Labels

Tuesday, May 7, 2019

Χαμ Αν της Νότιας Κορέας - Λαϊκή αγορά - Δημόσιος χώρος - Μουσική


Όσο πιο μακρινός ο προορισμός ενός ταξιδιού τόσο πιο ασαφείς, αλλά και απαιτητικές οι προσδοκίες που επιμελώς φρόντισαν να θρέψουν πολιτισμικές εστίες και εισησιογραφικά πρακτορεία. Τι γνωρίζουμε για την Νότια Κορέα; Σχεδόν τίποτα. Ούτε καν ότι η περίφημη κερασιά που έγινε γνωστή από Ιάπωνες ποιητές και ζωγράφους, αλλά και από τις ταινίες του Κουροσάβα, έφτασε στην Ιαπωνία από την Κορέα...
Οι πολίτες αυτού του τόπου συνιστούν έναν ιστορικά ταλαιπωρημένο και πολύ βασανισμένο λαό εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Μέχρι να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους και να φτάσουν να έχουν δημοκρατικό πολίτευμα πέρασαν από πάνω τους πολλοί και βάναυσοι κατακτητές, με χειρότερους από όλους τους Ιάπωνες, λόγος για τον οποίο μέχρι σήμερα οι δυο λαοί διατηρούν τις χειρότερες σχέσεις. Είναι μάλλον γνωστό ότι έπαιρναν τα μικρά κορίτσια της Κορέας για να τα κάνουν πόρνες στη χώρα τους...
Βεβαίως και γνωρίζουμε όλοι την περίφημη αυτοκινητοβιομηχανία της Huday χωρίς όμως ίσως να ξέρουμε πως κατασκευάζει μέχρι και καράβια, όπως βέβαια και τη Samsung. Και έχοντας σου νου μας τους Κορεάτες που εξάγουν τα πλέον εξελιγμένα μοντέλα της τεχνολογίας, περιμένουμε να συναντήσουμε κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που στην πτραγματικότητα συναντάμε, πράγμα που για μια ακομη φορά επαληθεύει το γεγονός ότι ο πλούτος μιας χώρας δεν συνιστά απαραίτητα και πλούτο των κατοίκων της. Τι συναντάμε;

Πέμπτη μέρα στην Νότια Κορέα και από την Γκορεόγκ στην Χαν Αν, μετά στη Μασάν, στην Σουν Τσαν και τα περίχωρά της. Τριγυρνώντας στους δρόμους των μικρών χωρίων και κωμοπόλεων αναρωτιέμαι διαρκώς και προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Ο δημόσιος χώρος είναι τόσο παρατημένος που δεν θα ήταν καθόλου χειρότερος αν για δέκα χρόνια δεν πατούσε εδώ ανθρώπου πόδι. Τα ελάχιστα κτίρια που στέκουν μεγαλεπίβολα και χρίζουν ιδιαίτερης φροντίδας είναι αποκλειστικά τα νοσοκομεία, τα σχολεία και τα θέατρα. Από κει και πέρα, τα σπίτια και τα μαγαζιά δεν διαφέρουν από αυτά που έχω δει πριν από πολλά χρόνια στο Αμάν και στο Χαλέπι ή σε μεμονωμένες φτωχικές συνοικίες της Πόλης και του Καϊρου. Με τη διαφορά πως εδώ είναι όλα έτσι. Το μάτι σου δεν μπορεί να σταθεί σε ένα νοικοκυρεμένο, περιποιημένο και καθαρό οίκημα. Να δει πίσω από τα βρώμικα τζάμια μιας βιτρίνας που οι περισσότερες έχουν κολλημένες αφίσες που πρέπει να τοποθετήθηκαν πριν από αρκετά χρόνια. Είναι ολοφάνερο πως δεν τους ενδιαφέρει διόλου η εικόνα και όψη των καταστημάτων και των σπιτιών τους ούτε και η ευπρέπεια ή η καλαισθησία του δημόσιου χώρου. Στα περισσότερα καταστήματα πωλούνται ψευτοπργματα σαν αυτά που βλέπουμε στα κινέζικα μαγαζιά της πατρίδας μας. Νιώθω πως οι άνθρωποι είναι πάρα πολύ πίσω, αλλά και πάρα πολύ μπροστά ταυτόχρονα. Πώς γίνεται αυτό, δεν μπορώ ακόμα να το εξηγήσω και να το κατανοήσω. Προφανώς μου λείπουν δεδομένα.
Πηγαίνοντας όμως στην λαϊκή αγορά της Γκορεόγκ καθώς και στην αντίσοιχη λαϊκή της πολύ μεγαλύτερης πόλης Σουν Τσαν, όπου οι διοργανωτές της μουσικής περιοδείας μάς οδήγησαν για να πάρουμε μια γεύση της καθημερινής ζωής και των απλών ανθρώπων, σφίχτηκε η ψυχή μας. Άπειρο πλήθος γηραιών ανθρώπων και κυρίως γυναικών που θα ήταν μανάδες ή γιαγιάδες μας, με παντούφλες ή ξυπόλυτες καθισμένες κατάχαμα ή πάνω σε κάποιο τούβλο πουλούν την λιγοστή πραμάτεια τους μέσα σε πλαστικά κόκκινα πιάτα. Αναρίθμητα βότανα, ψαροειδή, βολβοί, φύκια, όσπρια μέχρι λουκουμάδες που ψήνουν, φρούτα, σάλτσες σόγιας και ένα σωρό ζωντανά που μοιάζουν με σκορπιούς και κατσαρίδες προς μαγείρεμα... 
Όταν ρώτησα την φίλη Κορεάτισσα αν οι άνθρωποι αυτοί είναι τόσο φτωχοί όσο φαίνονται, μου απάντησε πως δεν είναι, απλώς έχουν μείνει στα χωριά μόνο οι γέροι που έρχονται στις λαϊκές να πουλήσουν τα μπαξεβανικά τους, ενώ οι νέοι έχουν μετακομίσει στις μεγαλοπόλεις. Δεν μπορω να πω ότι η απάντηση με έπεισε. Κι εμείς έχουμε λαϊκές, αλλά η εικόνα τους δεν είναι διόλου αξιοθρήνητη. Πόσο άνετος οικονομικά να είναι κάποιος ογδοντάχρονος που κάνει ένα ταξίδι από το μικρό χωριό του στην πόλη για να πουλήσει τρία πιάτα χόρτα; Δεν ξέρω.
Ο εξωτερικός δημόσιος χώρος είναι στα όρια της αθλιότητας. Ακόμα και τα καλά εστιατόρια στα οποία τρώμε, χρίζουν ολοφάνερα ανακαίνισης που δεν έγινε από τότε που χτίστηκαν. Αν μου έλεγε κάποιος πως όλοι αυτοί οι γέροι δούλεψαν μια ζωή στα εργοστάσια των μεγάλων βιομηχανιών παίρνοντας έναν στοιχειώδη μισθό και πλέον μια ψωραλέα σύνταξη, θα το πίστευα. Τόσο πολύ να μας εξαπατούν τα φαινόμενα; Δεν ξέρω.
Οπωσδήποτε όμως για έναν άνθρωπο που έρχεται εδώ από τη Δύση, ακόμα και από τη «μισοδυτική» χώρα μας, υπάρχουν κάποια πράγματα που θα τον δυσκολέψουν και βέβαια άλλα τόσα που θα τον γοητέψουν. Δεν υπάρχει καμία σχέση με την Χονγκ Κογκ όύτε και με τη Σιγκαπούρη που έχω επισκεφτεί, αυτό μπορώ να το διαβεβαιώσω, ούτε στον δημόσιο χώρο ούτε όμως και στο φαγητό. Η προσθήκη της περίφημης σόγιας μπινς (σόγιας από φασόλια) σε όλα όσα σερβίρουν καθορίζει τις γεύσεις. Η μυρωδιά και η γεύση της σόγιας αυτής είναι πολυ βαριά, εννίοτε και πολύ καυτερή. Αν σε αυτό προσθέσουμε την, ως γνωστόν, παντελή απουσία ελαιόλαδου αλλά και αλατιού, μπορείτε ίσως να υποψιαστείτε για τι πράγμα μιλώ. Και καλά το ελαιόλαδο κάποιες φορές το αντικαθιστούν με σουσαμέλαιο ή σογιέλαιο, αλλά όσον αφορά στο αλάτι, ένας λαός ολόκληρος το έκοψε όταν πριν λίγα χρόνια οι επιστήμονες ανακοίνωσαν πως βλάπτει. Υπήρχαν εστιατόρια που όταν τους ζητούσαμε λίγο αλάτι δεν είχαν ούτε για δείγμα, και όσα είχαν μας το έφερναν σε ένα μικρό κουπάκι λίγο μεγαλύτερο από μια δαχτυλήθρα.

Αν όμως αφήσουμε στην άκρη όλα αυτά τα πολιτισμικά γνωρίσματα ενός λαού, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το πρόσωπό του όσο μπορούμε και όσο μας το έχουν επιτρέψει οι άνθρωποι που συναντήσαμε που βέβαια είναι μουσικοί.

Και οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι σπάνιο... Μπορείς να το ονομάσεις, παιδική αθωότητα... Αξιοθαύμαστα φιλότιμοι και γενναιόδωροι, φιλόξενοι, συνενοήσιμοι, απλοί, φιλομαθείς προς κάθε τι καινούργιο και άγνωστο, έτοιμοι να οικειοποιηθούν το ξένο, ανοιχτοί. Παρόλο που η μουσική τους παράδοση είναι για μας τόσο παράδοξη όσο το φαγητό τους, οι ίδιοι όχι μόνο μαγεύτηκαν από τις μουσικές του Κυριάκου, αλλά τις σιγοτραγουδούσαν συνέχεια και τις έπαιζαν ακόμα κι όταν δεν βρίσκονταν στην κοινή συναυλία τους. Εδώ θα πρέπει επίσης να τονίσω πως η δική τους μουσική είναι φυσει αδύνατον να παιχτεί από τα δικά μας όργανα και να αποδοθεί ως μελωδία από το στόμα μας ως τραγούδι. Η μελωδία είναι κάτι που απουσιάζει σχεδόν σε απόλυτο βαθμό, όπως το αλάτι από το φαγητό τους.

















No comments:

Post a Comment

Σχόλια