Ξύπνησα γύρω στις 7, όπως ξυπνώ τις Κυριακές, εδώ και λόγο καιρό. Να ντυθώ γρήγορα, να προλάβω τον Όρθρο. Να μη χάσω συλλαβή, ούτε νότα. Εγώ, που κάποτε άμα έφτανα στην εκκλησία στις 9.30 το θεωρούσα νωρίς. Έτσι είναι όμως το καλό, σε ελκύει, σαν μαγνήτης σε τραβά και σε ξεσηκώνει. Δεν μπορείς ν' αντισταθείς. Κι εγώ τώρα που ευχαριστιέμαι πολύ και με ξεκουράζουν οι καλλίφωνοι ψάλτες και ιερείς της Μ. Βλατάδων, πάω απ' την αρχή και όταν τελειώνει μου φαίνεται και λίγο. Άλλο τόσο να 'ταν, καθόλου δε θα με πείραζε. Χαρά Θεού, πανηγύρι, λατρεία, προσευχή, Μετάληψη, Αντίδωρο, πρόσωπα όμορφα, χαριτωμένα, ταξίδι στον ουρανό. Εμείς ανεβαίνουμε κι εκείνος κατεβαίνει. Λίγο εμείς, πολυ περισσότερο εκείνος, συναντιώμαστε. Αξίζει άραγε τίποτα περισσότερο απ' τη συνάντηση των προσώπων; Των εδώ με τους εκεί, των εδώ μεταξύ μας, των εκεί μεταξύ τους. Κάποια στιγμή χαμογέλασα. Πρώτη φορά σκέφτηκα τι χαρά κάνει ο άγγελός μου , όταν πηγαίνουμε παρέα στην εκκλησία. Συναντά τους φίλους του, σκέφτηκα, που είναι όλοι εκεί και τρέμουν και φρίττουν φτερουγίζοντας πάνω απ' τα Τίμια Δώρα, και πανηγυρίζουν. Μεγάλη χαρά θα παίρνουν οι άγγελοί μας, όταν "τους πηγαίνουμε" στην εκκλησία. Λογικό δεν είναι;
Κι ύστερα γύρισα σπίτι, δεν πήγα για καφέ. Όταν έχω χαρά μεγάλη δε θέλω να τη σκορπώ, λίγο θέλω να την κρατώ μέχρι να καταλαγιάσει. Είχα και μαγείρεμα, περίμενα τ' αγαπημένα παιδιά μου. Λαχανοσαρμάδες θα έφτιαχνα. "Λαχανοσαρμάδες;" με ρώτησε η μαμά στο τηλέφωνο. "Μα γι' αυτό το φαγητό πρέπει να περιμένεις πρώτα καμιά παγωνιά. Τέλος πάντων δεν πειράζει. Έτσι κι έτσι να κάνεις το αυγολέμονο." Θυμήθηκα τον Γ.Ιωάννου. Μιλάει σ' ένα χειμωνιάτικο κείμενό του για την πάχνη και προσθέτει πως την επόμενη μέρα θα είναι πιο λαμπερά τα μαλλιά αλλά και τα λάχανα θα είναι πιο νόστιμα. Πως πρέπει να κάνουνε σαρμαδες. Ήξεραν οι παλιοί, αλλά κι εμείς μαθαίνουμε. Ακόμα κι η παγωνιά που κανείς μας δε σκέφτεται πως κάνει κάτι καλό, να που κι αυτή σε κάτι ωφελεί. Λίγο είναι να κάνει νοστιμότερα τα λάχανα και τα μαλλιά μας λαμπερά;
Κι αφού όλα έγιναν νόστιμα, μετά τη μεσημεριανή σιέστα, -Θεσσαλονίκη είναι εδώ-, λαχτάρησα να δω το φως ν' αποχωρεί αχνοπατώντας στη θάλασσα. Κατέβηκα ψηλά απ' τα κάστρα και τον Άγιο Παύλο, με τα πόδια ως την παραλία. Περπατούσα μόνη, μ' όλον τον κόσμο συντροφιά, τον εδώ, τον εκεί, τις αρχέγονες πέτρες, τον αιώνιο ουρανό. Μα το φως δεν με περίμενε, και σιγά να μην περίμενε εμένα. Μια φορά περίμενε το φως και τότε άξιζε τον κόπο, όταν το ζήτησε ο Ιησούς του Ναυί για να νικήσει στον πόλεμο. Στάθηκα λίγο μπροστά στα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας. Τα πλέον αξιοζήλευτα από άποψη θέσης. Προνομιούχοι οι κεκοιμημένοι τους. Τόσο ήσυχοι, τόσο αθώοι, τόσο ακίνδυνοι, τόσο φιλικοί. Ναι, τους θαύμασα, και συνέχισα.
Κι ενώ όλα ήταν ήσυχα όσο κατηφόριζα, -ωραίο πράγμα ο κατήφορος, δε λέω-, πλησιάζοντας στο Λευκό Πύργο το σκηνικό άλλαξε άρδην. Ο κόσμος πλημμύριζε την παραλία. Ούτε διαδήλωση να γινόταν. Μικρές και μεγάλες παρέες, περπατούσαν, κάθονταν, μιλούσαν, γελούσαν, φώναζαν. Νεαρά παιδιά ξαπλωμένα στο πλακόστρωτο και στα χορτάρια με ανοιγμένα τα κασετοφωνάκια τους, -πού βρέθηκε αυτό το εξαντλημένο είδος;- και τα ποδήλατά τους αφημένα στην άκρη το ένα πάνω στο άλλο, -να 'ναι κι αυτά συντροφιά. Πήρα μια φίλη τηλέφωνο και μου λέει: Παγκόσμια μέρα χωρίς αυτοκίνητο, "Η Θεσσαλονίκη αλλιώς" τη λέμε εμείς, πολλές εκδηλώσεις, μεγάλη διοργάνωση, τώρα γυρίσαμε κι εμείς σπίτι. http://www.parallaximag.gr/parallax-view/22-septemvrioy-mia-alliotiki-kyriaki-programma
Λίγο παρακάτω, τάγκο. Αγόρια και κορίτσια να χορεύουν ντυμένα απλά, καθημερινά, άλλα όπως να 'ναι, μα να χορεύουν και να χαίρονται κι ο κόσμος να τα βλέπει, να τα χαζεύει και να χαίρεται κι αυτός κι ας μην ξέρει να ρίξει ένα βήμα στο χορό. Δεν είναι κι εύκολο το τάγκο. Πρέπει ο καβαλιέρος να ξέρει καλά τα βήματα κι η ντάμα να ξέρει να τον ακολουθεί. Να μπορεί να του παραδίνεται. Ο άντρας ορίζει αυτό το χορό. Αυτός τον οδηγεί. Είναι ένας χορός που επιστρέφει στα φύλα την πρώτη τους φύση, αυτή που αρνηθήκαμε και μετά ακολούθησε μπλέξιμο μέγα.
Το γράφω αυτό γιατί μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν άκουσα νέα κορίτσια να μου λένε πως τους αρέσει το τάγκο, επειδή επιτέλους ο άντρας οδηγεί, και είναι αυτό κάτι που σπανίζει, λείπει, και τους αρέσει πολύ. Μάλιστα, νέα παιδιά μου το είπαν, και έχει σημασία. Το κράτησα.
Και μικρά παιδιά με τα ποδήλατα, ν' αγωνίζονται να τα φτιάξουν, να τα επισκευάσουν μέσα στο σκοτάδι, πλάι στο Θερμαϊκού, απέναντι απ' τον επιβλητικό Όλυμπο. Το χάρηκα κι αυτό. Να μην τα βρίσκουμε όλα έτοιμα. Να παιδευόμαστε και λίγο. Ούτε να τα πετάμε μόλις χαλάσουν. Όλα θέλουν φροντίδα κι αν δε μάθουμε να φτιάχνουμε τα χαλασμένα πράγματα, πώς θα φτιάξουμε και τα μέσα μας, τα σάπια και άρρωστα; Ωραία!
Κι οι μικροπωλητές εδώ, κι οι γύφτοι, και όλοι. Με το μαλλί της γριάς, τα σπόρια, τα φτηνοπαιχνίδια, τις φωσφορούχες μπάλες, τις λαϊκές μουσικές και τις γεννήτριες που χαλούν τον κόσμο με τη φασαρία τους. Κι ο κόσμος μιλιούνια. Ο κόσμος. Άνθρωποι ξεχωριστοί, ψυχούλες που διψούν να ανταμώσουν ο ένας τον άλλον, να περπατήσουν, να χαζέψουν, ν' ανασάνουν. Και με την παραμικρή αφορμή ξεχύνονται στους δρόμους, αφήνουν τα σαλόνια και τους καναπέδες τους, τις βλαμμένες τηλεοράσεις και τους αυτιστικούς υπολογιστές, και τρέχουν στο φως, του ήλιου, του φεγγαριού, του νερού.
Τώρα τα καραβάκια που τα παίρνεις να κάνεις μια βόλτα μισής ώρας στο Θερμαϊκό είναι δωρεάν. Σωφρονίστηκαν κι αυτά. Πληρώνεις μόνο το ποτό που θα πιεις στο μπαρ τους, και ξανοίγεσαι μαζί τους για λίγο στο πέλαγος.
Περπάτησα την παλιά παραλία μέχρι την Αριστοτέλους. Αυτή τη φορά πέρασα απ' τη μεριά των καφέ και των μπαρ, κάτι που πάντα αποφεύγω. Κατάμεστα όλα από κόσμο. Μουσικές δυνατές. Μα δεν είδα ούτε μια παρέα να είναι αφοσιωμένοι όλοι στα κινητά τους και να μη μιλάνε μεταξύ τους. Όλοι μιλούσαν, όλοι επικοινωνούσαν, κι ας έπρεπε να φωνάζουν για ν' ακούσει ο ένας τον άλλον. Αυτό δεν ήταν έτσι παλιότερα. Αλλάζουμε. Και αλλάζουμε προς το καλύτερο. Αυτό συμπέρανα.
Κι ύστερα ανηφόρισα την ωραία πλατεία μας μέχρι επάνω, εκεί που τελειώνει, στην αγίου Δημητρίου. Χαιρέτησα τον προστάτη μας άγιο, και πήγα στη στάση να πάρω το λεωφορείο για το σπίτι. Δύο άντρες γύρω στα πενήντα, αδύνατοι, φτωχικά ντυμένοι, κάθονταν εκεί και κουβέντιαζαν. Άναψα ένα τσιγάρο. Έρχεται ο ένας και μου λέει: "Εμείς είμαστε της παλιάς εποχής, τα κορίτσια τα πειράζουμε. Όλα είναι ταιριαστά πάνω σου και το κούρεμα που έχεις σου πάει. Ακόμα και ο τρόπος που καπνίζεις που είναι λίγο αγορίστικος, σου πάει." Χαμογέλασα και του είπα ένα απλό "ευχαριστώ πολύ". Τι να πω; Ευγενικός ήταν, δεν είπε και τίποτα κακό. Προχώρησα δυο βήματα κι ακούμπησα στο στύλο της στάσης. Ήρθε το λεωφορείο και μπήκα μέσα. "Όλοι γυρίζουμε κατά κάποιον τρόπο στην παλιά εποχή" σκέφτηκα, κι όταν αυτή η επιστροφή έχει ανθρωπιά και ευγένεια, αξίζει τον κόπο. Ας προχωράμε κι ας γυρίζουμε όσο μας χρειάζεται, καλό είναι θαρρώ...
Μέρος του κειμένου δημοσιεύτηκε στο:http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.koinwnia&id=80