Στην πόλη Γηθ ή Ναζαρέτ, τον όγδοο αιώνα,
εκεί που σήμερα γυρνά το μάτι του κυκλώνα,
γεννήθηκε ο Ιωνάς, όνομα που σημαίνει
το περιστέρι. Ο Θεός εντέλλει να πηγαίνει
στη Νινευί, πρωτεύουσα του τότε βασιλείου
των Ασσυρίων. Μα αυτός, αντί για κει, σε πλοίου
πηγαίνει το κατάστρωμα να πάει Ισπανία
"Το ξέρω πως θα κλάψουνε, που τόση αμαρτία
έχει χορτάσει η Νηνευή και θα μετανοήσει,
και ξέρω ότι κι ο Θεός αυτούς θα συγχωρήσει.
Γι' αυτό κι εγώ δεν πρόκειται εκεί να τους κηρύξω
Τα ίδια και χειρότερα θα γίνουν και θα φρίξω
λίγο καιρό αργότερα, όταν θα τα ξεχάσουν.
Αν ο Θεός δεν τιμωρεί, εμένα θα με χάσουν"
Αυτά λοιπόν, ο Ιωνάς, λέει, και στο καράβι
μπαίνει, κι αυτό ξανοίγεται. "Γλύτωσα, κι ας ανάβει
τώρα φωτιά στη Νηνευί" μονολογεί και λέει
Πέφτει, λοιπόν, να κοιμηθεί, κι ενώ το πλοίο πλέει,
πιάνει φουρτούνα, χαλασμός, τα κύματα θηρία
αφού πολύ το ήθελε από την αμαρτία
ο Κύριος την πόλη του μ' αγάπη να τη σώσει
Μυαλό δεν είχε ο Ιωνάς, είχε ο Θεός. Θα δώσει
να βάλουν κλήρο για να δουν ποιος από όλους φταίει
Τρέχουν ξυπνούν τον Ιωνά. Τι έγινε; Τους λέει
Φταίχτη, ο κλήρος σ' έβγαλε. Αυτός καταλαβαίνει
Μία φωνούλα μέσα του, τού λέει τι συμβαίνει
Κάποιοι τη λεν συνείδηση, -ο μέγας δικαστής μας-
"Σε ρίχνουμε στη θάλασσά, είν' η απόφασή μας"
Τον ρίχνουν τότε στο νερό κι η θάλασσα μερώνει
Κήτος πελώριο έρχεται και τον κοντοζυγώνει
Τον καταπίνει, στην κοιλιά τρεις μέρες τον κρατάει
Ο Ιωνάς προσεύχεται κι ο νους του δε ρωτάει
τι θα συμβεί, τι μέλλεται και ο Θεός τι θέλει
Τώρα τον εμπιστεύεται, τίποτα δεν τον μέλλει
Την τρίτη μέρα τον ξερνά, έξω απ' την Παλαιστίνη,
το κήτος, τον προφήτη μας, κι αυτός σκηνή δε στήνει
Τρέχει ευθύς στη Νηνευί, κηρύττει τη μέτανοια
και μετανιώνουν όλοι τους. Σκουπίζουν στα φουστάνια
τα δάκρυά τους τα πικρά, νηστεύουνε τρεις μέρες
άνθρωποι και τα ζώα τους που ζουν κει στις ξέρες
Και έφυγε ο Ιωνάς σ' ερημικό τοπίο
Κάθισε και περίμενε να δει το τι. Το οποίο
σημαίνει: όταν ο Θεός συγχώρεσέ τους όλους,
πολύ στεναχωρέθηκε ο Ιωνάς. Τους θόλους
του ουρανού δεν κοίταζε. Είχε καημό μεγάλο
"Τι να σε κάνω, Ιωνά, που σ' ααγαώ; Τι άλλο;"
είπε ο Θεός κι ανέστησε κολοκυθιά σιμά του
να τον Φυλά απ' τον βοριά κι από την αντηλιά του
Ξύπνησε. Πόσο χάρηκε, δε λέγεται να πούμε
Μείγμα είναι ο άνθρωπος, γι' αυτό τον συγχωρούμε
Ένα σκουλήκι έρχεται, το κολοκύθι τρώει
ξεραίνετ' η κολοκυθιά, μα αυτό τον κατατρώει
απ' την αρχή τον Ιωνά. Λύπη θα του προσθέσει
Έτσι αυξάνετ' η ψυχή ωσότου να χωρέσει
τον Κύριο της, για δα αλλιώς, μικρή αν μείνει, πάει.
Χωράει μόνο το κακό, κανέναν δε σχωρνάει.
"Εσύ, για μια κολοκυθιά, λυπήθηκες πια τόσο
και ούτε καν την φύτεψες. Για πες μου, εγώ πόσο,
ανθρώπους που τους έπλασα και αριθμούν μυριάδες
μαζί και με τα ζώα τους που 'ναι πόσες χιλιάδες
να λυπηθώ θα έπρεπε; Τώρα καταλαβαίνεις;"
είπε ο Θεός στον Ιωνά. "Κύριε, θα λαβαίνεις
μονάχα τη συγνώμη μου. Τώρα λέω να πάω
στο Ισραήλ. Κηρύττοντας εκεί πια να γερνάω"
Συνέχισε ο Ιωνάς μέχρι τα γηρατειά του
Τον σπλαχνικό του Κύριο, είχε πάντα κοντά του.
Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008
No comments:
Post a Comment
Σχόλια