Labels

Friday, September 16, 2016

Τραγούδι της Αγίας Ευφημίας


Κόρη πανώρια, ξακουστή σ' όλη την Χαλκηδόνα
η Ευφημία ήτανε, στα χρόνια ηγεμόνα
που ως διώκτης έμεινε μέσα στην ιστορία, 
των χριστιανών, και αύξησε μαρτύρων τη χορεία,
αυτού που Διοκλητιανός καλούνταν και ποθούσε
να εξολοθρεύσει τους πστούς της εποχής που ζούσε
Τις διαταγές του βασιλιά, ο διοικητής του τόπου
τις εφαρμόζει και ζητά να φέρουν κι αυτήν όπου
κάποιοι την καταγγείλανε πως χριστιανή λογιέται
Παθαίνει μπρος στα κάλλη της, απ' έρωτα χτυπιέται
Την κολακεύει μάταια. Πού αλλαγής τα ίχνη;
Ένα καμίνι στη φωτιά πυρώνει και τη ρίχνει. 
Με το σημείο του Σταυρού, η Ευφημία μπαίνει
Ακέραια, αλώβητη, σε λίγο ξαναβγαίνει
Σαν τον Άη Γιώργη, σε τροχό πηγαίνουν να τη δέσουν
Το πάγκαλο το σώμα της θέλουν, αν το μπορέσουν,
κομμάτια να το κάνουνε για να φχαριστηθούνε
Τ' όργανο διαλύεται κι εκείνοι απορούνε
"Ποια είναι τούτη η δύναμη που δεν την πολεμούμε;"
Στο θηριοτροφείο τους αμέσως την πηγαίνουν
μα τα θηρία τη φιλούν κι όλα κοντά της μένουν 
Χαϊδεύουνε τα χέρια της, τα πόδια προσκυνούνε
Λιοντάρια γίνονται αρνιά και τίγρεις ημερούνε
Σαν τον Δανιήλ που έριξαν στον λάκκο των λεόντων
κι η Ευφημία γίνεται βοσκός άγριων όντων
Οι χριστιανοί οι θεατές υμνούν, δοξολογούνε
Οι ειδωλολάτρες έκπληκτοι, ναι, θα ξεκλειδωθούνε  
"Μα ειναι Μέγας ο Θεός" λένε, "της Ευφημίας
και του Χριστού το όνομα, άξιο κάθε μνείας!"
"Φέρτε και την αρκούδα μας" ο διοικητής προστάζει
"αυτή 'ναι η ελπίδα μου" λέει σαν να διστάζει
Το ζώο κοντοστέκεται βλέποντας την αγία
Εκείνη "σε παρακαλώ" λέει μ' ευαισθησία,
"έλα αμέσως να με φας, να πάω στον Χριστό μου,
μη μ' αρνηθείς τη χάρητα. Είναι το όνειρό μου"
Αυτο ζητάει η ψυχή που 'ναι ερωτευμένη
με τον Νυμφίο τ' ουρανού όπου την περιμένει
Και η αρκούδα τάχατες κάνει πως θα την φάει
και η ψυχή βγάζει φτερά κι ολόλευκη πετάει
Το λείψανό της άφθαρτο ως τώρα παραμένει
και το Πατριαρχείο μας για σπίτι έχει.  Μένει
εκεί στην Πόλη και παντού και κάποτε προστρέχει
σε όποιον τη χρειάζεται και σαν βροχούλα βρέχει
όλη τη χάρη τ' ουρανού, όπως πριν λίγα χρόνια
στον όσιο Παίσιο μες στων καιρών τα χιόνια
πήγε και του 'πε: "γέροντα, αν γνώριζα τη χάρη
του παραδείσου εν ζωή, δε θα 'λεγα να πάρει
γρήγορα την ψυχούλα μου ο Κύρης και Θεός μου,
μα βάσανα κι άλλα πολλά θα του 'λεγα Συ δωσ' μου
Γιατί δε βασανίστηκα πολύ ώστε ν' αξίζω
τόσα πλούτη στον κήπο Του που αιώνες πια γυρίζω. 

  
Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008 

No comments:

Post a Comment

Σχόλια