Labels

Tuesday, April 2, 2019

Γιαπωνέζικος Κήπος: συνέντευξη με την Βασιλική Νευροκοπλή ΧΑΡΤΗΣ 4 {ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019} {Το χαρτάκι} της Άννας Κουππάνου


{18 λεπτά}

Ο για­πω­νέ­ζι­κος κή­πος εί­ναι ίσως ένα από τα πιο δο­μη­μέ­να εί­δη κή­πων. Πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει επτά στοι­χεία: νε­ρό, πέ­τρες και άμ­μο, γέ­φυ­ρες, πέ­τρι­να φα­νά­ρια και γούρ­νες, φρά­κτες και πύ­λες, άν­θη και δέ­ντρα, και ψά­ρια. Οι πα­ρού­σες συ­νε­
ντεύ­ξεις θα απο­τε­λού­νται πά­ντα από επτά ερω­τή­σεις. Κά­ποιες από αυ­τές θα επα­να­λαμ­βά­νο­νται και κά­ποιες θα εί­ναι νέ­ες, ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στο έρ­γο που έχου­με μπρο­στά μας. Σαν τον για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο, οι συ­νε­ντεύ­ξεις θα δια­τη­ρούν τη δο­μή τους, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να απο­δώ­σουν, ακρι­βώς σαν αυ­τόν, τη ζω­ντά­νια μιας μα­κρι­νής γης, που σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, βέ­βαια, η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής.
Γιαπωνέζικος Κήπος: συνέντευξη με την Βασιλική Νευροκοπλή
250 T4  1
Η Βα­σι­λι­κή Νευ­ρο­κο­πλή γεν­νή­θη­κε το 1968 στην Πρώ­τη Σερ­ρών, τρί­το παι­δί μιας πο­λύ­τε­κνης ιε­ρα­τι­κής οι­κο­γέ­νειας. Από τό­τε ζει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Φοί­τη­σε στο Παι­δα­γω­γι­κό Τμή­μα Δη­μο­τι­κής Εκ­παί­δευ­σης και στο Τμή­μα Θε­ά­τρου της ΑΣΚΤ. Δι­δά­χθη­κε τρα­γού­δι από την Ανα­στα­σία Κου­μπά­κη και Θε­ω­ρία Βυ­ζα­ντι­νής μου­σι­κής στη Σχο­λή Βυ­ζα­ντι­νής και Πα­ρα­δο­σια­κής μου­σι­κής Εν Χορ­δαίς. Αγα­πά­ει ιδιαί­τε­ρα τη στι­χουρ­γι­κή, τη ρα­πτι­κή, την κη­που­ρι­κή και τη μα­γει­ρι­κή. Από το 2007 συ­νερ­γά­ζε­ται με τον εκ­δο­τι­κό ορ­γα­νι­σμό Λι­βά­νη εκ­δί­δο­ντας πα­ρα­μύ­θια, πε­ζά και εφη­βι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, ενώ με την Ελ­λη­νι­κή Βι­βλι­κή Εται­ρία εξέ­δω­σε τη σει­ρά «Οι ιστο­ρί­ες του Καλ­λί­στρα­του». Βι­βλία της έχουν τι­μη­θεί με ελ­λη­νι­κά και διε­θνή βρα­βεία.

Συνέντευξη

1. Τα βι­βλία σας μι­κρής φόρ­μας φαί­νε­ται να κτί­ζουν πά­νω σε με­γά­λες έν­νοιες ή προ­βλη­μα­τι­σμούς. Στο «Aν τα αγα­πάς ξα­νάρ­χο­νται» συ­να­ντού­με το θέ­μα του θα­νά­του, αλ­λά ίσως και κά­τι βα­θύ­τε­ρο, την επα­νά­λη­ψη που πά­ντα φέρ­νει τη δια­φο­ρά – κά­ποιες φο­ρές ίσως μέ­σω της αγά­πης. Στο βι­βλίο σας Το κόκ­κι­νο κορ­δό­νι, συ­να­ντού­με την ιδέα ότι το μι­κρό κρύ­βει το με­γά­λο. Αυ­τοί οι προ­βλη­μα­τι­σμοί έρ­χο­νται πριν ή κα­τά τη διάρ­κεια της συγ­γρα­φής; Τους απε­λευ­θε­ρώ­νει το γρά­ψι­μο ή το γρά­ψι­μο τους δί­νει υπό­στα­ση;
 Δεν αγα­πώ τις ιδέ­ες πε­ρί ζω­ής, αλ­λά την ίδια τη ζωή. Η δια­φο­ρά εί­ναι με­γά­λη. Οι ιδέ­ες σε κα­τα­δυ­να­στεύ­ουν, σε κα­θο­δη­γούν δε­μέ­νο πι­σθά­γκω­να, σε αφυ­δα­τώ­νουν πνευ­μα­τι­κά και σε φα­να­τί­ζουν. Αντι­θέ­τως, η ζωή σε ελευ­θε­ρώ­νει, σου ανοί­γει άπει­ρους δρό­μους και δεν κου­ρά­ζε­ται να σε θρέ­φει, να σε εν­δυ­να­μώ­νει, να σε πλου­τί­ζει ακό­μα και μέ­σα από τη βά­σα­νο, την αρ­ρώ­στεια και κυ­ρί­ως τον θά­να­το.
Η επα­να­λη­πτι­κό­τη­τα και η επι­στρο­φή όσων προς στιγ­μήν χά­νο­νται δεν εί­ναι ιδέα, αλ­λά νό­μος της φύ­σης, όπως και το ότι «μι­κρά ζύ­μη όλο το φύ­ρα­μα ζυ­μοί» (Προς Γα­λά­τας 5:9). Δια­χει­ρί­ζο­μαι, λοι­πόν, δε­δο­μέ­να, ού­τε ιδέ­ες ού­τε προ­βλη­μα­τι­σμούς. Ξε­πη­δούν μό­να τους με τις μορ­φές που επι­λέ­γουν τα ίδια και σχε­δόν ερή­μην μου. Πι­θα­νόν για να τα κα­τα­νο­ή­σω πρώ­τα εγώ, πι­θα­νόν για να με πα­ρη­γο­ρή­σουν, να με φω­τί­σουν. Δεν ξέ­ρω.
Ξέ­ρω μό­νο πως αρ­χί­ζω ξαφ­νι­κά και γρά­φω χω­ρίς να έχω κα­μιά ιδέα για το τι θα ακο­λου­θή­σει. Όλα ελευ­θε­ρώ­νο­νται την ώρα που γρά­φο­νται, ίσως για­τί δεν πη­γά­ζουν από το μυα­λό μου, αλ­λά από την καρ­διά μου. Αυ­τός εί­ναι ο καρ­πός της σχέ­σης ανά­με­σα στην προ­αί­ρε­σή μου και την Χά­ρη. Έτσι, ό,τι προ­κύ­πτει έχει να κά­νει με τον βα­θύ­τε­ρο «καη­μό του υπάρ­χειν» όπως έλε­γε η Ζωή Κα­ρέλ­λη. Και πά­ντα εκ­πλήσ­σο­μαι για όσα γεν­νιού­νται μυ­στη­ριω­δώς και μυ­στι­κώς κι ας γρά­φο­νται από τα δι­κά μου δά­χτυ­λά που απο­τε­λούν μό­νο το μέ­σο.
2. Σε κεί­με­να σας, όπως «Ο λα­μπε­ρός πο­λε­μι­στής», έρ­χε­ται συ­χνά το πα­ρα­μύ­θι να δώ­σει μορ­φή, αλ­λού, όπως στο «Νύ­χτα θαυ­μά­των», εγκι­βω­τί­ζε­ται το πα­ρα­μύ­θι και επι­τρέ­πει τη γέν­νη­ση ενός άλ­λου πα­ρα­μυ­θιού. Ποια η σχέ­ση σας με το πα­ρα­μύ­θι, ποια στοι­χεία του σας ελ­κύ­ουν και πώς κα­θο­δη­γούν το γρά­ψι­μό σας; 
Ο Χει­μω­νάς έγρα­ψε πως η τέ­χνη εί­ναι το χνά­ρι του Θε­ού στον κό­σμο. Ίσως γι’ αυ­τό το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα κά­θε τέ­χνης να εί­ναι η πα­ρα­μυ­θία μέ­σω της ομορ­φιάς, αν προ­τι­μά­τε, του Κάλ­λους. Από τη στιγ­μή που υπάρ­χει πό­νος και θά­να­τος, ο άν­θρω­πος εί­ναι απα­ρη­γό­ρη­τος. Η τέ­χνη όμως δί­νει φτε­ρά στον πα­ρά­λυ­το, στον τυ­φλό τον ου­ρα­νό με τ’ άστρα, τρα­γού­δι στο στό­μα του άλα­λου. Σαρ­κώ­νει το αιώ­νιο φω­τει­νό χνά­ρι της ψυ­χής. Ο καλ­λι­τέ­χνης, ως ο πλέ­ον ευαί­σθη­τος των αν­θρώ­πων, ανα­λαμ­βά­νει να πα­ρη­γο­ρή­σει πρώ­τα τον εαυ­τό του και με­τά τους άλ­λους. Αυ­τός εί­ναι ο πλέ­ον απα­ρη­γό­ρη­τος, αλ­λά και αυ­τός που του δό­θη­κε το χά­ρι­σμα να με­τα­μορ­φώ­νει τον πό­νο σε χα­ρά, την από­γνω­ση σε ελ­πί­δα, τον θά­να­το σε ανά­στα­ση, το πρό­σκαι­ρο σε αιώ­νιο. Γι’ αυ­τό επέ­λε­ξα το πα­ρα­μύ­θι ή ίσως γι’ αυ­τό με επέ­λε­ξε εκεί­νο. Δεν εί­μαι σί­γου­ρη. Απο­ζη­τώ κά­θε στιγ­μή της ζω­ής μου να εί­ναι πα­ρα­μυ­θέ­νια, δη­λα­δή αιώ­νια, και όχι μό­νο τα κεί­με­να που γρά­φω. Όταν αυ­τό γί­νε­ται κέ­ντρο της ζω­ής σου, δεν μπο­ρείς πλέ­ον να ξε­χω­ρί­σεις τι επι­λέ­γεις και τι σε επι­λέ­γει. Και δεν σε εν­δια­φέ­ρει κιό­λας. Ανα­λαμ­βά­νεις ό,τι σε επι­σκέ­πτε­ται, όπως εί­ναι και οι λέ­ξεις στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, και πα­λεύ­εις με θε­ριά και κύμ­μα­τα για να φτά­σεις απέ­να­ντι. Εκεί που δεν υπάρ­χει πό­νος, θλί­ψη και πα­γω­νιά. Το πα­ρα­μύ­θι για μέ­να εί­ναι το γε­φύ­ρι που κτί­ζεις για να φτά­σεις. Ό,τι και να συμ­βαί­νει στην πο­ρεία του, όλα θα τε­λειώ­σουν κα­λά. Πά­ντα όλα θα τε­λειώ­νουν κα­λά. Όταν το γνω­ρί­ζεις αυ­τό, αλ­λιώς υπο­μέ­νεις τις δυ­σκο­λί­ες και τους ατε­λεί­ω­τους θα­νά­τους των ανα­ρίθ­μη­των στιγ­μών της ζω­ής. Όλα γί­νο­νται πα­ρα­μύ­θι, εί­τε σε πε­ρι­κλεί­ει αυ­τό εί­τε το πε­ρι­κλεί­εις εσύ, εί­τε ζεί­τε σφι­χτα­γκα­λια­σμέ­νοι.
Στη Νύ­χτα θαυ­μά­των υπάρ­χει μια ση­μα­ντι­κή λε­πτο­μέ­ρεια. Δια­σκεύ­α­σα σε πα­ρα­μύ­θι ένα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο ποί­η­μα του Ντο­στο­γιέφ­σκι που εγκι­βω­τί­στη­κε, εγώ θα έλε­γα φώ­λια­σε σαν άστε­γο που­λί, στο πα­ρα­μύ­θι που εί­χα εξαρ­χής γρά­ψει. Αυ­τό έδω­σε φτε­ρά στο δι­κό μου κεί­με­νο και πέ­τα­ξε πο­λύ ψη­λά. Τα φτε­ρά όμως να θυ­μό­μα­στε πως εί­ναι εξαρ­χής του με­γά­λου Ρώ­σου συγ­γρα­φέα.
3. Πώς ξε­κι­νά η συγ­γρα­φι­κή δια­δι­κα­σία για σας; Εί­ναι ει­κό­να, λέ­ξη, ιδέα ή κά­τι άλ­λο; Η ίδια η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής πώς ξε­δι­πλώ­νε­ται, χρο­νι­κά και ψυ­χι­κά; Πώς το βί­ω­μα ει­σβάλ­λει στη σκέ­ψη σας ακό­μη και όταν αυ­τά που γρά­φε­τε εί­ναι «τε­λεί­ως» φα­ντα­στι­κά ή πα­ρα­μυ­θια­κά; 

Εί­ναι μια πνοή. Αό­ρα­τη, άπια­στη, αυ­τε­ξού­σια. Εγώ δεν κά­νω τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο από το να ασκού­μαι, να προ­πο­νού­μαι κα­θη­με­ρι­νά, ακό­μη κι όταν μα­γει­ρεύω, πλέ­νω πιά­τα ή κοι­μά­μαι. Η εκ­κί­νη­ση μπο­ρεί να προ­έρ­χε­ται από τα πά­ντα. Αρ­κεί να γρά­ψω την πρώ­τη λέ­ξη και με­τά ρέ­ει ένας κα­ταρ­ρά­κτης που δεν τον ορί­ζω, αγνοώ την πη­γή του, την πο­ρεία του και την κα­τά­λη­ξή του. Η γρα­φή μου εί­ναι αυ­τό­μα­τη, δη­λα­δή όχι προ­σχε­δια­σμέ­νη ού­τε προ­με­λε­τη­μέ­νη. Με συ­νε­παίρ­νει σαν μέ­θη. Μπο­ρεί να κά­ψω το φα­γη­τό ή να ξε­χά­σω να πάω σε ένα ρα­ντε­βού. Χά­νω την αί­σθη­ση του χρό­νου, της πεί­νας, της ανά­γκης. Σαν να μπαί­νω σε ένα εκτυ­φλω­τι­κά ηλιό­λου­στο δω­μά­τιο απ’ το οποίο βγαί­νω μό­νο όταν τε­λειώ­σω. Τις φο­ρές που μέ­νει κά­τι μι­σό, δεν το πιέ­ζω, το αφή­νω. Πι­στεύω πως όταν θε­λή­σει θα με κα­λέ­σει να το συ­νε­χί­σω. Αν δεν το κά­νει, δεν με πει­ρά­ζει κα­θό­λου. Το ξε­χνώ και συ­νε­χί­ζω με άλ­λα. Δεν κρα­τώ εγώ την έμπνευ­ση, αυ­τή με κρα­τά. Εί­ναι μια ελεύ­θε­ρη σχέ­ση πα­θια­σμέ­νου έρω­τα. Όταν έρ­χε­ται της πα­ρα­δί­δο­μαι, όταν φεύ­γει της εύ­χο­μαι να περ­νά­ει κα­λά όπου πη­γαί­νει. Η πα­ρά­δο­σή μου σ’ αυ­τήν φυ­σι­κό εί­ναι να κου­βα­λά ό,τι κου­βα­λώ, βιώ­μα­τα, πα­θή­μα­τα, αγω­νί­ες. Μό­νο που η έμπνευ­ση μπο­ρεί να αφαι­ρεί το βά­ρος σου και τη βα­ρύ­τη­τα των πραγ­μά­των και να σε εκτο­ξεύ­ει στα ου­ρά­νια. Δεν εί­ναι καρ­πός σκέ­ψης τα κεί­με­νά μου. Μάλ­λον εκ­δο­χές καρ­διο­γρα­φή­μα­τος εί­ναι. Δεν ασχο­λή­θη­κα πό­τε να ανα­λύ­σω πώς επη­ρε­ά­ζουν τα βιώ­μα­τά μου τα πα­ρα­μύ­θια μου. Για να το επι­χει­ρή­σω αυ­τό θα πρέ­πει να εξε­τά­σω κά­θε μου κεί­με­νο όπως εξα­τά­ζεις έναν νε­κρό στο νε­κρο­το­μείο. Όσο τα κεί­με­να εί­ναι ζω­ντα­νά κι εγώ ζω­ντα­νή, δεν υπάρ­χει λό­γος να κοι­τά­ζου­με πί­σω, ού­τε να ανα­λύ­ου­με ένα μυ­στή­ριο που έχει αξία ακρι­βώς επει­δή εί­ναι μυ­στή­ριο. Απλώς, προ­χω­ρά­με. 
4. Όταν γρά­φε­τε ένα βι­βλίο επα­νέρ­χε­στε ξα­νά και ξα­νά; Το αφή­νε­τε; Ζεί­τε μέ­σα σε αυ­τό; Ποιες εί­ναι οι έγνοιες σας σχε­τι­κά με αυ­τό; Δια­φο­ρο­ποιού­νται ανά­λο­γα με το εί­δος που γρά­φε­τε (ρε­α­λι­στι­κή/φα­ντα­στι­κή λο­γο­τε­χνία);
 Όταν κα­τά­λα­βω πως αυ­τό που έγρα­ψα μπο­ρεί να γί­νει βι­βλίο – γιά­τι συ­νή­θως δεν απο­φα­ςί­ζω εξαρ­χής ότι θα γρά­ψω βι­βλίο αλ­λά απλώς γρά­φω – το αφή­νω να ξε­κου­ρα­στεί, να με ξε­χά­σει και να το ξε­χά­σω. Ένα νε­α­ρό ζευ­γά­ρι ερω­τευ­μέ­νων κα­λό εί­ναι να χω­ρί­ζε­ται πό­τε πό­τε για να δο­κι­μά­ζε­ται μέ­χρι να βε­βαιω­θεί για τον έρω­τά του. Η από­στα­ση βοη­θά­ει. Το συ­νε­χές σφι­χτα­γκά­λια­σμα μπο­ρεί να μας πνί­ξει. Αυ­τή εί­ναι βα­σι­κή προ­ϋ­πό­θε­ση για να μπο­ρέ­σω με­τά να διορ­θώ­σω το γρα­πτό μου. Αλ­λιώς δεν μπο­ρώ να δω τα λά­θη του. Πρέ­πει να το ξε­χά­σω, να γί­νει ξέ­νο, να μην το θαυ­μά­ζω πια ως δι­κό μου. Με­τά από και­ρό επα­νέρ­χο­μαι δε­κά­δες φο­ρές. Μέ­χρι να νιώ­σω πως δεν υπάρ­χει τί­πο­τα πε­ριτ­τό, πως όλα εί­ναι σα­φή, πως η ροή του μοιά­ζει με το νε­ρό πο­τα­μού που δεν σκο­ντά­φτει που­θε­νά. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυ­τό που εν­νοώ εί­ναι ότι αφού ολο­κλη­ρω­θεί ένα κεί­με­νο παύ­ει να με εν­δια­φέ­ρει ως κεί­με­νο. Με εν­δια­φέ­ρει πλέ­ον ως μου­σι­κή, ως τρα­γού­δι, παρ­τι­τού­ρα. Η μου­σι­κή του λό­γου με καί­ει για­τί η μου­σι­κή θα φτά­σει στα μύ­χια της καρ­διάς του ανα­γνώ­στη και θα δο­νή­σει τις χορ­δές της, θα τη συ­γκι­νή­σει, χω­ρίς ο ίδιος να ξέ­ρει για­τί. Ο ρυθ­μός συ­νέ­χει τα σύ­μπα­ντα, όχι ο λό­γος. Αυ­τό μου παίρ­νει συ­νή­θως μι­σό ή ένα χρό­νο. Στο Πα­ρα­μύ­θι της μου­σι­κής χρειά­στη­καν δύο χρό­νια. 
Δε ζω μέ­σα από από αυ­τά που γρά­φω. Ζω μ’ αυ­τά. Ανα­σαί­νω μ’ αυ­τά. Γί­νο­νται μέ­λη της οι­κο­γέ­νειάς μου. Αλ­λά δεν μι­λώ πο­τέ γι’ αυ­τά, όπως δε μι­λάς για το παι­δί σου πριν γεν­νη­θεί. Θέ­λεις πρώ­τα να γεν­νη­θεί, να το δεις στο φως και με­τά να μι­λή­σεις. Η έγνοια μου για κά­θε κεί­με­νο εί­ναι να εί­ναι απα­λό, δια­κρι­τι­κό, υπαι­νι­κτι­κό, ευ­γε­νι­κό, τρυ­φε­ρο, πα­ρη­γο­ρη­τι­κό. Να νιώ­σει ο κά­θε ανα­γνώ­στης πως γρά­φτη­κε μό­νο του και πως αν ο ίδιος έγρα­φε, έτσι ακρι­βώς θα το έγρα­φε. 
Αρ­νού­μαι τον δια­χω­ρι­σμό φα­ντα­στι­κού και ρε­α­λι­στι­κού. Ό,τι φα­ντα­ζό­μα­στε δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι μια όψη, κά­πο­τε κρυ­φή και κρυμ­μέ­νη, του ρε­α­λι­στι­κού αφού πη­γά­ζει από την ζωή και την εμπει­ρία. Αν ως φα­ντα­στι­κό ορί­ζου­με το ανύ­παρ­χτο, τό­τε εί­ναι αδύ­να­τον και να το συλ­λά­βου­με. Υπάρ­χει το κυ­ριο­λε­κτι­κό και το με­τα­φο­ρι­κό ή το συμ­βο­λι­κό που με­τα­φρά­ζει ή ντύ­νει με άλ­λους όρους το κυ­ριο­λε­κτι­κό. Όλα όμως εί­ναι ρε­α­λι­στι­κά. Απλώς υπάρ­χουν δύο εί­δη ρε­α­λι­σμού επει­δή υπάρ­χουν δύο ει­δών βλεμ­μά­των πά­νω στη ζωή. Το κα­κο­προ­αί­ρε­το και το κα­λο­προ­αί­ρε­το. Αυ­τά γεν­νούν τον ωμό ρε­α­λι­σμό και τον ποι­η­τι­κό ρε­α­λι­σμό. Ο πρώ­τος εί­ναι σκλη­ρός, άκαρ­δος και αφι­λάν­θρω­πος και ο άλ­λος εί­ναι ο ποι­η­τι­κός και πα­ρα­μυ­θη­τι­κός. Ο δεύ­τε­ρος εί­ναι που με εν­δια­φέ­ρει απο­κλει­στι­κά και από­λυ­τα σε όλα τα επί­πε­δα και πε­δία της ζω­ής. Με άλ­λα λό­για, ο ρε­α­λι­σμός των ποι­η­τών και των αγί­ων. Αυ­τών που ευ­φυιώς συλ­λαμ­βά­νουν την ενό­τη­τα του ορα­τού και αό­ρα­του κό­σμου.
5. Στο βι­βλίο σας, Ο μι­κρός μο­νο­μά­χος, πα­ρα­τη­ρού­με μια με­τά­βα­ση στη με­γά­λη φόρ­μα του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στο βι­βλίο δια­τυ­πώ­νε­ται η πρω­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση ενός εφή­βου. Πώς φτά­σα­τε σε αυ­τή την εφη­βι­κή φω­νή; Εί­ναι κά­τι που θυ­μά­ται κά­ποιος από δι­κά του βιώ­μα­τα, εί­ναι κά­τι που ανα­γκα­στι­κά θα κα­τα­σκευά­σει ή θα μι­μη­θεί, ή εί­ναι κά­τι άλ­λο;
Το βι­βλίο αυ­τό μου το ζή­τη­σε η Γιώ­τα Λι­βά­νη. Βλέ­πε­τε, όταν ο «άλ­λος» μας εμπι­στεύ­ε­ται και μας αγα­πά, μπο­ρεί να δει σε μας κά­τι που εμείς δεν το βλέ­που­με. Ξαφ­νιά­στη­κα όταν μου το ζή­τη­σε, φο­βή­θη­κα και λί­γο, δεν υπο­σχέ­θη­κα τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο από το ότι θα προ­σπα­θή­σω για το χα­τί­ρι της. Αλ­λά κι εμείς όταν αγα­πά­με και εμπι­στευό­μα­στε αυ­τόν τον «άλ­λον», μοι­ραία θα του πα­ρα­δο­θού­με χω­ρίς δι­καιο­λο­γί­ες και προ­σκόμ­μα­τα. Έτσι ο «καρ­πός» εί­ναι σχε­δόν ανα­πό­φευ­κτος. Το μό­νο που εξαρ­χής σκέ­φτη­κα ήταν η συν­θή­κη της πα­ρα­τε­τα­μέ­νης δια­κο­πής ρεύ­μα­τος που θα οδη­γή­σει στην κα­τάρ­ρευ­ση του ηλε­κτρο­νι­κού κό­σμου στον οποίο ζουν και οι έφη­βοι, αλ­λά κι εγώ. Τί­πο­τα άλ­λο. Ο Γιώρ­γος Ιω­άν­νου γρά­φει πως ο συγ­γρα­φέ­ας χρειά­ζε­ται μό­νο μια ελά­χι­στη αφορ­μή. Έχει δί­κιο. Την αφορ­μή μου την έδω­σε η εκ­δό­τριά μου και με­τά βού­τη­ξα σε ένα άγνω­στο πέ­λα­γος σαν να ήταν η προ­σω­πι­κή μου πι­σί­να που τη γνω­ρί­ζω σπι­θα­μή προς σπι­θα­μή (κι ας μην έχω πι­σί­να). Έγρα­φα συ­νέ­χεια, σχε­δόν για σα­ρά­ντα μέ­ρες. Οι πρώ­τες μι­σές στην Χίο και οι υπό­λοι­πες στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Δεν κα­τά­λα­βα για πό­τε έγι­να δε­κα­πέ­ντε χρο­νών, μπή­κα στην ψυ­χο­λο­γία του νε­α­ρού εφή­βου και μί­λη­σα στη γλώσ­σα του. Δεν κα­τά­λα­βα ού­τε για­τί ο ήρω­ας εί­ναι παι­δί χω­ρι­σμέ­νων γο­νιών. Εκ των υστέ­ρων βέ­βαια, συ­νει­δη­το­ποιώ πως τε­λι­κά βγή­κε στο φως αυ­τό που με πο­νά­ει πο­λύ εδώ και χρό­νια κι ας μην έχω ιδί­αν εμπει­ρία. Εί­χα όμως παι­διά χω­ρι­σμέ­νων γο­νιών μα­θη­τές μου και συν­δέ­ο­μαι με παι­διά που βρί­σκο­νται σε αυ­τή τη συν­θή­κη, φί­λων και συγ­γε­νών. Έζη­σα από κο­ντά τον πό­νο τους, τον εγκλω­βι­σμό τους σε αυ­τό το αδιέ­ξο­δο που δεν επέ­λε­ξαν τα ίδια. Έζη­σα την εκ­κω­φα­ντι­κή σιω­πή τους, την αβά­στα­χτη με­λαγ­χο­λία τους, το ερ­μει­τι­κό κλεί­σι­μο στον εαυ­τό τους και την από­γνω­ση που τα χα­ρα­κτη­ρί­ζει. Όσες θε­ω­ρί­ες και να ανα­πτυ­χθούν πε­ρί των δια­ζυ­γί­ων, αυ­τό που δεν θα αλ­λά­ξει πο­τέ εί­ναι πως το παι­δί εί­ναι απο­τέ­λε­σμα ενός ζευ­γα­ριού που δεν θα πά­ψει πο­τέ να το θέ­λει ενω­μέ­νο. Αυ­τή εί­ναι η φύ­ση των πραγ­μά­των. Έτσι, έδω­σα φω­νή στον δε­κα­πε­ντά­χρο­νο Αρ­γύ­ρη και εί­πα όλα αυ­τά που δεν μπο­ρώ να πω σε ένα παι­δί που βρί­σκε­ται σ’ αυ­τή τη θέ­ση εί­τε επει­δή δεν το ρω­τά κα­νείς, εί­τε επει­δή δεν του δί­νε­ται χώ­ρος να τα αρ­θρώ­σει, εί­τε επει­δή εί­ναι εσω­στρε­φές και τα κλεί­νει μέ­σα του. 
Η αλή­θεια εί­ναι πως η με­γά­λη φόρ­μα απε­λευ­θέ­ρω­σε δυ­νά­μεις που υπήρ­χαν μέ­σα μου. Σε βαθ­μό, μά­λι­στα να γρά­ψω αρ­χι­κά ένα πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο βι­βλίο απ’ αυ­τό που εκ­δό­θη­κε. Τα τρία τέ­ταρ­τα τα αφαί­ρε­σα όταν κα­τά­λα­βα πως πρέ­πει να ξε­κα­θα­ρί­σω τι εί­ναι απα­ραί­τη­το και τι όχι.  
6. Στα βι­βλία σας νιώ­θου­με να εκ­πέ­μπε­τε ως συγ­γρα­φέ­ας μια τρυ­φε­ρό­τη­τα προς τους ήρω­ες σας. Εί­ναι έτσι; Ποια εί­ναι η σχέ­ση σας με αυ­τούς; 
Η τρυ­φε­ρό­τη­τα που αι­σθά­νο­μαι δεν εί­ναι προς τους ήρω­ες, εί­ναι προς τους αν­θρώ­πους και μοι­ραία αντα­να­κλά­ται στους ήρω­ες. Αγα­πώ τους αν­θρώ­πους και πιο πο­λύ από τους ενή­λι­κες, τα παι­διά. Εί­μαι σαν ερω­τευ­μέ­νη με τα παι­διά. Τα αι­σθά­νο­μαι ακό­μα κι όταν δε μι­λούν. Και ακό­μα πιο πο­λύ αγα­πώ τα τα­λαι­πω­ρη­μέ­να παι­διά, τα βα­σα­νι­σμέ­να, τα μο­να­χι­κά, τα ατί­θα­σα. Έτσι γεν­νιέ­ται ο μι­κρός αφε­λής και φι­λό­τι­μος Χα­ρί­τω­νας στον Αχτι­δο­ϋ­φα­ντή, έτσι η τυ­φλή Θε­ο­δώ­ρα στο Πα­ρα­μύ­θι της μου­σι­κής, ο ανώ­νυ­μος εγ­γο­νός της για­γιάς που φεύ­γει απ’ τη ζωή στο Αν τ’ αγα­πάς ξα­νάρ­χο­νται, ο Αρ­γύ­ρης στον Μι­κρό μο­νο­μά­χο. Οι ήρω­ες έχουν κά­τι από μέ­να και κά­τι από όλα τα παι­διά που αγά­πη­σα μέ­χρι σή­με­ρα. Έχουν κά­τι από το κά­θε παι­δί που τους κά­νει δι­κούς του. Όλοι μας, εί­τε εν ενερ­γεία εί­τε εν δυ­νά­μει, έχου­με όλα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του πά­σχο­ντος αν­θρώ­που. Ένας ήρω­ας συ­γκε­ντρώ­νει κά­ποια απ’ αυ­τά, αλ­λά η ου­σία εί­ναι τι απ’ αυ­τά κα­θρε­φτί­ζε­ται μέ­σα μας, μας ελευ­θε­ρώ­νει και μας πα­ρη­γο­ρεί. Αν δεν συμ­βεί αυ­τό, ο ήρω­ας εί­ναι ψεύ­τι­κος, σκα­ρί­φη­μα του νου, μια μο­νο­διά­στα­τη εφή­με­ρη χαλ­κο­μα­νία. Άρα αγα­πώ τους ήρω­ές μου μό­νο όταν τους αγα­πή­σουν και τα παι­διά και συ­γκι­νη­θούν απ’ αυ­τούς. Τό­τε και μό­νο τό­τε γί­νο­νται αλη­θι­νοί, αφού η αλή­θεια μας επα­λη­θεύ­ε­ται στον άλ­λον και όχι αφε­αυ­τού της.
7. Πού γρά­φε­τε, πώς και πό­τε;  
 Γρά­φω κυ­ρί­ως σε μέ­ρη που έχουν αέ­ρα και ορί­ζο­ντα. Στην πα­ρα­λία το κα­λο­καί­ρι κου­βα­λώ εκτός από το τά­μπλετ μου, ένα τρα­πε­ζά­κι και μια κα­ρέ­κλα. Η θά­λασ­σα με ξε­κλει­δώ­νει. Στο σπί­τι μου γρά­φω στο τρα­πέ­ζι της κου­ζί­νας κοι­τά­ζο­ντας την με­γά­λη τζα­μα­ρία απέ­να­ντι που πλημ­μυ­ρί­ζει ου­ρα­νό. Γρά­φω πά­ντα στις κα­λο­και­ρι­νές δια­κο­πές μου εδώ και εί­κο­σι χρό­νια στον Κά­μπο της Χί­ου όπου κα­θι­σμέ­νη στο μπαλ­κό­νι του «Περ­λέα» μυ­ρί­ζω τα πε­ρι­βό­λια με τα οπω­ρο­φό­ρα δέ­ντρα και ανα­σαί­νω το γα­λά­ζιο του ου­ρα­νού. Γρά­φω σε όλα τα με­τα­φο­ρι­κά μέ­σα την ώρα που τα­ξι­δεύω. Σε κά­ποιους τό­πους η γρα­φή εί­ναι ασυ­γκρά­τη­τη, όπως στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Σε άλ­λους κλει­δώ­νει εντε­λώς, όπως στην Αθή­να. Το αν γρά­φω ή δε γρά­φω σε έναν τό­πο που θα βρε­θώ απο­τε­λεί το δι­κό μου κρι­τή­ριο για το αν μου ται­ριά­ζει ή όχι αυ­τός ο τό­πος. Προ­τι­μώ να εί­μαι έξω στον αέ­ρα. Τα κα­λο­καί­ρια γρά­φω πά­ντα στο μπαλ­κό­νι πα­ρέα με τα λου­λού­δια μου και τα κε­λαη­δί­σμα­τα των που­λιών.
Συ­νή­θως γρά­φω τα χα­ρά­μα­τα, πολ­λές φο­ρές ξυ­πνάω στις πέ­ντε το πρωί και γρά­φω μέ­χρι να βγει ο ήλιος, και συ­νε­χί­ζω το βρά­δυ μέ­χρι αρ­γά. Ώρες που δεν υπάρ­χουν άλ­λες μέ­ρι­μνες και όλοι κοι­μού­νται. Το τά­μπλετ εί­ναι το τρί­το μου χέ­ρι. Το έχω συ­νή­θως μα­ζί μου, ακό­μα κι όταν βγαί­νω για βόλ­τα.
Αλ­λά γρά­φω και χω­ρίς να γρά­φω. Νο­μί­ζω πως πά­ντα γρά­φω. Περ­πα­τώ­ντας, κοι­τώ­ντας, μα­γει­ρεύ­ο­ντας, ρά­βο­ντας, εν υπνώ­σει γρά­φω. Κά­πο­τε ση­μειώ­νω αυ­τά που γρά­φο­νται μέ­σα μου, πολ­λές φο­ρές τα αφή­νω να φύ­γουν, βέ­βαιη πως τί­πο­τα που αξί­ζει δεν χά­νε­ται και δεν ξε­χνιέ­ται και πως αν έρ­θει η ώρα του θα επα­νεμ­φα­νι­στεί. Σκέ­φτο­μαι σαν να γρά­φω, αι­σθά­νο­μαι σαν να γρά­φω, ό,τι κά­νω εί­ναι σαν να γρά­φω. Εί­ναι μια διαρ­κής ακρο­βα­σία πά­νω σε τε­ντω­μέ­νο σχοι­νί, διαρ­κής αμ­φι­τα­λά­ντευ­ση, ακα­τά­παυ­στος αγώ­νας πά­νω σ’ αυ­τή τη γέ­φυ­ρα που σε βγά­ζει απέ­να­ντι…

No comments:

Post a Comment

Σχόλια