Κι όσο μεγαλώνω το παρόν με κατακλίζει θάλασσα τη βαρκούλα που όλο την οδηγεί, δίχως σταματημό, στο ταξίδι. Κι όσο ταξιδεύω το αίσθημα του βάθους των νερών, μα και του ορίζοντα, μεγαλώνει. Όσο μεγαλώνει, τόσο λιγότερο γράφω. Κι όσο λιγότερο γράφω τόσο περισσότερο ζω.
Μα σήμερα το νοτισμένο απ' τη βροχή χαλί της νύχτας στρώνεται για τον καραβοκύρη μου, τον άη Νικόλα, και πώς να μην του αφιερώσω λίγες αράδες κωπηλασίας της γραφής; Δεν το μπορώ.
Επέστρεψα απόγευμα από την παρουσίαση της Αθήνας για τον εσπερινό του. Βροχή ο ουρανός. Βροχή δροσιάς. Αυτό το φθινόπωρο μοιάζει να μη θέλει να φύγει κι έχει γίνει με το πείσμα του αξιαγάπητο. Τα αγιοκέρια έξω από τον κατάμεστο από πιστούς ναό, κάτω απ' το ξύλινο μπαλκόνι του άλλοτε φτωχικού ορφανοτροφείου. Σκαλωσιες γύρω από το ναό. Καιρός να φτιαχτεί η στέγη να μη βρέχονται οι άγιοι που άντεξαν αιώνες και αιώνες στους τοίχους. Και η κυρία Όλγα να λέει: "Το Δημόσιο περίμενε το φθινόπωρο για να φτιάξει τη στέγη, δεν μπορούσε το καλοκαίρι". Και ο δέσποτας σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια στον απλό θρόνο του και όλοι οι ιερείς της Μονής Βλατάδων παρόντες κι άλλοι που δεν τους γνωρίζω. Και πρόσωπα πιστών άγνωστα, πρωτοειδωμένα, που καθένα για κάποιον λόγο ευλαβείται τον άγιο.
Στέκομαι πίσω δεξιά πλάι στις γιαγιάδες που συχνά φιλοτιμούνται να προσφέρουν την καρέκλα τους στις νεότερες γυναίκες. Όταν όλοι κάθονται, εγώ σηκώνομαι. Θέλω να βλέπω ολόκληρο τον όρθιο Χριστό, εκεί στην κολώνα. Τον Χριστό, τον Χριστό, τον Χριστό. Πάντα όρθιο. Να μας βλέπει όλους καλά καλά κι ας μην τον βλέπουμε εμείς. Ύστερα από ώρα αφήνω την καρέκλα ξεχνώντας την κούρασή μου. Ασυναίσθητα προχωρώ στο κέντρο του νάρθηκα. Να δω τον καραβοκύρη άγιο μέσα στη θαλασσοδαρμένη βάρκα με τους κατατρομαγμένους ανθρώπους πάνω απ' την είσοδο του κυρίως ναού. Να βεβαιωθώ πως είναι εκεί. Πως είναι ακόμα εκεί. Πράγματι, εκεί είναι. Το καταγώγιο των αρετών, η παραμυθία των θλιβομένων, ο προστάτης των αδυνάτων. Ο παππούλης μας ο πανγλυκύτατος. Εκεί και παντού. Μέσα στο ναό στέκεται και σκορπά τα μύρα του σε όλους μας κι απέξω τριγυρνά και θροϊζουν στο πέρασμά του οι συκιές και τα κυπαρίσσια, τρεμοπαίζουν και τ' αγιοκέρια των τεθνεότων και των ζώντων.
Κι ύστερα μετακινούμαι πάλι. Εγώ που ποτέ δεν κουνιέμαι από τη θέση μου, προχωρώ στο αριστερό μέρος. Δεν το ξέρω, αλλά είναι που θέλω να δω την Κυρία μου. Και τη βλέπω όρθια σαν τον Χριστό, στην αριστερή κολώνα του ιερού. Με τα χεράκια λυγισμένα προς τον Υιό της Τον παρακαλεί. Ακούραστη τόσους αιώνες στην ίδια στάση, με την ίδια θέρμη, την απαράμιλλη συμπόνοια στους ανθρώπους, Τον ικετεύει. "Παρακαλέστε την Παναγία" μου είπε προχθές η Άννα, "εσάς τις μανούλες σας ακούει περισσότερο, παρακαλέστε την για την μητέρα μου, Ελένη τη λένε, τρία εγκεφαλικά, ανάπηρη έμεινε και δε μιλά πια". Μα η Μητέρα δεν ακούει μόνο τις μητέρες, αλλά και τα παιδιά, άρα τους ακούει όλους, μα δεν το λέω στην Άννα που τρέμει σαν το φύλλο, είναι τόσο γλυκά αφελής η σκέψη της και τόσο ταπεινή, μιας και η ίδια έμεινε ανύπαντρη και σήμερα πια λογίζεται μεγαλοκοπέλα.
Κάποιος ξεκινά να μιλά, δεν τον γνωρίζω. Αν και η φωνή του είναι ήπια, δεν μένω μέσα. Δε θέλω ν' ακούσω τώρα τίποτα. Μετα από τέτοια τροπάρια που ύμνησανν τον καραβοκύρη μου, τι άλλο ν' ακούσω; Βγαίνω στη βροχή, αλλάζω δυο κουβέντες με φίλες και ξαναμπαίνω να πάρω τον άρτο. Αδειάζει ο ναός και τότε σκύβω προς το ιερό από τη μεριά της κολώνας που ακουμπά η Κυρία μου, προς το εσωτεικό του ίερου είναι μια έξοχη παράσταση του αγίου Νικολάου που αδικείται καθώς την κρύβει η κουρτίνα -που μέσα στη γενική αποκατάσταση του ναού ελπίζω να φύγει κι αυτή-. Δηλαδή, εμεις αδικούμαστε που δεν τη βλέπουμε, αλλά μάλλον κι εκείνη. Είναι απερίγραπτα γλυκός, ελαφρά γερμένος προς το θυσιαστήριο, θωπευτικός, τόσο ευλαβικός που σχεδόν δεν αντέχεις να τον κοιτάς.
Οπισθοχωρώντας το βλέμμα παραμένει αγκιστρωμένο στην πλάτη του, αυτή την ελαφρά γερμένη προς τα μπρος. Και τότε θυμάμαι πάλι τον Γιαννη. Σαραπέντε παιδάκια ήταν στην παρουσίαση σήμερα. Ανάμεσά τους παιδιά από την Αλβανία, τη Ρωσία και βέβαια τα περισσότερα ελληνόπαιδες. Ξάπλωναν, κάθονταν, άκουγαν το παραμύθι, έπαιζαν με τις σακούλες των διαφημιστικών φυλλαδίων της έκθεσης βιβλίου, αγκάλιαζαν τις τσάντες με το φαγητό τους αδημονώντας να έρθει η ώρα να φάνε. Κι ένα παιδί είχε γυρισμένη την πλάτη. Κοιτούσε τον τοίχο.
Όταν πρωτοκάθισε και είδα το πρόσωπό του, σκέφτηκα: τι πρόσωπο φεγγάρι! Ολοστρόγγυλο, με ολοστρόγγυλα μάτια, μεγάλα χείλη, μα όχι ήλιος, φεγγάρι ολόγιομο. Χλωμό. Φωτεινό. Αγέλαστο. Τα ρώτησα από ποιο σχολείο είναι, απάντησαν όλα μαζί, δεν έβγαζα λέξη. Αυτός δε φώναξε, μόνο σήκωνε το χέρι επίμονα. Του έδωσα το λόγο και πριν μιλήσει κάποια άλλα γέλασαν. Αργά, συλλαβιστά και με μεγάλη προσπάθεια είπε ολόκληρο το όνομα του σχολείου, όπως κανένα παιδί δεν το είχε πει. Όταν άρχισα να λέω το παραμύθι μού γύρισε την πλάτη. Και η πλάτη του έγινε όλη ένα τεράστιο αφτί. Κουνιόταν πέρα δώθε ρυθμικά, αλλά δεν έχανε λέξη. Σαν την πλάτη του αγίου Νικολάου. Ναι, ελαφρά γερμένη κι η δική του στον τοίχο.
Όταν έφευγαν τον πλησιασα και του ζήτησα να μου δώσει ένα φιλί στο μάγουλο. Έσκυψα κοντά του. Με φίλησε. Κι ήταν φιλί αγγέλου. Τον αγκάλιασα. Κι ήταν σώμα αγγέλου. Γεροδεμένου, ψηλού και διάφανου.
Τόσα μυστήρια και πώς να τα χωρέσω;
Καλά που υπάρχουν κάποιοι με μεγάλες πλάτες και μπορούμε πάνω τους ν' αποθέτουμε τα ακατανόητα, τα πονεμένα, τα αχώρητα. Άγιοι, άγγελοι, παιδά. Η Παναγία των παιδιών και των μηητέρων. Και ο Χριστός μας.
Βοήθειά μας ο καραβοκύρης άη Νικόλαος.
Καλημέρα Βασιλική!
ReplyDeleteΧρόνια πολλά σ'όλους τους Νικολήδες και τις Νικολέτες!