Τέλη του τρίτου και αρχές του τέταρτου αιώνα
κι επί Διοκλητιανού, του πιο σκληρού χειμώνα,
στην Αρμενία έζησαν οι άγιοι της μέρας,
της άνοιξης, της θαλπωρής ανέσπερης εσπέρας
Ευστράτιος, Αυξέντιος, Μαρδάριος, Ορέστης
και ο Ευγένιος μαζί, θα λάμψουν όλοι μες στης
ελληνορωμαϊκής στο πνεύμα, Αρμενίας
Ευστράτιου αρχόμενοι της θειάς του της μνείας
να πούμε πως φιλόσοφος και ρήτωρ ανεδείχθη
Είχε μεγάλο κρατικό αξίωμα, προήχθη
σε θέσεις περιζήτητες, μα είχε τον καημό του
Το αίμα του σαν μάρτυρας να δώσει στον Θεό του
Όμως πάλι φοβότανε, μη δεν τα καταφέρει
μήπως την ύστατη στιγμή διστάσει να υποφέρει
Μέσω του παπα Αυξέντιου, Θεός αποκαλύπτει
να προχωρήσει θαρρετά κι έτσι ο φόβος πίπτει
Παίρνει θάρρος και πάραυτα πηγαίνει στον Λυσία
που ήτανε ο έπαρχος. Με θεία παρρησία
ομολογεί την πίστη του κι ο έπαρχος τα χάνει
Να 'ναι και τούτος χριστιανός; Τέτοια η πίστη κάνει
και στους σοφούς και ικανούς, υπέροχους ανθρώπους;
Να τον αλλάξει προσπαθεί πρώτα μ' ωραίους τρόπους
Μα βλέποντάς τον σταθερό κι ακλόνητο, αλλάζει
Δεινά βασανιστήρια του δίνει, κομματιάζει
το σώμα όλο, κι ο Χριστός τότε τον θεραπεύει
Το θαύμα ο Ευγένιος, βλέποντάς το, πιστεύει
"Κι εγώ, μαζί του, χριστιανός" φωνάζει. Τον αρπάζουν
Τον δένουνε πισθάγκωνα, στη φυλακή τον βάζουν
μαζί με τον Ευστράτιο, και ύστερα τους παίρνουν
και μέχρι τη Νικόπολη τους τρεις τους, τούς πηγαίνουν
Έχουν και τον Αυξέντιο, κι όταν στην πόλη μπαίνουν
με πρόκες πέδιλα φορά ο Ευστράτιος και πάει
Στο δρόμο ο Μαρδάριος καθώς τον απαντάει
αμέσως συγκλονίζεται. "Εγώ τώρα τι κάνω;"
Διερωτάται λέγοντας "χαζεύω μα και χάνω
βλέποντας τέτοιους μάρτυρες, την ίδια την ψυχή μου;"
Πηγαίνει στη γυναίκα του. "Θα έχεις την ευχή μου"
του απαντάει θαρρετά "αν πας να μαρτυρήσεις"
"Και πού θ' αφήσω τα παιδιά;" "Σε Κείνον θα τ' αφήσεις
για τον Οποίον μαρτυρείς!" του απαντά με σθένος
Φεύγει και την ψυχούλα του καταλαμβάνει αίνος
Σαν φτάνουν στη Νικόπολη, ο πρώτος που θα πάρει
ο έπαρχος, είν' ο παπάς, ο Αυξέντιος που άρει
βαρύ φορτίο προτροπής στους άλλους για μαρτύριο
Δεινά βασανιστήρια του κάνουν. Προς τον Κύριο
πετάει η ψυχούλα του όταν του αποκόπτουν
την τίμιά του κεφαλή. Ύστερα αποκόπτουν
Μαρδάριου την κεφαλή αφού κάναν κομμάτια
πρώτα όλο το σώμα του. Έτσι ακριβώς τα μάτια
θα κλείσουν και του Ευγένιου. Και τότε ο Λυσίας
πάει να γυμνάσει το στρατό στα μέρη της Ασίας
Σε νεαρό βλέπει σταυρό που τον φορά στο στήθος
Είν' ο Ορέστης με λαμπρό, χριστιανικό το ήθος
Κι εσύ πιστεύεις στον Χριστό, ρωτά απορημένος
Μα πού σας βρίσκει ο Χριστός; Και τότε φοβισμένος
Ορέστη και Ευστράτιο δίνει στον Αγρικόλα
Χτυπά εκείνος μισερά με τα εργαλεία όλα
τον άγιο Ευστράτιο, στην φυλακή τον κλείνει
Τη νύχτα ο επίσκοπος Σεβάστειας, στην κλίνη
πηγαίνει του Ευστράτιου για να τον μεταλάβει
Είναι ο άγιος Βλάσιος, που αν σε καταλάβει
πονόλαιμος ή πνίξιμο, αυτός το θεραπεύει
Είναι γιατρός Ανάργυρος και ξέρει να γιατρεύει
Ο Αγρικόλας καταρχάς, Ορέστη εξετάζει
Κι αφού βλέπει πως τίποτα από αυτά που τάζει
δεν πιάνει, σχάρα που 'φτιάξε που στη φωτιά πυρώνει
Εκεί, σπρώχνουν τον μάρτυρα επάνω να ξαπλώνει
Μα η ψυχούλα δείλιασε. Ο Ευστράτιος πηγαίνει
του ψιθυρίζει στο αφτί: ξέρεις τι μας προσμένει,
θα φτάσουμε ως μάρτυρες στη Θειά Βασιλεία!
Παίρνει ο Ορέστης θάρρητα κι ως ψάρι σ' αλιεία
πάνω στη σχάρα αφήνεται, δίνοντας την ψυχή του
στον Κύριο και Πλάστη Του που την υπομονή του
αμέσως επιβρέβευσε παίρνοντάς τον κοντά Του
Καμίνι στον Ευστράτιο ανάβουν που πυρώνει
κι ωσάν μεγαλομάρτυρας εκείνος τελειώνει.
Εμπνευσμένο από το Χειμερινό Συναξάρι, τόμος Α΄, Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, Ακτή, Λευκωσία 2008
No comments:
Post a Comment
Σχόλια