Καταρχήν, ας δούμε αν υπάρχουν Κύκλωπες. Και αν υπάρχουν, πώς ζουν και πού κατοικούνε; Σε σπηλιές προφανώς. Και πώς διατρέφονται; Με σάρκες συνήθως. Τι γίνεται όμως όταν για κάποιο λόγο οι Κύκλωπες αυτοί αλλάζουν γευστικές προτιμήσεις και τότε αντί για σάρκες τρώνε ρεύμα; Τι ρεύμα; Ρεύμα ηλεκτρικό από αυτό που μας φέγγει και μας φωτίζει, που μας ζεσταίνει στις παγωνιές και μας δροσίζει το καλοκαίρι, που μας εξασφαλίζει φαγητό μαγειρευτό και μας μετακινεί από το ασανσέρ μέχρι το διαμέρισμά μας κι από την πόλη ως το χωριό μας. Και τότε, εκεί που είχες όλες τις ανέσεις, παύεις να έχεις ηλεκτρισμό. Υπάρχει δηλαδή περίπτωση μια ωραία πρωία το ρεύμα να εξαφανιστεί σαν κάποιους ηλικιωμένους που φεύγουν απ’ το σπίτι τους και κανένας δεν ξέρει πώς να τους ξαναφέρει πίσω;
αι τι γίνεται όταν εξαιτίας αυτής της εξαφάνισης αδυνατείς να φορτίσεις το κινητό σου και τότε, όσο κι αν το παρακαλάς, όλες οι κλήσεις προς τον Θεό του ρεύματος μένουν πεισματικά αναπάντητες; Μιλήσαμε στην αρχή για Κύκλωπες που διαμένουν σε σπήλαια. Άραγε μόνον οι Κύκλωπες κατοικούν σε σπηλιές ή μήπως καμιά φορά κι εμείς, μόνο που εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε; Και πόσων ειδών σπηλιές υπάρχουν;
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Υπάρχουν οι καλές, αλλά υπάρχουν και οι κακές σπηλιές. Αναφορικά με τις πρώτες, μιλούμε για εκείνο το ξεχωριστό προσωπικό καταφύγιο που όλοι έχουμε ανάγκη, ένα σπήλαιο ιδιωτικό, σπήλαιο πριβέ όπου κάποιοι ξεκουράζονται, ονειρεύονται, απομονώνονται, κρύβονται από τα αδιάκριτα βλέμματα ή κάποτε ακόμη κι απ’ τις κακοτοπιές της οικογένειάς τους, τότε που ο κόσμος μοιάζει να καταρρέει. Αυτό συμβαίνει, όταν για παράδειγμα ένα διαζύγιο των γονιών μετατρέπει τα παιδιά σε φορητούς υπολογιστές που μεταφέρονται από το ένα σπίτι στο άλλο θυμίζοντας έπιπλα που τα αλλάζεις θέση όταν δεν σε βολεύουν. Μια ιδιότυπη τελετή παράδοσης-παραλαβής, που σε αναγκάζει να περιορίζεσαι στο καταφύγιό σου για ανασύνταξη δυνάμεων, σκέψεων και περισυλλογή. Υπάρχουν όμως και τα κακά σπήλαια. Εκείνα που σε καταπίνουν και σε απορροφούν σε έναν εικονικό κόσμο ψεύτικων φίλων, άγνωστων θαυμαστών και πολλαπλών likes. Αναφέρομαι στο σπήλαιο του κινητού ή γενικότερα του διαδικτύου, που μας εμποδίζει να συνομιλήσουμε πραγματικά οδηγώντας μας σε μια πρωτοφανή σίγαση της γλώσσας και σε μια απομάκρυνση από το πρόσωπο και την ψυχή του άλλου. Όταν για λόγους αδιευκρίνιστους, λοιπόν, διακόπτεται σε μια περιοχή το ρεύμα τελείως αιφνιδιαστικά, το αναποδογύρισμα που επέρχεται στις καθημερινές συνήθειες μας συστήνει μια σειρά πρωτόγνωρων πραγμάτων.
Η αλληλεγγύη δηλαδή, από λέξη που ίσως κάποιοι να τη συναντούσαν μόνο σε εκθέσεις ιδεών ή στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, αρχίζει να γίνεται πλέον μια νέα πραγματικότητα. Στον Μικρό μονομάχο βλέπουμε τον νεαρό ήρωα της ιστορίας να κινητοποιείται και, βγαίνοντας από τη σπηλιά του αυτιστικού εγώ, με φυσικότητα να σπεύδει αρωγός στις ανάγκες των άλλων ανθρώπων.
Ως εκ τούτου, όταν η νέα πραγματικότητα του γενικευμένου σκοταδιού ακινητοποιεί σταδιακά όλες τις υπηρεσίες και τα πάντα δυσλειτουργούν, υπολειτουργούν και τέλος νεκρώνονται, παρατηρούμε να συμβαίνει το εξής αντιφατικό και απροσδόκητο.
Αντί το σκοτάδι να φέρει σκοτάδι, ένα νέο φως ανατέλλει, με αποτέλεσμα τα μάτια να σηκώνουν το βλέμμα τους, να κοιτάζουν τον κόσμο αλλιώς και επιτέλους να βλέπουν. Και τότε, τι ακριβώς είναι αυτό που βλέπουν; Αν μιλάμε για τον Αργύρη, τον ήρωα του βιβλίου, τότε αυτό που βλέπει είναι τον πλησίον, τους γονείς, τους φίλους του και φυσικά και τον ίδιο τον εαυτό του. Έτσι, λοιπόν, σβήνοντας το φως του ηλεκτρισμού αναβοσβήνουν και φέγγουν οι πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Παρατηρεί ο Αργύρης για πρώτη φορά το μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο της γειτόνισσας κυρίας Ροζαλίας που, αν και έχει να φροντίσει τον άρρωστο άντρα της και λείπουν τα φάρμακα και οι ενέσεις, ανοίγει ανελλιπώς τα παράθυρα να μπει η ευλογία του Θεού στα δωμάτια κι όταν τη ρωτά πώς χωράνε σε ένα τόσο μικρό σπίτι δυο άνθρωποι εκείνη το συγκρίνει με τη φάτνη που χώρεσε τον Χριστό και του εξηγεί πως, αν δεν τα συγκρίνει όλα με τον Θεό, τότε ή θα περηφανευτεί ή θα ζηλέψει.
Στη συνέχεια, παρατηρεί μια ισχνή ηλιαχτίδα να διαπερνά τα σύννεφα και να φωτίζει το μισό πρόσωπο της μητέρας του, μια ηλιαχτίδα που τον κάνει να αναλογιστεί πως τόσον καιρό δεν νοιάστηκε για τις ανάγκες τις δικές της αλλά ούτε και του πατέρα του. Και μια και δεν έχει κινητό να βυθιστεί στο φωτεινό σκοτάδι του, κατευθύνεται ανόρεχτα στο δωμάτιό του και διαβάζει μια σελίδα βιβλίου που στην αρχή απέρριψε. Σιγά μη διαβάσει ανθολογία ελληνικής ποίησης, σκέφτηκε, όταν το πήρε στα χέρια του. Όμως την ώρα που το πετούσε απογοητευμένος στο πάτωμα, το βιβλίο άνοιξε στη σελίδα με το ποίημα της Ζωής Καρέλλη:
Τόσο είναι το πάθος μου της ζωής/ που θα μπορούσα να πεθάνω./ Τόσο ζω που καταλαβαίνω/ πόσο πεθαίνω./ Τόση είναι η ζωή μου/ που με πεθαίνει./ Τόσο μπορώ να ζήσω/ που μπορώ ν’ αδιαφορήσω αν ζω./ Τόσο ζητώ να ζήσω/ που δεν αντέχω να ζω.
Και τότε, ως διά μαγείας αποφασίζει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο και να ζήσει πραγματικά, να βγει από την εξορία του κινητού και του δωματίου του και να σταματήσει να παριστάνει πως ζει. Συναντά τους συμμαθητές του με τους οποίους, αφού δεν μπορούν να προσκολληθούν στις αναρτήσεις των φίλων και να παίξουν παιχνίδια στο κινητό, ξανασκέφτονται την μπάλα. Έχει προηγηθεί βέβαια η ακόλουθη στιχομυθία, που περιγράφει τον πανικό και το αδιέξοδο όπου τους είχε οδηγήσει η απουσία ρεύματος:
«Εγώ θα βγω στους δρόμους και θα ζητιανέψω, δώστε μου λίγο ίντερνετ, θα λέω, ελάτε καλέ κύριε, αν έχετε μπαταρία στο κινητό σας, ελεήστε με κι εμένα τον φτωχό», είπε ο Κωστής που δεν έχανε το χιούμορ του.
«Εγώ θα πάω πρόσφυγας σε χώρα με ίντερνετ», είπε ο Μανόλης.
«Εγώ δε θα κάνω τίποτα, γιατί θα με προλάβει το εγκεφαλικό που θα πάθω και δε θα υπάρχει τρόπος να σας ειδοποιήσουν», είπε ο Δημήτρης […]»
Ο Αργύρης μας, όμως, που ένιωσε ξαφνικά «ότι ο κόσμος του ίντερνετ είναι ένα λιλιπούτειο κάστρο που κάποιος κατάφερε να μας φυλακίσει μέσα του», αλλάζει πορεία και στρέφεται στο όνειρο, στην παρατήρηση και στον συνάνθρωπο. Αντιλαμβάνεται πως η χαρά να βοηθάς τον άλλον μικραίνει τις αποστάσεις, πως η αγάπη στους ανθρώπους, αφού δεν είναι ρεύμα να σβήνει, αφού δεν είναι ρεύμα που διακόπτεται, κανονικά πρέπει να μένει άσβηστη.
Αντί το σκοτάδι να φέρει σκοτάδι, ένα νέο φως ανατέλλει, με αποτέλεσμα τα μάτια να σηκώνουν το βλέμμα τους, να κοιτάζουν τον κόσμο αλλιώς και επιτέλους να βλέπουν.
Όταν όμως συμβεί ανθρώπους που παλιά αγαπιόντουσαν να τους τυλίγει το σκοτάδι και να αποφασίζουν να χωρίσουν, τότε η μόνη πολεμική εναντίον του για όσους το υφίστανται είναι να παλέψουν όπως τολμούσαν παλιά οι μονομάχοι, προκειμένου ν’ απελευθερωθούν απ’ τη σκλαβιά των Ρωμαίων κατακτητών.
Όσο διάβαζα τον Μικρό μονομάχο, δεν έφευγε από το μυαλό μου η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα. Ο μύθος διηγείται πως σε ένα σπήλαιο, κάτω από τη γη, βρίσκονται μερικοί άνθρωποι αλυσοδεμένοι με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορούν να δουν μόνο τον απέναντί τους τοίχο. Δεν μπορούν να κοιτάξουν ούτε πίσω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Πίσω τους ωστόσο είναι αναμμένη μια φωτιά. Έτσι, οτιδήποτε εκδηλώνεται πίσω από την πλάτη τους αναπαριστάνεται ως σκιά στον απέναντί τους τοίχο. Κι επειδή οι άνθρωποι αυτοί σε ολόκληρη τη ζωή τους τα μόνα πράγματα που έχουν δει είναι οι σκιές των πραγμάτων, έχουν την εντύπωση ότι οι σκιές που βλέπουν πάνω στον τοίχο είναι τα ίδια τα πράγματα. Εάν όμως κάποιος από τους αλυσοδεμένους του σπηλαίου κατορθώσει να ελευθερωθεί, να βγει από τη σπηλιά και να ανέβει πάνω στη γη και, πλέον, δει τα πράγματα κάτω από το φως του ήλιου, θα καταλάβει την πλάνη στην οποία ζούσε. Θα αντιληφθεί τότε ότι οι σύντροφοί του, που εξακολουθούν να βρίσκονται αλυσοδεμένοι στο σπήλαιο, ζουν βυθισμένοι μέσα στις ψευδαισθήσεις τους. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την καταβύθιση στο σπήλαιο του διαδικτύου, το οποίο ο Αργύρης αντιλήφθηκε και αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή του. Σήκωσε τα μάτια του από την οθόνη και είδε ότι για πέντε χρόνια τού έλειπε ο πατέρας του. Όταν στα εννιά του λόγω του διαζυγίου των γονιών του καλείται να γίνει ο άνδρας της οικογένειας, η μητέρα του του αγοράζει ένα πανάκριβο κινητό. Από εκεί άρχισαν όλα. Μας εξομολογείται:
«Η τεχνολογία λειτούργησε μια χαρά σαν ναρκωτικό. Βούτηξα στις οθόνες όπως ένα ψάρι που, βγάζοντάς το κάποιος απ’ τη θάλασσα, για να μην του ξεψυχήσει, γεμίζει μια γυάλα με νερό και το βουτάει μέσα. […] Διάβαζα όσο για να περνώ τις τάξεις. Όλες τις άλλες ώρες ήμουν στο ίντερνετ.»
Στη γραφή της Νευροκοπλή που αγαπώ και θαυμάζω βρίσκει κανείς χίλια νήματα που, από όποιο κι αν πιαστεί, βγαίνει με ασφάλεια στην περιοχή του ηθικού και του ελεύθερου, του ανθρώπινου και του πραγματικού, στην αλήθεια που μας διαφεύγει και η οποία ωστόσο βρίσκεται πάντα στο δίπολο Θεός και άνθρωπος. Μας συνδέει με τους ανθρώπους που έφυγαν και με τους άλλους που, αν και είναι ακόμα εδώ και ως εκ τούτου ορατοί, κάποτε γίνονται πιο αόρατοι κι από τους πεθαμένους.
Σε ένα ταξίδι που επιχειρεί με τα πόδια λόγω έλλειψης μεταφορικών μέσων προς το χωριό του πατέρα του, για να τον συναντήσει, ουσιαστικά απολαμβάνουμε την αντίστροφη μέτρηση, κάτι σαν βηματισμούς προς τα πίσω για να ξανάβρει τις ρίζες του αλλά και την αλήθεια, την αγάπη και τη θαλπωρή. Μόνο που η ζωή τον ανταμείβει και συναντά εκτός απ’ όλα αυτά και τον αληθινό έρωτα. Έναν έρωτα με σάρκα και οστά, με βλέμμα και χαμόγελο, νιφάδες χιονιού που κολλούν στο στόμα του κοριτσιού με πρόσωπο αληθινό και όχι εικονικό από εκείνο των πειραγμένων φωτογραφιών του instagram.
Και τότε όλα μαγικά αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν τα λάθη του παρελθόντος και να δοθεί η πολυπόθητη δεύτερη ευκαιρία που όλοι αναζητούμε. Υπάρχει ελπίδα, λοιπόν.
Ένας σκούφος του πατέρα του στο κεφάλι του Αργύρη, το σφίξιμο του χεριού σε άγνωστο ασθενή μέσα σε ασθενοφόρο, ένα κορίτσι στο καφενείο που κερνάει κονιάκ και το λένε Μαρία αλλά μπορεί και Αριάδνη, αφού είναι το μόνο που βαστά στα χέρια του τον μίτο για να τον βγάλει από τον λαβύρινθο, μια ευτυχής, απρόσμενη συνάντηση στο κοιμητήριο, γιατί τα βλέμματα των νεκρών είναι τα πλέον εχέμυθα, ένας κοσμοκαλόγερος που ξεστομίζει μια άλλη εκδοχή για τα παιδιά των διαζευγμένων γονιών, καθώς τα ονομάζει τυχερά, αφού τα αναλαμβάνει προσωπικά ο Θεός, και μια σημαντική πληροφορία από αυτόν πως η μελαγχολία και η κατάθλιψη δεν είναι παρά αξόδευτη αγάπη.
Το ρεύμα αργά ή γρήγορα επιστρέφει και η αυλαία των περιπετειών μοιάζει να κλείνει, μόνο που τώρα πια τίποτα δεν είναι ίδιο. Όλα φωτίστηκαν πλέον από τη σωστή γωνία και αναδείχτηκε το αληθινό φως των πάντων, αυτό που παραμένει άσβεστο όσα blackout κι αν συμβούν, όσες βλάβες κι αν προκύψουν.
Κι αυτό δεν είναι άλλο από το φως της αγάπης.
https://diastixo.gr/kritikes/efivika/12235-mikros-monomaxos?utm_source=MailingList&utm_medium=email&utm_content=animus10%40gmail.com&utm_campaign=Newsletter_29_4_2019_15_51