη
Ο Ιωάννης απαντά: "μπορει να αλλάξαν όλοι
Σ' αυτήν την τόσο όμορφη κι αγαπημένη πόλη,
Μα από μένα αυτό, πασά, να μην το περιμένεις
Καλά αν θες να τα 'χουμε κι εσύ εδώ να μένεις
Με όλη την αγάπη μου εγώ θα σου δουλεψω
Μα δεν αρνούμαι τον Χριστό, σ' αυτό δε θα κιοτέψω"
Θαύμασε τότε ο πασάς το θάρρος και τη γνώμη
Του νέου, σηκωθήκανε με μιας οι δυο του ώμοι
"Ας γίνει όπως αγαπάς", λέει και τον αφήνει
Να του δουλεύει και πιστός δούλος αυτού να μείνει
Όλη τη μέρα δούλευε σκληρά ο Ιωάννης
και το βραδάκι ξάπλωνε στο στάβλο, μην τα χάνεις
Καλότατε αναγνώστη μας, μιας κι η ταπείνωσή του
Ήτανε απαράμιλλη γιατί στη θύμησή του
Τον Κύριο 'χε πάντοτε που στη σπηλιά γεννήθη
Πώς αλλιώς θα πραγμάτωνε τ' άγια Χριστού τα ήθη
Ήταν ο στάβλος του γι' αυτόν ό,τι κι ένα παλάτι
Αρχοντικό, πολύτιμο όσο είναι τ' αλάτι
Κάποτε έφυγε ο πασάς. Πήγε να προσκυνήσει
Στη Μέκκα. Η γυναίκα του λίγο προτού δειπνήσει
Με όλο το αρχοντόσογο, εύχεται το πιλάφι
Που μόλις βγήκε απ' τη φωτιά κι ακόμα κει ανάφτει
Να έτρωγε ο κύρης της που θα 'φτασε στα ξένα
Ο Ιωάννης απαντά, "δώσε, κυρά, σ' έμενα
Το πιάτο του αφέντη μας κι εγώ θα του το πάω
Μην το σκεφτείς και μη νοιαστείς για μένα, δεν πεινάω"
Γελάσανε οι άρχοντες, γέλασε κι η γυναίκα
Πώς θα μπορούσε το παιδί να φτάσει ως τη Μέκκα;
Θαρρέψανε πως πείναγε ο ίδιος κι η ντροπή του
Τον έκανε έτσι να μιλεί χωρίς τη συλλογή του.
"Ας φάει το κακόμοιρο", είπαν και σ' ένα πιάτο
Έβαλαν τη μερίδα του και το παιδάκι νάτο
Πηγαίνει και προσεύχεται στον Κύριο Θεό του
Να στείλει άγγελο ταχύ να πάει στ' αφεντικό του
Ζεστό ζεστό το φαγητό προτού αυτό κρυώσει
Αγγελος τότε έρχεται, τον Γιάννη θα ζυγώνει
Και το πιλάφι στον πασά σαν αστραπή το πάει
"Κυρά, το πήγα το φαϊ", λέει και δεν γελάει
Ας τον γελούνε όλοι τους και ας τον κοροϊδεύουν
Σαν επιστρέψει ο πασάς αυτοί δε θα πιστεύουν
Στ' αφτιά τους όταν ο πασάς θα τους ευχαριστήσει
Που το πιλάφι του 'στειλαν, κι εκεί μπροστά θ' αφήσει
Το πιάτο με τα αρχικά που 'χε του ονόματός του
Θα είναι, λένε, θεϊκός ο Γιάννης και εμπρός του
Δείχνουν πολύ ευλάβεια και τον παρακαλούνε
Από το στάβλο γρήγορα να φύγει. Θα του βρούνε
Ένα καλό δωμάτιο να μένει σαν του πρέπει
"Να αλλάξω τον παράδεισο του στάβλου και να χάσω
Μετά μισθό στον ουρανό, τους λέει, πώς θ' αγιάσω;
Αφήστε με, αρχόντοι μου, κι είμαι ευτυχισμένος
Στο στάβλο με τα άλογα έτσι ταπεινωμένος"
Κάμποσα χρόνια πέρασαν, κάποτε αρρωσταίνει
Και του Άη Γιώργη τον παπά φωνάζει κι αυτός μπαίνει
Με τ' Άχραντα Μυστήρια κρυμμένα σ' ένα μήλο
Ήτανε κρυπτοχριστιανοί και πώς αλλιώς τον Φίλο
Να μεταλάβει ο αγνός κι άγιος στρατιώτης;
Σαράντα χρόνων έφυγε κι ο Μέγας του Δεσπότης
Παρέλαβε την άγια του ψυχή, ενώ το σκήνωμά του
Άφθαρτο πίσω έμεινε ωσότου στα στερνά του
Το φέραν στην ανταλλαγή στης Εύβοιας το Προκόπι
Να αγιάζει όλο το νησί κι όλοι οι γύρω τόποι
Παρηγοριά και στήριγμα σ' όλους τους πονεμένους
Του τότε και του ύστερα τους ντόπιους και τους ξένους.
*Εμπνευσμένο απο το βιβλίο "Εαρινό Συναξάρι" του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, Ακτή, Λευκωσία 2008
No comments:
Post a Comment
Σχόλια