Τέχνη στην ουσία σημαίνει παιδικότητα.
Τέχνη σημαίνει να μη γνωρίζεις ότι ο κόσμος υπάρχει ήδη και να δημιουργεις έναν.
Να μην καταστρέφεις ό,τι βρίσκεις, αλλά απλώς, να μη βρίσκεις τίποτα τέλειο. Μόνο πιθανότητες. Μόνο επιθυμίες. Και ξαφνικά να είσαι η ολοκλήρωση, να είσαι ένα όνειρο, να έχεις ήλιο. Χωρίς να μιλάς γι' αυτό, ασυναίσθητα. Να μην φτάνεις ποτέ στην τελείωση. Ποτε να μη ζεις την έβδομη ημέρα. Ποτέ να μη βλέπεις ότι όλα είναι καλά. Η ασίσθηση του ανικανοποιητου σημαίνει νιότη. Ο Θεός ήταν πολύ γέρος στην αρχή, αυτό πιστεύω. Διαφορετικά δε θα είχε σταματήσει το βράδυ της έκτης μέρας. Ούτε καν τη χιλιοστή ημέρα. Ούτε καν σήμερα. Μόνο αυτό έχω να του προσάψω. Ότι εξαντλήθηκε. Ότι πίστεψε ότι το βιβλίο του τελείωνε με τον άνθρωπο και κατόπιν άφησε κάτω την πένα του αναμένοντας να δει πόσες φορές θα εκδοθεί. Ότι δεν ήταν καλλιτέχνης, αυτό είναι τόσο θλιβερό. Ότι παρόλα αυτά δεν ήταν καλλιτέχνης. Γι' αυτόν τον λόγο θέλεις να κλάψεις και χάνεις το κουράγιο σου μπροστά σε όλα...."
"...Σκεφτείτε ένα τραγούδι, έναν πίνακα που σας είναι οικείος, ένα ποίημα που αγαπάτε, όλα αυτά έχουν την αξία τους και τη σημασία τους. Εννοώ γι' αυτόν που τα δημιουργεί γαι πρώτη φορά και γι' αυτόν που τα δημιουργεί για δεύτερη φορά. Για τον καλλιτέχνη και γι' αυτόν που αληθινά τα βλέπει. Γιατί τα πράγματα έχουν ως εξής: Ο γλύπτης, για παράδειγμα, φτιάχνει ένα άγαλμα για τον ίδιο, αποκλειστικά για τον ίδιο. Ωστόσο (και αυτό είναι το επιπλέον που πρέπει να κάνει) δημιουργεί γι' αυτό χώρο στον κόσμο δίπλα στα άλλα πράγματα. Και μόνο όποιος είναι σε θέση να ξαναδημιουργήσει το άγαλμα μέσα σ' αυτόν τον χώρο βασισμένος στις δικε΄ς του δυνάμεις, μόνο εκείνος είναι ο κάτοχός του, φυσικά και πνευματικά..."
"Αυτά τα πράγματα, λοιπόν, το τραγουδι, το ποίημα και η εικόνα, είναι διαφορετικά από τα άλλα πράγματα. Δείτε καλόπιστα αυτή την παρατήρηση, σας παρακαλώ Δεν είναι. Γίνονται κάθε φορά από την αρχή. Γι' αυτόν τον λόγο προσφέρουν αυτήν την χαρά, την ατέρμονη. Αυτή την δύναμη. Αυτή την αίσθηση του ανεξάντλητου θησαυρού που τίποτε άλλο δεν την προκαλεί. Γι' αυτό ανυψώνουν. Ναι, αυτό κάνουν Μας ανυψώνουν -μέχρι το Θεό."
"...Πάντα μέχρι το Θεό. Ποτέ να μην τον διαπερνάς. Ποτέ πέρ' απ' αυτόν. Σαν να ήταν ένας βράχος. Ενώ είναι ένας κήπος, αν μπορούμε να το πούμε αυτό, ή μια θάλασσα, ή ένα δάσος -πολύ μεγάλο..."
"Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν... για να μην ειναι αυτό τόσο θλιβερό; Τόσο παράλογα θλιβερό.... πρέπει ν' αρχίσουμε από το σημείο που σταμάτησε ο Θεός, όπου κουράστηκε, από κει πρέπει να ξεκινησουμε. Και πού είναι αυτό...; Είναι στη ζωή, στον άνθρωπο. Όχι στο πλήθος, αλλά στον έναν άνθρωπο που έρχεται να μας συναντήσει από την αιωνιότητα. Αυτόν ο οποίος μας φέρνει τα πάντα, ο οποίος μας φέρνει το Άλλο που το χρειαζόμαστε για να μη δυστυχήσουμε ποτέ, για να μπορέσουμε ν' αρχίσουμε χωρίς έγνοια, ασυλλόγιστα. Και αυτό... δεν μπορεί να μοιάζει με μια φευγαλέα επίσκεψη ενός ανθρώπου σε κάποιον άλλο και ο κόσμος να συνεχίσει να κινείται αδιάφορα. Αυτό πρέπει να είναι μια γιορτή, μια ζητωκραυγή χωρίς όρια. Βρήκατε μαι εικόνα γι' αυτό..., την εξής: δυο στρατηγοι που συναντιούνται στα ύψη. Σε μια φωτεινή χώρα. Στην Ιερουσαλήμ, ίσως, στην Αίγυπτο,, ή στο Γάγγη. Καθένας με μια στρατιά πίσω του, και κάθε στρατιά είναι ο μισός κόσμος."
.....................................................................................
Σχόλιο
Το παραπάνω κείμενο που αντέγραψα αποσπώντας το από το σύνολο του διηγήματος, είναι τα λόγια ενός προσώπου το οποίο μοιάζει περισσότερο να μονολογεί παρά να συνδιαλέγεται. Το βρήκα έξοχο, αλλά έχω μία ένσταση την οποία και θα καταγράψω.
Η ένστασή μου αφορά μία αντίφαση στην οποία υποπίπτει ο Ρίλκε, ενδεχομένως εσκεμμένα, αλλά μπορεί και όχι. Δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζει πως ο Θεός δεν είναι καλλιτέχνης επειδή ολοκλήρωσε την έβδομη ημέρα τη δημιουργία και αυτή δεν κράτησε μέχρι σήμερα ή στους αιώνες. Και δεν μπορεί να το ισχυρίζεται αυτό ακριβώς επειδή ο ίδιος παρακάτω το ανατρέπει φέρνοντας το παράδειγμα του γλύπτη που παραδίνει το γλυπτό που καταρχάς έφτιαξε για τον ευατό του, στον κόσμο, ώστε αυτό να ξαναδημιουργηθεί με άλλο τρόπο από όποιον βασισμένος στις δικές του δυνάμεις το αναπλάθει σε σημείο να το κάνει δικό του πνευματικά και φυσικά.
Αυτή ακριβώς είναι και η απόδειξη πως ο Θεός και καλλιτέχνης είναι, αλλά και αιωνίως νέος. Ολοκλήρωσε τη δημιουργία του και την τοποθέτησε στο χώρο σαν ένα ολοζώντανο γλυπτό, και αφού έφτιαξε και τον άνθρωπο μέσα στον οποίο ενεφύσησε τη δική Του αιώνια πνοή, -για τον εαυτό Του όπως και ο καλλιστέχνης το έργο του-, του παρέδωσε και τον κόσμο και μαζί μ' αυτόν και τον εαυτό Του. Έτσι ο άνθρωπος βασισμένος στις δικές του δυνάμεις ξαναδημιουργεί τον κόσμο για να τον οικειοποιηθεί ως δικό του φυσικά και πνευματικά.
Όπως ακριβώς προσλαμβάνουμε μια εικόνα, ένα ποίημα ή ένα τραγούδι και το επαναδημιουργούμε, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη δημιουργία του κόσμου. Γιατί, ποιο έργο μας είναι άμοιρο της πρώτης Δημιουργίας και του πρώτου της Καλλιτέχνη, του Θεού; Πρόκειται, λοιπόν, για μία αδιάσπαστη αλυσίδα όπου το ένα γεννά το άλλο ακατάπαυστα όσο υπάρχει δημιουργία από τον άνθρωπο, η οποία πηγάζει καταρχάς, σταθερά και εις το διηνεκές από την πρώτη πηγή δημιουργίας, τον Θεό και το έργο Του. Και όπως σε κάθε καλλιτεχνικό έργο ενυπάρχει η αφορμή της δημιουργίας του που είναι πάντα κάτι Άλλο, έτσι σε κάθε δημιουργία ενυπάρχει εν σπέρματι ο Θεός και η δυναμική της παρουσίας Του. Έτσι ζει και ανασαίνει το ένα έργο μέσα σ' ένα άλλο προηγούμενο κι εκεινο σ' ένα ακόμα που προηγήθηκε, και ούτε καθεξής μέχρι την αρχή της Δημιουργίας, όπως και κάθε καλλιτέχνης φέρει μέσα του την επιρροη από έναν προγενέστερο, κι εκείνος από έναν άλλο που προηγηθηκε, μέχρι το Θεό. Γι' αυτό και δεν υπάρχει παρθενογέννεση κατά το ανθρώπινο μέτρο στην τέχνη και γι' αυτό μπορούμε να υποψιαζόμαστε πως όλο το έργο της Δημιουργιας που "τυπικά" τελείωσε την έβδομη ημέρα, δε θα τελειώσει κατ' ουσίαν ποτέ. Ο Θεός δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί, μόνο που "έκανε λίγο πίσω", θα τολμούσα να πω πως "κρύφτηκε", ώστε να δώσει την ελευθερία στον άνθρωπο να συνεχίσει. Να συνεχίσει όχι από το σημείο που Εκείνος σταμάτησε, γιατί δεν σταμάτησε ποτέ όπως δε σταματά ένα έργο, ένα άγαλμα ή ένα ποίημα από τη στιγμή που πεθαίνει ο δημιουργός του. Πόσο μάλλον όταν μιλούμε για τον Καλλιστέχνη-Θεό που η ζώσα πνοή του κινεί τα πάντα και εμπνέει τους πάντες. Η δυναμική της παρουσίας του καλλιτέχνη μέσα στο έργο του δεν παύει, ό,τι κι αν γινει. Μα ακόμα κι αν δεχόμασταν πως έχουμε να συνεχίσουμε από κει που σταμάτησε ο Θεός, αυτό όχι μόνο θλιβερό δε θα το έβρισκα, αλλά τουναντίον, σπουδαίο, χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο, απείρως γοητευτικό, ακόμα κι αν ενέχει όλο το βάρος της θλίψης του ανικανοποίητου, αλλά και του πρόσκαιρου θανάτου. Διαφορετικά όλα θα ήταν ανιαρά, ανάισθητα, βαρετά, γεμάτα βεβαιότητες, σκληρότητα και απόγνωση.
Ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο για τον άνθρωπο και τον άνθρωπο για τον εαυτό Του. Ο άνθρωπος ξαναφτιάχνει τον κόσμο για τον Θεό και τον Θεό για τον εαυτό του.
Είναι μια σχέση αμοιβαιότητας και εντιμότητας, ασύλληπτης ευθύνης, που αποζητά την ολοκλήρωση, την πλήρη ένωση δημιουργημάτων-δημιουργών και Δημιουργού, τον απόλυτο έρωτα, μέσα από μια διαρκή ανταλλαγή δώρων ατελευτητης αγάπης.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια