Labels

Saturday, May 2, 2015

Η Πρωτομαγιά της γειτόνισσας


Ξημέρωσε η πρώτη του Μάη. Έτρεξαν οι άνθρωποι στις εξοχές να τον πιάσουν, μη φύγει τρέχοντας κι αυτός σαν τις χαρές που το βάζουν στα πόδια στην πρώτη κακοκαιρία. Κόβουν λουλούδια, φτιάχνουν στεφάνια, πιάνουν το μήνα των λουλουδιών απ' τα μαλλιά, δίχως να σκέφτονται πως έτσι του αφαιρούνε τη ζωή. Δε θα 'ταν ήδη αρκετό να δουν το ανθισμένο του πρόσωπο, να το χαϊδέψουν; Γιατί να φτιάχνουν στεφάνια που τόσο σύντομα θα μαραθούν; Ποια ευχαρίστηση προσφέρει ένα μαραμένο στεφάνι που λυπημένο θα κρέμεται ύστερα στην πόρτα τους; Ίσως για χάρη της ανάμνησης εκείνης της επιπόλαιης στιγμής που το χέρι τους απλώθηκε για να κόψει τα λουλούδια. Ίσως για τη στιγμή που το κεφάλι τους στολίστηκε μ' αυτά, ενώ εκείνα σπαρταρούσαν ακομα εκπνέοντας τις τελευταίες τους ανάσες. Δε θα 'ταν μεγαλύτερη, δε θα 'ταν διαρκέστερη η χαρά τους, αν κάθε φορά που νοσταλγούσαν το πρόσωπο του Μάη έτρεχαν να το συναντήσουν; 
Κι όμως, ο Μάης γελά και μαζί τους και μαζί μου. Δεν αντιστέκεται σε κανέναν κι επιπλέον χαίρεται που χαρίζεται στους ανθρώπους, ακόμα κι αν τον κακοποιούν. Ωραίος τύπος! Γενναιόδωρος και πολύ φιλοσοφικότερος από την αφεντιά μου.

Η γυναίκα του διπλανού μπαλκονιού θα πρέπει να είναι μια παράξενη γυναίκα. Συχνά μένει μόνη αν και έχει οικογένεια. Μόνη και σήμερα, Πρωτομαγιά, βγαίνει στο μααλκόνι της απ' τα χαράματα. Ξεχορταριάζει τις γλάστρες της, φυτεύει καινούργια λουλούδια, κλαδεύει τα παλιά, ανακατεύει το χώμα για να το φρεσκάρει. Παίρνει μια καρέκλα να φτάσει την πέργκολα που έχει κατασκευάσει και πάνω της στερεώνει κάποια αποξηραμένα μπουκέτα. Να μην πάει χαμένο τίποτα. Τουλάχιστον όχι ό,τι συνιστά την ομορφιά. Τέλος, σκουπίζει και πλένει το κατάμεστο από γλάστρες μπακλονάκι της και κάθεται σαν πριγκιπέσσα να πιει τον καφέ της μέσα στον χειροποίητο παράδεισό της. Το πρόσωπό της είναι πάντα ανθισμένο, -τουλάχιστον όσο καιρό την έχω εγώ γειτόνισσα. Ίσως γιατί ξέρει να φτιάχνει μια εξοχή στο μπαλκόνι της. Θα πρέπει, λέω, να έχει μια εξοχή και στην καρδιά της. Αν και λείπουν οι δικοί της, δε φαίνεται να της λείπει τίποτα. Καθώς πίνει τον καφέ της χαρούμενη ατενίζει τα λουλούδια της στις γλάστρες, -σαν να κοιτά τα πρόσωπα των εγγγονών της-, που 'ναι όλα λαμπερά κι ολοζώντανα, κι ύστερα το βλέμμα της περιδιαβαίνει θαρρείς, τους εσωτερικούς της κήπους. Στη βρύση τους ξεδιψά και δε ζητά τίποτα περισσότερο. Αντιλαμβάνεται την παρουσία μου και μου λέει γλυκά: 
Καλή Πρωτομαγιά, κόρη μου! Δεν είναι πολύ όμορφη η ζωή; Καλή Πρωτομαγιά, της απαντώ. Ναι, είναι πολύ ωραία όταν ξέρεις να την πολλαπλασιάζεις... 


No comments:

Post a Comment

Σχόλια