Απομεσήμερο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης με καταρρακτώδη βροχή. Για να έχω πιθανότητα να μπω στο λεωφορείο No 23, πρέπει να πάω στην αφετηρία. Aλλά δεν πάω. Εγκαταλείπω την πιθανότητα χάριν των φύλλων που φέτος έχουν στρωθεί για τα καλά κι όπως δεν έχει φυσήξει μέρες τώρα, έχουν μεταμορφώσει τ' αυτοκίνητα σε πολύχρωμα λοφάκια και τους τσιμεντένιους δρόμους σε πορτοκαλοκόκκινη μοκέτα. Τυφλά ακολουθώ τα φύλλα, αυτά που 'ναι πολλά μαζί συντροφευμένα. Έτσι φτάνω στη δεύτερη στάση του αστικού. Ίσα που κλείνει η πόρτα πίσω μου. Είναι ασφυκτικά γεμάτο. Ο ένας πάνω στον άλλο σαν παράφορα ερωτευμένοι. Στην επόμενη στάση ανοίγει πάλι ο οδηγός την πόρτα. Ποιος να μπει; Δε χωράει κουνούπι.
"Τι ανοίγεις, οδηγέ, δε βλέπεις τι γίνεται; Κλείσε!" λέει η διπλανή μου κυρία. Φωνή ντόμπρα, ίσια σαν κοφτερό μαχαίρι, όχι όμως και σκληρή. Είναι φωνή που νοιάζεται, αλλά έχει και επίγνωση. Ο κολλητός της κύριος τη συμβουλεύει να μη μιλά έτσι και της υπενθυμίζει πως εμείς καλά βολευτήκαμε, ας βολευτούν κι οι άλλοι που περιμένουν ώρα στη βροχή. "Πού να μπουν, χριστιανέ μου; Δε χωράνε!" Έχει δίκιο η κυρία, μα το δίκιο είναι ορφανό που έλεγε κι η γιαγιά μου. "Ε, όσοι αρέσκονται, τώρα πολύ θα ευχαριστιούνται" συνεχίζει η κυρία ευδιάθετη μόλις κλείνουν οι πόρτες. Στην αρχή δεν καταλαβαίνω το πονηρό υπονοούμενο, μα όταν οι γύρω μου γελούν, γελώ κι εγώ κι ευθύς το συλλαμβάνω. Σκέφτομαι πόσο λεπτά το είπε. Πράγματι, όσοι αρέσκονται, έτσι όπως είμαστε παστωμένοι σαν σαρδέλες, έχουν βρει τη χαρά τους. "Ε, ρε Θεέ, δεν μας έκανες κι εμάς με φτερά, τι ωραία που θα χωρούσαμε όλοι τώρα!", συνεχίζει με χιούμορ και γελάμε. Την κοιτώ. Τα βλέμματά μας συναντιώνται συχνά καθως όλο κάτι λέω κι εγώ, κάτι κι εκείνη. "Ε, να πούμε και καμιά χαζομάρα να περάσει η ώρα. Ε, Παναγιά μου, τι έχουν τα έρμα και ψοφούν". Ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι, άνθρωποι ωραίοι. Σκύβει στ' αφτί μου. "Αν δε γελάσουμε και λίγο θα σαλτάρουμε. Να γελάσουμε για να φτάσουμε".
Αρχίζει και αδειάζει σιγά σιγά το λεωφορείο από κόσμο, ανασαίνουμε. Μετά τον άγιο Παύλο μπαίνει ένα τσούρμο σχολιαρόπαιδα. Φωνάζουν, λένε χαζά αστεία, κέφι στο ζενίθ. Η κυρία μόλις κάθησε στη θέση που άδειασε. Ξανασκύβει κοντά μου. "Γελούν... ποιος ξέρει τι τα περιμένει αύριο... τώρα είναι ξεγνοιασιά..." "Μακάρι να γελούν πάντα" της λέω. "Μακάρι, αλλά γίνεται; Δεν πειραζει, όσο πάει. Εμένα με κράτησε που σαν παιδί γέλασα κάποτε πολύ. Και τώρα καμιά φορά, αλλά όχι όπως τότε. Μα γελάω και τώρα, τι νομίζεις; Έχασα παλικάρι εικοσιοχτώ χρονών. Κανονικά θα ήμουν στο ψυχιατρείο. Και σάματις τι θα καταλάβαινα; Να γελάμε, όσο μπορούμε, αλλιώς δε βγαίνει..."
Την παρατηρώ. Έχει νεανικό νευρικό σώμα και πρόσωπο σαραντάρας. Είναι όμως αδύνατον να είναι κάτω από πενήντα. Κοντά καστανά μαλλιά αγορέ, ντυμένη στα μαύρα με χαρακτηριστικά προσώπου ανοιχτά, όχι μόνο στο χρώμα, αλλά και στο μέγεθος. Μεγάλα μάτια, πλατύ καθαρό μέτωπο, έντονα ζυγωματικα και χείλη μεγάλα, αν και σχετικά λεπτά. Συχνά οι ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι έχουν και ανοιχτά σαν ανθισμένα πέταλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Θαρρεις και πλαταίνουν για να ταιριάξουν με το πλάτος της καρδιάς τους.
Αδειάζει η διπλανή της θέση κι έτσι κάθομαι κοντά της. Τώρα θα μου πει κι άλλα, σκέφτομαι. "Έναν αδερφό έχω, ο πατέρας μου του τα άφησε όλα εκείνου. Στο τέλος τον πέταξε στο δρόμο. Ήρθε σ' εμένα. Να πας σ' αυτόν που του τα 'δωσες όλα, του είπα. Πού να πάει; Θα βρωμούσε και θα πέθαινε σαν το σκυλί." Οι καλόκαρδοι άνθρωποι συνηθίζουν καμιά φορά να μιλούν σκληρά σαν να είναι οι πλέον σκληρόκαρδοι, αλλά το καλό το κάνουν πάντα ό,τι κι αν έχουν πει στην αρχή. Ίσως και να το προστατεύουν έτσι. Η ασπίδα του καλού πρέπει να είναι από μέταλλο σκληρό, αλλιώς εύκολα το καλό μπορεί να πληγωθεί θανάσιμα.
"Τον κράτησα τον πατέρα μου τέσσερα χρόνια, τον φρόντισα σαν παιδί κι ας μη μου έδωσε τίποτα. Δόξα τω Θεώ! Τι ανάγκη είχα; Εγώ έκανα δυο σπίτια. Μ' αυτά τα χέρια τα έκανα, με τη δουλειά μου. Δε μου τα χάρισε κανείς αχνιστά για να τα καταβροχθήσω... Θα το βρει απ' τα παιδιά του, αλλά και τα παιδιά του δυστυχώς τα έκανε σαρκοφάγα σαν τον ίδιο. Σαρκοφάγοι γονείς, σαρκοφάγα παιδιά. Πικρή η αλήθεια, αλλά πρέπει να λέγεται. Τι θα τα κάνουμε μωρέ σάμπως; Μαζί μας θα πάρουμε και τα σπίτια και τα χωράφια και όλα; Τι πήρε εμένα ο γιος μου; Ένα μέτρο γης κι αυτό για τρία χρόνια. Μετά μάζεψα τα κοκκαλάκια του και τα πήγα στο οστεοφυλάκιο. Αυτό έμεινε από κείνον. Τι τα θες;"
Φτάνουμε στο Επταπύργιο. Σηκώνεται, μαζεύει τα ψώνια της, πατά το κουμπί και πριν κατέβει, μου λέει χαμογελώντας: "Γεια σου κοπέλα μου, καλά να είσαι" "Κι εσείς" απαντώ, "καλές γιορτές". Και βουρκώνω.
Οι άνθρωποι που δε ζήτησαν τίποτα από κανέναν, εκείνοι που τους αφαιρέθηκε μέχρι και κομμάτι της καρδιάς τους, κάποτε είναι οι βασιλιάδες αυτού του κόσμου. Ναι, αυτού του κόσμου που σήμερα κάνει ήρωες όσους στάθηκε ο ίδιος ανίκανος να παιδαγωγήσει ως ανθρώους, με αποτέλεσμα να γίνουν σαρκοφάγα έτοιμα να κατασπαράξουν τα πάντα.
Αυτή η άγνωστή μου κυρία ήταν μια βασίλισσα, μια αρχόντισσα. Ήταν ένας κήπος κάτω από τον ουρανό. Έναν ουρανό που τίποτα δεν θα τον εμποδίσει ποτέ να λούσει με τον ήλιο του τον κήπο, με τη βροχή του να τον ποτίσει, με το φθινόπωρό του να τον μαράνει, να τον παγώσει με τα χιόνια του, και πάλι, πάλι απ' την αρχή, μέχρι το τέλος.
Αυτό το τέλος που τέλος δεν έχει.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια